Πέμπτη 19 Αυγούστου 2021

Ο ΑΛΕΞΑΝΤΡ ΠΟΥΣΚΙΝ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

 


     Ο Αλεξάντρ Πούσκιν (1799-1837) δεν … κοίταξε καθόλου τη δουλειά του! Αλλά ούτε και τη ζωή του που τη θυσίασε στα 38 του χρόνια, για την τιμή της πολυέξοδης και άστατης συζύγου του, μονομαχώντας με έναν πολύ έμπειρο περί τα όπλα αντίπαλο. Ευγενής στην καταγωγή και προικισμένος με μια σπάνια λογοτεχνική φλέβα εκτός από ένα μεγάλο για το σύντομο βίο του, έργο που άφησε, υπηρέτησε με πάθος τα απελευθερωτικά κινήματα των αρχών του 19ου αιώνα και ιδιαίτερα αυτό της Ελλάδας που το υποστήριξε με ζέση και χρήματα. Δεν δίστασε μάλιστα να καταχερίσει τους Φιλικούς για αναβλητικότητα και καθυστερήσεις ή να εκφράσει τη διαφωνία του για την επιλογή του Αλέξανδρου Υψηλάντη ως επικεφαλής των εξεγερμένων. Θεωρείται ως ο πατέρας των ρωσικών γραμμάτων για τον οποίο ο Μαξίμ Γκόρκι έλεγε: «για μας τους Ρώσους ο Πούσκιν είναι η αρχή κάθε αρχής» και εκτός των μεγάλων του έργων «Μπόρις Γκοντούνοφ» και «Ευγένιος Ονέγκιν» έγραψε και μερικά καταπληκτικά διηγήματα ένα εκ των οποίων σχετίζεται άμεσα με την ελληνική επανάσταση και το οποίο το πληκτρολόγησα για να σας το παραθέσω:

 

Κιρτζαλή

 

     Ο Κιρτζαλή ήταν βούλγαρος στην καταγωγή. Κιρτζαλή στην τουρκική γλώσσα σημαίνει παλικάρι, γενναίος. Το πραγματικό του όνομα δεν το γνωρίζω.

     Ο Κιρτζαλή με τις ληστείες του τρομοκρατούσε όλη τη Μολδαβία. Για να δώσω μια ιδέα γι αυτόν, θα διηγηθώ ένα από τα κατορθώματά του. Κάποια νύχτα αυτός και ο αρναούτης (αρβανίτης παλικαράς) Μιχαηλάκη χτύπησαν μαζί ένα βουλγάρικο χωριό. Έβαλαν φωτιά από τη μια και την άλλη άκρη και άρχισαν να περνάνε από κονάκι σε κονάκι. Ο Κιρτζαλή έσφαζε και ο Μιχαηλάκη κουβαλούσε λάφυρα. Και οι δυο τους φώναζαν: «Κιρτζαλή! Κιρτζαλή!». Όλο το χωριό σκόρπισε στα κατσάβραχα.

     Τότε που ο Αλέξανδρος Υψηλάντης κήρυξε την εξέγερση και άρχισε να μαζεύει στρατό, ο Κιρτζαλή του παρουσίασε πολλούς από τους παλιούς συντρόφους του. Δεν ήξεραν καλά-καλά τους σκοπούς της Φιλικής εταιρίας, μα ο πόλεμος τους φάνηκε σα μια ευκαιρία να πλουτίσουν εις βάρος των τούρκων, ίσως και των μολδαβών, -- κι αυτό τους φαινόταν σίγουρο.

     Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης είχε προσωπική παλικαριά, μα δεν είχε τ’ απαιτούμενα προσόντα για να παίξει το ρόλο που είχε αναλάβει με τόση φλόγα και τόση αποκοτιά. Δεν ήξερε να επιβάλει πειθαρχία στους άντρες που υποχρεώθηκε να διοικήσει. Δεν του είχαν ούτε σεβασμό ούτε εμπιστοσύνη. Ύστερα από την ήττα του Ιερού Λόχου στο Δραγατσάνι όπου χάθηκε το άνθος της ελληνικής νεολαίας ο Γιωργάκης Ολύμπιος τον συμβούλεψε ν’ αποσυρθεί και πήρε αυτός ο ίδιος τη θέση του. Ο Υψηλάντης έφυγε στ’ αυστριακά σύνορα και από κει αναθεμάτισε τους άντρες του χαρακτηρίζοντάς τους απείθαρχους δειλούς και φαύλους. Οι πιο πολλοί απ’ αυτούς τους δειλούς και τους φαύλους χάθηκαν πίσω από τα τείχη της μονής Σέκου ή στις όχθες του Προύθου σε μια άμυνα χωρίς ελπίδα ενάντια σε δεκαπλάσιο εχθρό.

     Ο Κιρτζαλή βρισκόταν στο σώμα του Γεώργιου Καντακουζηνού που γι αυτόν μπορούμε να επαναλάβουμε τα ίδια που είπαμε για τον Υψηλάντη. Την παραμονή της μάχης στο Σκουλένι ο Καντακουζηνός ζήτησε από τη ρωσική διοίκηση να μπει στην καραντίνα μας (ρωσική επικράτεια). Το σώμα έμεινε χωρίς αρχηγό μα ο Κιρτζαλή, ο Σοφιανός, ο Κοντογώνης κι άλλοι δεν είχαν καμιά ανάγκη από αρχηγό.

     Φαίνεται πως κανείς δεν έχει περιγράψει τη μάχη στο Σκουλένι σ’ όλη της τη συγκινητική πραγματικότητα. Φανταστείτε εφτακόσιους άντρες αρναούτηδες, αλβανούς, έλληνες, βούλγαρους και κάθε καρυδιάς καρύδι, χωρίς ιδέα από πολεμική τέχνη και σε υποχώρηση μπροστά σε δεκαπέντε χιλιάδες τούρκους καβαλάρηδες. Το σώμα αυτό συμπιέστηκε στην όχθη του Προύθου με δυο μικρά κανόνια που είχαν βρεθεί στο Ιάσιο, στην αυλή του Οσποδάρου (του Οθωμανού αξιωματούχου) και που με αυτά έριχναν στις ονομαστικές εορτές. Οι τούρκοι θα ήταν ευχαριστημένοι να ντουφεκάνε, μα δεν μπορούσαν χωρίς την άδεια της ρωσικής διοίκησης: οι σφαίρες σίγουρα θα έφταναν στη δική μας όχθη. Ο διοικητής της καραντίνας, σαράντα χρόνια στο στρατό, δεν έχει ποτέ του ακούσει σφαίρα να σφυρίζει, μα εδώ ο θεός του έδωσε την ευκαιρία ν’ ακούσει. Σφύριζαν κάμποσες κοντά στ’ αφτιά του. Το γεροντάκι θύμωσε και κατσάδιασε γι  αυτό τον ταγματάρχη Οχότσκη του πεζικού συντάγματος που βρισκόταν κοντά στην καραντίνα. Ο ταγματάρχης, μη ξέροντας τι να κάνει, έτρεξε στο ποτάμι όπου φοβέρισε με το δάχτυλο τους τούρκους καβαλάρηδες μιας ομάδας αναγνώρισης στην άλλη όχθη του ποταμού. Οι καβαλάρηδες τον είδαν, πισωγύρισαν με καλπασμό παρασύροντας ολόκληρο το τούρκικο απόσπασμα.

