Μάνθος Σκαργιώτης
Στο δρόμο των αρωμάτων
Κάτι που όχι μόνο δεν συμβαίνει με το μυθιστόρημα του Μάνθου Σκαργιώτη: «Στο δρόμο των αρωμάτων» (εκδόσεις Διόπτρα), τουναντίον θα έλεγε κανείς, χωρίς να υπερβάλλει, ότι το βιβλίο αυτό πέρα από την αναγνωστική απόλαυση που προσφέρει, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ένα υπόδειγμα για τη συγγραφή σωστού ιστορικού μυθιστορήματος.
Ο μύθος του στηρίζεται πάνω στα δυο τραγούδια-θρύλους, που με τις παραλογές τους, συντάρασσαν παλιά τους ανθρώπους μιας ευρύτερης περιοχής από την Ανατολική Μεσόγειο μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα: «Του νεκρού αδελφού» και «Του γιοφυριού της Άρτας»
Ο Κωνσταντίνος Ντούλας –ο Κωνσταντής του τραγουδιού- πολυταξιδεμένος ναυτικός, με αφετηρία τα Περβανά της Άρτας, ρίχνεται σε ένα περιπετειώδες ταξίδι για να εκτελέσει την τελευταία επιθυμία του νεκρού πατέρα του για να αναπαυτεί η ψυχή του: να φέρει λίγο ασβέστη και λίγο χώμα από τα γιοφύρια του Ευφράτη του Δούναβη και της Άρτας που τα στέριωσαν με τη ζωή τους οι τρεις αδελφές του: η Αερινή, η Όλγα και η Δέσποινα.
Χρόνος: οι αρχές του 17ου αιώνα 1605-1615. Και εδώ είναι το μεγάλο στοίχημα που κερδίζει ο συγγραφέας: κατορθώνει να αναπαραστήσει και να ζωντανέψει με μια πρωτοφανή ενάργεια μια τόσο μακρινή και απρόσιτη εποχή. Ένα ιστορικό πλαίσιο άγνωστο για τους περισσότερους, νομίζω, από εμάς τους αναγνώστες.
Και το κατορθώνει αυτό με ένα τεράστιο οπλοστάσιο της γραφής του. Πέρα από την περιγραφική του γλαφυρότητα, χρησιμοποιεί μια απίστευτα πλούσια γλώσσα που εκπλήσσει. Άπειρες λέξεις με τούρκικη ρίζα, με Αραβική, με Σλάβικη, με Βενετσιάνικη που εξελληνισμένες χρησιμοποιούνταν παλαιότερα στην καθημερινή ομιλία. Αλλά και ολόκληρες μικρές προτάσεις στην τουρκική και αραβική.
Εκείνο όμως που μ’ εντυπωσίασε στη γλώσσα δεν είναι μόνο η ευχέρεια στη χρήση της ντοπιολαλιάς της πατρίδας του που βάζει στο στόμα του Κωνσταντή αλλά και η αλλαγή και προσαρμογή της στα ντόπια δεδομένα όταν βρίσκεται στη Χίο ή την Κύπρο. Ή η τόσο εκτενής αναφορά του στο γλωσσάρι των πειρατών του Αιγαίου που όπως έμαθα από το βιβλίο λεγόταν τότε Άσπρη Θάλασσα.
Η ψιλοβελονιά όμως που ομορφαίνει ρεαλιστικά τον καμβά της μυθοπλασίας είναι η παράθεση όχι μόνο άγνωστων για τους πολλούς γεγονότων της Ιστορίας –μικρές τοπικές εξεγέρσεις π.χ. κατά των Οθωμανών- που ο Σκαργιώτης δείχνει να τα κατέχει πολύ καλά, αλλά και πολλών άλλων πραγμάτων που πρέπει να μόχθησε για να τα συγκεντρώσει.
