Αρκεί
να αφεθούμε στη μαγική γραφή του Ίον
Λούκα Καρατζιάλε (Ion Luca Caragiale) του μεγαλύτερου Ρουμάνου
διηγηματογράφου και θεατρικού συγγραφέα.
Είναι ελληνικής καταγωγής και θεωρείται ως ο πατέρας των ρουμανικής λογοτεχνίας
και η μεγάλη σύμπτωση είναι ότι γεννήθηκε ένα χρόνο μετά τον Παπαδιαμάντη
(1852) και πέθανε ένα χρόνο μετά απ’ αυτόν (1912). Έκρινα ότι αξίζει τον κόπο
να πληκτρολογήσω για σας το διήγημα που ακολουθεί:
ΙΟΝ ΛΟΥΚΑ
ΚΑΡΑΤΖΙΑΛΕ
Τροφαντός Παστουρμάς
Στο λιμάνι της Καβάλας, στις ακτές του Αρχιπελάγους –πριν ακόμη
εμφανιστούν τα ατμόπλοια—κάποιο πρωινό ένα μεγάλο πλοίο, φορτωμένο με
εμπορεύματα και πολλούς επιβάτες, προετοιμαζόταν να αποπλεύσει προς την
ανατολική ακτή της Μεσογείου, τη Γιάφα.
Ανάμεσα στους ταξιδιώτες
βρισκόταν και κάποιος επ’ ονόματι Γιουσούφ. Ένας εμποράκος, ο οποίος ταξίδευε
για την Ιερουσαλήμ, όπου είχε διάφορες δουλειές να κάνει. Ο άνθρωπος είχε
ανέβει αρκετά νωρίς στο πλοίο, για να βρει ένα καλό μέρος και να βολευτεί
κατάχαμα, κατά την τουρκική συνήθεια, ώστε να μη στέκεται εμπόδιο στις
μετακινήσεις των ναυτικών, οι οποίοι πήγαιναν από το ένα μέρος στο άλλο, με τα
δικά τους σούρτα-φέρτα, λύνοντας τα σκοινιά και τεντώνοντας τα πανιά, όπως
γίνεται σε κάθε πλοίο, λίγες στιγμές πριν ανοιχτεί, αφημένο πια στο πέλαγος.
Ο Γιουσούφ καθόταν ήρεμος στη θέση του και φούμερνε το τσιμπούκι του, με
τη σκέψη από τη μια στο μακρύ δρόμο που έχει να κάνει κι από την άλλη στο σπίτι
του, το οποίο αναγκάστηκε να εγκαταλείψει εξ ανάγκης. Όταν όλα ήταν περίπου
τελειωμένα κι ο καπετάνιος πήρε θέση, για να δώσει την εντολή αναχώρησης,
ακούστηκε από τον προβλήτα, μια φωνή να φωνάζει:
«Γιουσούφ! Γιουσούφ! Που είναι ο
Γιουσούφ;».
Και μέχρι να σηκωθεί ο Γιουσούφ, να δει αν φωνάζουν αυτόν, και ποιος τον
φωνάζει, ο Αρών, ένας εβραίος έμπορος, γείτονας και γνωστός του, έφτασε
λαχανιασμένος από το τρέξιμο, με ένα σάκο στην πλάτη του.
«Καλά που σε πρόφτασα, αγαπητέ Γιουσούφ, είπε ο αρών –μιας και πας στην
Ιερουσαλήμ, κάνε μου μια χάρη, σε παρακαλώ αδερφικά. Να πάρε αυτόν τον σάκο που
περιέχει λίγα ρούχα –δεν έχει βάρος ούτε είκοσι οκάδες δεν είναι … να τον
παραδώσεις του αδελφού μου του Σουμέν …
ξέρεις που κάθεται … μπορείς;».
«Γιατί να μη μπορώ;» είπε ο Γιουσούφ «δεν θα τον κουβαλάω στην πλάτη,
στο καράβι έχει αρκετό χώρο, από τη Γιάγα στην Ιερουσαλήμ θα νοικιάσω ένα
μουλάρι ή μια γκαμήλα, όπως θα μου έρθει πιο βολικά … θα σου κάνω τη χάρη με
ευχαρίστηση».
«Και
να πεις του Σουμέν –μην το ξεχάσεις! … ότι αυτά είναι, όπως του έγραψα, ό,τι
έχει να κάνει, με τα ρούχα που έμειναν από τον πατέρα μας … και …».
Θα ήθελε ο Αρών να πει κάτι ακόμη, αν δεν άρχιζε να κινείται το καράβι
και ν’ αναχωρεί, άφησε το σάκο πλάι στο Γιουσούφ και πήδηξε βιαστικά έξω στον
προβλήτα. Το πλοίο ξεκίνησε με φουσκωμένα τα πανιά, και πριν απομακρυνθεί πολύ,
άκουσε ο Γιουσούφ άλλη μια φορά τη φωνή του Αρών:
«Να τα προσέχεις μην κακοπάθουνε!».
Τη νύχτα φύλαξε καλά ο ταξιδιώτης το σάκο του φίλου του, τον έβαλε
μαξιλάρι και, όπως η θάλασσα ήταν ήρεμη, κοιμήθηκε θαυμάσια μέχρι το πρωί, αλλά
όλη τη νύχτα ονειρευόταν ότι έτρωγε κάτι αλμυρό—και βέβαια εισέπνεε τον αέρα
της θάλασσας.
Όταν ξύπνησε, ένιωσε μεγάλη όρεξη και πάλι του φάνηκε πως μθρίζει κάτι
παστό. Ήπιε ένα καφέ, τράβηξε και πάλι μια πίπα, έδειχνε να υποχωρεί η πείνα
και ξάπλωσε πάλι, με το σάκο στο κεφάλι. Για λίγο παρέμεινε έτσι, όμως
ξανασηκώθηκε … «Μπρε –είπε από μέσα του—μπρε εγώ έχω ταξιδέψει πάλι στη
θάλασσα, αλλά τέτοια μυρουδιά από αρμύρα! … τι να ‘ναι αυτό;».
Όταν σηκώθηκε και μάζεψε το κιλίμι και το σάκο που τον είχε για μαξιλάρι,
ένιωσε τη μωρουδιά πιο δυνατή, πλησιάζει τη μύτη του στο σάκο και καταλαβαίνει
ότι από εκεί αναδύεται η μυρουδιά … Λύνει το σπάγγο και τον ανοίγει, οπότε, τι
να ιδεί εκεί μέσα; Ο σάκος δεν περιείχε ρούχα, αλλά ήταν γεμάτος μέχρι επάνω,
με τροφαντό παστουρμά.
«Το τέρας, το σατανά τον Αρών …! Για μη μην τολμήσω να δοκιμάσω ένα
κομματάκι από τον παστουρμά του, μου είπε ψέματα ότι ο σάκος έχει ρούχα». Και
σκεπτόμενος έτσι, ήπιε λίγο νερό. Κατόπιν έσυρε από την τσέπη ένα σουγιαδάκι,
έκοψε ένα κομμάτι ψωμί, ενώ μέσα από το σάκο έκοψε ένα κομμάτι παστουρμά, Μετά
από το κομμάτι έκοψε πάλι μια φέτα … τη δοκίμασε … Παράξενη γεύση! Ο Γιουσούφ
καλόφαγε, και ξαναέδεσε το σάκο, βάζοντάς τον στη θέση του.
Επειδή και συνάντησαν και αντίθετους ανέμους, κι ακόμη μερικές φορές
φουρτούνες, το πλοίο έκανε περίπου ένα μήνα για να καταπλεύσει στη Γιάφα. Όλο
αυτόν τον καιρό, ο Γιουσούφ είχε βρει καλή δουλειά. Έλυνε συνέχεια το σάκο κι
έτρωγε αλλά πουλούσε κιόλας, μικροποσότητες ή και με το κομμάτι, γιατί του ήταν
φόρτος να το ζυγίζει, στους ταξιδιώτες εκείνους που δεν τους έπιανε η θάλασσα
και μπορούσαν να τρώνε, και φυσικά, καλό ήταν το εμπόρευμα, καλό και το ταξίδι,
έτσι ώστε, σιγά-σιγά μίκραινε το μαξιλάρι του, κι όταν έφτασε στη Γιάφα, στο
σάκο δεν είχε μείνει τίποτα άλλο, παρά μόνο εκείνη η όμορφη μυρουδιά. Από τη
Γιάφα νοίκιασε και ο Γιουσούφ, όπως οι περισσότεροι ταξιδιώτες, ένα μουλάρι για
να πάει μέχρι την Ιερουσαλήμ. Στο δρόμο έτρωγα κι έδιναν ο ένας στον άλλο από
τον παστουρμά που είχαν μαζί τους.
«Ε», έλεγε ο Γιουσούφ, «ο παστουρμάς που είχα εγώ στο καράβι, ο δικός
μας, από την Καβάλα, αυτός είναι παστουρμάς! Να, παρακαλώ, μυρίστε κι εσείς να δείτε
μονάχα τι ωραίο άρωμα είχε!», (και τους έφερνε το σάκο στη μύτη). «Ατυχία που
δεν μου έμεινε ούτε ένα κομματάκι! Να τον βλέπατε μόνο! Μέλι ο άτιμος …! Και τι
λίπος …! Εξαιρετικός! Αυτός ήταν παστουρμάς, έτσι λέω εγώ …».
Πλησιάζοντας στην Ιερουσαλήμ, ο Γιουσούφ σκέφτηκε: «Τι να παραδώσω τώρα
στον Σουμέν, τον άδειο σάκο; Ο αδελφός του ο Αρών, λόγω αβλεψίας, λόγω
βιασύνης, προφανώς πήρε ένα σάκο με παστουρμά, αντί του σάκου με τα ρούχα ή
μπορεί για να μη με προϊδεάσει, να μου είπε ψέματα. Όπως και να ‘χει, εγώ τον
έφαγα; Τον έφαγα! Θα του τον πληρώσω τίμια του ανθρώπου, όταν με το καλό,
γυρίσω στην Καβάλα, αυτό και τέλος … Δεν πάω το λοιπόν στον Σούμεν!».
Έτσι ασχολήθηκε με τα δικά του νταραβέρια και τις εμπορικές του
δοσοληψίες. Αφού τέλειωσε τις δουλειές του, γύρισε πίσω στη Γιάφα, εκεί ανέβηκε
σε άλλο καράβι και ταξίδεψε πίσω στον τόπο του. Στο ταξίδι, έτρωγε από τον
παστουρμά άλλων ανθρώπων, αλλά η μυρουδιά μέσα από το σάκο του Αρών τον
συγκλόνιζε, και συχνά έλεγε προς τους άλλους ταξιδιώτες: «Έϊ, Παστουρμά, αν
θέλετε, να φάτε από τον δικό μας τον καβαλιώτικο -αυτός είναι παστουρμάς!
Ειδικά ο παστουρμάς του Αρών, ενός φίλου μου, αυτός είναι καταπληκτικός … να
ιδείτε μονάχα τι άρωμα έχει! Τίποτα δεν υπάρχει! Σαν τον δικό μας, τον
καβαλιώτικο, παστουρμά!
Και το βράδι κοιμόταν με το κεφάλι πάνω στο σάκο του Αρών και
ονειρευόταν όλη τη νύχτα ότι τρώει παστά, αλλά το πρωί όταν ξυπνούσε μύριζε το
μαξιλάρι του και σκεφτόταν:
«Σαν γυρίσω στην Καβάλα, θα πάω κατευθείαν στον Αρών, για τον παστουρμά,
να τον συμβουλέψω, να τον κάνει στρογγυλό και καπνιστό, να τον σιγοψήνει, και
να μην τσιγκουνεύεται το αλάτι!».
Όταν κατέβηκε από το πλοίο στην Καβάλα, σαν να το είχε μελετήσει! Ποιόν
είδε πρώτον; Τον φίλο του τον Αρών, σαν να γνώριζε ότι καταφθάνει και τον
περίμενε στην προκυμαία με τα μάτια του δεκατέσσερα.
«Βρε Αρών, γιατί είσαι τσαρλατάνος βρε, και μου είπες ψέματα ότι μες στο
σάκο ήταν τα παλιόρουχα του πατέρα σου; Από το φόβο σου μη δοκιμάσω τον
παστουρμά σου;».
Ο Αρών έγινε κατακίτρινος, προς στιγμήν, και μια συγκίνηση τον κατάλαβε
και μόλις που ψιθύρισε ξεψυχισμένα:
«Τί; τί;».
«Πόσες οκάδες βρε ήτανε μέσα στο σάκο; … διότι πρέπει να σου πω την πάσα
αλήθεια, ως άνθρωπος έντιμος όπως με ξέρεις … εγώ … στο ταξίδι … έφαγα όλο τον
παστουρμά. Και …».
Αλλά ο Αρών ξαφνικά ούρλιαξε και δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυα
που ανέβλυσαν από τα μάτια του, και χτυπούσε με τις γροθιές του το κεφάλι του,
ξεριζώνοντας τα γένια και τα μουστάκια του, παραμιλούσε, σαν κάποιον που ποιος
ξέρει τι σκληρή ατυχία τον βρήκε.
«Τι ουρλιάζεις βρε έτσι και φέρνεις αυτή την αντάρα, βρε βόϊδι; Πόσες
οκάδες ήταν, εγώ είμαι επιχειρηματίας σωστός, δεν το αρνούμαι: θα σ’ εξοφλήσω
μέχρι και την τελευταία δεκάρα»
Έτσι! Ο εβραίος πέφτει κάτω, σέρνεται, χτυπάει το κεφάλι του στο χώμα,
ουρλιάζοντας τόσο δυνατά, σαν κάποιον που έχει χάσει τα μυαλά του.
«Εντάξει βρε, θα σε πληρώσω, δεν ακούς;».
Σηκώνεται ο εβραίος από χάμω, μες στα χώματα κι αρπάζει τον Γιουσούφ από
το στήθος, και μια και δυο μαζί του, στον Καδή, στο δικαστήριο!
Ο Καδής κάνει έρευνα για το πως έγιναν τα πράγματα.
Ο Γιουσούφ ομολόγησε πως έγιναν τα πράγματα: ότι αυτός, κατ’ αρχάς,
πίστευε ότι μετέφερε ρούχα κι ότι, στη συνέχεια, από τη μυρουδιά ανακάλυψε την
απάτη και βρήκε μέσα στο σάκο τον πρόβειο παστουρμά και, άνθρωπος είναι, σ’ ένα
μεγάλο ταξίδι, υπέκυψε στην αδυναμία του και τον … έφαγε, αλλά αυτός καθώς
είναι έντιμος έμπορος, δεν το αρνείται και προτίθεται να πληρώσει μέχρι
τελευταίας δεκάρας.
Κατή την διαδικασία ο Αρών θρηνούσε, προσπαθώντας νε ξεριζώσει τα γένια
του:
«Εντάξει βρε, λέει ο Καδής, αν ο άνθρωπος δεν αρνείται την υποχρέωσή
του, να σε αποπληρώσει εντίμως μέχρι δεκάρας γιατί δεν κλείνεις το στόμα σου; …
ε;».
«Να πληρώσει;». Ουρλιάζει ο εβραίος … «να πληρώσει; Τι να μου πληρώσει;
Τον πατέρα μου; Μπορεί να μου πληρώσει τον πατέρα μου;
«Ποιόν πατέρα σου βρε;» ρωτάει ο Γιουσούφ.
«Τον πατέρα μου!».
«Ποιόν πατέρα σου βρε;» ρωτάει κι ο Καδής.
«Τον πατέρα μου, τον Λέμπα Γκρόσου, που πέθανε … κι ο Γιουσούφ τον
έφαγε».
«Ποιόν έφαγα βρε;».
«Τον πατέρα μου».
«Πότε βρε, τον έφαγα εγώ τον πατέρα σου;».
«Όταν ταξίδευες με το καράβι …».
«Συνταξίδευε ο πατέρας σου μαζί μου στο καράβι;».
«Ναι!»
«Και τον έφαγα; … εγώ».
«Εσύ! Εσύ!».
«Καδή εφέντη μ’ … λέει ο Γιουσούφ δεν το βλέπεις ότι είναι τρελός ο
εβραίος;».
«Δεν είμαι τρελός εγώ!» ξεσπά ο Αρών, «εσύ είσαι τρελός γιατί έφαγες τον
πατέρα!».
«Ρε για επανέλαβε: Ποιόν πατέρα;» .
«Τον πατέρα μου, τον Λέμπα Γκρόσου, που πέθανε! Δεν σας το ‘πα;».
«Άκου τι λέει τώρα εφέντη!». Είπε ο Γιουσούφ.
«Βλαμμένοι βγάλτε το σκασμό», ούρλιαξε ο Καδής … «Σκάστε γιατί δεν
καταλαβαίνω τίποτες …! Καλά, εσύ δεν είπες ότι πέθανε ο πατέρας σου;».
«Πέθανε!».
«Καλώς, αφού πέθανε πως είναι δυνατόν να κυκλοφορεί στο καράβι, βρε;».
«Κυκλοφορούσε!».
«Αφού πέθανε;».
«Ναι αφού».»
«Πως, βρέ;».
«Ο πατέρας πριν πεθάνει με όρκισε να τον στείλω να τον θάψουν στα άγια
χώματα της Ιερουσαλήμ, γιατί εκεί ήθελε να λιώσει το κορμάκι του … κι εγώ
σκάφτηκα ότι τα κόκκαλα δεν λιώνουν, έτσι τα έθαψα εδώ και το κρέας του το
έκανα παστουρμά …».
Ο Γιουσούφ χλόμιασε με μιας και άρχισε να κρατάει με τα χέρια του την
κοιλιά του, … και -ενώ ο Αρών συνέχισε κλαψουρίζοντας- «σκέφτηκα γιατί να μην
κάνω οικονομία στη μεταφορά; Έβαλα τον παστουρμά σ’ ένα σάκο … και του τον
έδωσα να τον μεταφέρει στην Ιερουσαλήμ, στον αδελφό μου τον Σούμεν, να τον
θάψει εκεί, αυτός ήξερε … Και τούτος εδώ έφαγε τον πατέρα στο ταξίδι …! Τι να
κάνω τώρα;».
Όταν τα άκουσε όλα αυτά ο Γιουσούφ γύρισαν τα άντερά του ανάποδα, άρχισε
κι αυτός να χτυπιέται στο κεφάλι και στο στήθος και να θρηνεί:
«Με μόλυνε ο εβραίος, Καδή εφέντη μ! Αμάν τι έπαθα! Μολύνθηκα! Τι να
κάνω ο δόλιος τώρα;».
«Εσύ γιατί το έφαγες;», κραύγαζε ο Αρών.
«Ρε εσύ δεν μου είπες πως είναι ρούχα;».
«Κι εσύ θεώρησες ότι έπρεπε να τα φας τα ρούχα;».
«Γιατί δεν μου είπες αλήθεια ότι είναι ο πατέρας σου;».
Και συνέχιζαν Ο εβραίος ωχ και ο τούρκος αμάν! Ο Καδής αφού τους άκουσε
σε όλα είπε:
«Βρε, επί τριάντα χρόνια δίκασα κόσμο και κοσμάκη στην Καβάλα, τόσες και
τόσες υποθέσεις αλλά κάτι τόσο τρελό και τόσο παράξενο δεν μου έχει τύχει ξανά
… Αυτό … έχετε υπομονή αποσύρομαι γιατί πρέπει να κάνω βαθιές σκέψεις …!». Και
όταν επανήλθε μετά την απόσυρσή του κι ενώ είχε σκεφτεί βαθιά, αποφάσισε ότι:
Ο τούρκος θα πληρώσει του εβραίου, στην τρέχουσα τιμή, είκοσι οκάδες
παστουρμά πρώτης ποιότητας, σε αντικατάσταση του παστουρμά που καταβρόχθισε ,
ενώ ο εβραίος θα πληρώσει του τούρκου είκοσι λίρες, γιατί τον κορόιδεψε
δίνοντάς ένα σάκο με ρούχα, μέσα στον οποίο δεν υπήρχαν ρούχα, αλλά παστουρμάς,
και όχι παστουρμάς αληθινός, πρόβειος, αλλά παστουρμάς ανθρώπινος.
Κι ύστερα μετά από μια συνοπτική και σοφή ομιλία, τους πέταξε και τους
δυο έξω.
________________
Μετάφραση
από τα ρουμανικά Δημήτρης Κανελλόπουλος. Δημοσιεύεται στο τελευταίο τεύχος Νο
23-24 του λογοτεχνικού περιοδικού Οροπέδιο.