Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2018

ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟΝ IDEAL



Tο ιστορικό εστιατόριο της Πανεπιστημίου  –ανάμεσα θεάτρου REX και κινηματογράφου IDEAL γνωστό σε όλο το πανελλήνιο χάρις σ’ εκείνο το ανθρώπινο ποτάμι που περνούσε μπροστά του-- μετά από έναν, σχεδόν, αιώνα ζωής, έβαλε και αυτό λουκέτο. Το έφαγε η μαρμάγκα της κρίσης και οι καινούργιες διατροφικές συνήθειες, που ξεκίνησαν πριν απ’ αυτήν.

Ως πελάτης το γνώρισα όταν δούλευα στην τελευταία πολυκατοικία πριν τη Θεμιστοκλέους. Αν και ήταν υψηλού σέρβις με τραπεζομάντηλα πάνινα και σερβιτόρους με ζακέτες και παπιγιόν, οι τιμές του δεν ήταν απαγορευτικές.

Η πελατεία του, εκτός από τους εργαζόμενους των γύρω κτιρίων και τους διερχόμενους επισκέπτες της πόλης, κατά κύριο λόγο απαρτιζόταν από τα πλήθη των δικαστηρίων που βρισκόντουσαν τότε απέναντι: Αρσάκη και Σανταρόζα και πάνω από τη Στοά του Ορφέα. Την ώρα της μεσημεριανής διακοπής ο χώρος του κατακλυζόταν από διαδίκους, συνηγόρους και δικαστικούς. Ξεχώριζαν οι συνήγοροι με τις χαλαρές γραβάτες και τις μεγαλόφωνες ομιλίες και οι κατηγορούμενοι από το σκεπτικό ύφος και την ανορεξία τους.

Πήγαινα κάνα δυο φορές τη βδομάδα και για ένα μόνο φαγητό του που το θεωρώ ακόμη και σήμερα ως το καλύτερο έδεσμα που σερβιρίστηκε από εστιατόριο της Αθήνας. Νοστιμότατο και σε τιμή προσιτή. Επρόκειτο για κατεψυγμένη σφυρίδα. Αυτήν την ποιοτική του βορειοανατολικού Ατλαντικού που την έκοβαν σε φέτες. Με το κεφάλι και την ουρά έφτιαχναν ψαρόσουπα σαν ορντέβρ και οι φέτες ψημένες σε μαντεμένια πλάκα, σερβίρονταν με συνοδεία ιταλικών ραδικιών, ελαιόλαδο και μισό λεμόνι.

Καθόμουν πάντα στα τραπέζια του μικρού χώρου αμέσως μετά την είσοδο. Απέφευγα την μεγάλη αίθουσα με τις αγορεύσεις των συνηγόρων. Σερβιτόρο είχα πάντα το Νώντα, έναν εγκάρδιο ξανθόχρωμο Ηπειρώτη.

Κάποια στιγμή έφυγα από τη δουλειά, εργάστηκα για κάποια χρόνια στην επαρχία και όταν επανέκαμψα στην Αθήνα θυμήθηκα αμέσως τη σφυρίδα, ενώ αμέσως με θυμήθηκε και ο Νώντας «Που ήσουν, χάθηκες;» και δεν ξέρω πως μου ήρθε –ίσως και από πονηριά για καλή μεταχείριση --και απάντησα «στο Λονδίνο, ειδικευόμουν στην ΩΡΛ». Με αποτέλεσμα η αναγγελία της παραγγελίας μου προς την κουζίνα να συνοδεύεται πλέον και από την «ιδιότητά» μου: « Μια σφυρίδα για το γιατρό!».

Οι αλλαγές στη ζωή και ο χρόνος με απομάκρυναν από το IDEAL αλλά από τη συγκεκριμένη σφυρίδα ποτέ. Έχω προμηθευτεί βαρύ μαντεμένιο τηγάνι με ραβδώσεις και πάντα τη φτιάχνω.

 

 

Δημήτρης Κουκουλάς


Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2018

ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟΝ «ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΝ»


 

   Με το τέλος της σχολικής περιόδου τα νιάτα της Επαρχίας που περάτωναν τις γυμνασιακές τους σπουδές, συνέρρεαν στην Πρωτεύουσα. Αρχές Ιουλίου μέσα στη ζέστη κάτι έντρομες φάτσες που μόλις είχαν αποχωριστεί τις αγαπημένες τους κατσικούλες, σκυλιά, γαϊδούρια και άλογα περιφέρονταν μέσα στο πολύβουο άστυ, ψάχνοντας για φροντιστήριο θετικής ή θεωρητικής κατεύθυνσης. Μια θερινή χείρα βοηθείας των σχολικών ελλείψεων ενόψει των Πανελληνίων του Σεπτεμβρίου.

   Η φροντιστηριακή πιάτσα βρισκόταν στις οδούς Ακαδημίας, Σόλωνος και στην πλατεία Κάνιγκος όπου τα απογεύματα και τα βράδια γινόταν κάτι σαν νεολαιίστικο πανηγύρι. Το ’66, τη χρονιά τη δική μου, γινόταν και το αδιαχώρητο από το κοριτσομάνι που μαζευόταν να δούνε από κοντά τον εκ Πάρου ορμώμενο, Γιάννη Πάριο. Πήγαινε στο φροντιστήριο του Μερτζιώτη και την προηγούμενη χρονιά είχε κάνει μεγάλο σουξέ με δυο τραγούδια του Απόστολου Καλδάρα.

   Γράφτηκα στο φροντιστήριο Κουτουμάνου –μια προπολεμιή μικρή πολυκατοικία Ακαδημίας & Ζωοδόχου Πηγής που υπάρχει ακόμα-- και έπιασα δωμάτιο στον ημιώροφο της πολυκατοικίας Μαυρομιχάλη 39 στο ίδιο κτήριο που σήμερα στεγάζονται οι εκδόσεις «Στοχαστής» του φίλου μου Λουκά Αξελού.

   Για φαγητό εστιατόριον «Πανελλήνιον». Χαμηλά στη Μαυρομιχάλη απέναντι στο Χημείο. Με το ίδιο όνομα έγινε μετά καφενείο και τα τελευταία χρόνια λειτουργεί ως το μοναδικό εν Αθήναις και ίσως εν Ελλάδι, σκακιστικό καφενείο.