Δοξασίες, έθιμα, προλήψεις, τελετουργίες, μαγείες, γιατροσόφια, φαντάσματα, περιστρεφόμενοι Δερβίσηδες, μπεκτασήδες Δερβίσηδες, Ασπροπροβατάδες, Μαυροπροβατάδες, βασκανίες και οπτασίες. Παράθεση πληροφοριών της καθημερινότητας και του εμπορίου. Ένας ξέμπαρκος γεροναυτικός στην Αυλίδα, που περιμένει ο Ντούλας για να μπαρκάρει, τον ορμηνεύει να αγοράσει κάποια ελαφρά πράγματα στη Χίο και να τα μοσχοπουλήσει στη Δαμασκό. Λεπτομερής περιγραφή των εμπορευμάτων που μετέφεραν τα καραβάνια των καμηλών από το λιμάνι της Αλεξανδρέττας στη Δαμασκό ή στα ενδότερα της Τουρκίας (με κρυμμένα τα πακέτα του απαγορευμένου καφέ). Τα γεωργικά προϊόντα ένα προς ένα που φόρτωναν τα μεγάλα πλοία της Τραπεζούντας. Η γυναικεία συντεχνία στα Τρίκαλα για το όσπρια και το σαπούνι. Πληροφορίες για επιδημίες λιμούς και καταστροφές της εποχής. Η επιδημία πανώλης στα Μοθωνοκόρωνα με τους πάνω από 2000 νεκρούς. Η καταστροφή της παραγωγής των χωρικών της Βαγδάτης από την επιδρομή της ακρίδας. Οι τίγρεις της Βαγδάτης που κατέβαιναν στο ποτάμι και παραμόνευαν μέσα στις βάρκες των ψαράδων. Οι αγριόχοιροι της Περσίας και του Αφγανιστάν και τα λιοντάρια του Αζερμπαϊτζάν που έφθαναν μέχρι τα βάθη της τουρκικής Ανατολίας. Ο αλλόκοτος αλλά και χρήσιμος «δια Χριστόν σαλός» κοντά στον Ευφράτη, ένα μείγμα θρησκοληψίας και τραγοπόδαρου Πάνα που ήκμασε μετά τα σκοτεινά χρόνια του μεσαίωνα. Για να αναφέρω έτσι μερικά επί τροχάδην από τα άπειρα παρόμοια που αναφέρει.
Και όλα αυτά, όπως καταλαβαίνετε, στα έμπειρα χέρια ενός τεχνίτη-χτίστη της γραφής όπως είναι ο Μάνθος Σκαργιώτης, αποτελούν τα πιο κατάλληλα λιθαράκια για την ανάγλυφη και πιο ρεαλιστική ανασύσταση μιας εποχής που πέρα από τη γοητεία, προσφέρει στον αναγνώστη μια πλούσια πολύ πλούσια γνώση.
Τέλος θα ήθελα να πω και δυο λόγια για τη δομή του κειμένου που στηρίζεται σε δυο εναλλασσόμενους πόλους: ο ένας τα Περβανά της Άρτας όπου με μικρά σε έκταση κείμενα περιγράφονται τα βάσανα της μάνας του και της αρραβωνιαστικιάς του και ο άλλος η αφήγηση του περιπετειώδους ταξιδιού του Κωνσταντίνου, που ενώ μέχρις ένα σημείο είναι τριτοπρόσωπη, από τη στιγμή που του δίνει ο γέροντας στην Πάφο ένα τετράδιο, γράφεται από τον Κωνσταντίνο σε πρώτο πρόσωπο.
Και εκεί στην αφήγηση των της Πάφου εγώ σημείωσα και κάτι που με πήγε στην Ομήρου Οδύσσεια. Ο γέρο Κύπριος απαγγέλει μπροστά στον Κωνσταντίνο το τραγούδι για τις τρεις αδελφές που στέριωσαν τα τρία γιοφύρια. Θυμήθηκα, λοιπόν, τον Οδυσσέα που ως Ούτις στο νησί των Φαιάκων ακούει από έναν περιπλανώμενο τροβαδούρο που φέρνει ο βασιλιάς στο τραπέζι για να τον διασκεδάσει το τραγούδι για κάποιον Οδυσσέα που θαλασσοπνίγεται για να γυρίσει στο νησί του την Ιθάκη.
Νοιώθω ευτυχής που διάβασα αυτό το βιβλίο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου