Η πλατεία Ομονοίας άσχετα από τις αρχιτεκτονικές πολιτιστικές και κοινωνικές μεταβολές που υφίσταται κάθε τόσο. Διατηρεί σταθερά μέσα στο χρόνο μιαν αναλλοίωτη πτυχή του χαρακτήρα της: σαν η πλατεία των ανομολόγητων παθών και των απαγορευμένων, των χαμηλόφωνων …συμφωνιών και των νευμάτων! Παραθέτω προς τούτο ένα σχετικό απόσπασμα, όχι από την «Ομόνοια 1980» του Γιώργου Ιωάννου που τόσο γλαφυρά το επιβεβαιώνει, αλλά από πολύ παλιά: από το διήγημα «Ζωγραφιά Νυκτερινή» του μεγάλου μας λογοτέχνη Μιχ. Μητσάκη που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ακρόπολις» στις 16 Μαΐου 1893 και το οποίο θεωρείται ως το πρώτο κείμενο της ελληνικής λογοτεχνίας που θίγει τόσο «αυστηρώς ακατάλληλα» θέματα!
Συγχωρήστε με μόνο που το περνάω στο μονοτονικό:
ΖΩΓΡΑΦΙΑ ΝΥΚΤΕΡΙΝΗ
Τρεις μετά τα μεσάνυχτα, και η πλατεία της Ομονοίας είναι έρημος. Από των γύρω δρόμων, μεγάλαι πνοαί ανέμου εισβάλλουν εκ των γωνιών, συρίζουσαι, σαρόνουν το έδαφος σφοδραί, συσπούν την κόμην των υψηλών δένδρων της, σηκώνουν εις σύννεφα την σκόνην. Τα πέριξ οικήματα, βωβά, -παράθυρα κλειστά, πόρτες σφαλισμένες- εγείρουν αμαυράς τας όψεις των. Ένα προς ένα, βαθμηδόν, τα μαγαζειά, τα καφενεία που την περιβάλλουν, άδειασαν από τους θαμώνας των, είδαν να λιγοστεύ’ η θορυβώδης κίνησις, η ζωή που τα εγέμιζε, ησύχασαν, εβυθίσθησαν εις την σιγήν και εις το σκότος. Δύο καπνοπωλεία μόνον, άγρυπνα, πλάι – πλάι, εις το προς την οδόν Σταδίου άκρον της, ρίχνουν επί το πεζοδρόμιον κάτασπρον το φως των δύο στρογγυλών λαμπτήρων των. Έξω της «Ήβης», μόλις προ μικρού, η πλανοδία μουσική, η μισθωμένη δια να τέρπη τους ζυθοποτούντας, έπαυσε να σπαράττη την Τραβιάταν, το ισπανικόν, το τραγούδι του Στραβογιώργη και τα γκαρσόνια , πηγαινοερχόμενα, μεταφέρουν τα καθίσματα, εισάγουν τους ξυλίνους καναπέδες, παίρνουν τα απομείναντα ποτήρια, σκουπίζουν από χάμω τ’ αποτσίγαρα, των φυστικιών τα φλούδια, των ποδών τα ίχνη, τα φτυσίματα, όλην την βρώμαν που αφίνει πίσω της πληθύς ανθρώπων συνελθόντων δια να ιδωθούν, να ξαπλωθούν, να φλυαρήσουν. Τρία – τέσσαρ’ αμάξια στέκονται προ αυτής, βραδύναντα, περιμένοντα κανέναν πάρωρον διαβάτην, με τ’ άλογα των κουρασμένα, μισοκοιμώμενα ορθά, θαμπά, μισοσβυσμένα τα φανάρια των, τους δύο αμαξάδες κάτω, ακουμπισμένους εις τον τοίχον, ομιλούντας με τους υπηρέτας, ξαπλωμένον υψηλά, επί του εδωλίου του, τον άλλον, και ρογχάζοντα, ενώ ο τέταρτος, επί του εδωλίου του κι’ αυτός, ξάπλα επίσης, στηρίζει εις το χέρι το κεφάλι του, και ως εις ρέμβην αφειμένος, μουρμουρίζει σιγανά, διακεκομμένα, ως βαυκάλημα θα έλεγες, χυδαίον αθηναϊκόν τραγούδι, αλλοκότως αντηχούν εν τη νυκτί :
-Τι ναν του κάμω του μικρού
Που είναι μικρό και κλαίει, ώχ!....
Αντίκρυ δε, υπό το φέγγος τ’ ουρανού, αγρυπνούν κι’ αυτό και φωτισμένον, ορθόνεται το κιόσκι, ως λευκόν κουβούκλιον εβραϊκής συναγωγής και από μέσα πιάνων όλον τον στενόν χώρον του κοιμάτ’ ο πωλητής του. Ψυχή άλλη επ’ αυτής, ψυχή εις τους πέριξ δρόμους. Οξέα, υπερύψηλα τα τέσσερα κοντάρια του ηλεκτρικού, σβυστά, φρουρούν τας τέσσερας πλευράς της , παμμεγέθη. Άφωτα τα γκαζ, τυφλά επίσης, ως σβεσθέντ’ από τον άνεμον, την τριγυρίζουν πανταχόθεν. Ελεύθερος ο άργυρος των άστρων, της σελήνης, μονοκράτωρ, πέφτει επ’ αυτήν, απλόνεται, λαμπρός. Σκορπισμέν’ ανά την έκτασιν, πλέοντα εις το φως, τα θρανία όπού χρησιμεύουν προς ανάπαυσιν των εις αυτήν φοιτώντων, γυμνά ανθρώπων, μαστιγόνονται αγρίως από την βιαιότητα της σκόνης. Αλλ’ εις ένα εξ αυτών, κοντά εις την εξέδραν όπου παίζ’ η μουσική, υπό μίαν των συστάδων των σκοτεινών θάμνων, οίτινες ζοφούν το κέντρον της, στον ίσκιον, φαίνονται δύο συγκαθήμενοι. Ο πρώτος υψηλός ανήρ, με μαύρην γενειάδα, καταπίπτουσαν επί του στήθους του, ευρύνωτος, ευρύστερνος, με πρόσωπον μισοκρυμμένον υπό το πλατύ καπέλλον του, οζώδη ράβδον ανά χείρας, κατέχει τη μίαν άκραν του θρανίου, εστραμμένος προς τον άλλον. Και ο δεύτερος, μικρός λούστρος, ωσεί δεκαετής, με το κασκέττον του σκεπάζον την ευειδή όψιν του, στρέφων τα νώτα προς τον πρώτον, κατέχει την ετέραν. Σιωπηλοί, κάθοντ’ έτσι, κατ’ αυτόν τον τρόπον, προ ώρας ήδη, μη μετακινούμενοι, αδιαφορούντες δια την νύκτα και την σκόνην, μόνον, κάπου-κάπου ο ανήρ, βιαίως, ρίχνει δύο-τρεις λέξεις, ωσανεί μονοσυλλάβους ερωτήσεις, μασσωμένας μεταξύ των μαύρων του γενείων και ο μικρός ο λούστρος, δίχως να γυρίσει, απαντά ομοίως, μονοσύλλαβα επίσης, σιγαλά. Ο άνεμος φυσά, πάντοτε σφοδρός, διελαύνων την πλατείαν μετ’ οργής, αναστατώνων τα φυλλώματα, απειλών να καταρρίψη, τρίζοντας, τους στύλους των φανών του τηλεγράφου, ανεγείρων προς τον ουρανόν κονιορτού σίφωνα. Κι’ εκεί κάτω, εις κάποιαν εκ των γωνιών, ένα παράθυρον, ανοικτόν λησμονηθέν, παραφερόμενον υπό του βιαίου ρεύματος, δέρνει το σπίτι θηριωδώς, βροντά λυσσωδώς κατά τοι τοίχου, έκφρον και βαρύ, ωσάν να ήθελε να συγκλονίση την πλάσιν…
--Κουλούρια ζ…στάάά ! ήχησε φωνή, σκιά ενεφανίσθη, παρά του καφφενείου το ημίφως, εν μέσω του σκονοστροβίλου, κρατούσα μέγαν πίνακα επικεφαλής, τρίποδα εις χείρας.
…………………………………………………………………………………………..
--Κουλούρια ζ…στάάά ! ήχησε φωνή, σκιά ενεφανίσθη, παρά του καφφενείου το ημίφως, εν μέσω του σκονοστροβίλου, κρατούσα μέγαν πίνακα επικεφαλής, τρίποδα εις χείρας.
…………………………………………………………………………………………..
Mιχαήλ Μητσάκης Εφημερίδα "Ακρόπολις" 16.5.1893
1 σχόλιο:
Ωραία συγγραφική... φωτογραφία. Μπαίνεις γαι λίγο στην μηχανή του χρόνου και κοιτάς μέσα απο τα φινιστρίνια της.
Δημοσίευση σχολίου