   Τυπικό της εποχής εστιατόριο με υφασμάτινα τραπεζομάντηλα, αναποδογυρισμένα καθαρά ποτήρια και σκεπασμένη καράφα με νερό. Μπροστά στην κουζίνα η γυάλινη βιτρίνα με τις χαμηλές κατσαρόλες και τα ταψιά. Ο πελάτης αφού έβλεπε τα φαγητά της ημέρας, παράγγελνε από το τραπέζι.

   Και εκεί συνέβη το «κακό» με την πρώτη μέρα που πήγα και την πρώτη παραγγελία που έδωσα. Είχα λιμπιστεί το ταψί με τις γεμιστές πιπεριές. Και όταν ο σερβιτόρος με το άσπρο σακάκι, ρώτησε: «τι θα πάρετε νεαρέ;», ο ψαρωμένος χωριάτης, συνεσταλμένα αλλά καθαρά, απάντησε: «μία μερίδα σπέτσες». «Τι είναι αυτό το πράγμα;» ρώτησε έκπληκτο το γκαρσόνι.

   Να άνοιγε το δάπεδο και να με κατάπινε μαζί με την καρέκλα! Το σύμπλεγμα της καταγωγής που μας κατέτρυχε όλους τους εξ επαρχίας βγήκε αμέσως στην επιφάνεια: στο χωριό η λέξη «πιπεριές» ήτανε άγνωστη, τις λέγαμε «σπέτσες»!

   Κατόρθωσα να ψελίσω: «εκείνα στο ταψί τα γεμιστά με ρύζι».  «Α! γεμιστές πιπεριές!» φώναξε, και εις επήκοον όλων με μια δόση θριάμβου, ο άνθρωπος που «αποκωδικοποίησε» το χωριάτη.

   Ένιωσα μεγάλη ντροπή, στενοχωρήθηκα και έκανα σκέψεις να μην ξαναπάω στο μαγαζί. Μα ξαναπήγα γιατί το φαγητό ήταν πεντανόστιμο και παρ’ όλη την πίκρα το έφαγα. Το «τραύμα» όμως έμεινε και όταν μετά από χρόνια με μια παρέα παραγγείλαμε κάπου «σπετσοφάϊ», είδα ότι πρόκειται για λουκάνικα με πιπεριές και ένιωσα ανακούφιση, ενώ η απάντηση του σερβιτόρου ότι το λένε έτσι γιατί σε κάποια μέρη αποκαλούν τις πιπεριές «σπέτσες», με απελευθέρωσε τελείως από το «σύμπλεγμα» που κουβαλούσα! Όπως λένε στη Ψυχανάλυση.


Δημήτρης Κουκουλάς

Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2018

Η ΤΑΒΕΡΝΑ ΤΟΥ ΠΕΤΣΙΑΒΑ


 


(Σημείωση: με αφορμή το κλείσιμο του ιστορικού εστιατορίου ΚΕΝΤΡΙΚΟΝ, στη στοά πίσω από το άγαλμα της Κολοκοτρώνη, ένιωσα την ανάγκη να προσπαθήσω με όπλο τη μνήμη μου, μήπως και περισώσω κάποιες εικόνες από τα παλιά φαγάδικα της Αθήνας (εστιατόρια και ταβερνάκια  που άνοιγαν και το μεσημέρι ) και που τα ‘φαγε τελεσίδικα η εξέλιξη)

Ένα διάστημα, αρχές του ’70, έμεινα στην περιοχή Θυμαράκια, πρώην Γιδάδικα, που τότε διαμορφωνόταν σε πλατεία. Για φαγητό σύχναζα στου Πετσιάβα, ένα λαϊκό ταβερνάκι με καρό τραπεζομάντηλα και βαρέλια ρετσίνας, επί της οδού Ρόδου λίγο πριν τη Λιοσίων.

Ο ταβερνιάρης, ένας υψηλόσωμος εξηντάρης με προτεταμένη γαστέρα, ήταν και μάγειρας και σερβιτόρος. Συνεπικουρούμενος από τη σύζυγό του, μια αμίλητη μικρόσωμη κυρία που συγκρατούσε τα μαλλιά της με ένα διχτάκι. Τα φαγητά, όλα της κατσαρόλας, ήταν πολύ νόστιμα και πολύ φτηνά. Σπεσιαλιτέ του το ζυγούρι (μεγάλο αρνί που έχει χρονίσει) με μακαρόνια χοντρά με τρύπα και σάλτσα με γαρύφαλο και κανέλλα. Ένα πρόβλημα είχα μόνο με το μέγεθος της μερίδας. Ήταν για τα μέτρα μου θηριώδης. Καθώς η πελατεία του καταστήματος απαρτιζόταν από εργατοτεχνίτες συνεργείων και οικοδόμους.

Τα μεσημέρια 3 με 5 το κατάστημα έκλεινε και ο Πετσιάβας κατηφόριζε πιο κάτω στη Λιοσίων για να κοιμηθεί κάνα δίωρο στον κινηματογράφο Αντινέα που ήταν απέναντι και που έπαιζε από το πρωί έργα Καράτε με τον Μπρούς Λι και τους αμέτρητους μιμητές του. Είχε πελάτη τον μηχανικό προβολής και δεν του ζητούσαν εισιτήριο. Καθόταν, όπως μου έλεγε, στην τελευταία σειρά. Ο σαματάς αυτών των ταινιών του προσέφερε διπλή υπηρεσία: και τον νανούριζε και κάλυπτε το βροντώδες ροχαλητό του. Το οποίο, στις μικρές παύσεις των καυγάδων ακουγόταν και πάνω στη μηχανή  όπως του έλεγε ο φίλος του, αλλά δεν ενοχλούσε.

Ακόμη και σαν το φλοίσβο της θάλασσας μπορεί να το δέχονταν τα κουρασμένα από τους ήχους του έργου αυτιά των θεατών.
 
 
Δημήτρης Κουκουλάς

Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2018

Νίκος Βατόπουλος: ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ


     Το «περπατώντας» του τίτλου θα πρέπει να το πάρουμε με την έννοια του «ξεποδαριάσματος» καθώς όταν μιλάμε για το Νίκο Βατόπουλο πρέπει να ξέρουμε πως έχουμε να κάνουμε με έναν παθιασμένο και πολύ «ψαχουλιάρη» εραστή της Αθήνας. Ένας άνθρωπο  που όπως ο ίδιος ομολογεί στην αρχή του βιβλίου: σημαδεύτηκε ανεπανόρθωτα, στα πέντε του χρόνια, από την εικόνα κατεδάφισης ενός πανέμορφου νεοκλασικού της οδού Αγίου Μελετίου.

     Μεγάλη του έγνοια κάποια σπαράγματα κτηρίων του 20ου αιώνα, του αιώνα κατά τον οποίο, όπως γράφει, υποτιμήσαμε πολύ την Αθήνα και την καταστρέψαμε. Το συγκεκριμένο βιβλίο αποτελείται από σαράντα  άρθρα με φωτογραφίες τέτοιων κτιρίων που δημοσιεύτηκαν από τον συγγραφέα στην εφημερίδα « Η Καθημερινή».

     Είναι ένα βιβλίο που μπορεί ο αναγνώστης να το ξεκινάει με κάποια πρόβλεψη του αναμενόμενου αλλά στην πορεία συναρπάζεται από κάποιες ιδιαίτερες αρετές της γραφής του συγγραφέα. Πρέπει πρώτα-πρώτα να πω  ότι όλα αυτά τα κτίρια, επαγγελματικές στέγες και κατοικίες, δεν ανήκουν στα γνωστά οικοδομήματα των κεντρικών δρόμων της Αθήνας αλλά «αλιεύτηκαν» μετά από πολύ ψάξιμο μέσα από ήσσονος σημασίας περιοχές. Μαγαζιά με την ιστορία τους από το βαθύ εμπορικό κέντρο της πόλης γύρω από την Κολοκοτρώνη με τις παρόδους της. Κατοικίες από τα πυκνοδομημένα συμπλέγματα Κυψέλης, Πατησίων και Αχαρνών. Άλλες επωνύμων οικογενειών και άλλες ταπεινές και ανώνυμες με τα ακροκέραμά τους και τα περίτεχνα καγκελάκια τους.

     Και έρχομαι τώρα στη γραφή του συγγραφέα που πατώντας πάνω στην έντονα παραστατική φωτογραφία  του --με τα θηριώδη  γκράφιτι και συνθήματα, σκουριασμένες αλυσίδες με χοντρά λουκέτα να πνίγουν τα φτωχά αυτά υπολείμματα του παρελθόντος-- μας ξεναγεί.

     Μια ξενάγηση λιτή και αποστασιοποιημένη από κριτικές ηθικές παρεμβάσεις καθώς θέλει να αφήσει τον αναγνώστη να τα σκεφτεί αυτά από μόνος του. Στο ροή όμως της ανάγνωσης είχα την αίσθηση πως με κόπο συγκρατιόταν από το γράφοντα  ο λυγμός. Μπορεί να κάνω λάθος και να επηρεάζομαι από την τραυματική αρχή του βιβλίου.

     Σε ένα όμως δεν κάνω λάθος: πρόκειται για ένα βιβλίο διαβαστερό και συναρπαστικό παρ’ ότι δεν ανήκει στα βιβλία πλοκής. Ένα «βιβλίο βιβλιοθήκης» όπως αποκαλώ όσα από αυτά δεν πρέπει να απουσιάζουν από καμία βιβλιοθήκη. Να το διαβάζουμε και να το ξαναδιαβάζουμε, εμείς τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας!

     Και δεν αφορά  αυτό μόνο τους «γκάγκαρους», είμαστε πολλοί οι «Αθηναίοι» εξ επαρχίας που την αγαπάμε. Εγώ όταν ανέβηκα από το χωριό το ’66 η Αχαρνών είχε ακόμη πολλά σπίτια με παρτέρια και φοίνικες. Το ίδιο και η Μιχαήλ Βόδα, η Πιπίνου και η Αγαθουπόλεως.

 

 

 

Εκδόσεις Μεταίχμιο Απρίλης 2018           


Ο Νίκος Βατόπουλος γεννήθηκε το 1960    στην Αθήνα. Σπούδασε Κοινωνιολογία στο Deree College και ακολούθησε μεταπτυχιακά στο Reading University στο Ηνωμένο Βασίλειο σε Ευρωπαϊκές Σπουδές. Από το 1988 εργάζεται στην «Καθημερινή». Εχει αποκτήσει ειδίκευση για θέματα αθηναϊκού περιβάλλοντος.

Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2018

Ο Οβολός του Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλου


                                  Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος

Ο Οβολός

Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ σήκωσε τα άδεια πιάτα από το τραπέζι.
-- Σου άρεσε το φαγητό; με ρώτησε.
-- Παίρνεις πάντα το ωραιότερο μέρος, της είπα.
-- Τηλεφωνώ στον Κώστα, απέναντι, κι όταν έχει κατσικάκι μου στέλνει το λαιμό και τη σπάλα.
Την ώρα που την αποχαιρετούσα στην εξώπορτα, έβαλε το χέρι στην τσέπη της ρόμπας της — ακριβώς όπως παληά, όταν εξοικονομούσε λίγα χρήματα και μας έδινε για χαρτζηλίκι.
-- Παρ' τα αυτά, μου λέει με χαμηλωμένο κεφάλι, εσύ χρησιμοποιείς λεωφορεία.
Ήταν τρία εισιτήρια των αστικών συγκοινωνιών. Κατάλαβα τη σημασία της προσφοράς: η μάνα μου μου δήλωνε πως δεν μπορούσε, πλέον, να ανέβει σε λεωφορείο.
Πράγματι, την ίδια εκείνη άνοιξη αρρώστησε και, ξαφνικά, πέθανε τα ξημερώματα.
-- Εγώ φεύγω, μου είχε πει την παραμονή το βράδυ στο νοσοκομείο.
Κατεβήκαμε όλοι στον Πύργο, όπου και ο οικογενειακός μας τάφος. Προηγείτο το φέρετρο, και ακολουθούσαμε εμείς.
Μέχρις ότου έρθει η ώρα της κηδείας, άρχισα να τριγυρνώ στα πέριξ του νεκροταφείου. Στις άκρες των ελαιώνων, δίπλα από τη σιδηροδρομική γραμμή, έβλεπα με έκπληξη κόκκινες ανεμώνες, που δεν θυμόμουν να υπήρχαν, όταν παιδιά ζούσαμε στο κοντινό χτήμα.
Έφθασα και σε αυτό. Δεν είχε απομείνει, φυσικά, τίποτα. Το πουλήσαμε στην Κατοχή και τώρα είχε καταντήσει ένας γύφτικος οικισμός, εντός σχεδίου πια. Μια μπουλντόζα άνοιγε έναν ακόμη δρόμο.
Προχώρησα προς το μέρος όπου βρισκόταν το πατρικό μου. Ήταν μεσημεράκι, και επικρατούσε μια περίεργη ερημιά, ίσως γιατί όλοι κοιμόντουσαν, ή απουσίαζαν. Βρήκα το παληό μου σπίτι αγνώριστο, με προσθήκες από τσιμεντόλιθους και αλουμινένιες πόρτες. Από τα δέντρα και τον κήπο δεν είχε μείνει ούτε δείγμα.
Ξαφνικά είδα τη μανταρινιά! Μέσα σε όλον αυτό το χαλασμό, είχε καταφέρει να επιβιώσει. Γέρικη, σχεδόν αιωνόβια, με καταφαγωμένον τον κορμό και τα κλαδιά της χωρίς φύλλα, διατηρούσε ακόμη αρκετούς καρπούς, κάτι πολύ μικρά μανταρίνια, ίδια με εκείνα που έκανε και τότε, όταν σκαρφάλωνα επάνω της την άνοιξη κι έκοβα τα φρούτα της.
Τα καλοκαίρια με τις ζέστες υπέφερε πολύ. Αγωνιζόμουν να την διατηρήσω στη ζωή: δεν είχαμε αρκετό νερό, αλλά όταν μπορούσα της κουβαλούσα έναν δύο τενεκέδες να ξεδιψάσει.
Πλησίασα με συγκίνηση, ένιωθα σχεδόν τύψεις για τα χρόνια της δίψας της. Πώς επέζησε, έτσι εγκαταλελειμμένη, τόσα καλοκαίρια; Είχα να την δω μισόν αιώνα ακριβώς και ουδέποτε την είχα θυμηθεί.
Έφαγα δυο τρία μανταρίνια, έβαλα μερικά στη τσέπη μου, την χάιδεψα και έφυγα. Έσπευσα στο νεκροταφείο, όπου ήδη χτυπούσε πένθιμα η καμπάνα.
Κατά τη διάρκεια της ακολουθίας, παρατηρώντας το πρόσωπο της μητέρας μου, σκεφτόμουν όλα εκείνα τα παρελθόντα. Αφαιρέθηκα, κι ήταν η γυναίκα μου που με προέτρεψε:
-- Πήγαινε να φιλήσεις πρώτος τη μητέρα σου.
Πλησίασα. Της άφησα το ματσάκι με τις κόκκινες ανεμώνες, της γλίστρησα στα χέρια τα τρία εισιτήρια του λεωφορείου και, χαϊδεύοντάς της το κρύο μάγουλο, της ψιθύρισα στο αυτί:
-- Μάνα, η μανταρινιά μας ζει!

 

Από το "Ο Οβολός και άλλα διηγήματα", ΝΕΦΕΛΗ, Αθήνα 2004

Σημείωση: το κείμενο –μαζί με το … μονοτονικό--  δανείστηκα από το αρχείο του Ν. Σαραντάκου.

Δευτέρα 2 Ιουλίου 2018

Φόκνερ εναντίον Χέμινγουεϊ !!!



14 Απριλίου 1947. O Γουίλιαμ Φόκνερ έχει προσκληθεί να δώσει σειρά διαλέξεων στους φοιτητές του Πανεπιστημίου του Μισισιπή. Το πανεπιστήμιο προσφέρει στον Φόκνερ διακόσια πενήντα δολάρια με αντάλλαγμα τις αυθόρμητες σκέψεις, το απόσταγμα των εμπειριών και την αίγλη που τον συνοδεύει. Ο Φόκνερ συναινεί υπό όρους: οι φοιτητές δεν θα κρατήσουν σημειώσεις· οι συζητήσεις θα διεξαχθούν κεκλεισμένων των θυρών για το εκπαιδευτικό προσωπικό.
     Ομως η παρουσία του συγγραφέα στο γνώριμο περιβάλλον του πανεπιστημίου όπου είχε φοιτήσει για σύντομο χρονικό διάστημα μετά το πέρας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, θα λειτουργήσει ως άλλοθι για τη χαλάρωση και, τελικά, την παραβίαση των αυστηρών προϋποθέσεων που έθεσε ο Φόκνερ. Οχι μόνο οι καθηγητές θα είναι αυτήκοοι μάρτυρες και οι φοιτητές θα καταγράψουν και το τελευταίο κόμπιασμα του εξέχοντος ομιλητή, αλλά και ο Μάρβιν Μπλακ, υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων του πανεπιστημίου, θα δημοσιεύσει δελτίο Τύπου, συνοψίζοντας όσα ειπώθηκαν ανάμεσα στον συγγραφέα και στους παρευρισκομένους.
     Απαντώντας στην ερώτηση ενός εκ των φοιτητών αναφορικά με τη θέση του στην ιεραρχία των σημαντικότερων εν ζωή Αμερικανών πεζογράφων, ο Φόκνερ τοποθέτησε τον εαυτό του κάτω από τον Τόμας Γουλφ του αριστουργηματικού «Γύρνα σπίτι, άγγελέ μου», και πάνω από τον Ντος Πάσος, τον Χέμινγουεϊ και τον Στάινμπεκ. Πρόσθεσε επίσης ότι έβαλε τον Χέμινγουεϊ στην τέταρτη θέση διότι πίστευε ότι δεν διέθετε το απαραίτητο θάρρος. Ο Χέμινγουεϊ δεν συγχώρησε τον Φόκνερ για την αποστροφή του, ούτε όταν ο δεύτερος απολογήθηκε με δύο επιστολές στις οποίες διευκρίνισε ότι αναφερόταν στο συγγραφικό θάρρος του και όχι στο θάρρος του ως άνδρα, όπως είχε πιστέψει αρχικά ο Χέμινγουεϊ, όντας μονίμως ευαίσθητος απέναντι σε οτιδήποτε μπορούσε να πλήξει την προστατευμένη εικόνα του ανδρισμού του.
     Στη μία γωνιά του ρινγκ ο Γουίλιαμ Φόκνερ, ιδιοκτήτης της φανταστικής πολιτείας της Γιοκναπατούφα, της λογοτεχνικής μικρογραφίας του ρημαγμένου από τον Εμφύλιο και δέσμιου των συντηρητικών ηθών αμερικανικού Νότου, ο ρωμαλέος πεζογράφος με την παράφορη πρόζα, που προσπαθούσε να συμπεριλάβει όλο τον κόσμο σε μία πρόταση. Και στην άλλη γωνιά, ο κοσμογυρισμένος Ερνεστ Χέμινγουεϊ, που έγραφε για ό,τι ζούσε και ζούσε για να γράφει, ο μινιμαλιστής χρονικογράφος της παραλογισμένης Ευρώπης, ο καλλιτέχνης που φρόντιζε τη δημόσια περσόνα του το ίδιο σχολαστικά με τις απέριττες προτάσεις του.
     Στην παρούσα μελέτη του ο Joseph Fruscione, καθηγητής αγγλικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Τζορτζτάουν, έχοντας αναδιφήσει στα βιβλία, στην αλληλογραφία και την αρθρογραφία των δυο εμβληματικών Αμερικανών συγγραφέων, αναδεικνύει την ανεξίτηλη επιρροή που άσκησε ο ένας στον άλλον, τόσο μέσω των έργων τους όσο, κυρίως, εξαιτίας του αναπόφευκτου ανταγωνισμού, στις σπείρες του οποίου παγιδεύτηκαν από νωρίς αμφότεροι.
     Ο Φόκνερ θεωρούσε ότι ο Χέμινγουεϊ είχε τελειοποιήσει ένα συγκεκριμένο στυλ γραφής και είχε θωρακιστεί πίσω απ’ αυτό, αρνούμενος να εξελιχθεί ως συγγραφέας, να πειραματιστεί και να αποτύχει ένδοξα. Αντίστοιχα, ο Χέμινγουεϊ κατηγορούσε τον Φόκνερ για έλλειψη πειθαρχίας και γλωσσική αμετροέπεια· στις εξάρσεις μνησικακίας που τον καταλάμβαναν συχνά ύστερα από τις δηλώσεις του Φόκνερ στο Πανεπιστήμιο του Μισισιπή, υποδείκνυε τον αλκοολισμό του αντιπάλου του ως την κυριότερη αιτία για τις αφηγηματικές αμετρίες, τα ανοιχτά φινάλε στις ιστορίες του και την αχαλίνωτη ροή της συνείδησης που πλημμυρίζει τα πεζά του.
Ακόμη κι αν ο Φόκνερ δεν δίστασε πολλές φορές να εκφράσει δημόσια τον θαυμασμό του για το ταλέντο του Χέμινγουεϊ, για να εισπράξει με τη σειρά του ανάλογα εγκώμια από τον άσπονδο φίλο του, ο καθένας τους θεωρούσε ότι το έργο του ήταν ο καθρέφτης των αδυναμιών του άλλου και πίστευε ότι ο ανταγωνιστής του όφειλε να διδαχτεί από αυτό.
     Σε αντίθεση με τον οξύθυμο, απρόβλεπτο και συχνά πικρόχολο Χέμινγουεϊ, ο Φόκνερ ήταν μετριοπαθής στις αντιδράσεις του και φρόντιζε να τηρεί αμυντική στάση στις λεκτικές κοκορομαχίες τους, προκειμένου να μην αποκλίνει από το πρότυπο του αποστασιοποιημένου και θρησκευτικά αφοσιωμένου στην τέχνη του συγγραφέα. Παράλληλα, ήταν ο μοναδικός Αμερικανός πεζογράφος του οποίου το έργο έκανε τον Χέμινγουεϊ να αισθάνεται μειονεκτικά. Ηταν τέτοια η ταραχή που του προκαλούσε ο παραγωγικός και πολυβραβευμένος Φόκνερ, ώστε ακόμη κι όταν ο δεύτερος επαίνεσε το «Ο γέρος και η θάλασσα» με κριτική του στην επιθεώρηση Shenandoah, ο Χέμινγουεϊ εξέλαβε το κείμενο ως άλλο ένα τέχνασμα του πανούργου Φόκνερ, που στόχευε στη διατράνωση της συγγραφικής του ανωτερότητας.
 
 

Από άρθρο του ΛΕΥΤΕΡΗ ΚΑΛΟΣΠΥΡΟΥ βασισμένο στο αμετάφραστο στην ελληνική βιβλίο του JOSEPH FRUSCIONE: Faulkner and Hemingway, Biography ofA Literary Rivalry
εκδ. The Ohio State University Press, σελ. 264

Που δημοσίευσε Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ στις 30-11-2014

Παρασκευή 6 Απριλίου 2018

ΡΑΪΝΕΡ ΜΑΡΙΑ PΙΛΚΕ: Δείγματα γραφής


1. Άσκηση στο πιάνο
Βόμβος του καλοκαιριού. Χαύνωση του απογεύματος·
το δροσερό φουστάνι της εισπνέει αφηρημένη
και στη σοβαρή Etude αποθέτει
τη λαχτάρα για κάτι απτό
που θα μπορούσε να ’ρθει: αύριο, απόψε αργά –,
που ίσως να είναι ήδη εδώ, αλλά κάποιος το κρύβει·
κι έξω από τα παράθυρα, ψηλόκορμο και πλήρες
αισθάνεται άξαφνα το φροντισμένο πάρκο.
Τώρα διακόπτει· κοιτάζει έξω, τα χέρια της
σταυρώνει· θα ’θελε ένα βιβλίο χορταστικό –
και μεμιάς διώχνει το άρωμα του γιασεμιού
μακριά. Ένιωσε ξαφνικά πως την αρρώσταινε.
 
(Παρίσι, φθινόπωρο 1907 ή Κάπρι, αρχές 1908)
 ___________________________________________________
Μετάφραση: Ευαγγελία Ανδριτσάνου. Αναδημοσίευση από το site ΑΝΤ’ ΑΥΤΟΥ
 
2. Ίνα τι εφρύαξαν έθνη;
                (ψαλμοί β΄)
 
     Το μισόφωτο του μαρτιάτικου σούρουπου βάραινε πάνω από τους δρόμους των περιχώρων. Το ψυχρό, γκριζωπό λυκόφως έκανε τις βρόμικες προσόψεις των υψηλών οικιστικών συγκροτημάτων να φαντάζουν ακόμα αποκρουστικότερες, ενώ εδώ κι εκεί ένας θαμπός φανοστάτης πάσχιζε να φωτίσει το γεμάτο ακαθαρσίες πεζοδρόμιο. Από τις θολωτές εισόδους των μαγαζιών, τις πνιγμένες από τα στοιβαγμένα ή κρεμασμένα εμπορεύματα, έβγαιναν νοτισμένες, βαριές οσμές, ανάλογες με τα εμπορεύματα του κάθε καταστήματος ή και μπλεγμένες αξεδιάλυτα η μια με την άλλη, - Μισόγυμνα παιδιά με βρόμικες, κουρελιασμένες πουκαμίσες έπαιζαν μπροστά στις εξώπορτες, έσερναν δεμένα σε σπάγκους κακόμορφα κούτσουρα, που παρίσταναν τα ξύλινα αλογάκια τους, ενώ τα κάπως μεγαλύτερα αγόρια εκσφενδόνιζαν με αποκρουστικά ουρλιαχτά τις σφηνοειδείς σβούρες τους μέχρι τη μέση του δρόμου. Και μέσα σε όλα αυτά περνούσαν βαριά φορτηγά φορτωμένα με μακριές σιδερόβεργες, αγοραίες άμαξες , που τις έσερναν βαριεστημένα δυο ζευγάρια κακομοιριασμένων αλόγων, --και πότε πότε διάβαινε όλο κομπασμό, με επιδέξιους ελιγμούς μέσα από το βουερό αυτό πανδαιμόνιο, το ιδιωτικό αμάξι κάποιου ανερχόμενου μεγαλοεπιχειρηματία, που επέστρεφε από το εργοστάσιό του στο πολυτελές διαμέρισμά του στο κέντρο. Το βουητό των οχημάτων και τα ουρλιαχτά των αμαξάδων έπνιγαν τους υπόκωφους κτύπους του ρολογιού από το καμπαναριό της Μαρίενκιρχε, -- Και να, τώρα τινάχτηκες απ’ όλες τις μεριές το παράξενο και διαπεραστικό στρίγκλισμα από τις σειρήνες των εργοστασίων, που σήμαιναν το σχόλασμα απ’ τη δουλειά. Παντού είχαν ανοίξει οι μαύρες πύλες, στις οποίες κατέληγαν οι πνιγμένοι από την αιθάλη δρόμοι, αυτοί που τις ένωναν με τα μουτζουρωμένα και κατσούφικα κτίρια των εργοστασίων και ένα μουντό και κατάκοπο πλήθος στριμωχνόταν με βουβή ανυπομονησία να τις διαβεί. Ξεχυνόταν λοιπόν στου λασπωμένους δρόμους των περιχώρων αυτό το άμοιρο, απόκληρο γένος, του οποίου η ζοφερή ύπαρξη πασχίζει καθημερινά για την επιβίωση στριμωγμένη ανάμεσα στη μιζέρια και τη χυδαιότητα. Περνούσαν άντρες, γυναίκες, πρόωρα μεγαλωμένα αγόρια και πόρνες, έχοντας στα κενά μάτια και τα πρησμένα χείλη τους μια έκφραση στυγνής ωμότητας, ασυνείδητης, καρτερικής εξαθλίωσης. Μόνο σε ορισμένα αντρικά χείλη υπήρχε ακόμα το περιπαικτικό πείσμα – μισοσβησμένο σχεδόν παραιτημένο. – Τα αγόρια με τα μαυριδερά πρόσωπα περιτριγύριζαν τις πόρνες που, στημένες σε μακριά σειρά, έπιαναν όλο το πεζοδρόμιο, και τις πείραζαν με σκουντιές και πρόστυχα αστεία. Οι μεγαλύτερες γυναίκες περπατούσαν οι περισσότερες κατά ζεύγη – οι άντρες ακολουθούσαν, άλλοι μόνοι τους, άλλοι σε ομάδες. Ένας τους κρατούσε μια κατατσαλακωμένη εφημερίδα και με έντονες χειρονομίες φαινόταν να εξηγεί το περιεχόμενο ενός άρθρου στην παρέα του. Κάποιοι έστριβαν σε παρόδους δεξιά κι αριστερά, ενώ πολλούς τους κατάπιναν οι πόρτες των κρασοπουλειών. –
     Στο μεταξύ είχε νυχτώσει για τα καλά. Οι γκαζόλαμπες έριχναν το κουρασμένο φως τους στα στενά δρομάκια και η κάθε μια τους σχημάτιζε στο οδόστρωμα έναν συγκεχυμένο κύκλο. Μια ριπή ανέμου έκανε τα τζαμάκια στους φανοστάτες να κροταλίσουν και τη φλόγα να τρεμουλιάσει. – Έπιασε να βρέχει.
………………… (απόσπασμα)
 ----------------------------------------------------------     
ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟ ΔΡΑΚΟ και άλλα διηγήματα. Εκδόσεις Ροές Μετάφραση: Φαίη Κηπουρού- Τατιάνα Λιάνη



 

 

1. Άσκηση στο πιάνο

 

Βόμβος του καλοκαιριού. Χαύνωση του απογεύματος·

το δροσερό φουστάνι της εισπνέει αφηρημένη

και στη σοβαρή Etude αποθέτει

τη λαχτάρα για κάτι απτό

που θα μπορούσε να ’ρθει: αύριο, απόψε αργά –,

που ίσως να είναι ήδη εδώ, αλλά κάποιος το κρύβει·

κι έξω από τα παράθυρα, ψηλόκορμο και πλήρες

αισθάνεται άξαφνα το φροντισμένο πάρκο.

Τώρα διακόπτει· κοιτάζει έξω, τα χέρια της

σταυρώνει· θα ’θελε ένα βιβλίο χορταστικό –

και μεμιάς διώχνει το άρωμα του γιασεμιού

μακριά. Ένιωσε ξαφνικά πως την αρρώσταινε.

 

(Παρίσι, φθινόπωρο 1907 ή Κάπρι, αρχές 1908)

 ___________________________________________________

Μετάφραση: Ευαγγελία Ανδριτσάνου. Αναδημοσίευση από το site ΑΝΤ’ ΑΥΤΟΥ

 

 

2. Ίνα τι εφρύαξαν έθνη;

              (ψαλμοί β΄)

 

     Το μισόφωτο του μαρτιάτικου σούρουπου βάραινε πάνω από τους δρόμους των περιχώρων. Το ψυχρό, γκριζωπό λυκόφως έκανε τις βρόμικες προσόψεις των υψηλών οικιστικών συγκροτημάτων να φαντάζουν ακόμα αποκρουστικότερες, ενώ εδώ κι εκεί ένας θαμπός φανοστάτης πάσχιζε να φωτίσει το γεμάτο ακαθαρσίες πεζοδρόμιο. Από τις θολωτές εισόδους των μαγαζιών, τις πνιγμένες από τα στοιβαγμένα ή κρεμασμένα εμπορεύματα, έβγαιναν νοτισμένες, βαριές οσμές, ανάλογες με τα εμπορεύματα του κάθε καταστήματος ή και μπλεγμένες αξεδιάλυτα η μια με την άλλη, - Μισόγυμνα παιδιά με βρόμικες, κουρελιασμένες πουκαμίσες έπαιζαν μπροστά στις εξώπορτες, έσερναν δεμένα σε σπάγκους κακόμορφα κούτσουρα, που παρίσταναν τα ξύλινα αλογάκια τους, ενώ τα κάπως μεγαλύτερα αγόρια εκσφενδόνιζαν με αποκρουστικά ουρλιαχτά τις σφηνοειδείς σβούρες τους μέχρι τη μέση του δρόμου. Και μέσα σε όλα αυτά περνούσαν βαριά φορτηγά φορτωμένα με μακριές σιδερόβεργες, αγοραίες άμαξες , που τις έσερναν βαριεστημένα δυο ζευγάρια κακομοιριασμένων αλόγων, --και πότε πότε διάβαινε όλο κομπασμό, με επιδέξιους ελιγμούς μέσα από το βουερό αυτό πανδαιμόνιο, το ιδιωτικό αμάξι κάποιου ανερχόμενου μεγαλοεπιχειρηματία, που επέστρεφε από το εργοστάσιό του στο πολυτελές διαμέρισμά του στο κέντρο. Το βουητό των οχημάτων και τα ουρλιαχτά των αμαξάδων έπνιγαν τους υπόκωφους κτύπους του ρολογιού από το καμπαναριό της Μαρίενκιρχε, -- Και να, τώρα τινάχτηκες απ’ όλες τις μεριές το παράξενο και διαπεραστικό στρίγκλισμα από τις σειρήνες των εργοστασίων, που σήμαιναν το σχόλασμα απ’ τη δουλειά. Παντού είχαν ανοίξει οι μαύρες πύλες, στις οποίες κατέληγαν οι πνιγμένοι από την αιθάλη δρόμοι, αυτοί που τις ένωναν με τα μουτζουρωμένα και κατσούφικα κτίρια των εργοστασίων και ένα μουντό και κατάκοπο πλήθος στριμωχνόταν με βουβή ανυπομονησία να τις διαβεί. Ξεχυνόταν λοιπόν στου λασπωμένους δρόμους των περιχώρων αυτό το άμοιρο, απόκληρο γένος, του οποίου η ζοφερή ύπαρξη πασχίζει καθημερινά για την επιβίωση στριμωγμένη ανάμεσα στη μιζέρια και τη χυδαιότητα. Περνούσαν άντρες, γυναίκες, πρόωρα μεγαλωμένα αγόρια και πόρνες, έχοντας στα κενά μάτια και τα πρησμένα χείλη τους μια έκφραση στυγνής ωμότητας, ασυνείδητης, καρτερικής εξαθλίωσης. Μόνο σε ορισμένα αντρικά χείλη υπήρχε ακόμα το περιπαικτικό πείσμα – μισοσβησμένο σχεδόν παραιτημένο. – Τα αγόρια με τα μαυριδερά πρόσωπα περιτριγύριζαν τις πόρνες που, στημένες σε μακριά σειρά, έπιαναν όλο το πεζοδρόμιο, και τις πείραζαν με σκουντιές και πρόστυχα αστεία. Οι μεγαλύτερες γυναίκες περπατούσαν οι περισσότερες κατά ζεύγη – οι άντρες ακολουθούσαν, άλλοι μόνοι τους, άλλοι σε ομάδες. Ένας τους κρατούσε μια κατατσαλακωμένη εφημερίδα και με έντονες χειρονομίες φαινόταν να εξηγεί το περιεχόμενο ενός άρθρου στην παρέα του. Κάποιοι έστριβαν σε παρόδους δεξιά κι αριστερά, ενώ πολλούς τους κατάπιναν οι πόρτες των κρασοπουλειών. –

     Στο μεταξύ είχε νυχτώσει για τα καλά. Οι γκαζόλαμπες έριχναν το κουρασμένο φως τους στα στενά δρομάκια και η κάθε μια τους σχημάτιζε στο οδόστρωμα έναν συγκεχυμένο κύκλο. Μια ριπή ανέμου έκανε τα τζαμάκια στους φανοστάτες να κροταλίσουν και τη φλόγα να τρεμουλιάσει. – Έπιασε να βρέχει.

………………… (απόσπασμα)

 

 ----------------------------------------------------------     

ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟ ΔΡΑΚΟ και άλλα διηγήματα. Εκδόσεις Ροές

Μετάφραση: Φαίη Κηπουρού- Τατιάνα Λιάνη

Παρασκευή 12 Ιανουαρίου 2018

ΟΙ ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΟΙ !!!





                                                   ΟΙ ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΟΙ
 
                                                         Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι*


     Αν θα αποτολμούσε κανείς να κάνει μια κάποια αξιολόγηση στο έργο του παγκόσμιου αυτού λογοτέχνη, χωρίς αυτό να θεωρηθεί ύβρις, ίσως να μπορούσε  να αναφέρει ως τους τρεις σημαντικότερους πυλώνες του:  Το «Έγκλημα και Τιμωρία» ως το μυθιστόρημα της υπαρξιακής αγωνίας, το «Ο Ηλίθιος» ως αυτό του παθιασμένου έρωτα και το «Αδελφοί Καραμαζώφ» ως το βιβλίο της μεταφυσικής αγωνίας και της αναζήτησης του Θεού.  Υπάρχει όμως και το ογκωδέστερο  των δημιουργημάτων του: «Οι Δαιμονισμένοι» που με βάση την απλή και σχηματική κατάταξη που προαναφέραμε, εκτός του ότι εμπεριέχει και τα τρία προαναφερθέντα μας δίνει παραστατικά και όλη την κοινωνική και πολιτική διάσταση εκείνης της εποχής (1860). Τότε που η ηγεμονεύουσα τάξη των γαιοκτημόνων λογάριαζε τα πλούτη της με την έκταση των κτημάτων και τις ψυχές των ανθρώπων που ζούσαν και δούλευαν εκεί μέσα. Μια τάξη αργόσχολη που αναλωνόταν στις χοροεσπερίδες στις μάσες και στα ποτά.  Ενώ οι γόνοι τους περιέτρεχαν «τας Ευρώπας» φέρνοντας όμως πίσω εκτός από τα γαλλικά και έναν μεγάλο κίνδυνο: την Εξέγερση το Μηδενισμό και την Αθεΐα! Τις ίντριγκες την αλληλοϋπονόμευση και τις μεταξύ τους δολοφονίες, ένα περιβάλλον που έδωσε στον Ντοστογιέφσκι τα υλικά να μεγαλουργήσει και να φτάσει στα ύψη τη συγγραφική μαεστρία του και τη δική μας αναγνωστική απόλαυση. Γιατί όπως λένε και οι εκδότες στο συνοδευτικό σημείωμά τους:  

«Μέσα στο πάθος της ανάγνωσης και την τέρψη που αυτή προκαλεί, η προτίμησή μας στρέφεται στα βιβλία των παλαιών. Μια νέα μετάφραση, μια νέα ανάγνωση ενός κλασικού μυθιστορήματος από τις εκδόσεις Ίνδικτος. Οι Δαιμονισμένοι του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι σε μια εξαιρετική μετάφραση της Ελένης Μπακοπούλου, καθώς και με εκτενές Επίμετρο, όπου γίνεται διεξοδική αναφορά στο κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον της Ρωσίας την εποχή που γράφεται το βιβλίο. Ο λογοτεχνικός κόσμος του Ντοστογιέφσκι είναι ταραγμένος, ανησυχητικός, καταστροφικός. Θα έλεγε κανείς ότι η «απλή ζωή» φέρνει στον συγγραφέα πλήξη. Το ενδιαφέρον του κεντρίζεται από τη στιγμή που θα εκδηλωθούν τα παράδοξα της ψυχής, από τη στιγμή που οι ήρωές του θα αφήσουν το τέρας της ψυχής να αναδυθεί και να τους τραβήξει τελεσίδικα στα βάθη της αβύσσου».

 

_______________________________

* ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓIΕΦΣΚΙ (1821 - 1881): Τι να πει κανείς γι' αυτή την παγκόσμια σκέπη της Λογοτεχνίας. Τον άνθρωπο που με το έργο του αγκάλιασε όλες τις πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης και της μεταφυσικής αγωνίας. Τόσο εύστοχα και διεισδυτικά που το έργο του θα παραμείνει αιώνιο, κάτι σαν τις αρχαίες ελληνικές Τραγωδίες. Περιέγραψε τα ανθρώπινα πάθη και τα άδυτα της ανθρώπινης ψυχής με τόση ενάργεια που τα βιβλία του να αποτελούν σήμερα διδακτέα ύλη στις σχολές ψυχιατρικής και ψυχολογίας. Είναι χαρακτηριστικό ένα απόσπασμα από την επιστολή που έστειλε σε ένα φίλο του το 1845 (όταν ο Ντοστογιέφσκι σε ηλικία 24 ετών δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα: "Φτωχοί Άνθρωποι") ο μεγάλος λογοτεχνικός κριτικός της εποχής Μπελίνσκι: "Είναι τo έργο ενός νέου ταλέντου. Πως μοιάζει αυτός ο κύριος και πιο είναι το εύρος της σκέψης του δεν ξέρω ακόμα, αλλά το μυθιστόρημα αποκαλύπτει τέτοια μυστήρια της ζωής και των χαρακτήρων που ούτε να τα φανταστούμε δεν μπορούσαμε ίσαμε τώρα. Σκεφτείτε ότι είναι η πρώτη απόπειρα κοινωνικού μυθιστορήματος και έχει γραφεί με τον συνήθη τρόπο των πραγματικών καλλιτεχνών, δηλαδή χωρίς να υποψιάζονται τι ακριβώς έχουν κάνει ... Α, ξέχασα να σας πω ότι τον συγγραφέα τον λένε Ντοστογιέφσκι". Ως νέος είχε συμμετοχή στα επαναστατικά κινήματα της εποχής του και γλίτωσε την κρεμάλα την τελευταία στιγμή όταν περιμένοντας τη σειρά του κάτω από το ικρίωμα ήρθε η Χάρη από τον Τσάρο και αντί για θάνατο εξορίστηκε για 4 χρόνια στα φοβερά στρατόπεδα της Σιβηρίας. Μια εφιαλτική εμπειρία που την καταγράφει στο "Αναμνήσεις Από Το Σπίτι Των Πεθαμένων". Για μεγάλο διάστημα της ζωής του βίωσε την έσχατη ένδεια όταν μετά το πάθος του τζόγου που τον "ξετίναξε" (βιβλίο "Ο Παίκτης"), ανέλαβε και τη συντήρηση της οικογένειας του αγαπημένου του αδελφού και φίλου Μιχαήλ. Έγραψε τα περισσότερα έργα του κάτω από μεγάλη βιοποριστική πίεση. Τα δημοσίευε με αμοιβή σε συνέχειες και λόγω της στενότητας χρόνου πολλές φορές δεν προλάβαινε να τους ρίξει ούτε μια δεύτερη ματιά. "Συχνά μου συνέβαινε η αρχή ενός κεφαλαίου κάποιου μυθιστορήματος να βρίσκεται στο τυπογραφείο, και η συνέχεια να είναι ακόμα στο κεφάλι μου, αλλά να πρέπει να τη δώσω αύριο κιόλας".