Ίταλο Καλβίνο
ΦΕΓΓΑΡΙ ΚΑΙ GNAC
Η ΝΥΧΤΑ ΚΡΑΤΟΥΣΕ ΕΙΚΟΣΙ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ, κι είκοσι δευτερόλεπτα
το GNAC. Για είκοσι δευτερόλεπτα φαινόταν ο μπλε ουρανός διανθισμένος με μαύρα
σύννεφα, το επίχρυσο δρεπάνι του φεγγαριού, κυκλωμένο από έναν ανεπαίσθητο
φωτοστέφανο, κι έπειτα τ' άστρα που, όσο περισσότερο τα κοίταζες, τόσο πύκνωναν
σαν καρφίτσες, ως τη σκόνη του Γαλαξία. Όλα αυτά τα έβλεπε κανείς βιαστικά,
κάθε λεπτομέρεια όπου σταματούσε το μάτι ήταν το σημείο ενός συνόλου που έσβηνε
απότομα, γιατί τα είκοσι δευτερόλεπτα τέλειωναν αμέσως κι άρχιζε το GNAC.
To GNAC ήταν μέρος της φωτεινής επιγραφής SPAAK-COGNAC στην
απέναντι στέγη, που έμενε αναμμένη είκοσι δευτερόλεπτα κι είκοσι δευτερόλεπτα
σβησμένη, κι όταν άναβε τίποτα πια δεν φαινόταν. Το φεγγάρι ξεθώριαζε ξαφνικά,
ο ουρανός γινόταν ολόκληρος μαύρος και λείος, τα άστρα έχαναν τη λάμψη τους, κι
οι γάτοι και οι γάτες που επί δέκα δευτερόλεπτα αντάλλασσαν ερωτικά
νιαουρίσματα πλησιάζοντας νωχελικά ο ένας τον άλλο δίπλα στα λούκια και στ'
ακροκέραμα, τώρα, με το GNAC, κολλούσαν στα κεραμίδια με σηκωμένο τρίχωμα στο
εκτυφλωτικό φως του νέον.
Ακουμπισμένη στα παράθυρα της σοφίτας όπου κατοικούσε, η
οικογένεια Μαρκοβάλντο αισθανόταν να τη διαπερνούν αντιφατικά ρεύματα σκέψεων.
Ήταν νύχτα και η Ιζολίνα, που τώρα πια ήταν μεγάλο κορίτσι, ένιωθε ζαλισμένη
από το φεγγαρόφωτο, η καρδιά της έλιωνε, κι ακόμα και το πιο ασθενικό
στρίγκλισμα του ραδιοφώνου από τα κάτω πατώματα της έφτανε σαν μελωδία μιας
καντάδας˙ άναβε το GNAC και το ράδιο φαινόταν να παίρνει έναν άλλο ρυθμό, ένα
ρυθμό τζαζ, και η Ιζολίνα σκεφτόταν τις ντισκοτέκ τις γεμάτες φώτα, κι αυτή η
καημενούλα εκεί πάνω μόνη. Ο Πετρούτσιο κι ο Μικελίνο γούρλωναν τα μάτια μέσα
στη νύχτα κι άφηναν να τους κατακλύζει ένας ζεστός και τρυφερός φόβος πως ήταν
περικυκλωμένοι από δάση γεμάτα ληστές˙ έπειτα το GNAC! και πυροβολούσαν με
τεντωμένα δάχτυλα ο ένας τον άλλον: — Ψηλά τα χέρια! Είμαι ο Νέμπο Κιντ! Η
Δομιτίλα, η μητέρα, σε κάθε σβήσιμο σκεφτόταν: «Πρέπει να πάρω μέσα τα παιδιά.
Κάνει ψύχρα, μπορεί να πάθουν τίποτα. Και η Ιζολίνα στο παράθυρο τέτοια ώρα,
δεν είναι σωστό!» Όμως έπειτα τα πλημμύριζε όλα πάλι το ηλεκτρικό, και μέσα
όπως κι έξω, και η Δομιτίλα ένιωθε σαν να βρισκόταν σε επίσκεψη σ' ένα πολύ
καθωσπρέπει σπίτι.
Ο Φιορνταλίτζι, απεναντίας, που ήταν παιδί μελαγχολικό, κάθε
φορά που έσβηνε το GNAC έβλεπε να εμφανίζεται μέσα από τον δακτύλιο του G το
αδύνατα φωτισμένο παραθυράκι μιας μικρής σοφίτας, και πίσω από το τζάμι το
πρόσωπο μιας κοπέλας με το χρώμα του φεγγαριού, με το χρώμα του ηλεκτρικού μέσα
στη νύχτα, ένα στόμα σχεδόν παιδικό ακόμα, που μόλις αυτός της χαμογελούσε
σάλευε ανεπαίσθητα και φαινόταν ν' ανοίγει σ' ένα χαμόγελο, όταν ξαφνικά από το
σκοτάδι πεταγόταν εκείνο το αμείλικτο G και το πρόσωπο έχανε τις γραμμές του,
μεταμορφωνόταν σε μιαν αχνή ανοιχτόχρωμη σκιά, κι ο Φιορνταλίτζι δεν ήξερε αν
το στόμα του κοριτσιού είχε απαντήσει στο χαμόγελό του.
Μέσα σ' αυτή τη θύελλα των παθών ο Μαρκοβάλντο προσπαθούσε
να διδάξει στα παιδιά τη θέση των ουράνιων σωμάτων.
—Εκείνη είναι η Μεγάλη Άρκτος, ένα δύο τρία τέσσερα κι η
ουρά, κι εκείνη η Μικρή Άρκτος, και ο Πολικός Αστέρας που δείχνει τον Βορρά.
—Και τ' άλλο εκείνο, τι δείχνει;
—Εκείνο είναι το C. Δεν έχει σχέση με τ' άστρα. Είναι το
τελευταίο γράμμα της λέξης COGNAC. Τα άστρα δείχνουν τα τέσσερα σημεία του
ορίζοντα. Βορράς, Νότος, Ανατολή, Δύση. Το φεγγάρι έχει την καμπούρα προς τη
δύση. Καμπούρα προς τη δύση, φεγγάρι πάει ν' αρχίσει. Καμπούρα στην ανατολή,
φεγγάρι πάει προς την αρχή.
—Μπαμπά, τότε το cognacπάει προς την αρχή. ToC έχει την
καμπούρα στην ανατολή!
—Σας είπα, δεν έχει σχέση με το φεγγάρι. Είναι διαφήμιση.
Την έβαλε εκεί η εταιρεία SPAAK.
—Και το φεγγάρι ποια εταιρεία το έβαλε;
—Το φεγγάρι δεν το έβαλε καμιά εταιρεία. Είναι δορυφόρος, κι
είναι εκεί πάντα.
—Αν είναι εκεί πάντα, γιατί αλλάζει καμπούρα;
—Είναι οι φάσεις της σελήνης. Φαίνεται μόνο ένα κομμάτι.
—Κι απ' το COGNAC φαίνεται μόνο ένα κομμάτι.
—Αυτό συμβαίνει γιατί το κτίριο που μπαίνει ανάμεσα είναι
πιο ψηλό.
—Πιο ψηλό απ' το φεγγάρι;
Έτσι κάθε φορά που άναβε το GNAC, τα άστρα του Μαρκοβάλντο
συγχωνεύονταν με τα επίγεια εμπορεύματα, και η Ιζολίνα διοχέτευε τους
αναστεναγμούς της στο λαχάνιασμα ενός ψιθυριστού μάμπο, και το κορίτσι της
σοφίτας εξαφανιζόταν σ' εκείνον τον εκτυφλωτικό και ψυχρό κύκλο, αναβάλλοντας
την απάντησή της στο φιλί που ο Φιορνταλίτζι είχε επιτέλους τολμήσει να της
στείλει με την άκρη των δακτύλων του και ο Φιλιπέτο και ο Μικελίνο με τις
γροθιές τους μπροστά στα μάτια έπαιζαν τις αεροπορικές επιδρομές. —
Τα-τα-τα-τα... — σημαδεύοντας με το πολυβόλο τους τη φωτεινή επιγραφή που έπειτα
από είκοσι δευτερόλεπτα έσβηνε.
—Τα-τα-τα... είδες μπαμπά, που την έσβησα με την πρώτη; είπε
ο Φιλιπέτο, όμως το πολεμικό του πάθος έξω από το φως του νέον ατονούσε, και τα
μάτια του γέμιζαν ύπνο.
—Μακάρι να γινόταν κομμάτια ! — του ξέφυγε του Μαρκοβάλντο —
θα σας έδειχνα τον Λέοντα, τους Διδύμους...
—Τον Λέοντα! ο Μικελίνο ενθουσιάστηκε. — 'Ενα λεπτό! — του
είχε έρθει μια ιδέα. Πήρε τη σφεντόνα, έβαλε μερικά χαλίκια από τα αποθέματα
που είχε πάντα στην τσέπη, κι έριξε μια ριπή μ' όλη του τη δύναμη πάνω στo
GNAC.
Ακούστηκαν οι πέτρες να πέφτουν σαν χαλάζι στ' απέναντι
κεραμίδια, στις λαμαρίνες του γείσου, τα τζάμια ενός παράθυρου να σπάνε, ένα
ντινγκ από το κάλυπτρο μιας λάμπας, μια φωνή απ' τον δρόμο: — Βρέχει πέτρες!
'Ει, εκεί πάνω! Παλιάνθρωπε! — Όμως η φωτεινή επιγραφή ακριβώς τη στιγμή της
βολής έσβησε γιατί τέλειωσαν τα είκοσι δευτερόλεπτα. Όλοι άρχισαν να μετρούν
σιωπηλά: ένα, δύο, τρία, δέκα, έντεκα, ως το είκοσι. Μέτρησαν δεκαεννιά,
παίρνοντας ανάσα, μέτρησαν είκοσι, μέτρησαν είκοσι ένα, είκοσι δύο, μήπως είχαν
μετρήσει γρήγορα, όμως τίποτα, το GNAC δεν ξανάναβε, στεκόταν σαν ένα μαύρο
δυσδιάκριτο σχέδιο μπλεγμένο με το στήριγμά του, όπως η κληματαριά με την
πέργκολα. — Άααα! ...φωνάξανε όλοι, και ο θόλος τ' ουρανού υψώθηκε πάνω απ' τα
κεφάλια τους με μυριάδες άστρα.
Ο Μαρκοβάλντο με το χέρι σηκωμένο για τη σφαλιάρα που ήθελε
να ρίξει στον Μικελίνο, ένιωσε σα να είχε εκτοξευτεί στο διάστημα. Το σκοτάδι
που βασίλευε τώρα πάνω στις στέγες λειτουργούσε σαν ένα μαύρο φράγμα που
έκλεινε τον κόσμο τον εκεί κάτω, όπου συνέχιζαν να στροβιλίζουν κίτρινα και
πράσινα και κόκκινα ιερογλυφικά, μάτια φαναριών που ανοιγοκλείναν, η λαμπερή
κίνηση των άδειων τρόλεϊ και τ' αόρατα αυτοκίνητα που έσπρωχναν μπροστά τους
φωτεινούς τους κώνους. Από τον κόσμο αυτό δεν ανέβαινε εκεί πάνω παρά μόνο ένας
ξεθυμασμένος φωσφορισμός σαν λεπτή ομίχλη. Και σηκώνοντας κανείς τα μάτια, που
δεν τα τύφλωνε πια το φως, έβλεπε ν' ανοίγεται η προοπτική των αχανών εκτάσεων,
οι αστερισμοί απλώνονταν σε βάθος, το στερέωμα γύριζε αργά, σφαίρα που δεν την
περιέχει κανένα όριο και που περιέχει τα πάντα, και μόνο σ' ένα σημείο τα άστρα
αραίωναν κυκλικά γύρω απ' την Αφροδίτη, για να την αφήσουν να προβάλει μόνη της
πάνω από την κορνίζα της γης, με τη σταθερή της ακτίνα που άπλωνε και πύκνωνε ταυτόχρονα
σ' ένα σημείο.
Μέσα σ' αυτόν τον ουρανό η νέα σελήνη, αντί να υποβάλλει το
σχήμα ενός μισοφέγγαρου, αποκάλυπτε τη μορφή μιας σκοτεινής σφαίρας φωτισμένης
κυκλικά από τις λοξές αχτίνες ενός ήλιου βασιλεμένου, που διατηρούσε ωστόσο —
όπως συμβαίνει μόνο κάποιες νύχτες στην αρχή της άνοιξης — το ζεστό του χρώμα.
Κι ο Μαρκοβάλντο κοιτώντας εκείνη τη στενή όχθη του φεγγαριού ανάμεσα στη σκιά
καιτο φως, δοκίμαζε μια νοσταλγία σα να έφτανε σε μιαν ακρογιαλιά που, σαν από
θαύμα, παρέμενε ηλιόλουστη μέσα στη νύχτα.
'Ετσι στέκονταν ακουμπισμένοι στα παράθυρα, τα παιδιά
τρομαγμένα από τις υπέρμετρες συνέπειες της πράξης τους, η Ιζολίνα βυθισμένη
στην έκστασή της, ο Φιορνταλίτζι που, μόνος αυτός, διέκρινε το αδύνατο φως στο
απέναντι δωματιάκι και επιτέλους το σεληνιακό χαμόγελο της κοπέλας. Η μητέρα
ξαναβρήκε τον εαυτό της: — Εμπρός, είναι αργά, ελάτε μέσα. Θ' αρπάξετε καμιά
αρρώστια με τέτοιο φεγγάρι.
Ο Μικελίνο σημάδεψε με τη σφεντόνα στον ουρανό. — Κι εγώ θα
σβήσω το φεγγάρι! Η Δομιτίλα τον τράβηξε στο κρεβάτι.
Έτσι την υπόλοιπη νύχτα κι ολόκληρη την επόμενη η φωτεινή
επιγραφή απέναντι έλεγε μόνο SPAAK-CO και μπορούσες να δεις τον έναστρο ουρανό
από τη σοφίτα του Μαρκοβάλντο. Ο Φιορνταλίτζι και η σεληνιακή κοπέλα έστελναν
με τα δάκτυλα φιλιά ο ένας στον άλλο, κι ίσως με τα νοήματα να τα κατάφερναν να
κλείσουν ένα ραντεβού.
'Ομως το πρωί της δεύτερης μέρας, πάνω στη στέγη, ανάμεσα
στα στηρίγματα της φωτεινής επιγραφής, διακρίνονταν καθαρά οι φιγούρες δύο
ανθρώπων με φόρμα. Ήταν οι ηλεκτρολόγοι που διόρθωναν τα καλώδια και τις
λυχνίες. Με το ύφος των γερόντων που αποφαίνονται για τον καιρό, ο Μαρκοβάλντο
έβγαλε έξω τη μύτη του και είπε: — Απόψε θα έχουμε πάλι μια νύχτα GNAC.
Κάποιος χτυπούσε την πόρτα. Άνοιξαν. Ήταν ένας κύριος με
γυαλιά.
— Με συγχωρείτε, θα μπορούσα να ρίξω μια ματιά από το
παράθυρό σας; Ευχαριστώ˙ και συστήθηκε: — Γκοντιφρέντο, υπάλληλος διαφημιστικής
εταιρείας.
«Τώρα την πατήσαμε! Θα μας ζητήσουν να πληρώσουμε τη ζημιά!»
σκέφτηκε ο Μαρκοβάλντο κι αγριοκοίταξε τα παιδιά ξεχνώντας τις αστρονομικές του
ανατάσεις. «Τώρα θα κοιτάξει απ' το παράθυρο και θα καταλάβει πως οι πέτρες
μόνο από δω θα μπορούσαν να είχαν έρθει». Προσπάθησε να βρει δικαιολογίες:
— Βλέπετε είναι παιδιά, ρίχνουν χαλίκια στα σπουργίτια, δεν
ξέρω πώς έγινε και χάλασε η επιγραφή της Spaak. Όμως τα τιμώρησα, τα τιμώρησα
όπως έπρεπε. Να είστε βέβαιος, δεν πρόκειται να ξαναγίνει.
Ο κύριος Γκοντιφρέντο άκουγε με προσοχή: — Ξέρετε, εγώ, δεν
έχω καμιά σχέση με τη «Spaak». Εργάζομαι για την «Tomawak». Ήρθα για να δω αν
υπάρχει δυνατότητα να τοποθετήσουμε μιαν επιγραφή σ' αυτή τη στέγη. Όμως πέστε
μου, πέστε μου, μ' ενδιαφέρει.
Έτσι ο Μαρκοβάλντο, μισή ώρα αργότερα, έκλεινε μια συμφωνία
με την «CognacTomawak», τη σπουδαιότερη αντίπαλο της «Spaak».Τα παιδιά έπρεπε
να σημαδεύουν με τη σφεντόνα το GNAC, κάθε φορά που η επιγραφή θα
επισκευαζόταν.
—Θα 'ναι η σταγόνα που θα κάνει το ποτήρι να ξεχειλίσει,
είπε ο κύριος Γκοντιφρέντο. Ήξερε τι έλεγε. Η «Spaak», που τα τεράστια έξοδα
διαφημίσεως την έκαναν να βρίσκεται στο χείλος της καταστροφής, είδε τις
αλλεπάλληλες βλάβες της πιο ωραίας της ρεκλάμας σαν ένα κακό οιωνό. Η επιγραφή,
που άλλοτε έλεγε COGAC κι άλλοτε CONAC ή CONC, διέσπειρε στους πιστωτές της την
ιδέα ότι βρισκόταν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Ώσπου μια μέρα το διαφημιστικό
γραφείο αρνήθηκε να κάνει άλλες επισκευές αν δεν εισέπραττε τις καθυστερημένες
οφειλές. Η σβησμένη επιγραφή λειτουργούσε για τους πιστωτές σαν ένας κώδων
κινδύνου. Η «Spaak» φαλίρισε.
Στον ουρανό του Μαρκοβάλντο τ' ολόγιομο φεγγάρι ανέβαινε μ'
όλη του τη λάμψη.
Η καμπύλη του ήταν στραμμένη προς την ανατολή, όταν οι
ηλεκτρολόγοι γύρισαν για να σκαρφαλώσουν στην απέναντι στέγη. Κι εκείνη τη
νύχτα με γράμματα από φωτιά, γράμματα δυο φορές πιο μεγάλα από τα προηγούμενα,
άστραφτε η επιγραφή COGNACTOMAWAK, και δεν υπήρχε πια φεγγάρι, ούτε στερέωμα,
ούτε ουρανός, ούτε νύχτα, μονάχα COGNACTOMAWAK, COGNACTOMAWAK, COGNACTOMAWAK,
που αναβόσβηνε κάθε δύο δευτερόλεπτα.
Αυτός που υπέφερε περισσότερο απ' όλους ήταν ο Φιορνταλίτζι.
Η σοφίτα της σεληνιακής κοπέλας είχε εξαφανιστεί πίσω από ένα τεράστιο,
αδιαπέραστο W.
Μετάφραση: Νάσος Βαγενάς
____________________________________________________
Δανεισμένο στην ηλεκτρονική του μορφή από τον πολύ καλό ιστότοπο του Βασίλη Συμεωνίδη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου