ΠΙΕ ΣΤΟΥ ΓΙΑΛΟΥ ΤΗ ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΤΑΒΕΡΝΑ
Πιέ στου γιαλού τη σκοτεινή ταβέρνα το κρασί σου,
σε μι' άκρη, τώρα που άρχισαν ξανά τα πρωτοβρόχια,
πιέ το με ναύτες και σκυφτούς ψαράδες αντικρύ σου,
μ' ανθρώπους που βασάνισε κι η θάλασσα κι η φτώχεια.
Πιέ το. Η ψυχή σου αξένοιαστη τόσο πολύ να γίνει
που αν έρθει η Μοίρα σου η κακιά να της χαμογελάσεις,
καημοί καινούργιοι αν έρθουνε να πεις να πιουν κι εκείνοι,
κι αν έρθει ο Χάρος, ήσυχα κι αυτόν να τον κεράσεις.
Λάμπρος Πορφύρας.
Μελαγχολίας συνέχεια. Σήμερα θέλω να μιλήσω για έναν σχεδόν ξεχασμένο ποιητή: το Λάμπρο Πορφύρα. Το πραγματκό του όνομα ήταν Δημήτρης Σύψωμος και γεννήθηκε στη Χίο το 1879. Ήρθε νέος στον Πειραιά όπου τελείωσε το Γυμνάσιο και μετά γράφτηκε στη Νομική της Αθήνας την οποία και εγκατέλειψε όταν έφτασε στο πτυχίο. Συνεγάστηκε με πολλά λογοτεχνικά περιοδικά της Αθήνας και της Αλεξάνδρειας, όπου δημοσίευε τα ποιήματα του
και τα οποία εκδόθηκαν το 1920 σε συλλογή με τον τίτλο: Σκιές. Έζησε φτωχικά τη ζωή του, περνώντας πολλές ώρες του στα ταβερνάκια της Φρεαττύδας. Παρέα με απλούς ανθρώπους του μόχθου, στους οποίους μάλιστα δεν επεδείκνυε ποτέ τις γραμματικές του γνώσεις. Και είναι χαρακτηριστικό ότι όταν πέθανε το 1923 και κατέβηκε στην κηδεία του όλος ο πνευματικός κόσμος της Αθήνας, οι άνθρωποι αυτοί ξαφνιάστηκαν. "Ήταν σπουδαίος άνθρωπος ο κυρ Δημήτρης!" σχολίαζαν μεταξύ τους. Παρά την πολύ μικρή ποσοτική παραγωγή του θεωρείται από τους μεγαλύτερους λυρικούς ποιητές της εποχής του. Οι στίχοι του διακρίνονται για την απλότητα τους, τη μεγάλη συναισθηματική φόρτιση και την έντονη μουσικότητα τους. Και αν ο Πωλ Βαλερύ έδωσε κάποτε τον ορισμό της λυρικής ποίησης ως: η ανάπτυξη ενός επιφωνήματος, στούς στίχους του Λάμπρου Πορφύρα η φράση αυτή, νομίζω, ότι βρίσκει την πλήρη επαλήθευση της.
4 σχόλια:
Ωραιο
Ἡ Θαμπωμένη Χώρα
Πολλές φορὲς στοῦ δειλινοῦ τὴ μυστικὴ τὴν ὥρα,
ὅταν γυρνῶ μὲ τὴν ψυχὴ βαριὰ συλλογισμένη,
πολλὲς φορὲς στὴν ἐρημιὰ βγαίνει μίαν ἄυλη χώρα,
μιὰ χώρα πάντα σιωπηλὴ καὶ πάντα θαμπωμένη.
Τὰ σπίτια της εἶναι κλειστὰ κι εἶναι παλιά. Κλωνάρια
ξεβγαίνουν μέσ᾿ ἀπ᾿ τὶς φτωχὲς αὐλές, τὶς ρημαγμένες,
στοὺς τοίχους, στὰ κατώφλια τους, φυτρώνουνε χορτάρια
κι οἱ στέγες μὲς στὴν πράσινη τὴ μούχλα εἶναι ντυμένες.
Ἔτσι εἶναι. Κι ἄλλα τά ῾χω δεῖ -θαρρῶ- στὰ μαῦρα ξένα,
ἄλλα ἐδῶ πέρα στὸ χωριό, καὶ κάποια στὸ νησί μου,
κάποια στὸ δρόμο τοῦ γιαλοῦ, σὲ χρόνια εὐτυχισμένα,
κι ὅλα τους, κι ὅλη ἡ χώρ᾿ αὐτὴ μοῦ λέει γιὰ τὴ ζωή μου.
Ἄ! Καθὼς μπαίνω στ᾿ ἄχαρα τὰ βραδινὰ στενά της,
κανένας δὲν ὑπάρχει πιὰ νὰ βγεῖ νὰ μ᾿ ἀπαντήσει,
ἐγὼ εἶμαι ὁ μόνος κι ὁ στερνὸς ποὺ τὰ περνῶ διαβάτης·
θυμᾶμαι ἀγάπες· σβήνεται τὸ λίγο φῶς στὴ δύση·
Σβήνεται ἀγάλια ὁλότελα. Κι ἡ χώρα ἡ θαμπωμένη
μαζὶ μ᾿ ἐκεῖνο σιωπηλὴ βυθίζεται μακριά μου,
γυρνάω σκυφτός. Κι ἀλλοίμονο! τριγύρω μου δὲ μένει
παρὰ ἡ νυχτιά, κι ἡ σκοτεινιὰ κι ἡ ἀτέλειωτη ἐρημιά μου.
Πολύ ωραία τα ποιήματά του!
Δεν τον έχω ξανακούσει. Πολύ καλός!
***newton, τι να σου πω με συγκίνησες με τη Θαμπωμένη Χώρα του Λάμπρου Πορφύρα που παραθέτεις. Ολοκληρωμένο μάλιστα με τους τόνους του, όχι σαν εμένα τον άχρηστο που τους έφαγα. Να 'σαι καλά!
***ανορθόδοξε, μη νιώθεις άσχημα που δεν τον ξέρεις. Είναι μια σειρά ποιητών εκείνης της εποχής όπως και ο Γ.Δροσίνης, ο Κ.Χατζόπουλος, ο Ζ.Παπαντωνίου και άλλοι που λόγω της απλότητας των μοημάτων και της φόρμας τους, τους έφαγε η λήθη. Εδώ πάει να ξεχαστεί ο Κωστής Παλαμάς που όχι μόνο τότε αλλά και αργότερα, εθεωρείτο ως ο Πατριάρχης της Ελληνικής Ποίησης.
Δημοσίευση σχολίου