H MΑΤΟΥΛΑ
Τη Ματούλα τη γνώρισα στο Ρέθυμνο το ’72. Με τη φράση αυτή θα μπορούσε κάλλιστα να ξεκινάει μια νουβέλα αισθηματικού περιεχομένου, ακόμη και ένα διήγημα τέτοιο. Ή γιατί όχι; Και ένα μυθιστόρημα με πλοκή και απρόβλεπτες εξελίξεις, ίντριγκες και υποχθόνια πάθη με αλλεπάλληλους φόνους μέσα σε αυτήν την υποβλητική ατμόσφαιρα του βενετσιάνικου κάστρου, των μιναρέδων και των στενών σοκακιών, όπως συμβαίνει άλλωστε και στο βιβλίο της Γιαννακάκη.
Θα μπορούσε, λέω, γιατί η πρόταση είναι ανοιχτή ακόμη. Δεν έχει αποσαφηνίσεις και προσδιορισμούς. Ότι η Ματούλα ήτανε πουτάνα, δηλαδή, και εγώ στρατιώτης. Οπότε πάμε αυτόματα στο ανηφορικό δρομάκι κάτω από τη Φορτέτσα με τα δυο μπορντέλα. Το άλλο –το πρώτο όπως ανεβαίναμε- ήτανε της Τζένης. Αλλά και το ρήμα «γνώρισα» στερείται βάθους και συντακτικής μόνο αξίας τυγχάνει αφού είναι γνωστό το γρανιτένιο κέλυφος που περιβάλλει αυτές τις ψυχούλες.
Σε πρώτο πρόσωπο μάλιστα: «γνώρισα», μόνο ένας τότε θα μπορούσε να το χρησιμοποιήσει. Ο δεκανέας Μπαράχος. Που ήτανε και η μεγάλη αγάπη της. Όχι μόνο δεν του έπαιρνε χρήματα, τον χαρτζιλίκωνε κι’ από πάνω! Της υποσχότανε γάμο μετά το στρατό. Όταν απολύθηκε της είπε ότι θα πήγαινε για λίγες μέρες στο χωριό του, θα τακτοποιούσε τα χαρτιά και το σπίτι και αμέσως μετά θα ερχότανε να την πάρει. Θα της έγραφε κάθε μέρα της υποσχέθηκε. Αλλά γράμμα δεν ήρθε. Είχε περάσει κοντά ένας χρόνος και ούτε φωνή ούτε ακρόαση ο Μπαράχος. Δεν είχε διεύθυνση του. Μακεδονία ήξερε μόνο.
Εμείς οι άλλοι –όσοι από το Λόχο Διοικήσεως είχαμε έξοδο- απλώς πηγαίναμε στη Ματούλα. Και όχι για τους ευνόητους λόγους. Γιατί η Ματούλα ήτανε μεγάλη. Πρέπει να πλησίαζε τότε τα πενήντα. Κοντούλα και στρουμπουλή σαν μπαλόνι. Φορούσε διάφανο μπέιμπυ-ντολ με χρωματιστά εσώρουχα και από πάνω μια μαύρη βελούδινη ρόμπα με ζώνη. Είχε έντονα βαμμένα χείλη και νύχια. Και όταν μιλούσε έδειχνε να έχει ένα πρόβλημα με κάποιο μασελάκι ή γέφυρα. Είχε ένα σπιτάκι με ένα μικρό σαλόνι μια κουζινίτσα απ’ τη μια μεριά και μια κρεβατοκάμαρα απ’ την άλλη. Στη μέση ένα μαγκάλι με κάρβουνα και γύρω-γύρω καρέκλες.
Μας έψηνε πάντα καφέ και μας έδινε κουλουράκια. «Τα έφτιαξα με τα χεράκια μου» μας δήλωνε με περηφάνεια. Και γι’ αυτό πηγαίναμε. Ιδίως τις νύχτες του χειμώνα που ήταν μεγάλες. Δεν περνούσε η ώρα με τίποτα και έκανε κρύο. Αυτή από τη μεριά της μας πρόσεχε με μια κρυφή λαχτάρα: μήπως και μάθει κάτι για τον Μπαράχο. «Μάθατε κανα νέο από το Μπαράχο μου; Πήρατε γράμμα του;» Ρωτούσε με λαχτάρα όταν πηγαίναμε. Απαντάγαμε αρνητικά παρ’ όλο που ξέραμε ότι αλληλογραφούσαν με τον επιλοχία.
«Ξέρω ρε μπαγάσηδες ότι το 50άρι το δίνουτε στη Τζένη!». Μας έλεγε χαμογελαστή και έπεφτε μέσα. Γιατί η Τζένη ήτανε νέα λεπτή και ψηλή με μακριά μαλλιά σαν την Έλενα Ναθαναήλ που έπαιζε τότε στις ονειρώξεις μας. Παρ’ όλο που ήτανε στριμμένο άντερο και όλο μας μάλωνε: να κάνουνε γρήγορα, να μη μιλάμε να μην της πιάνουμε τα στήθια και την ώρα της συνουσίας έμενε τελείως ακίνητη και γύριζε το κεφάλι της στο πλάι με μια έκφραση αηδίας!
«Δεν πειράζει όμως» συνέχιζε η Ματούλα «να είναι καλά οι κτηνοτρόφοι και οι ζωοκλέφτες που με πληρώνουνε διπλά». Και εμείς καταλαβαίναμε ότι αυτούς θα τους έδιωχνε λόγω οσμής η Τζένη. «Έχετε χάρη που σας συμπαθώ ρε παλιόπαιδα γιατί μου θυμίζετε τον Μπαράχο μου!» συμπλήρωνε πάντα. Και μας διηγόταν ιστορίες γύρω από το μαγκάλι. Μας έλεγε ότι είχε κάνει και στην Τρούμπα του Πειραιά και ότι είχε αγαπήσει έναν μηχανικό του εμπορικού ναυτικού που της είχε τάξει ότι θα έβγαινε στην Αμερική και θα της έκανε πρόσκληση αλλά χάθηκε και αυτός. Ποτέ δεν μας έλεγε κάτι για την καταγωγή της. Που γεννήθηκε και που μεγάλωσε. «Από την Πελοπόννησο» απάντησε μια φορά που τη ρώτησε κάποιος από πού κατάγεται. Χωρίς να προσθέσει οποιαδήποτε άλλη πληροφορία.
Πιο πολύ μας μιλούσε για τον Μπαράχο που μόνο οι πολύ παλιοί τον είχαν προλάβει. Το πόσο λεβέντης ήταν. Άντρακλας! Ψηλός και γεροδεμένος! Και πάντα κατέληγε με τη δήλωση ότι είναι σίγουρη πως θάρθει μια μέρα ο καλός της. Θα έρθει σαν έκπληξη, μας έλεγε, και γι’ αυτό δεν της γράφει.
Σπάνια τα βράδια ερχόταν πραγματικός πελάτης. Πιο πολύ δούλευε την ημέρα.. Και αν τύχαινε κανείς αργοπορημένος μας έκανε νόημα και αποχωρούσαμε. Στη γωνία είχε και μια τηλεόραση που ήτανε μονίμως ανοιχτή, μονίμως στο στρατιωτικό κανάλι της ΥΕΝΕΔ. Όταν έπαιζε τον «Άγνωστο Πόλεμο» μας έδειχνε με το δάχτυλο πάνω στην οθόνη το Γιώργο Τζώρτζη. «Τέτοιας λεβέντης ήταν ο Μπαράχος μου» μας έλεγε. Και όταν καμιά φορά τελείωνε το πρόγραμμα και έπαιζε τον Εθνικό Ύμνο, σηκωνότανε η Ματούλα όρθια σε στάση προσοχής κάτι που κάναμε ασυναίσθητα και μεις από συνήθειο. Μετά φεύγαμε καληνυχτώντας!
Όλα πήγαιναν καλά μέχρι που έγινε το μοιραίο! Τότε που ένας οδηγός απαντώντας στη γνωστή ερώτηση, είπε: «Ναι έγραψε στον επιλοχία!». Έπεσε η Ματούλα πάνω του κρεμάστηκε από το λαιμό του. «Τι λέει αγόρι μου;» «Πως είναι;»
«Είναι πολύ καλά.» απάντησε ατάραχος αυτός. «Παντρεύτηκε λέει και μια κοπέλα»
Κατέρρευσε η Ματούλα στο πάτωμα, ξέπνοη, αναποδογυρίζοντας το μαγκάλι. Δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Άλλοι μαζεύαμε από κάτω τις καύτρες και άλλοι πιάνανε τη λιπόθυμη Ματούλα. Ένας του υγειονομικού της έκανε αέρα. Τη βόηθησε και σηκώθηκε. Την έβαλε στην καρέκλα. Μας κοίταζε στο πρόσωπο έναν-έναν και το βλέμμα της όλο σκοτείνιαζε. Κάποια στιγμή άρχισε να χτυπάει τα χέρια της πάνω στα μπούτια της να τινάζει το κεφάλι της πέρα-δώθε και να ουρλιάζει…να ουρλιάζει! Με ένα ουρλιαχτό που πρέπει να έφτασε κάτω στο μακρύ στενό και να βγήκε με φόρα πέρα στο παλιό λιμάνι μέχρι το φάρο και την άγρια θάλασσα: «Έξω κωλόπαιδα από το σπίτι μου! Έξωωωωωωωωω! Να πάτε να γαμηθείτε εσείς και ο Μπαράχος! Έξω ρεεεεε πούστηδεεεεεες!»
Δεν ξαναπήγαμε από εκεί. Μάθαμε όμως πως δεν άνοιξε πια σε στρατιώτες!
Τη Ματούλα τη γνώρισα στο Ρέθυμνο το ’72. Με τη φράση αυτή θα μπορούσε κάλλιστα να ξεκινάει μια νουβέλα αισθηματικού περιεχομένου, ακόμη και ένα διήγημα τέτοιο. Ή γιατί όχι; Και ένα μυθιστόρημα με πλοκή και απρόβλεπτες εξελίξεις, ίντριγκες και υποχθόνια πάθη με αλλεπάλληλους φόνους μέσα σε αυτήν την υποβλητική ατμόσφαιρα του βενετσιάνικου κάστρου, των μιναρέδων και των στενών σοκακιών, όπως συμβαίνει άλλωστε και στο βιβλίο της Γιαννακάκη.
Θα μπορούσε, λέω, γιατί η πρόταση είναι ανοιχτή ακόμη. Δεν έχει αποσαφηνίσεις και προσδιορισμούς. Ότι η Ματούλα ήτανε πουτάνα, δηλαδή, και εγώ στρατιώτης. Οπότε πάμε αυτόματα στο ανηφορικό δρομάκι κάτω από τη Φορτέτσα με τα δυο μπορντέλα. Το άλλο –το πρώτο όπως ανεβαίναμε- ήτανε της Τζένης. Αλλά και το ρήμα «γνώρισα» στερείται βάθους και συντακτικής μόνο αξίας τυγχάνει αφού είναι γνωστό το γρανιτένιο κέλυφος που περιβάλλει αυτές τις ψυχούλες.
Σε πρώτο πρόσωπο μάλιστα: «γνώρισα», μόνο ένας τότε θα μπορούσε να το χρησιμοποιήσει. Ο δεκανέας Μπαράχος. Που ήτανε και η μεγάλη αγάπη της. Όχι μόνο δεν του έπαιρνε χρήματα, τον χαρτζιλίκωνε κι’ από πάνω! Της υποσχότανε γάμο μετά το στρατό. Όταν απολύθηκε της είπε ότι θα πήγαινε για λίγες μέρες στο χωριό του, θα τακτοποιούσε τα χαρτιά και το σπίτι και αμέσως μετά θα ερχότανε να την πάρει. Θα της έγραφε κάθε μέρα της υποσχέθηκε. Αλλά γράμμα δεν ήρθε. Είχε περάσει κοντά ένας χρόνος και ούτε φωνή ούτε ακρόαση ο Μπαράχος. Δεν είχε διεύθυνση του. Μακεδονία ήξερε μόνο.
Εμείς οι άλλοι –όσοι από το Λόχο Διοικήσεως είχαμε έξοδο- απλώς πηγαίναμε στη Ματούλα. Και όχι για τους ευνόητους λόγους. Γιατί η Ματούλα ήτανε μεγάλη. Πρέπει να πλησίαζε τότε τα πενήντα. Κοντούλα και στρουμπουλή σαν μπαλόνι. Φορούσε διάφανο μπέιμπυ-ντολ με χρωματιστά εσώρουχα και από πάνω μια μαύρη βελούδινη ρόμπα με ζώνη. Είχε έντονα βαμμένα χείλη και νύχια. Και όταν μιλούσε έδειχνε να έχει ένα πρόβλημα με κάποιο μασελάκι ή γέφυρα. Είχε ένα σπιτάκι με ένα μικρό σαλόνι μια κουζινίτσα απ’ τη μια μεριά και μια κρεβατοκάμαρα απ’ την άλλη. Στη μέση ένα μαγκάλι με κάρβουνα και γύρω-γύρω καρέκλες.
Μας έψηνε πάντα καφέ και μας έδινε κουλουράκια. «Τα έφτιαξα με τα χεράκια μου» μας δήλωνε με περηφάνεια. Και γι’ αυτό πηγαίναμε. Ιδίως τις νύχτες του χειμώνα που ήταν μεγάλες. Δεν περνούσε η ώρα με τίποτα και έκανε κρύο. Αυτή από τη μεριά της μας πρόσεχε με μια κρυφή λαχτάρα: μήπως και μάθει κάτι για τον Μπαράχο. «Μάθατε κανα νέο από το Μπαράχο μου; Πήρατε γράμμα του;» Ρωτούσε με λαχτάρα όταν πηγαίναμε. Απαντάγαμε αρνητικά παρ’ όλο που ξέραμε ότι αλληλογραφούσαν με τον επιλοχία.
«Ξέρω ρε μπαγάσηδες ότι το 50άρι το δίνουτε στη Τζένη!». Μας έλεγε χαμογελαστή και έπεφτε μέσα. Γιατί η Τζένη ήτανε νέα λεπτή και ψηλή με μακριά μαλλιά σαν την Έλενα Ναθαναήλ που έπαιζε τότε στις ονειρώξεις μας. Παρ’ όλο που ήτανε στριμμένο άντερο και όλο μας μάλωνε: να κάνουνε γρήγορα, να μη μιλάμε να μην της πιάνουμε τα στήθια και την ώρα της συνουσίας έμενε τελείως ακίνητη και γύριζε το κεφάλι της στο πλάι με μια έκφραση αηδίας!
«Δεν πειράζει όμως» συνέχιζε η Ματούλα «να είναι καλά οι κτηνοτρόφοι και οι ζωοκλέφτες που με πληρώνουνε διπλά». Και εμείς καταλαβαίναμε ότι αυτούς θα τους έδιωχνε λόγω οσμής η Τζένη. «Έχετε χάρη που σας συμπαθώ ρε παλιόπαιδα γιατί μου θυμίζετε τον Μπαράχο μου!» συμπλήρωνε πάντα. Και μας διηγόταν ιστορίες γύρω από το μαγκάλι. Μας έλεγε ότι είχε κάνει και στην Τρούμπα του Πειραιά και ότι είχε αγαπήσει έναν μηχανικό του εμπορικού ναυτικού που της είχε τάξει ότι θα έβγαινε στην Αμερική και θα της έκανε πρόσκληση αλλά χάθηκε και αυτός. Ποτέ δεν μας έλεγε κάτι για την καταγωγή της. Που γεννήθηκε και που μεγάλωσε. «Από την Πελοπόννησο» απάντησε μια φορά που τη ρώτησε κάποιος από πού κατάγεται. Χωρίς να προσθέσει οποιαδήποτε άλλη πληροφορία.
Πιο πολύ μας μιλούσε για τον Μπαράχο που μόνο οι πολύ παλιοί τον είχαν προλάβει. Το πόσο λεβέντης ήταν. Άντρακλας! Ψηλός και γεροδεμένος! Και πάντα κατέληγε με τη δήλωση ότι είναι σίγουρη πως θάρθει μια μέρα ο καλός της. Θα έρθει σαν έκπληξη, μας έλεγε, και γι’ αυτό δεν της γράφει.
Σπάνια τα βράδια ερχόταν πραγματικός πελάτης. Πιο πολύ δούλευε την ημέρα.. Και αν τύχαινε κανείς αργοπορημένος μας έκανε νόημα και αποχωρούσαμε. Στη γωνία είχε και μια τηλεόραση που ήτανε μονίμως ανοιχτή, μονίμως στο στρατιωτικό κανάλι της ΥΕΝΕΔ. Όταν έπαιζε τον «Άγνωστο Πόλεμο» μας έδειχνε με το δάχτυλο πάνω στην οθόνη το Γιώργο Τζώρτζη. «Τέτοιας λεβέντης ήταν ο Μπαράχος μου» μας έλεγε. Και όταν καμιά φορά τελείωνε το πρόγραμμα και έπαιζε τον Εθνικό Ύμνο, σηκωνότανε η Ματούλα όρθια σε στάση προσοχής κάτι που κάναμε ασυναίσθητα και μεις από συνήθειο. Μετά φεύγαμε καληνυχτώντας!
Όλα πήγαιναν καλά μέχρι που έγινε το μοιραίο! Τότε που ένας οδηγός απαντώντας στη γνωστή ερώτηση, είπε: «Ναι έγραψε στον επιλοχία!». Έπεσε η Ματούλα πάνω του κρεμάστηκε από το λαιμό του. «Τι λέει αγόρι μου;» «Πως είναι;»
«Είναι πολύ καλά.» απάντησε ατάραχος αυτός. «Παντρεύτηκε λέει και μια κοπέλα»
Κατέρρευσε η Ματούλα στο πάτωμα, ξέπνοη, αναποδογυρίζοντας το μαγκάλι. Δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Άλλοι μαζεύαμε από κάτω τις καύτρες και άλλοι πιάνανε τη λιπόθυμη Ματούλα. Ένας του υγειονομικού της έκανε αέρα. Τη βόηθησε και σηκώθηκε. Την έβαλε στην καρέκλα. Μας κοίταζε στο πρόσωπο έναν-έναν και το βλέμμα της όλο σκοτείνιαζε. Κάποια στιγμή άρχισε να χτυπάει τα χέρια της πάνω στα μπούτια της να τινάζει το κεφάλι της πέρα-δώθε και να ουρλιάζει…να ουρλιάζει! Με ένα ουρλιαχτό που πρέπει να έφτασε κάτω στο μακρύ στενό και να βγήκε με φόρα πέρα στο παλιό λιμάνι μέχρι το φάρο και την άγρια θάλασσα: «Έξω κωλόπαιδα από το σπίτι μου! Έξωωωωωωωωω! Να πάτε να γαμηθείτε εσείς και ο Μπαράχος! Έξω ρεεεεε πούστηδεεεεεες!»
Δεν ξαναπήγαμε από εκεί. Μάθαμε όμως πως δεν άνοιξε πια σε στρατιώτες!
Δημήτρης Κουκουλάς
Μάρτιος 2009
19 σχόλια:
Μια καλημέρα στις Ματουλες... που έχουν τα ...κότσια, να κάνουν τα Παραμυθια... Μύθους.
Αληθινή ιστορία;
Καλημέρα @navarino-s,
Γιαννακάκη ε;; Διαβασα οταν πρωτοβγηκε το "χερουβείμ...". Αριστουργημα.
Ιστορια απο τις εποχες της αγνότητας...
Ωραία η Ματούλα... με καρδιά ορθάνοιχτη και διψασμένη!
Άρε navarino, χαίρομαι να διαβάζω αυτές τις ιστορίες σου. Πολύ ωραία πραγματικά!!!
@katerina μου σ' ευχαριστώ πολύ για το τόσο εύστοχο σχόλιο σου!
Να είσαι καλά!
@Tyler (ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα;)αληθινότατη!!!
@cynical είναι καλή η Γιαννακάκη. το πρώτο της "περί ορέξεως και άλλων δεινών" διαδραματίζεται στο Ρέθυμνο. την καλησπέρα μου!
@Βρομιστεράκι μου, πόσο μου άρεσε αυτό το "ορθάνοιχτη και διψασμένη".
να είσαι καλά!
@newton να είσαι καλά σ'ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια!
ναβαρινο μας κάθε φορα που γραφεις μια ιστορια πραγματικα ειναι τοσο ωραια που δεν ξερω αν ειναι αλη8ινη η μυθιστορηματικη.πρεπει να εχεισ απιστευτες εμπειριες...και ειναι πολυ ωραια η εξιστορηση τους...την λυπηθηκα την ματουλα αν και το περιμενα απο την αρχη το τελος.
(οπα εβαλα εναν τονο στο κα8ε??βελτιωνομαι)χαχαχ
@Monkakia μου (monkai1 δηλαδή καθαρματάκι) τι κατακτήσεις είναι αυτές!!!! ακούς έπεσε τόνος σε λέξη από το μονκάκι 1 !!! αυτή είναι η είδηση της ημέρας όχι η πώληση της ολυμπιακής στη MIG. τόνος στο "κάθε" αλλά και 3 θ έναντι μόνο 2 8!!! άλλη κατάκτηση αυτή άλλα κεράσματα για τα δεντρόβια!
Πολύ καλή ιστορία! Θα σε ρωτούσα αν είναι αληθινή, αλλά ήδη απάντησες! Σα σκηνή από το «λούφα και παραλλαγή» είναι...
@ανορθόδοξε, χάρηκα που σου άρεσε η ιστορία μου. αλλά με εκίνη τη "λούφα και παραλλαγή" με προσγείωσες ανωμάλως!!! νόμιζα ότι είχα γράψει μια ιστορία συγκίνησης και όχι χαβαλέ!
navarino-s μου μάλλον με την Ευδοκία θα ήθελε να πει ο φίλος Ανορθόδοξος.
Μπέρδεψε τους τίτλους, αυτό είναι :))
μπράβο ρε βρομιστερέκι με τόνωσες!
μιας και ανέφερες την Ευδοκία, δεν ξέρω αν το έχεις παρατηρήσει, τα τελευταία χρόνια συνβαίνει στα μουσικά πράγματα της χώρας μας ένα πρωτοφανές γεγονός: δεν υπάρχει γλέντι, πανηγύρι, γάμος ή οποιαδήποτε μουσική εκδήλωση που να μην παιχτεί το "ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας". Κάτι πρωτοφανές για ινστρουμένταλ κομμάτι. Δεν έχει ξαναγίνει αυτό το πράγμα! Και δεν ξέρω αν είναι μόνο αυτή η εκπληκτικά κοφτή μουσική του κομματιού ή συμβαίνουν και άλλα πράγματα, μήπως δηλαδή -μιας και έχει παιχτεί πολλές φορές η ταινία στην τηλεόραση- δουλεύει υποσυνείδητα και αυτό το εκπληκτικό στόρυ. έτσι τα λέω τώρα...εντάξει
Τι να πω βρε navarino-s..? Με το που παίζει το ζεϊμπέκικο ... αλλαλασμός και κόλαση! Λες και πατιέται διακόπτης! Είναι αδύνατον να μην το προσέξει κανείς πάντως ότι η Ευδοκία με το το γέλιο της είναι υπερσουξέ στα ελληνικά μουσικά γλέντια...
Τώρα βέβαια, ποιός την είδε, ποιός την ξέρει την Ευδοκία από αυτόυς που την τιμάνε με το χορό τους...αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα...
Φίλε navarino-s
Αν το καλοσκεφτείς, η «Λούφα και παραλλαγή» παρουσιάζει τραγικότατες καταστάσεις (π.χ. το «εκάμαμεν επανάσταση»), απλά από μια ειρωνική και ανάλαφρη σκοπιά.
Όλα είναι θέμα πως τα βλέπει κανείς...
@Aνορθόδοξε έχεις δίκιο. σίγουρα είναι αξεχώριστα η κωμωδία από το δράμα. και εγώ για καλαμπούρι το έγραψα μη με παρεξηγείς!
Δημοσίευση σχολίου