     Την άλλη μέρα ωστόσο οι τούρκοι χτύπησαν τους επαναστάτες. Δεν τολμούσαν να χρησιμοποιήσουν ούτε σφαίρες, ούτε οβίδες, και γι αυτό είχαν αποφασίσει, παρά τη συνήθειά τους, να δράσουν με τα γιαταγάνια τους. Η μάχη ήταν σκληρή, τα γιαταγάνια θέριζαν. Οι τούρκοι χρησιμοποιούσαν και λόγχες για πρώτη φορά, οι λόγχες αυτές ήταν ρωσικές γιατί στις τάξεις  των τούρκων πολεμούσαν και Νεκρασόφτσκι (μέλη θρησκευτικής οργάνωσης διωγμένοι από τον τσάρο). Οι επαναστάτες μπορούσαν με την άδεια του τσάρου μας να περάσουν τον Προύθο και να καταφύγουν στην καραντίνα μας. Άρχισαν να διαπεραιώνονται. Ο Κοντογόνης και ο Σοφιανός έμειναν τελευταίοι στην τούρκικη όχθη. Ο Κιρτζαλή λαβωμένος την παραμονή βρισκόταν κιόλας στη ρωσική καραντίνα. Ο Σοφιανός σκοτώθηκε. Ο Κοντογόνης, ένας πολύ παχύς άνθρωπος, λαβώθηκε με λόγχη στην κοιλιά. Με το ένα χέρι σήκωσε ψηλά το γιαταγάνι του με το άλλο έπιασε την εχθρική λόγχη, την έχωσε πιο βαθιά στην κοιλιά του και έτσι μπόρεσε με το γιαταγάνι του να φτάσει και να χτυπήσει το φονιά του, και σωριάστηκαν κάτω μαζί.

     Όλα είχαν τελειώσει. Οι Τούρκοι έμειναν νικητές. Η Μολδαβία καθαρίστηκε. Εξακόσιοι περίπου αρναούτηδες σκόρπισαν στη Βεσαραβία, δεν ήξεραν τι να κάνουν για να επιζήσουν, ωστόσο ήταν ευχαριστημένοι από τη Ρωσία που τους προστάτεψε. Δεν έκαναν καμιά δουλειά, αλλά και η διασκέδαση-διασκέδαση. Μπορούσε να τους βλέπει κανείς στα καφενεία της μισοτούρκικης Βεσαραβίας, με τις μακριές τσιμπούκες στο στόμα, να πίνουν τον τούρκικο καφέ τους σε μικρά φλιτζάνια. Οι κοντές βέστες με τα σιρίτια και τα κόκκινα μυτερά τσαρούχια είχαν αρχίσει να λιώνουν, μα το κόκκινο φέσι με τη φούντα ήτανε πάντα φορεμένο στραβά, και τα γιαταγάνια και οι κουμπούρες ξέβγαιναν από τα πλατιά ζουνάρια. Κανένας τους δεν παραπονιόταν. Κανενός δεν πήγαινε το μυαλό πως οι ήσυχοι αυτοί φουκαράδες ήταν οι πασίγνωστοι κλέφτες της Μολδαβίας, οι σύντροφοι του τρομερού Κιρτζαλή και πως αυτός ο ίδιος ήταν ανάμεσά τους.

     Ο τούρκος πασάς που είχε έδρα στο Ιάσιο τα ήξερε αυτά και με διαπραγματεύσεις ζήτησε από τη ρωσική διοίκηση την παράδοσή του.

     Η αστυνομία άρχισε να τον αναζητεί. Μαθεύτηκε πως ο Κιρτζαλή βρισκόταν πραγματικά στο Κισινόφ. Τον έπιασαν στο σπίτι ενός φευγάτου από το μοναστήρι του καλόγερου, ένα βράδι την ώρα που έτρωγε στα σκοτεινά με εφτά συντρόφους του. Ύστερα από στενή παρακολούθηση δεν μπόρεσε να κρύψει την αλήθεια και ομολόγησε πως αυτός είναι ο Κιρτζαλή. «Μα πρόσθεσε, από τη μέρα που πέρασα τον Προύθο δεν πείραξα ούτε μια τρίχα από ξένο βιός, δεν πρόσβαλα ούτε και τον τελευταίο τσιγγάνο. Για τους τούρκους για τους μολδαβούς, για τους βλάχους, εγώ είμαι βέβαια ένας ληστής μα για τους ρώσους είμαι φιλοξενούμενός τους. Τότε που ο Σοφιανός μόλις ξόδεψε όλα τα μπαρουτόβολα, ήρθε σε μας στην καραντίνα και, για να φτιάξει τα τελευταία βόλια, πήρε από τους λαβωμένους κουμπιά, αλυσιδίτσες και τις λαβές από τα γιαταγάνια, ενώ του έδωσα είκοσι μπεσλίκια και έμεινα πανί με πανί. Μάρτυς μου ο θεός –εγώ ο Κιρτζαλή ζούσα με ελεημοσύνες! Για πιο λόγο τώρα οι ρώσοι με παραδίδουν στους εχθρούς μου;».

     Και ο Κιρτζαλή σώπασε»: περίμενε ν’ αποφασίσουν για την τύχη του.

     Δεν περίμενε πολύ. Η διοίκηση που δεν ήταν υποχρεωμένη να κρίνει τους ληστές από τη ρομαντική δική τους άποψη και πιστεύοντας πως η τουρκική αξίωση είναι βάσιμη έδωσε εντολή να μεταφέρουν τον Κιρτζαλή στο Ιάσιο.

     Ένας άνθρωπος με μυαλό και καρδιά, άγνωστος τότε νεαρός υπάλληλος μα σε σπουδαία σήμερα θέση μου έκανε μια ζωντανή περιγραφή της αναχώρησης του Κιρτζαλή.

     Μπροστά στην πόρτα της φυλακής περίμενε μια ταχυδρομική καρότσα μία από τις τελευταίες μέρες του Σεπτέμβρη του 1821. Εβραίοι χασομέρηδες, σέρνοντας τις παντόφλες τους, αρναούτηδες με τα γραφικά κουρέλια τους, λυγερές μολδαβές με τα μαυρομάτικα παιδάκια τους στην αγκαλιά έζωσαν την καρότσα. Οι άντρες παρακολουθούσαν αμίλητοι, οι γυναίκες περίμεναν λες κάτι, σαν καθισμένες στα κάρβουνα.

     Η πόρτα άνοιξε και βγήκαν στο δρόμο δυο τρεις αξιωματικοί της αστυνομίας, πίσω τους δυο στρατιώτες έβγαλαν αλυσοδεμένο τον Κιρτζαλή.

     Φαινόταν τριαντάρης. Τα χαρακτηριστικά στο μελαψό πρόσωπό του ήταν κανονικά και αυστηρά. Ήταν υψηλόσωμος με φαρδιές πλάτες και γενικά όλα του έδειχναν άνθρωπο με ασυνήθιστη σωματικά δύναμη. Ένα πολύχρωμο τουρμπάνι, φορεμένο στραβά, σκέπαζε το κεφάλι του. Μια πλατιά ζώνη έσφιγγε τη λεπτή μέση του. Ένας ντουλαμάς από μπλε χοντρή τσόχα, μια πουκαμίσα(φουστανέλα) με φαρδιές σούρες ως τα γόνατα, και όμορφα τσαρούχια συμπλήρωναν τη φορεσιά του. Το ύφος του ήταν αγέρωχο και ήρεμο.

     Ένας από τους υπαλλήλους της φυλακής –ροδοκόκκινο γεροντάκι με ξεθωριασμένη στολή όπου κρεμόντουσαν τρία κουμπιά, τσίμπησε με τα κασιτέρενα ματογυάλια του ένα κατακόκκινο καρούμπαλο που του χρησίμευε για μύτη, ξεδίπλωσε ένα χαρτί, και, μιλώντας με τη μύτη, άρχισε να διαβάζει –ήταν γραμμένο στα μολδαβικά. Πότε-πότε κοίταζε αγέρωχα το δεμένο Κιρτζαλή –ήταν φανερό πως αυτόν αφορούσε το χαρτί. Ο Κιρτζαλή τον άκουγε με προσοχή. Ο υπάλληλος τελείωσε το διάβασμα, δίπλωσε το χαρτί, πρόγγηξε τον κόσμο να μεριάσει για να περάσει η καρότσα που είχε προστάξει να πλησιάσει. Τότε ο Κιρτζαλή γύρισε και του είπε δυο λόγια στα μολδαβικά, η φωνή του έτρεμε, το πρόσωπό του άλλαξε, άρχισε να κλαίει και έπεσε στα πόδια του αστυνομικού υπαλλήλου. Οι αλυσίδες του βρόντηξαν. Ο υπάλληλος τρόμαξε και έκανε απότομα ένα βήμα πίσω. Οι στρατιώτες δοκίμασαν να σηκώσουν τον Κιρτζαλή μα κείνος σηκώθηκε μόνος του, μάζεψε τις αλυσίδες του, τράβηξε για την καρότσα και φώναξε: «Χάιντα!»(Εμπρός!). Ένας χωροφύλακας κάθισε δίπλα του, ο μπλδαβός αμαξάς έτριξε στον αέρα το καμουτσί και η καρότσα ξεκίνησε.

     --Τι σας είπε ο Κιρτζαλή ρώτησε ο νεαρός υπάλληλος τον αστυνομικό.

     --Μου ζήτησε, άκου, απάντησε γελώντας ο αστυνομικός, να φροντίσω για τη γυναίκα του και το παιδάκι τους που μένουν σ’ ένα βουλγάρικο χωριό, κοντά στο Κίλια. Φοβάται να μην πάθουν τίποτα κι αυτοί εξαιτίας του. Χαμένος κόσμος.

     Η αφήγηση του νεαρού υπαλλήλου με κατασυγκίνησε. Λυπήθηκα πολύ τον Κιρτζαλή. Πολύ καιρό δεν έμαθα τίποτα για την τύχη του. Πολλά χρόνια αργότερα συνάντησα το νεαρό υπάλληλο. Μιλήσαμε για τα περασμένα.

     --Τι έγινε ο φίλος σας ο Κιρτζαλή; ρώτησα εγώ. Ξέρετε τι απόγινε;

     --Πως δεν ξέρω, απάντησε, και μου διηγήθηκε τα παρακάτω:

     Μετέφεραν τον Κιρτζαλή στο Ιάσιο και τον παρουσίασαν στον πασά που τον καταδίκασε σε θάνατο με σουβλισμό. Η εκτέλεση της ποινής αναβλήθηκε έως κάποια εορτάσιμη μέρα. Ως τότε τον έκλεισαν στη φυλακή.

     Το φυλακισμένο τον φύλαγαν εφτά τούρκοι (απλοϊκοί άνθρωποι και κατά βάθος ληστές κι αυτοί σαν τον Κιρτζαλή). Τον σεβόντουσαν και δεν χόρταιναν ν’ ακούν τις ιστορίες του, όπως κάνουν όλοι στην Ανατολή.

     Φρουροί και φυλακισμένος συνδέθηκαν στενά. Μια μέρα ο Κιρτζαλή τους είπε:

     --Αδέρφια! Η ώρα μου πλησιάζει. Κανείς δε γλυτώνει από τη μοίρα του. Γρήγορα θα χωριστούμε. Ήθελα να σας αφήσω κάτι για ενθύμιο.

     Οι τούρκοι τέντωσαν τ’ αφτιά τους.

     Αδέρφια, συνέχισε ο Κιρτζαλή, εδώ και τρία χρόνια που έκανα τις ληστείες παρέα με το συχωρεμένο το Μιχαηλάκη χώσαμε και οι δυο σ’ ένα χωράφι όχι μακριά από το Γιάσι(Ιάσιο) μια χύτρα γεμάτη χαλμπίκες (τούρκικα νομίσματα). Όπως καταλαβαίνετε, ούτ’ εγώ, ούτε κείνος μπορούμε να πάρουμε το θησαυρό. Λοιπόν, να τον πάρετε σεις για λογαριασμό σας και να τον μοιράσετε σαν καλοί φίλοι.

     Οι τούρκοι –μόνο που δεν τρελάθηκαν. Άρχισαν να συζητάνε για τον τρόπο που θα μπορούσαν να βρούν το μυστικό λάκο με τη χύτρα. Σκέφτηκαν διάφορους τρόπους και κατέληξαν να τους πάει ο ίδιος ο Κιρτζαλή εκεί.

     Νύχτωσε. Οι τούρκοι έβγαλαν τα σίδερα από τα πόδια του φυλακισμένου, του έδεσαν τα χέρια μ’ ένα σκοινί και ξεκίνησαν όλοι μαζί για το χωράφι με το μυστικό λάκο.

     Ο Κιρτζαλή ήταν οδηγός. Βάδιζαν προς την ίδια κατεύθυνση, από το ένα ύψωμα στο άλλο. Περπατούσαν πολύ ώρα. Ο Κιρτζαλή, τέλος, στάθηκε κοντά σε μια μεγάλη κοτρώνα, μέτρησε από κει είκοσι βήματα προς τα νότια, χτύπησε το πόδι του κάτω και είπε: Εδώ.

     Οι τούρκοι ετοιμάστηκαν για να ψάξουν. Οι τέσσερις τράβηξαν τα γιαταγάνια τους και άρχισαν να σκάβουν τη γη. Τρεις έμειναν να φυλάνε τον κρατούμενο. Ο Κιρτζαλή κάθισε πάνω στην πέτρα και κοίταζε κείνους που δούλευαν.

     Λοιπόν πως πάμε; τελειώνετε; Ρώτησε. Τι βρήκατε;

     Όχι ακόμη, απαντούσαν οι τούρκοι, και δούλευαν έτσι που ο ιδρώτας τους κυλούσε ποτάμι στα κορμιά τους.

     Ο Κιρτζαλή άρχισε να δείχνει πως χάνει την υπομονή του.

     Βρε κάτι άντρες, έλεγε. Δεν καταλαβαίνουν ούτε τη γης να σκάψουν. Για μένα η δουλειά είναι δυο λεφτά υπόθεση. Παιδιά! Λύστε μου τα χέρια και δώστε μου ένα γιαταγάνι.

     Οι τούρκοι έπεσαν σε σκέψη και άρχισαν να το συζητάνε.

     --Ε λοιπόν (αποφάσισαν), ας του λύσουμε τα χέρια κι ας του δώσουμε ένα γιαταγάνι. Τι έχουμε να χάσουμε; Είναι ένας και είμαστε εφτά. Και οι τούρκοι του έλυσαν τα χέρια και του έδωσαν ένα γιαταγάνι.

     Ο Κιρτζαλή ήταν επιτέλους ελεύθερος και οπλισμένος. Τι θα μπορούσε να αισθάνεται! …Άρχισε να σκάβει σβέλτα, οι φύλακές του τον βοηθούσαν … Ξαφνικά χώνει το γιαταγάνι του στο στήθος ενός, το αφήνει εκεί μπηγμένο, και τραβάει από τη ζώνη του τις δυο κουμπούρες του.

     Οι υπόλοιποι, βλέποντας τον Κιρτζαλή οπλισμένο με δυο κουμπούρες, σκόρπισαν.

     Ο Κιρτζαλή σήμερα αλωνίζει σα ληστής την περιφέρεια στο Ιάσιο. Πριν λίγο καιρό έγραψε στον Οσποδάρο ζητώντας του πέντε χιλιάδες λέι και φοβερίζοντας πως, αν δεν γίνει δεχτή η απαίτησή του, θα βάλει φωτιά στο Ιάσιο και θα φτάσει στον ίδιο τον Οσποδάρο. Τι νάκαναν –του μέτρησαν τις πέντε χιλιάδες λέι.

     Τι άνθρωπος αυτός ο Κιρτζαλή!   

 

 

  Αλεξάντρ Πούσκιν: Διηγήματα. Εκδόσεις Ζαχαρόπουλος 1979. Μετάφραση Αντρέας Σαραντόπουλος  


Δεν υπάρχουν σχόλια: