Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2018

Νίκος Βατόπουλος: ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ


     Το «περπατώντας» του τίτλου θα πρέπει να το πάρουμε με την έννοια του «ξεποδαριάσματος» καθώς όταν μιλάμε για το Νίκο Βατόπουλο πρέπει να ξέρουμε πως έχουμε να κάνουμε με έναν παθιασμένο και πολύ «ψαχουλιάρη» εραστή της Αθήνας. Ένας άνθρωπο  που όπως ο ίδιος ομολογεί στην αρχή του βιβλίου: σημαδεύτηκε ανεπανόρθωτα, στα πέντε του χρόνια, από την εικόνα κατεδάφισης ενός πανέμορφου νεοκλασικού της οδού Αγίου Μελετίου.

     Μεγάλη του έγνοια κάποια σπαράγματα κτηρίων του 20ου αιώνα, του αιώνα κατά τον οποίο, όπως γράφει, υποτιμήσαμε πολύ την Αθήνα και την καταστρέψαμε. Το συγκεκριμένο βιβλίο αποτελείται από σαράντα  άρθρα με φωτογραφίες τέτοιων κτιρίων που δημοσιεύτηκαν από τον συγγραφέα στην εφημερίδα « Η Καθημερινή».

     Είναι ένα βιβλίο που μπορεί ο αναγνώστης να το ξεκινάει με κάποια πρόβλεψη του αναμενόμενου αλλά στην πορεία συναρπάζεται από κάποιες ιδιαίτερες αρετές της γραφής του συγγραφέα. Πρέπει πρώτα-πρώτα να πω  ότι όλα αυτά τα κτίρια, επαγγελματικές στέγες και κατοικίες, δεν ανήκουν στα γνωστά οικοδομήματα των κεντρικών δρόμων της Αθήνας αλλά «αλιεύτηκαν» μετά από πολύ ψάξιμο μέσα από ήσσονος σημασίας περιοχές. Μαγαζιά με την ιστορία τους από το βαθύ εμπορικό κέντρο της πόλης γύρω από την Κολοκοτρώνη με τις παρόδους της. Κατοικίες από τα πυκνοδομημένα συμπλέγματα Κυψέλης, Πατησίων και Αχαρνών. Άλλες επωνύμων οικογενειών και άλλες ταπεινές και ανώνυμες με τα ακροκέραμά τους και τα περίτεχνα καγκελάκια τους.

     Και έρχομαι τώρα στη γραφή του συγγραφέα που πατώντας πάνω στην έντονα παραστατική φωτογραφία  του --με τα θηριώδη  γκράφιτι και συνθήματα, σκουριασμένες αλυσίδες με χοντρά λουκέτα να πνίγουν τα φτωχά αυτά υπολείμματα του παρελθόντος-- μας ξεναγεί.

     Μια ξενάγηση λιτή και αποστασιοποιημένη από κριτικές ηθικές παρεμβάσεις καθώς θέλει να αφήσει τον αναγνώστη να τα σκεφτεί αυτά από μόνος του. Στο ροή όμως της ανάγνωσης είχα την αίσθηση πως με κόπο συγκρατιόταν από το γράφοντα  ο λυγμός. Μπορεί να κάνω λάθος και να επηρεάζομαι από την τραυματική αρχή του βιβλίου.

     Σε ένα όμως δεν κάνω λάθος: πρόκειται για ένα βιβλίο διαβαστερό και συναρπαστικό παρ’ ότι δεν ανήκει στα βιβλία πλοκής. Ένα «βιβλίο βιβλιοθήκης» όπως αποκαλώ όσα από αυτά δεν πρέπει να απουσιάζουν από καμία βιβλιοθήκη. Να το διαβάζουμε και να το ξαναδιαβάζουμε, εμείς τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας!

     Και δεν αφορά  αυτό μόνο τους «γκάγκαρους», είμαστε πολλοί οι «Αθηναίοι» εξ επαρχίας που την αγαπάμε. Εγώ όταν ανέβηκα από το χωριό το ’66 η Αχαρνών είχε ακόμη πολλά σπίτια με παρτέρια και φοίνικες. Το ίδιο και η Μιχαήλ Βόδα, η Πιπίνου και η Αγαθουπόλεως.

 

 

 

Εκδόσεις Μεταίχμιο Απρίλης 2018           


Ο Νίκος Βατόπουλος γεννήθηκε το 1960    στην Αθήνα. Σπούδασε Κοινωνιολογία στο Deree College και ακολούθησε μεταπτυχιακά στο Reading University στο Ηνωμένο Βασίλειο σε Ευρωπαϊκές Σπουδές. Από το 1988 εργάζεται στην «Καθημερινή». Εχει αποκτήσει ειδίκευση για θέματα αθηναϊκού περιβάλλοντος.

Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2018

Ο Οβολός του Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλου


                                  Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος

Ο Οβολός

Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ σήκωσε τα άδεια πιάτα από το τραπέζι.
-- Σου άρεσε το φαγητό; με ρώτησε.
-- Παίρνεις πάντα το ωραιότερο μέρος, της είπα.
-- Τηλεφωνώ στον Κώστα, απέναντι, κι όταν έχει κατσικάκι μου στέλνει το λαιμό και τη σπάλα.
Την ώρα που την αποχαιρετούσα στην εξώπορτα, έβαλε το χέρι στην τσέπη της ρόμπας της — ακριβώς όπως παληά, όταν εξοικονομούσε λίγα χρήματα και μας έδινε για χαρτζηλίκι.
-- Παρ' τα αυτά, μου λέει με χαμηλωμένο κεφάλι, εσύ χρησιμοποιείς λεωφορεία.
Ήταν τρία εισιτήρια των αστικών συγκοινωνιών. Κατάλαβα τη σημασία της προσφοράς: η μάνα μου μου δήλωνε πως δεν μπορούσε, πλέον, να ανέβει σε λεωφορείο.
Πράγματι, την ίδια εκείνη άνοιξη αρρώστησε και, ξαφνικά, πέθανε τα ξημερώματα.
-- Εγώ φεύγω, μου είχε πει την παραμονή το βράδυ στο νοσοκομείο.
Κατεβήκαμε όλοι στον Πύργο, όπου και ο οικογενειακός μας τάφος. Προηγείτο το φέρετρο, και ακολουθούσαμε εμείς.
Μέχρις ότου έρθει η ώρα της κηδείας, άρχισα να τριγυρνώ στα πέριξ του νεκροταφείου. Στις άκρες των ελαιώνων, δίπλα από τη σιδηροδρομική γραμμή, έβλεπα με έκπληξη κόκκινες ανεμώνες, που δεν θυμόμουν να υπήρχαν, όταν παιδιά ζούσαμε στο κοντινό χτήμα.
Έφθασα και σε αυτό. Δεν είχε απομείνει, φυσικά, τίποτα. Το πουλήσαμε στην Κατοχή και τώρα είχε καταντήσει ένας γύφτικος οικισμός, εντός σχεδίου πια. Μια μπουλντόζα άνοιγε έναν ακόμη δρόμο.
Προχώρησα προς το μέρος όπου βρισκόταν το πατρικό μου. Ήταν μεσημεράκι, και επικρατούσε μια περίεργη ερημιά, ίσως γιατί όλοι κοιμόντουσαν, ή απουσίαζαν. Βρήκα το παληό μου σπίτι αγνώριστο, με προσθήκες από τσιμεντόλιθους και αλουμινένιες πόρτες. Από τα δέντρα και τον κήπο δεν είχε μείνει ούτε δείγμα.
Ξαφνικά είδα τη μανταρινιά! Μέσα σε όλον αυτό το χαλασμό, είχε καταφέρει να επιβιώσει. Γέρικη, σχεδόν αιωνόβια, με καταφαγωμένον τον κορμό και τα κλαδιά της χωρίς φύλλα, διατηρούσε ακόμη αρκετούς καρπούς, κάτι πολύ μικρά μανταρίνια, ίδια με εκείνα που έκανε και τότε, όταν σκαρφάλωνα επάνω της την άνοιξη κι έκοβα τα φρούτα της.
Τα καλοκαίρια με τις ζέστες υπέφερε πολύ. Αγωνιζόμουν να την διατηρήσω στη ζωή: δεν είχαμε αρκετό νερό, αλλά όταν μπορούσα της κουβαλούσα έναν δύο τενεκέδες να ξεδιψάσει.
Πλησίασα με συγκίνηση, ένιωθα σχεδόν τύψεις για τα χρόνια της δίψας της. Πώς επέζησε, έτσι εγκαταλελειμμένη, τόσα καλοκαίρια; Είχα να την δω μισόν αιώνα ακριβώς και ουδέποτε την είχα θυμηθεί.
Έφαγα δυο τρία μανταρίνια, έβαλα μερικά στη τσέπη μου, την χάιδεψα και έφυγα. Έσπευσα στο νεκροταφείο, όπου ήδη χτυπούσε πένθιμα η καμπάνα.
Κατά τη διάρκεια της ακολουθίας, παρατηρώντας το πρόσωπο της μητέρας μου, σκεφτόμουν όλα εκείνα τα παρελθόντα. Αφαιρέθηκα, κι ήταν η γυναίκα μου που με προέτρεψε:
-- Πήγαινε να φιλήσεις πρώτος τη μητέρα σου.
Πλησίασα. Της άφησα το ματσάκι με τις κόκκινες ανεμώνες, της γλίστρησα στα χέρια τα τρία εισιτήρια του λεωφορείου και, χαϊδεύοντάς της το κρύο μάγουλο, της ψιθύρισα στο αυτί:
-- Μάνα, η μανταρινιά μας ζει!

 

Από το "Ο Οβολός και άλλα διηγήματα", ΝΕΦΕΛΗ, Αθήνα 2004

Σημείωση: το κείμενο –μαζί με το … μονοτονικό--  δανείστηκα από το αρχείο του Ν. Σαραντάκου.