Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σελίδες του χθες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σελίδες του χθες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011
Υπάρχουν και κάτι ...κουρέματα!!!
Τις τελευταίες ημέρες στην ελληνική κοινωνία κυριαρχεί το στοιχείο της αναμονής για το επερχόμενο κούρεμα του δημόσιου χρέους μας. Και όσο και αν είναι φανερό ότι η λέξη χρησιμοποιείται μεταφορικά, από το υποσυνείδητο του καθενός όλο και κάποιες εικόνες κουρείου και κομμωτηρίου θα ανακαλούνται. Οι νεώτερες γενιές θα έχουν συνδέσει το θέμα με έννοιες άνεσης καθαριότητας και αρωμάτων ενώ οι παλαιότεροι όχι και με τόσο κομφορτάμπλ καταστάσεις. Εμένα δε το μυαλό -λόγω της αναγκαστικότητας ίσως του πράγματος-πηγαίνει πολύ πίσω σε εκείνα τα υποχρεωτικά κουρέματα του δημοτικού σχολείου με την ψιλή μηχανή.
Όπου μας έριχνε ο κουρέας πάνω μας μια τεράστια λιγδιασμένη πετσέτα, την καρφίτσωνε πάνω από το σβέρκο με παραμάνα και μόλις έπιανε στα χέρια του τη μηχανή, αρχίζαμε να κλαίμε! Και τούτο δεν οφειλόταν σε κάποια δειλία μας και εγγενείς μας φόβους αλλά στην πολύ καλή γνώση του επερχόμενου ολέθρου. Γιατί εκείνα τα ανταλλακτικά της μηχανής με τα δόντια ήτανε πολύ παλιά και μονίμως ατρόχιστα, και μόλις ξεκίναγε το χαρακτηριστικό κρα...κρα...κρα.. πάνω στο κεφάλι μας, ξεκινούσανε για τα μαλλιά μας δυο ταυτόχρονες διαδικασίες: κοπή και μάσημα μαζί! Οπότε στη λέξη μάσημα προσθέτουμε και λίγο τράβηγμα από το χέρι του κουρέα για να ξεριζωθούν όσα δεν κόβονταν συν την καρπαζιά που έπεφτε όταν το βουβό κλάμα μας πήγαινε να αποκτήσει και ήχο. Το μεγαλύτερο μας παράπονο όμως ήταν που στο τέλος πληρώναμε και από πάνω!
Και μάλλον τέτοιο κούρεμα φοβάμαι ότι μας περιμένει σήμερα αγαπητοί μου συμπατριώτες!
Κυριακή 10 Μαΐου 2009
ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ
Για μητέρες που έχουν φύγει θέλω να μιλήσω σήμερα εγώ, για εκείνες τις τραχιές γυναίκες της υπαίθρου που ανασταίνανε παιδιά, πολλά παιδιά μέσα στον πόλεμο στην κατοχή στο φόβο του εμφυλίου και στα δύσκολα χρόνια του ’50, τότε που ήταν το ψωμί πικρό και δούλευαν στα κτήματα ήλιο με ήλιο σαν τους άντρες, πότε αξίνα σκάψιμο, πότε τρύγο και ελιές και πότε θέρο με δρεπάνι στο λιοπύρι και να ‘χουν να ζυμώσουνε μετά, να ανάβουνε το φούρνο πριν το χάραμα και με το φέξιμο να φτιάχνουν τηγανόψωμα για τα παιδιά, ν’ αρμέγουνε τις γίδες να τυροκομούν να φτιάχνουν χυλοπίτες τραχανά να βάζουνε περβόλι, να βοτανίζουν τα σπαρτά να φτιάχνουνε σαπούνι, πάστα απ’ τη ντομάτα και παστό από το χοιρινό, να κάνουν νήμα το λινάρι, το σπάρτο, το μαλλί και να υφαίνουνε στον αργαλειό κουβέρτες και σαΐσματα κιλίμια και μπατανίες, να κοπανάνε με τον κόπανο στη βρύση τα χοντρά και τ’ άλλα να τα τρίβουνε στη σκάφη με τα χέρια, να ράβουν, να μπαλώνουν, να βάζουνε κομπρέσες σιναπίδι και βεντούζες στα παιδιά και στις γιορτές ν’ ασπρίζουνε τα σπίτια τις αυλές, να φτιάχνουν κουραμπιέδες δίπλες και γαλόπιτες, να τραγουδάνε με ζυγές σε γάμους κ’ αρρεβώνες «όλα τα πουλάκια κι’ αμάν αμάν…» και να χορεύουν με το βλέμμα χαμηλά, να μη γνωρίζουν από κοκκινάδια και από ξύρισμα ποδιών, να μη φιλιούνται με τον άντρα τους στο στόμα, να μη χαϊδεύονται και σεξ μόνο να κάνουνε μέσα στη νύχτα στα μουγκά, να μην ξυπνήσουν τα παιδιά και από τα σαράντα τους να βάζουνε τσεμπέρι ρόμπα και ποδιά και όταν μεγάλωναν να φεύγουν τα βλαστάρια ένα-ένα, να παίρνουνε τα τραίνα και τα πλοία, για μπάρκα και ταξίδια μακρινά σε Γερμανία, Καναδά, Αμερική και Αυστραλία και στα ραδιόφωνα τα λιγοστά της εποχής σαν μαχαιριά η σπαρακτική φωνή του Καζαντζίδη «μανούλα θα φύγω μην κλάψεις για μένα….» και αυτές να κλαίνε νύχτα μέρα και να έρχονται εκείνα τα γράμματα απ’ την ξενιτιά με τα μπλέ και κόκκινα σημαδάκια με περιγραφές μιας άλλης άγνωστης ζωής και τις φωτογραφίες με πόζες με χαμόγελα δίπλα σε αυτοκίνητα σε πάρκα και πλατείες, που ήταν αυτό μια απαντοχή για το κενό της απουσίας και να κυλάνε εδώ οι εποχές να φεύγουνε τα χρόνια, να έρχονται νωρίς τα’ αρθριτικά μα οι δουλιές δουλιές και όταν κάπου εκεί που γέρνει η ζωή και το κορμί, ήρθαν οι νύφες και οι γαμπροί ήρθαν και οι ανέσεις του πολιτισμού ήρθανε τα πλυντήρια οι κουζίνες και τα ψυγεία, τις άκουγες καθώς επλέκαν στις αυλές και συζητούσανε, να λένε με παράπονο η μια στην άλλη: « νύχτα περάσαμε εμείς απ’ τη ζωή!»
Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2009
"Στείλ' ουρανέ μου ένα πουλί....."
Πολλά πουλιά πάρα πολλά και όχι ένα πρεπει να στείλει ο ουρανός μπας και αναπληρώσει κάτι από τα τόσα και τόσα είδη που χάθηκαν από τη χώρα μας τα τελευταία χρόνια. Η σημερινή ανάρτηση αποτελεί ένα φόρο τιμής στο χαμένο αυτό παράδεισο, παρουσιάζοντας έναν κατάλογο των πουλιών που υπήρχαν στην πατρίδα μας στα τέλη της δεκαετίας του '30. Τον βρήκα στο ΝΕΩΤΕΡΟΝ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ "ΗΛΙΟΥ" και τον παραθέτω για να περισωθούν, τουλάχιστον εγκυκλοπαιδικά, αυτά που έφαγε η μαρμάγκα της χημικής καλλιέργειας, της επαναληπτικής καραμπίνας και των φυτοφαρμάκων. Να μην τα φάει και η μαρμάγκα της wikipedia! Νομίζω ότι αξίζει τον κόπο να αποθηκεύσετε αυτόν τον κατάλογο για εσάς και τα παιδιά σας: η ονοματολογία από μόνη της, επιστημονική και λαϊκή, μοιάζει με ποίημα!
.
ΤΑ ΠΤΗΝΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Οι κυριότεροι αντιπρόσωποι των πτηνών της Ελλάδος κατά τάξεις είναι οι εξής:
Οι κυριότεροι αντιπρόσωποι των πτηνών της Ελλάδος κατά τάξεις είναι οι εξής:
.
Α. ΣΤΡΟΥΘΟΕΙΔΗ.
Α. ΣΤΡΟΥΘΟΕΙΔΗ.
Η τάξη αυτή περιλαμβάνει 175 είδη που κατανέμονται σε 22 οικογένειες. Τα κυριώτερα και τα γνωστότερα των ειδών αυτών είναι:
Κόραξ ο γνήσιος (κοράκι, κόρακας, κλόκαρος), κόραξ η κορώνη (κουρούνα, κορατζίνα, βρωμοχαβαρόνι), κόραξ ο καρπολόγος (χαβαρόνι, σιταροκόρακας), κολοιός ο κοινός (κάργια, καλιακούδα), κίσσα η μακρόουρος (καρακάξα), κίσσα η βαλανοφάγος ή κλέπτρια, κίσσα η χαλκοκουρούνα (χρυσοκαρακάξα), κίσσα η κρητική, πυρροκόραξ ο ερυθρόρραμφος (κορωνοπούλι), πυρροκόραξ ο κιτρινόφαιος (γαυράνι), ψάρ ο κοινός (ψαρόνι, καραβέλι, μαυροπούλι, γκαραβέλι, ζαραβέλι, σβορίγγι, τσιβικάδα), ακριδοθήρας ο ροδόχρους (αγιοπούλι, διαβολοπούλι), χλωρίων ο γνήσιος (συκοφαγάς, κιτρινοπούλι, συκάς), αετομάχος ο φαιόστερνος (διπλοκεφαλάς, τρυγονόλιαρος), αετομάχος ο μέγας (λιάρος, παρδαλοκεφαλάς), αετομάχος ο ερυθρόνωτος (αητομάχος), μέροψ ο μελισσοφάγος (μελισουργός, βουργάρα), μειοθήρας ο φαιόχρους (μυγοχάφτης, μόναχος), μυιοθήρας ο κρητικός, μυιοθήρας ο υπόλευκος (μοναχός, συκακίς), κοκκοθραύστης ο γνήσιος (διπλόσπινος, φλιτζούνι, γαϊδουρόσπινα, γαίδαρόσπινος), χλωρίς η κοινή (φλώρος, φιώρι, σπιγγάρι), σπίζα η ακανθοφάγος (ακανθυλίς, καρδερίνα, γαρδέλι, αγκαθοπούλι), σπίζα η πρασίνη (σκαθάρι), ακανθίς η καναβοφάγος (φανέτο, μαυρότσιχλα), λοξίας ο σταυρορραμφής (σταυρομύτης, στραβομύτη), πύρρουλας ο πυρρός (πετρίτης, πύρρας), σειρίνος ο κανάριος (σκαρθί, αγριοκανάρι), φρυγίλος ο άγαμος (σπίνος, σπιγγάρι, τσόνης, πίπιζα, σπίζα), φρυγίλος ο κρητικός, φρυγίλος ο ορεσίβιος (ορόσπιζος), σπίζα η χιονόβιος (χιονάδα), πετρωνία η μακρόρρυγχος (πετροσπουργίτης, αγριόσπουργος), στρουθίον το κοινόν (σπουργίτης, τρυποφράκτης), στρουθίον το ορεσίβιον (βουνόσπουργος), χονδρομύτης ο κοινός (τσίφτης, τσιφτιάς), χονδρομύτης ο μελανοκέφαλος (αμπελουργός, τσιτσιρλής, κρασοπούλι, μεθύστρα), χονδρομύτης ο ελαιοθώραξ (τσιχλώνι, σταρήθρα), χονδρομύτης ο ερυθροπώγων (βλάχος, τσοπανάκι), χονδρομύτης ο σχοίνικλος (σχοινίλος, κέχραμος), κορυδαλλός ο βραχυδάκτυλος (μολωχτός, χαμωκλάδα, λαγιαντήρας), κορυδαλλός ο λοφιοφόρος (κατσουλιέρης), κορυδαλλός ο μεσογειακός (σκορδιαλός), κορυδαλλός ο δνδρόβιος (τουρλάκι), κορυδαλλός ο αγροτικός (σταρίθρα), ερημόφιλος η βαλκανική (χιονάδα), άνθος ο αγροδίαιτος (χαμοκελάδα, χειμωνοπούλι), σεισοπυγίς η εαρινή (σουσουράδα), σεισοπυγίς η μελανοκέφαλος (τσίνα, τσικλαρίδα, σκαλιφούρτα), σεισοπυγίς η ξανθόχρους (τσιληβήθρα), αιγίθαλος ο πελοποννησιακός (σπιζίτης), αιγίθαλος ο μέλας (παπαδίτσα), αιγίθαλος ο πενθηφορών (κλειδωνάς), αιγίθαλος ο κυανός (καλόγηρος), αιγίθαλος ο ορεινός (μακρονούρης), φυλλοσκόπος ο τρόχιλος (όργιλος), υπολαίς η ωχρά (τρικάκι), υπολαίς η ελαιόχρους (στριτσίδα), υπολαίς η φαιά (τσιροβάκος), αηδών η μελανοπώγων (αηδόνι), ακροβάτης ο γαλακτώδης (κουφαηδόνι), ακροκέφαλος ο φραγμίτης, ακροκέφαλος ο καλαμοδίαιτος, υπολαίς η φιλομήλα, βασιλίσκος ο γνήσιος (βασιλάκης), κυστικόλη η γνησία, βραδυπτέρυξ ο μεταξοειδής (αηδονάκι), αηδών η κοινή (αηδόνι, μπιρμπίλι), φοινίκουρος ο γνήσιος (σπεντζάς, κοκκινόκωλος), φοινίκουρος ο ωχρόουρος (καρβουνάκος, γιαννάκος, καλαντζής), κίχλη η δενδρόβιος (τσίχλα, δεντρότσιχλα), κίχλη η ιξοφάγος (τσαρτσάρα, γερακότσιχλα), κίχλη η ιλιάς (κοκκινότσιχλα), κόσσυφος ο κοινός (κότσιφας, κοτσύφι), κόσσυφος ο χρηματιστής (πετροκότσυφας), οινάνθη η γνησία (ασπρόκωλος), λειμώνιος ο μελανόλαιμος (τρίσιζα), δίκχος ο αλπικός (βραχοπούλι), τρωγλοδύτης ο γνήσιος (τρυποκαρύδα, τρυποφράχτης), χελιδών η αγροδίαιτος (χελιδόνι), χελιδών η ερυθροπύγιος (κοκκινοκωλίτης), χελιδών η κοινή (μαρτινάκι), χελιδών η καστανομέτωπος, χελιδών η πετρόφιλος (πετροχελίδονο), χελιδών η οχθόφιλος, κύψελος ο άπους κλαδευτήρα), κύψελος ο μέλας, κύψελος ο άλπειος (κλαδιστήρι), κύψελος ο λευκογαστήρ, αιγοθήλης ο ευρωπαϊκός (βυζάστρα, γιδοβύζι, νυχτοπούλι), έποψ ο κοινός (τσαλαπετεινός, αγριοκόκκορας, παρδαλέκτορας), σίττη η ευρωπαϊκή (τσοπανάκος, σφυριχτάρι), σίττη η τεφρόπους (τσοπανάκι), κέρδιος ο βραχυδάκτυλος (καπνολόγος), τοιχοδρόμος ο τοιχοδρόμος (σφαρνίστρα), αλκυών η κοινή (ψαροφάγος), αλκυών η δασική (βασιλοπούλι).
Β. ΚΟΛΟΒΑΤΙΚΑ.
Κόραξ ο γνήσιος (κοράκι, κόρακας, κλόκαρος), κόραξ η κορώνη (κουρούνα, κορατζίνα, βρωμοχαβαρόνι), κόραξ ο καρπολόγος (χαβαρόνι, σιταροκόρακας), κολοιός ο κοινός (κάργια, καλιακούδα), κίσσα η μακρόουρος (καρακάξα), κίσσα η βαλανοφάγος ή κλέπτρια, κίσσα η χαλκοκουρούνα (χρυσοκαρακάξα), κίσσα η κρητική, πυρροκόραξ ο ερυθρόρραμφος (κορωνοπούλι), πυρροκόραξ ο κιτρινόφαιος (γαυράνι), ψάρ ο κοινός (ψαρόνι, καραβέλι, μαυροπούλι, γκαραβέλι, ζαραβέλι, σβορίγγι, τσιβικάδα), ακριδοθήρας ο ροδόχρους (αγιοπούλι, διαβολοπούλι), χλωρίων ο γνήσιος (συκοφαγάς, κιτρινοπούλι, συκάς), αετομάχος ο φαιόστερνος (διπλοκεφαλάς, τρυγονόλιαρος), αετομάχος ο μέγας (λιάρος, παρδαλοκεφαλάς), αετομάχος ο ερυθρόνωτος (αητομάχος), μέροψ ο μελισσοφάγος (μελισουργός, βουργάρα), μειοθήρας ο φαιόχρους (μυγοχάφτης, μόναχος), μυιοθήρας ο κρητικός, μυιοθήρας ο υπόλευκος (μοναχός, συκακίς), κοκκοθραύστης ο γνήσιος (διπλόσπινος, φλιτζούνι, γαϊδουρόσπινα, γαίδαρόσπινος), χλωρίς η κοινή (φλώρος, φιώρι, σπιγγάρι), σπίζα η ακανθοφάγος (ακανθυλίς, καρδερίνα, γαρδέλι, αγκαθοπούλι), σπίζα η πρασίνη (σκαθάρι), ακανθίς η καναβοφάγος (φανέτο, μαυρότσιχλα), λοξίας ο σταυρορραμφής (σταυρομύτης, στραβομύτη), πύρρουλας ο πυρρός (πετρίτης, πύρρας), σειρίνος ο κανάριος (σκαρθί, αγριοκανάρι), φρυγίλος ο άγαμος (σπίνος, σπιγγάρι, τσόνης, πίπιζα, σπίζα), φρυγίλος ο κρητικός, φρυγίλος ο ορεσίβιος (ορόσπιζος), σπίζα η χιονόβιος (χιονάδα), πετρωνία η μακρόρρυγχος (πετροσπουργίτης, αγριόσπουργος), στρουθίον το κοινόν (σπουργίτης, τρυποφράκτης), στρουθίον το ορεσίβιον (βουνόσπουργος), χονδρομύτης ο κοινός (τσίφτης, τσιφτιάς), χονδρομύτης ο μελανοκέφαλος (αμπελουργός, τσιτσιρλής, κρασοπούλι, μεθύστρα), χονδρομύτης ο ελαιοθώραξ (τσιχλώνι, σταρήθρα), χονδρομύτης ο ερυθροπώγων (βλάχος, τσοπανάκι), χονδρομύτης ο σχοίνικλος (σχοινίλος, κέχραμος), κορυδαλλός ο βραχυδάκτυλος (μολωχτός, χαμωκλάδα, λαγιαντήρας), κορυδαλλός ο λοφιοφόρος (κατσουλιέρης), κορυδαλλός ο μεσογειακός (σκορδιαλός), κορυδαλλός ο δνδρόβιος (τουρλάκι), κορυδαλλός ο αγροτικός (σταρίθρα), ερημόφιλος η βαλκανική (χιονάδα), άνθος ο αγροδίαιτος (χαμοκελάδα, χειμωνοπούλι), σεισοπυγίς η εαρινή (σουσουράδα), σεισοπυγίς η μελανοκέφαλος (τσίνα, τσικλαρίδα, σκαλιφούρτα), σεισοπυγίς η ξανθόχρους (τσιληβήθρα), αιγίθαλος ο πελοποννησιακός (σπιζίτης), αιγίθαλος ο μέλας (παπαδίτσα), αιγίθαλος ο πενθηφορών (κλειδωνάς), αιγίθαλος ο κυανός (καλόγηρος), αιγίθαλος ο ορεινός (μακρονούρης), φυλλοσκόπος ο τρόχιλος (όργιλος), υπολαίς η ωχρά (τρικάκι), υπολαίς η ελαιόχρους (στριτσίδα), υπολαίς η φαιά (τσιροβάκος), αηδών η μελανοπώγων (αηδόνι), ακροβάτης ο γαλακτώδης (κουφαηδόνι), ακροκέφαλος ο φραγμίτης, ακροκέφαλος ο καλαμοδίαιτος, υπολαίς η φιλομήλα, βασιλίσκος ο γνήσιος (βασιλάκης), κυστικόλη η γνησία, βραδυπτέρυξ ο μεταξοειδής (αηδονάκι), αηδών η κοινή (αηδόνι, μπιρμπίλι), φοινίκουρος ο γνήσιος (σπεντζάς, κοκκινόκωλος), φοινίκουρος ο ωχρόουρος (καρβουνάκος, γιαννάκος, καλαντζής), κίχλη η δενδρόβιος (τσίχλα, δεντρότσιχλα), κίχλη η ιξοφάγος (τσαρτσάρα, γερακότσιχλα), κίχλη η ιλιάς (κοκκινότσιχλα), κόσσυφος ο κοινός (κότσιφας, κοτσύφι), κόσσυφος ο χρηματιστής (πετροκότσυφας), οινάνθη η γνησία (ασπρόκωλος), λειμώνιος ο μελανόλαιμος (τρίσιζα), δίκχος ο αλπικός (βραχοπούλι), τρωγλοδύτης ο γνήσιος (τρυποκαρύδα, τρυποφράχτης), χελιδών η αγροδίαιτος (χελιδόνι), χελιδών η ερυθροπύγιος (κοκκινοκωλίτης), χελιδών η κοινή (μαρτινάκι), χελιδών η καστανομέτωπος, χελιδών η πετρόφιλος (πετροχελίδονο), χελιδών η οχθόφιλος, κύψελος ο άπους κλαδευτήρα), κύψελος ο μέλας, κύψελος ο άλπειος (κλαδιστήρι), κύψελος ο λευκογαστήρ, αιγοθήλης ο ευρωπαϊκός (βυζάστρα, γιδοβύζι, νυχτοπούλι), έποψ ο κοινός (τσαλαπετεινός, αγριοκόκκορας, παρδαλέκτορας), σίττη η ευρωπαϊκή (τσοπανάκος, σφυριχτάρι), σίττη η τεφρόπους (τσοπανάκι), κέρδιος ο βραχυδάκτυλος (καπνολόγος), τοιχοδρόμος ο τοιχοδρόμος (σφαρνίστρα), αλκυών η κοινή (ψαροφάγος), αλκυών η δασική (βασιλοπούλι).
Β. ΚΟΛΟΒΑΤΙΚΑ.
Η τάξη αυτή περιλαμβάνει 66 είδη τα οποία κατανέμονται σε 9 οικογένειες. Τα περισσότερα από αυτά είναι μεταναστευτικά, ολίγα δε ενδημικά. Τα κυριώτερα και τα γνωστότερα των ειδών αυτών είναι:
Πελαργός ο λευκός (λελέκι, καλαμοκανάς), πελαργός ο μέλας (μαυρολέλεκας), λευκοερωδιός ο ευθύρραμφος (χουλιάρι, σπάτουλα, χουλιαρομύτα), ίβις η δρεπανόρραμφος (μαύρο τουρλί, χαλκόκοττα), ερωδιός ο βουκόλος (γελαδάρης), ερωδιός ο τεφρόχρους (τρυγονοσούρτης), νυκτοκόραξ ο γνήσιος (φώυξ), ερωδιός ο λευκός (αιγρέτα), ερωδιός ο μικρός (ορτυγοσούρτης), φοινικόπτερος ο ροδόχρους (περγιαλίτης, φλαμίγκος), οιδήκνιμος ο γνήσιος (τουρλίδα), γλαρεόλη η λειμώνιος (θαλασσοχελιδών, νεροπέρδικα, νεροχελίδονο), χαραδριός ο υέτιος (βροχοπούλι, κιτρινοπούλι), χαραδριός ο μικρός, χαίνικλος ο λοφιοφόρος (καλημάνα), χαλικίας ο ανατρεπτικός (σκαλίστρα), καλίδους ο κυρτόρραμφος (κίγκλος), τρύγγας ο ερυθρόπους (γαϊταρίφι), ακτίτης ο υπόλευκος (σουρλίνι), ιλυόβιος ο κοινός (χηβάδι), νουμήνιος ο τοξορραμφής (τουρλίδα, μεγάλο τουρλί), νουμήνιος ο λεπτόρραμφος (τουρλί, τουρλουλής, ψιλομύτα), νουμήνιος ο φαιόπους (σιγλίγουρος), σκολόπαξ ο αγροδίαιτος (μπεκάτσα, ξυλόκοττα, τσαπόρνιθα), σκολοπακίς η κοινή (μπεκατσίνι), σκολοπακίς η μεγάλη (διπλό μπεκατσίνι), λιμνοκρύπτης ο μικρός (μπεκανέλλα), αιματόπους ο οστρεοφάγος, ωτίς η μεγάλη (αγριόγαλλος, τόγια, αγριόκουρκος), ωτίς η μικρά (χαμωτίδα, ρούσα, αγριόκοττα), ραλλος ο φίλυδρος (νεροπούλι, νεροκοτσέλα), ορτυγομήτρα η πυγμαία (νερόκοττα), οερτυγομήτρα η μικρά, υδρόνις η χλωρόπους (όρνιθα, πουλάδα, πρασινοπόδαρος), φαλαρίς η μαύρη (μπάλιζα, αγριοπουλάδα).
Γ. ΣΤΕΓΑΝΟΠΟΔΑ.
Πελαργός ο λευκός (λελέκι, καλαμοκανάς), πελαργός ο μέλας (μαυρολέλεκας), λευκοερωδιός ο ευθύρραμφος (χουλιάρι, σπάτουλα, χουλιαρομύτα), ίβις η δρεπανόρραμφος (μαύρο τουρλί, χαλκόκοττα), ερωδιός ο βουκόλος (γελαδάρης), ερωδιός ο τεφρόχρους (τρυγονοσούρτης), νυκτοκόραξ ο γνήσιος (φώυξ), ερωδιός ο λευκός (αιγρέτα), ερωδιός ο μικρός (ορτυγοσούρτης), φοινικόπτερος ο ροδόχρους (περγιαλίτης, φλαμίγκος), οιδήκνιμος ο γνήσιος (τουρλίδα), γλαρεόλη η λειμώνιος (θαλασσοχελιδών, νεροπέρδικα, νεροχελίδονο), χαραδριός ο υέτιος (βροχοπούλι, κιτρινοπούλι), χαραδριός ο μικρός, χαίνικλος ο λοφιοφόρος (καλημάνα), χαλικίας ο ανατρεπτικός (σκαλίστρα), καλίδους ο κυρτόρραμφος (κίγκλος), τρύγγας ο ερυθρόπους (γαϊταρίφι), ακτίτης ο υπόλευκος (σουρλίνι), ιλυόβιος ο κοινός (χηβάδι), νουμήνιος ο τοξορραμφής (τουρλίδα, μεγάλο τουρλί), νουμήνιος ο λεπτόρραμφος (τουρλί, τουρλουλής, ψιλομύτα), νουμήνιος ο φαιόπους (σιγλίγουρος), σκολόπαξ ο αγροδίαιτος (μπεκάτσα, ξυλόκοττα, τσαπόρνιθα), σκολοπακίς η κοινή (μπεκατσίνι), σκολοπακίς η μεγάλη (διπλό μπεκατσίνι), λιμνοκρύπτης ο μικρός (μπεκανέλλα), αιματόπους ο οστρεοφάγος, ωτίς η μεγάλη (αγριόγαλλος, τόγια, αγριόκουρκος), ωτίς η μικρά (χαμωτίδα, ρούσα, αγριόκοττα), ραλλος ο φίλυδρος (νεροπούλι, νεροκοτσέλα), ορτυγομήτρα η πυγμαία (νερόκοττα), οερτυγομήτρα η μικρά, υδρόνις η χλωρόπους (όρνιθα, πουλάδα, πρασινοπόδαρος), φαλαρίς η μαύρη (μπάλιζα, αγριοπουλάδα).
Γ. ΣΤΕΓΑΝΟΠΟΔΑ.
Η τάξη αυτή περιλαμβάνει 53 είδη τα οποία κατανέμονται σε 7 οικογένειες. Τα κυριώτερα και γνωστότερα των ειδών αυτών είναι:
Υδροχελιδών η μαύρη, δρεπανίς η χελιδονόμορφος (γλαρόνι), δρεπανίς η λευκομέτωπος, λάρος ο αργυρόχρους (γλάρος), πελεκάνος ο οκνοκρόταλος (σακκάς), πελεκάνος ο μεγάλος (τσουμπανιάς), φαλακροκόραξ ο μεγάλος (κορμοράνη), φαλακροκόραξ ο αριστοτέλειος (καλικατσού), φαλακροκόραξ ο πυγμαίος, κύκνος ο μουσικός, κύκνος ο κοινός, χην ο κοινός (αγριόχηνα), χην ο μικρός, χην ο ερυθρόπους (χηνάρι), χηναλώληξ ο φαιόχρους (αγκίτι), νήσσα η πλατύρρυγχος (αγριόπαπια, καθαρόπαπια), νήσσα η χειμερινή (παπιόνι), νήσσα η συρίζουσα (μπάλι, σφυριχτάρι), νήσσα η οξύουρος (τσουφλοκώλι, ψαλίδα), νήσσα η σπαθιδόρραμφος (κουταλάς), νήσσα η ερυθροκέφαλος (χονδροκύλι), νήσσα η μέλαινα (μαυρόπαπια, κολυμβίς), νήσσα η λευκόφθαλμος (βαλτοπαπί), νήσσα η βουκέφαλος (γαλαντζί), νήσσα η λευκόφαιος (κεφαλούδι), πρίστης ο μεγάλος (βουταναριάς), πρίστης ο πριονόρραμφος (βουτηχτάρι), θυελλοπόρος ο κοινός (μάχος), θυελλοπόρος ο φαιόχρους (αρτέμιος), πυγόπους ο λοφιοφόρος (κολοβούτι), πυγόπους ο πυρρόλαιμος (βουτήχτρα), κόλυμβος ο αρκτικός (βουταναριά), κόλυμβος ο αστερόεις (βουταναριά η κοκκινοστήθα).
Δ. ΑΡΠΑΚΤΙΚΑ
Υδροχελιδών η μαύρη, δρεπανίς η χελιδονόμορφος (γλαρόνι), δρεπανίς η λευκομέτωπος, λάρος ο αργυρόχρους (γλάρος), πελεκάνος ο οκνοκρόταλος (σακκάς), πελεκάνος ο μεγάλος (τσουμπανιάς), φαλακροκόραξ ο μεγάλος (κορμοράνη), φαλακροκόραξ ο αριστοτέλειος (καλικατσού), φαλακροκόραξ ο πυγμαίος, κύκνος ο μουσικός, κύκνος ο κοινός, χην ο κοινός (αγριόχηνα), χην ο μικρός, χην ο ερυθρόπους (χηνάρι), χηναλώληξ ο φαιόχρους (αγκίτι), νήσσα η πλατύρρυγχος (αγριόπαπια, καθαρόπαπια), νήσσα η χειμερινή (παπιόνι), νήσσα η συρίζουσα (μπάλι, σφυριχτάρι), νήσσα η οξύουρος (τσουφλοκώλι, ψαλίδα), νήσσα η σπαθιδόρραμφος (κουταλάς), νήσσα η ερυθροκέφαλος (χονδροκύλι), νήσσα η μέλαινα (μαυρόπαπια, κολυμβίς), νήσσα η λευκόφθαλμος (βαλτοπαπί), νήσσα η βουκέφαλος (γαλαντζί), νήσσα η λευκόφαιος (κεφαλούδι), πρίστης ο μεγάλος (βουταναριάς), πρίστης ο πριονόρραμφος (βουτηχτάρι), θυελλοπόρος ο κοινός (μάχος), θυελλοπόρος ο φαιόχρους (αρτέμιος), πυγόπους ο λοφιοφόρος (κολοβούτι), πυγόπους ο πυρρόλαιμος (βουτήχτρα), κόλυμβος ο αρκτικός (βουταναριά), κόλυμβος ο αστερόεις (βουταναριά η κοκκινοστήθα).
Δ. ΑΡΠΑΚΤΙΚΑ
Η τάξη αυτή περιλαμβάνει 46 είδη τα οποία κατανέμονται σε 2 μόνο οικογένειες. Τα κυριώτερα και γνωστότερα των ειδών αυτών είναι:
Γυψ ο πυρρόχρους (κόκκινο όρνιο), αιγυπιός ο μοναχός (μαύρο όρνιο, λυκόρνιο), γυψ ο περκνόπτερος (αστροπάρης), γυπαετός ο πωγωνοφόρος (οξυά, κλάρα), αετός ο γνήσιος (χρυσαετός, σταυραετός), αετός ο βασιλικός (χελωνιάρης), αετός ο στικτός, αετός ο τολμηρός (νησάετος), αλιάετος ο λευκονούρης (ασπροκέφαλος), κιρκάετος ο οφιδοφάγος (άσπρος αετός), ιέραξ ο μεταναστευτικός (τριόρχις), ιέραξ ο οξύπτερος (βαρβάκι), ιέραξ ο κορυδαλλοφάγος (ξεφτέρι), ιέραξ ο νάκος (γεράκι), ιέραξ ο θηρευτικός (πετρίτης), ιέραξ ο γνήσιος (κεχρηίς, πετροκιρκινέζι), ιέραξ ο ερυθρόχρους (κιρκινέζι), τριόρχις ο κοινός (βαρβάνα, ποντικογερακίνα), κύρκος ο ορνιθοφάγος (μεγάλο σαίνι), κύρκος ο κοινός (τσιχλογέρακο, σαίνι), ικτίνος ο μέλας (γερακοπέρδικο), βύας ο βύας (μπούφος), γλαύξ η κοινή (ώτος), γλαύξ η βραχύωτος (κλαψοπούλι), γλαύξ η οικοδίαιτος ή γλαύξ της Αθηνάς (κουκουβάγια), στρίγξ η αιγωλιός (χουχουριστής), σκώψ ο κοινός (γκιώνης, σκλώπα), γλαύξ η λευκή (χαροπούλι, στριγγοπούλι), γλαύξ η φλογώδης (τιτώ).
Ε. ΑΝΑΡΡΙΧΗΤΙΚΑ
Γυψ ο πυρρόχρους (κόκκινο όρνιο), αιγυπιός ο μοναχός (μαύρο όρνιο, λυκόρνιο), γυψ ο περκνόπτερος (αστροπάρης), γυπαετός ο πωγωνοφόρος (οξυά, κλάρα), αετός ο γνήσιος (χρυσαετός, σταυραετός), αετός ο βασιλικός (χελωνιάρης), αετός ο στικτός, αετός ο τολμηρός (νησάετος), αλιάετος ο λευκονούρης (ασπροκέφαλος), κιρκάετος ο οφιδοφάγος (άσπρος αετός), ιέραξ ο μεταναστευτικός (τριόρχις), ιέραξ ο οξύπτερος (βαρβάκι), ιέραξ ο κορυδαλλοφάγος (ξεφτέρι), ιέραξ ο νάκος (γεράκι), ιέραξ ο θηρευτικός (πετρίτης), ιέραξ ο γνήσιος (κεχρηίς, πετροκιρκινέζι), ιέραξ ο ερυθρόχρους (κιρκινέζι), τριόρχις ο κοινός (βαρβάνα, ποντικογερακίνα), κύρκος ο ορνιθοφάγος (μεγάλο σαίνι), κύρκος ο κοινός (τσιχλογέρακο, σαίνι), ικτίνος ο μέλας (γερακοπέρδικο), βύας ο βύας (μπούφος), γλαύξ η κοινή (ώτος), γλαύξ η βραχύωτος (κλαψοπούλι), γλαύξ η οικοδίαιτος ή γλαύξ της Αθηνάς (κουκουβάγια), στρίγξ η αιγωλιός (χουχουριστής), σκώψ ο κοινός (γκιώνης, σκλώπα), γλαύξ η λευκή (χαροπούλι, στριγγοπούλι), γλαύξ η φλογώδης (τιτώ).
Ε. ΑΝΑΡΡΙΧΗΤΙΚΑ
Η τάξη αυτή περιλαμβάνει 9 είδη τα οποία κατανέμονται σε 2 οικογένειες. Τα είδη αυτά είναι:
Δρυοκολάπτης ο χλωρίων (ξυλοφαγάς, τσικλητάρα, τρυπόξυλο), δρυοκόπος ο μέγας (τσιγκλιτάρα η μεγάλη), δρυοκόπος ο λευκόνωτος (τσιγκλιτάρα η παρδαλή), δρυοκόπος ο μικρός (τσιγκλιτάρα η μικρή), δρυοκόπος ο μέτριος, δρυοκόπος ο μέλας (τσιγκλιτάρα η μαύρη), ίυγξ ο κοινός (μυρμηγκοφάγος, στραβολαίμης, γλωσσάς), κόκκυξ ο ωδικός (κούκος), κοκκυστής ο βαλανοφάγος (κράνος).
ΣΤ. ΑΛΕΚΤΟΡΟΕΙΔΗ
Δρυοκολάπτης ο χλωρίων (ξυλοφαγάς, τσικλητάρα, τρυπόξυλο), δρυοκόπος ο μέγας (τσιγκλιτάρα η μεγάλη), δρυοκόπος ο λευκόνωτος (τσιγκλιτάρα η παρδαλή), δρυοκόπος ο μικρός (τσιγκλιτάρα η μικρή), δρυοκόπος ο μέτριος, δρυοκόπος ο μέλας (τσιγκλιτάρα η μαύρη), ίυγξ ο κοινός (μυρμηγκοφάγος, στραβολαίμης, γλωσσάς), κόκκυξ ο ωδικός (κούκος), κοκκυστής ο βαλανοφάγος (κράνος).
ΣΤ. ΑΛΕΚΤΟΡΟΕΙΔΗ
Η τάξη περιλαμβάνει 7 είδη που ανήκουν στην οικογένεια των φασιανιδών. Τα είδη αυτά είναι:
Αλεκτορίς η οικοδίαιτος (κοινώς κόττα), μελεαγρίς η ινδική (ιδιάνος), νουμίδη η μελεαγρίς (φραγκόκοττα), ταώς (παγώνι), φασιανός ο κοχλικός, πέρδιξ η ελληνική (πετροπέρδικα), πέρδιξ η λειμώνιος (λειβαδοπέρδικα, τσίλια), όρτυξ η κοινή (ορτύκι, χειμωνοπέρδικα).
Ζ. ΠΕΡΙΣΤΕΡΟΕΙΔΗ
Αλεκτορίς η οικοδίαιτος (κοινώς κόττα), μελεαγρίς η ινδική (ιδιάνος), νουμίδη η μελεαγρίς (φραγκόκοττα), ταώς (παγώνι), φασιανός ο κοχλικός, πέρδιξ η ελληνική (πετροπέρδικα), πέρδιξ η λειμώνιος (λειβαδοπέρδικα, τσίλια), όρτυξ η κοινή (ορτύκι, χειμωνοπέρδικα).
Ζ. ΠΕΡΙΣΤΕΡΟΕΙΔΗ
Η τάξη τέλος αυτή περιλαμβάνει μία οικογένεια στην οποία ανήκουν 6 είδη, τα εξής:
Περιστερά η λαυκόλαιμος (φάσσα), περιστερά η οινάς (φασοπερίστερο), περιστερά η αγρία (αγριοπερίστερο), τρυγών η κοινή (τρυγόνα, τουρτούρα), τρυγών η δεκαοχτώ (δεκοχτούρα).
Περιστερά η λαυκόλαιμος (φάσσα), περιστερά η οινάς (φασοπερίστερο), περιστερά η αγρία (αγριοπερίστερο), τρυγών η κοινή (τρυγόνα, τουρτούρα), τρυγών η δεκαοχτώ (δεκοχτούρα).
Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2008
Η ΧΑΡΤΟΠΑΙΞΙΑ
Στις μικρές κοινωνίες των χωριών είναι πιο ορατές οι κατακλυσμιαίες αλλαγές που επέφεραν στη ζωή μας οι καινούργιοι τρόποι ζωής, ιδίως η τηλεόραση. Με πρώτο θύμα το καφενείο. Μαζεύεται ο κόσμος τώρα στα σπίτια . Δεν σφύζουν πια τα τραπέζια από ιστορίες, τάβλι και χαρτοπαίχνιδα. Πολλοί νεαροί πλέον δεν ξέρουν τι είναι τα ντόρτια ο ρήγας και τα σπαθιά. Μια παράδοση χρόνων σταμάτησε.
Από πολύ μικροί μπαίναμε στα μυστικά και τη γοητεία της τράπουλας. Από το δημοτικό μαθαίναμε την "κολιτσίνα" τη "ξερή" το «31» και το «βιδαριστό 31». Όταν πηγαίναμε στο γυμνάσιο περνάγαμε σε ανώτερες σπουδές. Τελειώνοντας την πρώτη, είχαμε μάθει το ραμί, ένα είδος κουμ-κάν. Στη δευτέρα μαθαίναμε την πόκα και από την τρίτη και μετά, μαζί με τα μακριά παντελόνια που βάζαμε, ανοίγαμε τις πύλες της εγκεφαλικής και της ατελείωτης στην εκμάθηση πρέφας.
Τις ημέρες των γιορτών, ιδίως ανάμεσα Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά η χαρτοπαιξία έπαιρνε διαστάσεις επιδημίας. Είχανε τελειώσει τα λιομαζώματα και απερίσπαστοι οι θαμώνες των καφενείων μέσα στη θαλπωρή της σόμπας, τζογάριζαν πάνω στο αργό γύρισμα των χαρτιών και της τύχης τους. Χαρούμενοι οι καφετζήδες από το βιδάνιο, ένα είδος ΦΠΑ που εισπράττανε από κάθε συναλλαγή, κουβαλούσαν στα τραπέζια νερά και ποτά και τάϊζαν διαρκώς τη σόμπα με ξύλα, δημιουργώντας καταστάσεις μυσταγωγίας. Με τα θαμπά τζάμια να τρέχουν υδρατμούς και τα ντουμάνια του καπνού να ανεβαίνουν με δαχτυλίδια προς το ταβάνι.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς γινόταν και η κορύφωση. Μετά το παραδοσιακό δείπνο με τον κόκορα μακαρονάδα, οι γυναίκες με τις κοπέλες έπαιρναν το κέντημα και το πλεχτό τους με το κουβάρι και τις βελόνες για κάποιο σπίτι με τζάκι ή σόμπα. Μαζεύονταν πολλές και κουβέντιαζαν μέχρις αργά. Πρέπει να έπιαναν και διάφορα πονηρά «θέματα» γιατί κάτι γέλια κακαριστά και μιας ιδιαίτερης χροιάς ακούγαμε να φτάνουν μέχρι το δρόμο. Ενώ οι άρρενες έτρεχαν στο καφενείο.
Όλα τα τραπέζια τζογάριζαν άγρια και τα λεφτά φόρα παρτίδα καθώς για εκείνη τη βραδιά υπήρχε μια εξαίρεση, μια άτυπη εκεχειρία εκ μέρους της χωροφυλακής. Συνεπαρμένοι οι χαρτοπαίκτες έκοβαν τα χαρτιά για «βιδαριστό 31» για «πόκα» για «ραμί» και κάποιοι ηλικιωμένοι για «πρέφα».
Από τα «μακριά παντελόνια» και μετά μπαίναμε και εμείς ελεύθερα, γιατί πιο πριν κρυβόμασταν κάτω από υπόστεγα με φως και με κάτι τράπουλες σαν πατσαβούρια παίζαμε «31» μέσα στο κρύο. Καθόμασταν λοιπόν και εμείς σε καρέκλες και παίζαμε σαν μεγάλοι. Επειδή όμως εξαντλιόταν από νωρίς η υποτυπώδης ταμειακή μας ευχέρεια και δεν είχαμε καθόλου όρεξη για ύπνο, προσεγγίζαμε σαν θεατές τα μεγάλα τραπέζια της πόκας για να μαθαίνουμε τεχνικές και να κλέβουμε κόλπα.
Σε αυτά έπαιζαν και οι ετήσιας βάσης χαρτοπαίκτες. Αυτοί οι παθιασμένοι τζογαδόροι που είχανε μάτια μόνο για το παιχνίδι. Ακόμα και όταν κοιτούσαν προς τη μεριά μας, εμείς καταλαβαίναμε ότι δεν μας βλέπουν. Ήταν το βλέμμα τους φευγάτο. Οι νευρικοί παίκτες κοιτούσαν τα χαρτιά τους αμέσως με το μοίρασμα. Ενώ για τους ήρεμους, αυτό το κοίταγμα των χαρτιών συνιστούσε μια μικρή ιεροτελεστία. Ιδίως όταν έπαιρναν το τελευταίο και καθοριστικό χαρτί. Το έχωναν μέσα στα άλλα τα ανακάτευαν όλα μαζί και τα έκλειναν. Τα σήκωναν μετά μέσα στις χούφτες και τα άνοιγαν σαν βεντάλια. Σιγά-σιγά και βασανιστικά για τη δική μας περιέργεια, μέχρι να σκάσει το σημάδι του καινούργιου που είχανε πάρει. Μιλούσαν μεταξύ τους με εκείνες τις παράξενες λέξεις: πάσο, ντούκου, δικαίωμα, τα βλέπω, ρέστα, φουλ, κέντα, ζεύγη, χρώμα, αβολοντέ και φλος, που ανέβαζαν στα ύψη το κλίμα της μυσταγωγίας.
Ένα κλίμα που έσπαζε βίαια από τις βλαστήμιες στο τέλος της κάθε παρτίδας. Βλαστήμιες σε πολύ μεγάλη ποικιλία. Αφού εξαντλούσαν το εορτολόγιο –πλην της Αγίας Παρασκευής που είναι η προστάτιδα του χωριού και τη σεβόντουσαν- περνούσαν στα ιερά σκεύη, στα άμφια του ιερέα, τη μήτρα του δεσπότη και σε ό,τι άλλο μπορεί να έχει σχέση με το θρησκευτικό οικοδόμημα.
Πολλές φορές θεωρούσαν εμάς τους νεαρούς θεατές, υπεύθυνους για τη χασούρα τους. Και δεν μας πείραζε τόσο το ότι γυρνούσε ο παίκτης που βλέπαμε τα χαρτιά του και μας άστραφτε ξαφνικά κάποιο σκαμπίλι. Πιο πολύ μας ενοχλούσε όταν μας έθιγαν κάποια ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα. Όταν μας έλεγαν, δηλαδή, ότι κάποιος από μας ήταν γρουσούζης γιατί «είχε παίξει το πουλί του». Κοκκινίζαμε τότε όλοι μέχρι τ’ αφτιά και να ήτανε τρόπος να άνοιγε η γη για να μας καταπιεί, γιατί όλοι είχαμε υποπέσει στο εν λόγω αμάρτημα, και όχι άπαξ ημερησίως!
Όλα αυτά τώρα χάθηκαν και μόνο κάτι νεαροί μετανάστες, πολυεθνικής σύνθεσης, συνεχίζουν να παίζουν σε κάποιο στρογγυλό τραπέζι, συνεννοούμενοι μεταξύ τους με τα σπαστά ελληνικά τους. Βρίσκουν στο καφενείο τη θαλπωρή που λείπει από τα υγρά και κρύα σπίτια που μένουν.
Οι πιο πολλοί στο χωριό δεν παίζουνε πλέον χαρτιά. Τρώνε το βράδυ της παραμονής τον κόκορα όπως πάντα -τα γαστρονομικά μας ήθη επιβιώνουν, βλέπεις, της τηλεόρασης- και αραχτοί μετά στους καναπέδες, δεν κάνουν τίποτα το διαφορετικό από ότι κάνουν και οι κάτοικοι των μεγάλων πόλεων και της Αθήνας: βλέπουν και αυτοί τα κανάλια με τα ειδικά μουσικά αφιερώματα.......
Από πολύ μικροί μπαίναμε στα μυστικά και τη γοητεία της τράπουλας. Από το δημοτικό μαθαίναμε την "κολιτσίνα" τη "ξερή" το «31» και το «βιδαριστό 31». Όταν πηγαίναμε στο γυμνάσιο περνάγαμε σε ανώτερες σπουδές. Τελειώνοντας την πρώτη, είχαμε μάθει το ραμί, ένα είδος κουμ-κάν. Στη δευτέρα μαθαίναμε την πόκα και από την τρίτη και μετά, μαζί με τα μακριά παντελόνια που βάζαμε, ανοίγαμε τις πύλες της εγκεφαλικής και της ατελείωτης στην εκμάθηση πρέφας.
Τις ημέρες των γιορτών, ιδίως ανάμεσα Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά η χαρτοπαιξία έπαιρνε διαστάσεις επιδημίας. Είχανε τελειώσει τα λιομαζώματα και απερίσπαστοι οι θαμώνες των καφενείων μέσα στη θαλπωρή της σόμπας, τζογάριζαν πάνω στο αργό γύρισμα των χαρτιών και της τύχης τους. Χαρούμενοι οι καφετζήδες από το βιδάνιο, ένα είδος ΦΠΑ που εισπράττανε από κάθε συναλλαγή, κουβαλούσαν στα τραπέζια νερά και ποτά και τάϊζαν διαρκώς τη σόμπα με ξύλα, δημιουργώντας καταστάσεις μυσταγωγίας. Με τα θαμπά τζάμια να τρέχουν υδρατμούς και τα ντουμάνια του καπνού να ανεβαίνουν με δαχτυλίδια προς το ταβάνι.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς γινόταν και η κορύφωση. Μετά το παραδοσιακό δείπνο με τον κόκορα μακαρονάδα, οι γυναίκες με τις κοπέλες έπαιρναν το κέντημα και το πλεχτό τους με το κουβάρι και τις βελόνες για κάποιο σπίτι με τζάκι ή σόμπα. Μαζεύονταν πολλές και κουβέντιαζαν μέχρις αργά. Πρέπει να έπιαναν και διάφορα πονηρά «θέματα» γιατί κάτι γέλια κακαριστά και μιας ιδιαίτερης χροιάς ακούγαμε να φτάνουν μέχρι το δρόμο. Ενώ οι άρρενες έτρεχαν στο καφενείο.
Όλα τα τραπέζια τζογάριζαν άγρια και τα λεφτά φόρα παρτίδα καθώς για εκείνη τη βραδιά υπήρχε μια εξαίρεση, μια άτυπη εκεχειρία εκ μέρους της χωροφυλακής. Συνεπαρμένοι οι χαρτοπαίκτες έκοβαν τα χαρτιά για «βιδαριστό 31» για «πόκα» για «ραμί» και κάποιοι ηλικιωμένοι για «πρέφα».
Από τα «μακριά παντελόνια» και μετά μπαίναμε και εμείς ελεύθερα, γιατί πιο πριν κρυβόμασταν κάτω από υπόστεγα με φως και με κάτι τράπουλες σαν πατσαβούρια παίζαμε «31» μέσα στο κρύο. Καθόμασταν λοιπόν και εμείς σε καρέκλες και παίζαμε σαν μεγάλοι. Επειδή όμως εξαντλιόταν από νωρίς η υποτυπώδης ταμειακή μας ευχέρεια και δεν είχαμε καθόλου όρεξη για ύπνο, προσεγγίζαμε σαν θεατές τα μεγάλα τραπέζια της πόκας για να μαθαίνουμε τεχνικές και να κλέβουμε κόλπα.
Σε αυτά έπαιζαν και οι ετήσιας βάσης χαρτοπαίκτες. Αυτοί οι παθιασμένοι τζογαδόροι που είχανε μάτια μόνο για το παιχνίδι. Ακόμα και όταν κοιτούσαν προς τη μεριά μας, εμείς καταλαβαίναμε ότι δεν μας βλέπουν. Ήταν το βλέμμα τους φευγάτο. Οι νευρικοί παίκτες κοιτούσαν τα χαρτιά τους αμέσως με το μοίρασμα. Ενώ για τους ήρεμους, αυτό το κοίταγμα των χαρτιών συνιστούσε μια μικρή ιεροτελεστία. Ιδίως όταν έπαιρναν το τελευταίο και καθοριστικό χαρτί. Το έχωναν μέσα στα άλλα τα ανακάτευαν όλα μαζί και τα έκλειναν. Τα σήκωναν μετά μέσα στις χούφτες και τα άνοιγαν σαν βεντάλια. Σιγά-σιγά και βασανιστικά για τη δική μας περιέργεια, μέχρι να σκάσει το σημάδι του καινούργιου που είχανε πάρει. Μιλούσαν μεταξύ τους με εκείνες τις παράξενες λέξεις: πάσο, ντούκου, δικαίωμα, τα βλέπω, ρέστα, φουλ, κέντα, ζεύγη, χρώμα, αβολοντέ και φλος, που ανέβαζαν στα ύψη το κλίμα της μυσταγωγίας.
Ένα κλίμα που έσπαζε βίαια από τις βλαστήμιες στο τέλος της κάθε παρτίδας. Βλαστήμιες σε πολύ μεγάλη ποικιλία. Αφού εξαντλούσαν το εορτολόγιο –πλην της Αγίας Παρασκευής που είναι η προστάτιδα του χωριού και τη σεβόντουσαν- περνούσαν στα ιερά σκεύη, στα άμφια του ιερέα, τη μήτρα του δεσπότη και σε ό,τι άλλο μπορεί να έχει σχέση με το θρησκευτικό οικοδόμημα.
Πολλές φορές θεωρούσαν εμάς τους νεαρούς θεατές, υπεύθυνους για τη χασούρα τους. Και δεν μας πείραζε τόσο το ότι γυρνούσε ο παίκτης που βλέπαμε τα χαρτιά του και μας άστραφτε ξαφνικά κάποιο σκαμπίλι. Πιο πολύ μας ενοχλούσε όταν μας έθιγαν κάποια ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα. Όταν μας έλεγαν, δηλαδή, ότι κάποιος από μας ήταν γρουσούζης γιατί «είχε παίξει το πουλί του». Κοκκινίζαμε τότε όλοι μέχρι τ’ αφτιά και να ήτανε τρόπος να άνοιγε η γη για να μας καταπιεί, γιατί όλοι είχαμε υποπέσει στο εν λόγω αμάρτημα, και όχι άπαξ ημερησίως!
Όλα αυτά τώρα χάθηκαν και μόνο κάτι νεαροί μετανάστες, πολυεθνικής σύνθεσης, συνεχίζουν να παίζουν σε κάποιο στρογγυλό τραπέζι, συνεννοούμενοι μεταξύ τους με τα σπαστά ελληνικά τους. Βρίσκουν στο καφενείο τη θαλπωρή που λείπει από τα υγρά και κρύα σπίτια που μένουν.
Οι πιο πολλοί στο χωριό δεν παίζουνε πλέον χαρτιά. Τρώνε το βράδυ της παραμονής τον κόκορα όπως πάντα -τα γαστρονομικά μας ήθη επιβιώνουν, βλέπεις, της τηλεόρασης- και αραχτοί μετά στους καναπέδες, δεν κάνουν τίποτα το διαφορετικό από ότι κάνουν και οι κάτοικοι των μεγάλων πόλεων και της Αθήνας: βλέπουν και αυτοί τα κανάλια με τα ειδικά μουσικά αφιερώματα.......
Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2008
ΤΑ ΚΑΛΑΝΤ(Ρ)Α ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
Τέτοιες μέρες οργανώναμε τη χορωδία για τα κάλαντα, τα κάλαντρα όπως τα λέγαμε τότε, τότε γύρω στα τέλη του ‘50. Και μιλάω για την «παράνομη» χορωδία γιατί όλη αυτή η ιστορία διέπετο από ένα ιδιότυπο καθεστώς.
«Νόμιμη» ήταν η χορωδία του σχολείου που έφτιαχνε ο δάσκαλος. Μια ομάδα από επιλεγμένα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, καλής διαγωγής και επιμελημένης εμφάνισης με πλισέ φούστες και καθαρά παντελονάκια, άσπρα σοσόνια και γυαλισμένα παπούτσια, και με ένα μεγάλο κουτί με σχισμή, τυλιγμένο με χαρτί (κόλλα γλασέ) και κολλημένες πάνω του χαλκομανίες με αγγελάκια, που κρατούσε κάποια κοπέλα. Ένα αγόρι κρατούσε έναν τενεκέ λαδιού τυλιγμένον και αυτόν με κόλλα γλασέ και αγγελάκια, για την καταβολή του φιλοδωρήματος σε είδος.
Οι εισπράξεις αυτές προορίζονταν για τις δαπάνες του σχολείου και κυρίως για τα σπασμένα τζάμια από τις πέτρες που με μανία εκτόξευαν εναντίον τους τα άλλα παιδιά, που πολλά εξ αυτών απαρτίζαμε την «παράνομη» και αυστηρά απαγορευμένη από το δάσκλαο, χορωδία.
Παίρναμε και εμείς έναν τενεκέ (χωρίς γλασέ βέβαια) και γυρίζαμε από σπίτι σε σπίτι, ξεκινώντας πάντα πριν από τους νόμιμους ανταγωνιστές μας. Λέγαμε μάλιστα στις νοικοκυρές που ρωτούσαν, ότι εμείς είμαστε τα κάλαντρα του σχολείου και όταν ξαναρωτούσαν που είναι τα κορίτσια τους λέγαμε ότι δεν ήρθαν γιατί κρυώνανε. Δεν τις έπειθαν βέβαια τα λόγια μας ούτε η ετερόκλητη ενδυματολογική μας εμφάνιση με τα μπαλωμένα ρούχα και τα τρύπια παπούτσια.
Ήταν κάποιες τσιγκούνες που μας έδιωχναν, οι περισσότερες όμως, μέρες που ήταν, μας έριχναν λάδι στον τενεκέ και μας φίλευαν κανα κουραμπιέ ή πορτοκάλι. Άλλο που εμείς αρπάζαμε και ό,τι άλλο βρίσκαμε ένα γύρω στην αυλή ή προβαίναμε και σε πιο άγριες πράξεις όπως τότε με τη θειά –Κώσταινα, μια ραχητικιά γριούλα, που με λαβές και κεφαλοκλείδωμα που είχαμε δει στο σινεμά, την ακινητοποιήσαμε την ώρα που μας έριχνε το λάδι στον τενεκέ και μέχρι να στραγγίξει όλο το λαδικό της! Την αφήσαμε, φυσικά, μετά τη γυναίκα και της ευχηθήκαμε «χρόνια πολλά». Ενώ μας ακολούθησε μια βροχή από κατάρες και πέτρες.
Το λάδι το πουλάγαμε στο μαγαζί του Τραχανά, με φόβο βέβαια και προφυλάξεις μην εμφανιστεί μπροστά μας ο δάσκαλος. Τρυπώναμε μετά σε ένα στενό και ακριβοδίκαια μοιραζόμασταν τις εισπράξεις. Οι οποίες μέσα σε χρόνο ρεκόρ μετατρέπονταν σε μπαλόνια και σε γυαλένιες: τους γυάλινους βόλους, δηλαδή, με εκείνα τα καταπληκτικά σχέδια που είχανε μέσα τους και που χαζεύαμε με τις ώρες την αναπήδηση τους πάνω σε κάποια τσιμεντένια επιφάνεια. Αυτό το …τακ….τακ…τακ μας γοήτευε.
Άλλα δώρα εκείνες τις μέρες και κείνα τα χρόνια δεν είχαμε. Κανα γιορτινό ρουχαλάκι ή παπούτσι, συνήθως αυτές τις κοντές γυαλιστερές γαλότσες με το κουμπί στο πλάϊ, όταν μας ψώνιζαν οι δικοί μας τα έπαιρναν από το πανηγύρι της Χώρας τον Οκτώβρη μήνα.
Πρέπει να ομολογήσω όμως το πόσο έντονα ζούσαμε αυτές τις ημέρες και πόσο εντυπωσιαζόμασταν από το θρησκευτικό μέρος του πράγματος, ακόμη και εμείς τα παιδιά της υψηλής παραβατικότητας. Εκστασιαζόμασταν από το γεγονός ότι το παιδάκι του Θεού γεννήθηκε φτωχικά, όπως και εμείς, μέσα σε κάτι σαν αχούρι και το ζέσταιναν με τις ανάσες τους τα άλογα και τα βόδια. Είχαμε μεγάλη εξοικείωση με τα ζωντανά –ακόμη νιώθω στο σβέρκο μου την ανάσα του αλόγου, του Καρά μας, όταν έσκυβε και έτριβε τη μουσούδα του στο κουρεμένο μου κεφάλι- και τα βιώναμε έντονα όλα αυτά.
Και όταν το πρωί των Χριστουγέννων ξυπνάγαμε στις τέσσερις με την καμπάνα για την εκκλησία, παρ’ όλο το αγουροξύπνημα και τα νεύρα μας, ρίχναμε κρυφές ματιές στον έναστρο ουρανό μήπως διακρίνουμε και εμείς το λαμπερό αστέρι!
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)