Του Θεόδωρου Κόλλια*
Να ‘μαι λοιπόν στις 12 το μεσημέρι στο σταθμό του ΚΤΕΛ στο Ηράκλειο, φορτωμένος με όλα τα σχετικά και αναγκαία. Προορισμός το οροπέδιο του Λασιθίου. Το Λασίθι με τις δεκαοχτώ χάντρες του, σαν κομπολόι. Τα δεκαοχτώ χωριά του περιμετρικά γύρω-γύρω, στη μέση ο κάμπος και γύρω τα βουνά της Δίκτης. Ήξερα από την Αθήνα ότι για το Λασίθι από το Ηράκλειο υπήρχαν εβδομαδιαίως έξι δρομολόγια. Τρία να πας, και τρία να επιστρέψεις, Δευτέρα, Παρασκευή και Κυριακή. Το πρακτορείο ένα παλιό κτίριο, κοντά στη θάλασσα, στο βόρειο μέρος της πόλης. Κι αυτό ακολουθεί την αντίστοιχη μοίρα των απανταχού πρακτορείων στη χώρα. Χώροι μικροί για τις ανάγκες της πόλης του πενήντα. Από δω για Ρέθυμνο, από εκεί για Τυμπάκι, για Άγιο Νικόλα και τα άλλα μέρη. Γέροντες, νέοι, ντόπιοι, τουρίστες κι ό,τι καρυδιάς καρύδι θες. Ανακατεμένος ο ερχόμενος. Το Λεωφορείο θα έφευγε σε δυο ώρες. Τι να έκανα κι εγώ, πάω και κάθομαι σε ένα τραπεζάκι που καθόταν ένας μαυροφορεμένος. Γέρος, νιος δύσκολο να το ξεχωρίσεις αν δε πήγαινες κοντά. Όμως τι γέρος ή νιος; Με το που έκατσα παραδίπλα συνειδητοποίησα ότι ήταν μια γυναίκα με κοντά μαυρόασπρα μαλλιά και παντελόνι. Η Κερά Ευτέρπη! Με είχε ξεγελάσει η πίπα με το τσιγάρο που δεν έβγαζε ούτε λεπτό από το στόμα και το μπουκάλι τη μπύρα που είχε μπροστά της.
Μην πολυλογώ, πιάσαμε ψιλοκουβεντούλα και τι σύμπτωση; Ήταν Λασιθιώτισα και περίμενε το ίδιο λεωφορείο. Σε λίγο γνωριστήκαμε, από που είσαι, πώς σε λένε και τέτοια.
- Μα καλά, συνέχεια καπνίζεις; Δεν σε πειράζει;
-Τι να κάνω; Να ΄ξερες τη με δέρνει, αλλά και πώς να περάσει η ώρα; Να μετράω τα λεφτά που δεν έχω;
- Ε τότε θα κεράσω εγώ.
- Εσύ να κερνάς στην πατρίδα σου.
- Έχεις έρθει στην Αθήνα, της λέγω γιατί μου έκανε εντύπωση που δε μίλαγε καθόλου κρητικά.
- Άκου να δεις, μου ανοίγεις παλιές πληγές. Αλλά αφού με κουρντάς θα στα πω έτσι σαν εξομολόγηση, να ελαφρώσω μετά από τόσα χρόνια μια και φοράς μαύρα πάνω κάτω. Άκου λοιπόν: Μέχρι τα σαράντα μου με τον άντρα μου ζούσαμε στην Αθήνα. Είχαμε ένα μικρό καφενεδάκι πίσω στην Αθηνάς και τα κουτσοβολεύαμε. Να όμως που μας έτρωγε το σαράκι. Τα χρόνια περνούσαν σαν το νερό στο ποτάμι, τόσα χρόνια παντρεμένοι αλλά τζάμπα «μας είχαν καταταραστεί όλοι οι θεοί και οι διαβόλοι» όπως μου έλεγε ο μακαρίτης ο άντρας μου. Ένας όμως μαμογιατρός κοντά στο Λυκαβηττό με τα σούρτα φέρτα και αφού μας έφαγε πολλά φράγκα, μας λέει ότι «φταίει ο μολυσμένος αέρας, να πάτε στο βουνό κι όλα θα γίνουν μια χαρά» Έτσι μας έλεγε έτσι σου λέω. Αλλά εγώ πού να το πιστέψω. Είχα τις αμφιβολίες μου. Ο άνδρας μου, όμως, με έφαγε με τις μπούρδες του γιατρού. Κάθε ώρα μέρα νύχτα, να φύγουμε από την παλιαθήνα και να πάμε στο χωριό του, όπου έχει καθαρό αέρα. Μάλιστα κάποια μακρινή ξαδέλφη τού είχε πιπιλίσει το μυαλό για ένα βότανο που φυτρώνει πάνω δω στη Δίκτη. Έλεγε ότι ήταν σερνικοβότανο για όλες τις στέρφες, όχι μόνο γυναίκες αλλά και γίδες.
- Με τα πολλά, του λέω «πήγαινε εσύ πρώτα και μετά έρχομαι κι εγώ» Αλλά πού να με αφήσει; Ούτε ώρα. Μαζί στο καφενείο νύχτα- μέρα. Και μπιρ-μπιρ συνέχεια ώσπου μονολογούσε και στο ξύπνιο του και στον ύπνο του. Έδωσε, πήρε, δύο, τρία χρόνια το ίδιο βιολί - βιολάκι μέχρι που λέω άει σειχτίρ εγώ τα είδα τα καζάντια μου. Έτσι μια ωραία μέρα, που να μην έσωνε, μαζεύουμε τα μπογαλάκια μας και γίναμε καπνός από την Αθήνα.
- Και μετά τι κάνατε, τη ρωτάω με αγωνία γιατί την έβλεπα που κάθε τόσο αναστέναζε λέγοντας: «αχ ρε άγγελέ μου – αχ ρε Απολλόδωρε»
- Είπαμε θα στα πω αλλά μη βιάζεσαι. Επί έξι μήνες, άνθρωπέ μου, συνέχεια ο άντρας μου γυρνούσε στα γύρω βουνά και μάζευε κείνο το βότανο κι εγώ να πίνω συνέχεια, δέκα ποτήρια την ημέρα μέχρι που μύριζα ολόκληρη σαν τα σκολιάμπρια, τα ξέρεις; Αλλά πού: Τίποτα! Τότε είναι που φούντωσαν οι αμφιβολίες μου. Εγώ στο ποτήρι που πίνω ήμουνα κατσαρόλα που κοχλάζει. Το καταλάβαινα. Με ένα τσακ άναβα, το βλεπα ότι κάτι άλλο φταίει. Στα σαράντα και βάλε το έπιασα το πράγμα. Τα σπόρια του αντρός μου ήσαν κούφια. Αλλά και τι να κάνω; Θα με σκότωνε ο κρητίκαρος. Άκου όμως τι μπήκε στο μυαλό μου. Να με κόψει μαύρη χολέρα, αν λέω το παραμικρό ψέμα. Βέβαια δεν του είπα ποτέ τίποτες, τον είχα πάντα εικόνισμα, όχι μόνο όσο ζούσε αλλά και μετά το φευγιό του. «Μανώλη» του λέω ένα βράδυ που γύρισε ψόφιος από το βουνό, «δεν πάει άλλο, δε κάνουμε τίποτα, το μόνο που μας μένει είναι να πάμε στο μοναστήρι να ξομολογηθούμε και να μας αγιάσει ο ηγούμενος. Δε βλέπω άλλη λύση. Αν δεν θέλει ο θεός, βασανιζόμαστε τζάμπα» Πες-πες τελικά τον έπεισα και ένα απογευματάκι παρουσιαστήκαμε στο μοναστήρι και να μην στα πολυλογώ, πιάνουμε τον καλόγηρο και του λέμε τον καημό μας. «Πάτερ μου άλλη ελπίδα δεν μας έμεινε, μόνο ο Θεός» Και μας λέει΄«Τέκνα μου, εγώ να σας ξομολογήσω κι ο Θεός θα δώσει τη χάρη του» Πρώτα πήγε ο άντρας μου και μετά εγώ. Έπεσα στα πόδια και του λέω: «άγιε μου ηγούμενε, αυτό κι αυτό συμβαίνει» Του τα είπα όλα με το νι και με το σίγμα, τούπα για το βότανο και στο τέλος για τα κούφια σπόρια. «Άκου μου» λέει ο άγιος άνθρωπος, «κάθε βράδυ να πέφτετε στα γόνατα και να παρακαλάτε το Θεό κι αυτός θα σας λυπηθεί γιατί είναι φιλεύσπλαχνος» «Να με συμπαθάς» του λέω «αυτά και πολλά άλλα τα κάνουμε επί δέκα χρόνια. Εξήντα εκκλησίες και εξωκλήσια έχω ζώσει η κακομοίρα με κερένια κλωστή αλλά τζίφος» Εκείνη τη στιγμή κι ενώ τρανταζόμουν βγάζω κι ακουμπώ στο χέρι του ένα χρυσό σταυρό και ένα ρολόι και του λέω ανάμεσα στα αναφιλητά μου, «Πάτερ δεν έχω τίποτα άλλο, βάλτα στην εικόνα της Παναγιάς για να με συγχωρέσει ο Θεός. Πώς να στο πω; Εγώ ξέρω πια είναι η γιατρειά μια κι έξω, και στο άψε- σβήσε, αλλά φοβάμαι την αμαρτία. Όμως εάν εσύ μου δώσεις άφεση ο Θεός θα κάνει στραβά μάτια. Για μια φορά το ζητάω πάτερ μου η κακομοίρα» Και δώστου που λες λυγμούς και παρακάλια μέχρι που μου λέει ο άγιος άνθρωπος: «Τέκνο μου αμαρτία ξομολογούμενη ούκ έστιν αμαρτία, τι να κάνουμε όλα σε τούτη εδώ την πλάση είναι του θεού και τα καλά και τα στραβά, να ξέρεις ότι όλα τα ανήθικα και τα βλαβερά είναι ωραία και απολαυστικά. Προχώρα κυρά μου κι ο Θεός ξέρει και παραξέρει».
- Αχ άγιε πατέρα, ο άνδρας μου θα με σκοτώσει, άσε που εδώ στα χωριά δε γίνεται γιατί θα μαθευτεί αμέσως. Τι να κάνω η καημένη; Δεν με αφήνει να πάω πουθενά»
- Εμ τότε ο Θεός δεν εγκρίνει, γι αυτό κάτσε στα αυγά σου.
Εγώ εκεί…. Είχα μάθει ότι το μοναστήρι είχε τέσσερις γερόντους και έναν νέο δεκαοχτάρη, δόκιμο που έκανε και τις έξω δουλειές. Οπότε είχα τα σχέδια μου.
(Αυτή τη στιγμή ακολούθησε βαθιά σιωπή και περισυλλογή που έκλεισε με ένα ποτήρι μπύρα μονορούφι).
- Αχ καλέ μου άνθρωπέ, την κόλαση την ήξερα από τα παιδικά μου χρόνια στο ορφανοτροφείο αλλά τον παράδεισο μια και μοναδική φορά τον είδα. Χιλιάδες Χερουβίμ και Σεραφείμ παιάνιζαν και τραγουδούσαν.. Αχ ρε Απολλόδωρε να είσαι καλά εκεί που είσαι.
(Απολλόδωρος ήταν ο 18αρης …ο αρχιχερουβείμ που διακόνησε την κυρά στα ύψιστα εγκόσμια σε μια υπερκόσμια ανάταση).
Και έτσι για να τελειώνουμε, αναφέρω την κατάληξη αυτής της ιστορίας, όπως μου ειπώθηκε από την πρωταγωνίστρια, την Κερά κι αρχόντισσα:
Αμέσως μετά το συμβάν που έλαβε χώρα ιεροκρυφίως σε ένα μικρό και ανήλιαγο κελί, ο μοιχός Απολλόδωρος έφυγε άρον–άρον, κάπου στο Άγιο Όρος, λένε. Και η μοιχαλίδα …ούτε γάτα ούτε ζημιά. Σε εννιά μήνες γέννησε ένα αγοράκι μέσα σε χαρές και πανηγύρια του …..μπαμπά κερατά. Δυστυχώς η μοίρα άλλα έγραφε. Σε δυο χρόνια πέθανε το παιδί κι αμέσως σε έξι μήνες πάει και ο μπαμπάς. Κι έτσι που λέτε η κακορίζικη Κερά Ευτέρπη, έρμη και μοναχή, σαν καλαμιά στο οροπέδιο, έγινε καντηλανάφτησα στο μοναστήρι.
Αλί και τρισαλί!!!
* O Θεόδωρος Κόλλιας γεννήθηκε στο Γιαννιτσοχώρι Ηλείας το 1953 και σπούδασε κτηνιατρική στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Εκτός από το επάγγελμα του ασχολείται ενεργά με τη λογοτεχνία με ιδιαίτερη κλίση στη διηγηματογραφία. Κρατάει το Blog του χωριού του με τον ομώνυμο τίτλο που θεωρείται ως ένα από τα πιο πετυχημένα της επαρχίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου