Βρισκόταν
επί της οδού Σατωβριάνδου, στο πίσω μέρος του μεγάλου διατηρητέου τετραγώνου της
Ομόνοιας που περιλάμβανε και το καφενείο «ΤΟ ΝΕΟΝ».
Προπολεμικό,
ψηλοτάβανο με ευρύχωρη αίθουσα και μεγάλη κουζίνα. Όσο για προσωπικό: το
πολυπληθέστερο που έτυχε να συναντήσω ποτέ σε χώρο εστίασης. Αρκεί να αναφέρω
πως κάθε ένα από τα πέντε στρογγυλά τραπέζια με τις 12 καρέκλες που κάθονταν οι
εργένηδες, ένα στο κέντρο και τέσσερα στις γωνίες –σαν αυτά τα «ελικοδρόμια»
που βλέπουμε στις δεξιώσεις της Μεγάλης Βρετάνιας-- είχε το δικό του σερβιτόρο. Οι προτιμήσεις των
μοναχικών σε συγκεκριμένα τραπέζια είχαν σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία γνωριμιών
με τους ομοτράπεζους και τις απαραίτητες συζητήσεις. Ένας βόμβος σαν μελίσσι που
διακοπτόταν από τις δυνατές εκφωνήσεις των παραγγελιών, τους ήχους των
κουταλοπίρουνων και των πιάτων και που μαζί με τις μοσχοβολιές από τα
φρεσκομαγειρεμένα εδέσματα, δημιουργούσαν μιαν ατμόσφαιρα ευωχίας.
Όμως,
παρά τα άσπρα πουκάμισα και σακάκια και τα μαύρα παντελόνια και παπιγιόν των
σερβιτόρων, οι τιμές του καταστήματος παρέμεναν αρκετά προσιτές. Καθημερινά
μάλιστα στο μενού του περιελάμβανε και δύο … «διευκολύνσεις». «Σκέτο από
γιουβέτσι» και «ατζέμ πιλάφι». Δηλαδή, κριθαράκι από γιουβέτσι με καμιά
παραπεσμένη ίνα κρέατος και πιλάφι περιχυμένο με σάλτσα κοκκινιστού. Αλλά το
δυνατό του σημείο ήτανε το γιαούρτι σε μεγάλη λαμαρίνα που φτιάχνανε μόνοι
τους. Γνήσιο λαχταριστό με πέτσα που κόβανε τη μερίδα με σπάτουλα και το
πασπάλιζαν, αν ήθελες, με ζάχαρη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου