Σάββατο 17 Απριλίου 2021

ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΔΕΙ Ο ΣΕΦΕΡΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ

 



     «… Ήτανε σα να γύριζα από μακρύ ξενιτεμό, στους δρόμους κανείς δε με γνώριζε και δε γνώριζα κανέναν. Απομεσήμερο νωρίς αλλά ο ήλιος σκεπασμένος. Βρέθηκα στην Ακρόπολη. Αίσθημα πως στ’ αναμεταξύ είχε προχωρήσει πολύ ο πολιτισμός. Εμπρός στη δυτική πρόσοψη του Παρθενώνα, ένα ταραγμένο πλήθος. Όλοι κοίταζαν τις κεντρικές κολώνες και χοχλακούσαν*. Ρώτησα κάποιον που χειρονομούσε πλάι μου.

     --- Ρε τι ζωντόβολο είσαι συ; Από που μας κουβαλήθηκες Δεν ξέρεις τίποτε;

     Τον κοίταζα χαμένος.

     --- Να! ο πλειστηριασμός! Άνοιξε τα στραβά σου! Αν κερδίσει εκείνη η αμερικάνικη οδοντόπαστα, σώθηκε ο προϋπολογισμός μας για δεκαετίες.

     Κοίταξα με προσοχή στην κατεύθυνση που μου ‘δειχνε. Ανάμεσα στις δυο κεντρικές κολόνες ξεχώρισα ένα τραπεζάκι με πράσινη τσόχα και, καθισμένος πίσω του, ένας ξυρισμένος κύριος με γυαλιά. Φορούσε μαύρο κοστούμι και κρατούσε ένα φιλντισένιο σφυρί. Είχε το ύφος χειρούργου. Ρώτησα αποβλακωμένος:

     --- Ποιος πλειστηριασμός;

     --- Που ζεις μωρέ; Εδώ χαλνάει ο κόσμος!.. Τζένιο* η κυβέρνησή μας. Θα τις παραχωρήσει αυτές τις πέτρες. Τι μας χρειάζονται εμάς;

     Εκείνη τη στιγμή ο μαυροντυμένος κύριος χτύπησε το σφυρί. «Κατεκυρώθη!» φώναξε κάποιος. «Κατεκυρώθη! Κατεκυρώθη!» αντιλάλησε η βοή του πλήθους.

     --- Κέρδισαν οι Αμερικάνοι! Είπε έξαλλος ο γείτονάς μου σαν άνθρωπος που παρακολουθεί ποδόσφαιρο.

     Η ταραχή φούσκωνε μέσα μου.

     --- Και τι θα κάνουν κατόρθωσα να ρωτήσω.

     --- Είναι δαιμόνιοι, αποκρίθηκε. Θα πελεκήσουν τούτες τις κολόνες σε σχήμα σωληνάριου της οδοντόπαστας.

     Ένιωθα πως το πλήθος φύραινε γύρω μου και με άφηνε ολότελα μόνο. Τότες είδα τον Παρθενώνα γυμνό ανατριχιαστικά, χωρίς αέτωμα χωρίς γείσο, με τις κολόνες του πελεκημένες, γυαλιστερές, παρασταίνοντας υπέρογκα σωληνάρια. Ο βραχνάς με τίναξε από το κρεβάτι καθώς ούρλιαζα. Ώρα 5 πρωί.

     Δεν είμαι αρκετός να αναλύσω τούτο το όνειρο. Μόνο μια παρατήρηση πάνω στην ονειρική συμπεριφορά μου: πολλές φορές μου έτυχε να δω όνειρα που παρουσιάζονται με κρυστάλλινη σαφήνεια. Αν είναι εφιαλτικά, ο εφιάλτης δουλεύει στο βάθος και ξεσπά στο τέλος. Μ’ αυτό τον τρόπο αισθάνομαι πως το όνειρό μου της Ακρόπολης ήταν μια διδακτική προειδοποίηση.  ….».

 

Αθήνα 1 Φεβρουαρίου 1970 (ΔΟΚΙΜΕΣ  Β΄ τόμος σελ. 326-327)

 

__________________________________________-

 

* χοχλακώ κάτι σαν τη βίαιη κίνηση υγρών σε δυνατό βράσιμο.

 

** Τζένιο από το λατινό GENIUS ίδιας σημασίας με το Τζίνι, ο φύλακας άγγελος που εμφανίζεται στη δύσκολη στιγμή.


Κυριακή 11 Απριλίου 2021

ΕΝΑ ΣΠΑΝΙΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ ΓΙΑ ΤΗ ΣΤΑΦΙΔΑ

 



Από το σπουδαίο έργο του Κυριάκου Σιμόπουλου «ΞΕΝΟΙ ΤΑΞΙΔΙΩΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ» τόμος Β (1700-1800) αλίευσα (σελ.690-721) κάποια στοιχεία για τη σταφίδα που τα παραθέτω:

«Ο Felix Beaujour(Φ.Μπ.) βαθύς γνώστης του εμπορίου της οθωμανικής Ανατολής, που υπηρέτησε για πολλά χρόνια ως πρόξενος της Γαλλίας στη Θεσσαλονίκη, πήρε εντολή από την κυβέρνησή του να περιηγηθεί ολόκληρo τον ελληνικό χώρο από τη Θράκη ως το Μωριά και υποβάλει υπόμνημα με τις παρατηρήσεις του για τα τοπικά προϊόντα, τις γεωργικές εργασίες, τη βιοτεχνία και το εμπόριο, αλλά και για τον πληθυσμό κάθε τόπου, τη διοίκηση, το δημόσιο και κοινωνικό βίο. Καρπός αυτών των περιοδειών και της επιτόπιας μελέτης υπήρξε το χρονικό του για το «ελληνικό εμπόριο» που αποτελεί μία από τις πιο αυθεντικές πηγές πληροφοριών για την οικονομική ζωή και εξέλιξη του ελληνικού χώρου κατά τη δεκαετία 1787-1797.  …………. Γράφει για τη σταφίδα: Ένα από τα σημαντικά εξαγώγιμα ελληνικά προϊόντα στα τέλη του ΙΗ’ αιώνα ήταν η κορινθιακή σταφίδα. Καλλιεργείται, γράφει ο Φ.Μπ., στην περιοχή της Βοστίτσας (Αίγιο) και της Πάτρας. Ευδοκιμεί κυρίως στα εδάφη της Αχαΐας και σε μερικά τμήματα της αντικρινής Αιτωλίας καθώς και της Λοκρίδας. Πέτυχε επίσης η καλλιέργεια στη Ζάκυνθο, Ιθάκη και Κεφαλονιά.

Η μέση ετήσια παραγωγή κορινθιακής στο Μωριά υπολόγιζόταν σε 10.000.000 γαλλικές λίτρες (σημ. 1λίτρα= 0.32 οκάδες=0,25 κιλά). Η Πάτρα και η περιοχή της έδιναν κάπου 4.000.000 η επαρχία Βοστίτσας 2.000.000. Τα υπόλοιπα 4.000.000 προέρχονταν από το Ξυλόκαστρο, το Αιτωλικό και το Μεσολόγγι. Η τοπική κατανάλωση σταφίδας ήταν μικρή. Έτσι οι εξαγωγές έφθαναν τα 8.000.000 λίτρες εκ των οποίων τα 5/8 απορροφούσε η Αγγλία. Τα 2/8 κατέληγαν στις αγορές της Ολλανδίας, της Αμερικής και της Δανίας. Το υπόλοιπο 1/8 μοιραζόταν ανάμεσα στη Γαλλία και στην Ιταλία.

Η χρήση λιπασμάτων στους σταφιδαμπελώνες είναι άγνωστη στο Μωριά, γράφει ο Φ.Μπ. Μεταχειρίζονται ωστόσο λιπάσματα στη Ζάκυνθο. «Γνώρισα δυο Ζακυνθινούς κτηματίες που κάθε φθινόπωρο ξελάκκωναν τα κούρβουλα και έριχναν, ο ένας τσίπουρα, ο άλλος αλάτι ανακατωμένο με στάχτη». Και όπως εξακρίβωσε εξασφάλιζαν με αυτό τον τρόπο μεγαλύτερη παραγωγή.

Ο Γάλλος πρόξενος περιγράφει ένα περίεργο τρόπο κατασκευής αλωνιού οπού ξεραίνεται η σταφίδα. «Παίρνουν κοπριά, αίμα βοδινό και άχερα και τα ανακατεύουν σε νερό. Με το παχύρευστο και γλοιώδες υγρό που δημιουργείται καλύπτουν όλη την επιφάνεια του αλωνιού. Ο ήλιος ξεραίνει το υγρό και σχηματίζεται μια χοντρή κρούστα ίδιο βερνίκι. Έτσι δεν ανακατεύεται το χώμα με τις ρόγες και το τσαμπί ξεραίνεται γρηγορότερα».

Ο Φ.Μπ. παρακολούθησε και την εναποθήκευση της σταφίδας. Οι αποθήκες ήταν ερμητικά κλεισμένες και είχαν ένα άνοιγμα επάνω και μια πόρτα στη βάση. Η πόρτα άνοιγε μονάχα την εποχή που άρχιζαν οι πωλήσεις. Από το άνοιγμα που βρισκόταν στη στέγη έρριχναν στη σταφίδα ώσπου γέμιζε η αποθήκη. Καθώς πιεζόταν από το ίδιο της το βάρος συνθλιβόταν και έβγαζε ένα γλοιώδες υγρό με αποτέλεσμα να μεταβάλλεται σε μια μάζα τόσο στερεή που χρειάζονταν σιδερόφτυαρα για να γεμίσουν τα βαρέλια. Πατίκωναν ύστερα τη σταφίδα στα βαρέλια με γυμνά πόδια ώστε να καταλάβει λιγότερο χώρο, να αφαιρεθεί ο αέρας και να διατηρηθεί καλύτερα κατά τη μεταφορά ως την άκρη του κόσμου. Στα χρόνια των περιηγήσεων του Φ.Μπ. η τιμή της κορινθιακής ήταν 80 πιάστρα το χιλιόλιτρο. Στην τιμή αυτή περιλαμβάνονταν όλα τα έξοδα που ήταν τεράστια και διπλασίαζαν την αρχική τιμή.  ………».

 

 

Σχόλιο:  ως γέννημα θρέμμα σταφιδοπαραγωγών της Τριφυλίας μένω έκπληκτος βλέποντας πως η τιμή αυτού του προϊόντος που στις πολύ δύσκολες εποχές κράτησε στη ζωή χιλιάδες ανθρώπους, ήταν και τότε εξευτελιστική. Με υπολογισμούς βγαίνει 0.20 πιάστρα το κιλό όταν η τιμή του μοσχαρίσιου κρέατος, όπως γράφει ο ίδιος, ήταν 5 πιάστρα και του αρνίσιου 8. Βέβαια η κτηνοτροφία ταλανιζόταν από τη δράση στη ύπαιθρο των ληστοσυμμοριών και το κρέας ήταν πανάκριβο. Γι’ αυτό και οι άνθρωποι μόνο 4 φορές το χρόνο είχαν κρέας στο τραπέζι τους: Αγίου Γεωργίου, Αγίου Δημητρίου, Χριστούγεννα και Πάσχα. Όπως σημειώνει ο ίδιος περιηγητής.  

 

Πληκτρολόγηση και σχόλιο Δημήτρης Κουκουλάς