BREECE D' J PANCAKE:
Έτσι
έχουν τα πράγματα
Η
Αλίνα στεκόταν κάτω από την τέντα του παγωτατζίδικου και χάζευε τη βροχή που
πότιζε το χώμα και έσκαβε μικρές λακκούβες σηκώνοντας συννεφάκια σκόνης. Όταν
σταμάτησε να βρέχει, τα αυτοκίνητα άρχισαν να βουίζουν στη λεωφόρο, χαμένα
στους στρόβιλους της ομίχλης. Η Αλίνα πλησίασε τη βιτρίνα, κόλλησε τη μύτη της
στο βρόμικο τζάμι και κοίταξε τα άδεια ψυγεία και τις ξεραμένες μύγες στα
περβάζια. Στο πάρκινγκ, πολύ πιο πέρα, είδε έναν τηλεφωνικό θάλαμο, όμως δεν
μπορούσε να τηλεφωνήσει στους γονείς της. Μ’ αυτή τη σκέψη τριγύριζε στον
χαλικόδρομο ανάμεσα σε πεταμένα καπάκια.
Κάθισε στην άκρη ενός σκαλιού δίπλα στην
πορσελάνινη βρύση και κοίταξε τον Χάρβι, που κοιμόταν με το κεφάλι γερμένο στο
παράθυρο του αυτοκινήτου. Τα λουριά της πιστολοθήκης του ήταν χαλαρά και
εξείχαν πάνω από τους ώμους του σαν ετοιμόρροπες αψίδες. Την έπιασε ναυτία και
προσπάθησε να τρίψει τα μάτια της χωρίς να μουτζουρωθεί. Δεν της άρεσε έτσι που
είχαν εξελιχθεί τα πράγματα, αλλά την ήξερε τον Χάρβι, ήταν αγύρυστο κεφάλι.
Γέλασε, είχε έρθει από τη Δυτική Βιρτζίνια για να δει καουμπόηδες, αλλά το μόνο
που έβλεπε γύρω της ήταν μια έκταση στρωμένη με χωράφια και φράκτες. Η
ανοιχτωσιά της έδινε μια αίσθηση ελευθερίας και ταυτόχρονα τη φόβιζε.
Ο Χάρβι σκίρτησε μες στον ύπνο του και το
κεφάλι του γλίστρησε στο τζάμι. Στο σαγόνι του είχε στάξει μια λευκή γραμμούλα
σάλιου. «Θες να οδηγήσεις» ρώτησε.
Η Αλίνα μπήκε στο αυτοκίνητο. «Όλη νύχτα
ήμουν ανήσυχη. Σήμερα η μαμά φτιάχνει κονσέρβες».
«Κοφ’ το» είπε. «Ήταν δικαίωμά σου να
φύγεις» Έσφιξε τα λουριά της πιστολοθήκης και ίσιαξε το μπουφάν του.
«Δηλαδή σ’ αρέσει αυτό που πας να
κάνεις;».
«Του αξίζει. Ας πρόσεχε».
«Έτσι και σε πιάσουν ξέχνα την αναστολή. Θα
φας πολλά χρόνια ακόμα».
«Παράτα με, μόλις ξύπνησα» είπε απλώνοντας
το χέρι να πιάσει ένα τσιγάρο.
Καθώς οδηγούσε ο Χάρβι, η Αλίνα έβλεπε την
καταχνιά να σηκώνεται, χωρίς όμως να εξατμίζεται όπως η υγρασία. Αντίθετα,
άφηνε ένα λεπτό στρώμα σκόνης στην ατμόσφαιρα, ενώ μπροστά, στο βάθος του
ορίζοντα, το τοπίο ήταν θολό απ’ άκρη σ’ άκρη. Την ώρα που περνούσαν έξω από
την Οκλαχόμα Σίτι, η ομίχλη πύκνωσε και η ζέστη άρχισε να κολλάει στο δέρμα
τους. Σταμάτησαν σε μια καντίνα. Ο Χάρβι βγήκε και η Αλίνα έσκυψε στο χάρτη,
για να δει τη διαδρομή που θα ακολουθούσαν. Σε ένα πλαίσιο στο πλάι, μια
φωτογραφία του Cowboy
Hall
of
Fame
τράβηξε
την προσοχή τους. Ο Χάρβι γύρισε με δυο ποτήρια καφέ και μια σακούλα με
σάντουιτς.
«Χαρβ» είπε η Αλίνα δείχνοντας τη
φωτογραφία «να πάμε».
Ο Χάρβι την κοίταξε, τη χούφτωσε στον
καβάλο και τη φίλησε. «Θα ‘χουμε μπόλικο καιρό μόλις ξεμπερδέψουμε».
Εκει που έτρωγαν, ο Χάρβι έβγαλε ένα
σημείωμα από το πουκάμισό του, το άφησε δίπλα στο χάρτη και το περι- εργάστηκε.
Έμεινε για πολλή ώρα σκεφτικός με το βλέμμα κολλημένο στο ταμπλό του
αυτοκινήτου. Η Αλίνα τον έβλεπε που φουρκιζόταν, αλλά δεν τολμούσε να του
ζητήσει να αλλάξει γνώμη. Ήλπιζε ότι ο Χάρβι δεν θα έκανε τη χαζομάρα να τον
σκοτώσει.
Ο Χάρβι έβαλε μπρος και μπήκαν σ’ έναν
στενό παράδρομο που έβγαζε σε μια φάρμα. Η Αλίνα χάζευε τα χωράφια, που, μες
δτη ζέστη που άναβε, απλώνονταν όλο και πιο επίπεδα όλο και πιο πλατιά. Μπροστά
ο ορίζοντας παρέμενε κρυμμένος στην ομίχλη. Μακάρι, σκεφτόταν η Αλίνα, μακάρι να
έβλεπα ένα καουμπόη.
Η
σκάλα ήταν άδεια και ήσυχη, όμως η Αλίνα, κοιτάζοντας τον Χάρβι, άρχισε πάλι να
χάνει την ψυχραιμία της. Ο Χάρβι παραπατούσε, δεν έβλεπε μπροστά του απ’ το
μεθύσι. Δέβηκαν δυο ορόφους και άνοιξαν την πόρτα. Το δωμάτιο τους, μίζερο και
στενάχωρο, έβλεπε στο δρόμο, όπου οι φανοστάτες είχαν πάρει ένα κιτρινιάρικο
χρώμα εξαιτίας της αμμοθύελλας . Ο Χάρβι έβγαλε το μπουφάν άνοιξε το σάκο του
και έβγαλε το ουίσκι. Το κορμί του έτρεμε και το περίστροφό του παλλόταν μες
στην πιστολοθήκη.
«Ρε Χάβρι, για όνομα του Θεού …» είπε η
Αλίνα και κάθισε στο κρεβάτι.
« Βούλωσ’ το»
Η σκηνή έπαιζε ακόμη στο μυαλό της: ο
άντρας να απλώνει το χέρι για χειραψία και ο Χάρβι να του φυτεύει τρεις σφαίρες
στο στήθος. «Φοβάμαι» και δεν μπορούσε να βγάλει από το νου της τη γρια που
καθάριζε φασολάκια στη βεράντα. Ποιος ξέρει, σκεφτόταν η Αλίνα, αν καθόταν
ακόμη στην ίδια θέση, ακίνητη, με το στόμα ανοιχτό και το γιο της στην αυλή
νεκρό.
«Βάλε να πιεις» είπε ο Χάρβι. Δεν έτρεμε
πια.
«Θα ξεράσω».
«Ξέρνα, γαμώ το στανιό μου!». Έτριψε
δυνατά το σβέρκο του.
Η Αλίνα έσκυψε στο νεροχύτη και κοίταξε τη
γούρνα, αλλά δεν βγήκε τίποτα απ’ το στομάχι της. «Και τώρα τι κάνουμε;».
«Καθόμαστε στ’ αυγά μας» απάντησε ο Χάρβι,
στραγγίζοντας το πρώτο ποτήρι και ψάχνοντας το μπουκάλι για το δεύτερο.
«Συγχώρα με που φοβάμαι» ψιθύρισε η Αλίνα
και άνοιξε τη βρύση για να πλυθεί.
«Τράβα να ξαπλώσεις» είπε ο Χάρβι.
Στεκόταν δίπλα στο παράθυρο.
Η Αλίνα κάθισε κοντά στον νεροχύτη και
κοίταξε τον Χάρβι.
Είχε
κατεβάσει το μισό ποτήρι και στηριζόταν στο παραθυ-ρόφυλλο. Δεν ήταν ο ίδιος
άνθρωπος που είχε γνωρίσει στο χωριό, πάνω στους λόφους. Τώρα της φαινόταν
ξερακιανός και μοχθηρός, τώρα καταλάβαινε ότι ήταν φονιάς, ότι το όπλο δεν το
κουβαλούσε για μόστρα. Το ένιωθε ξένο, ο έρωτάς τους έσβησε τόσο γρήγορα που η
Αλίνα δεν ήξερε αν είχανε ερωτευτεί καν ο ένας τον άλλο.
«Θα πάμε στο Μεξικό να παντρευτούμε» είπε
ο Χάρβι.
«Δεν μπορώ φοβάμαι».
Ο Χάρβι γύρισε προς το μέρος της. Απ’ τον
δρόμο ο φανοστάτης έλουζε το πρόσωπο και το στήθος του με μια κίτρινη λάμψη.
«Όσο ήμουν στη φυλακή» είπε «δυο πράγματα
περίμενα: να τον σκοτώσω και να σε παντρευτώ».
«Δεν γίνεται, Χάρβι. Δεν το είχα
καταλάβει».
«Τι; ‘Ότι σ’ αγαπούσα;»
«Για το άλλο…. Νόμιζα ότι δεν μιλούσες
σοβαρά».
«Πάντα μιλάω σοβαρά» είπε και ξαναγέμισε
το ποτήρι.
«Χριστέ μου, μακάρι να μην είχαν έρθει
έτσι τα πράγματα».
«Και τι θες; Να γυρίσεις στους λόφους, στο
χωριό;».
«Ναι, δεν την αντέχω αυτή την κατάσταση,
τη σιχαίνομαι».
Ο Χάρβισήκωσε το περίστροφο και τη
σημάδεψε. Καθιστή, η Αλίνα τον κοίταζε, έβλεπε τα μάτια του που είχαν ανοίξει
διάπλατα απ’ τον φόβο, και ύστερα έστριψε στο πλάι και άρχισε να ξερνάει
κίτρινη χολή. Όταν σταμάτησε να βήχει, σκούπισε τα χείλη της, και τότε ο Χάρβι
σωριάστηκε στη γωνιά με το πιστόλι να κρέμεται απ’ το χέρι του.
«Πουτάνα» ψέλλισε «Τώρα που σ’ έχω ανάγκη,
κάνεις σαν πουτάνα». Έπιασε το περίστροφο και κόλλησε την κάνη στον κρόταφό
του, αλλά η Αλίνα τον είδε που χαμογελούσε. Ο Χάρβι ξεφύσηξε και έχωσε το
πιστόλι στη θήκη.
«Πάω να πιω» είπε και σηκώθηκε «Κάνε ό,τι καταλαβαί-νεις. Δεν
πρόκειται να ξαναγυρίσω». Βγήκε απ’ το δωμάτιο, και όπως διέσχιζε το διάδρομο,
η Αλίνα τον άκουγε να κουτουλάει στους τοίχους.
Η Αλίνα πλύθηκε και άναψε το φως. Τα μάτια
της ήταν κόκκινα κι αποκάτω διαγράφονταν κύκλοι. Τα χείλη της είχαν σκάσει.
Βάφτηκε και βγήκε.
Καθώς περπατούσε ο άνεμος έφερνε στα πόδια
της άμμο και παλιόχαρτα. Στη βιτρίνα μιας καφετέριας έγραφε: «Ζητείται σερβιτόρα».
Η Αλίνα μπήκε και ζήτησε μπίρα. Η κοπέλα πίσω απ’ τον πάγκο την κοίταζε
βαριεστημένη.
«Ψάχνετε σερβιτόρα;».
«Όχι για τώρα για την πρωινή βάρδια. Έλα
το πρωί και ζήτα τον Πιτ. Μάλλον θα σε πάρει».
«Ευχαριστώ» είπε και ρούφηξε μια γουλιά.
Στο βάθος υπήρχε ένας τηλεφωνικός θάλαμος.
Η Αλίνα έπιασε το ποτήρι της, πήγε στο τηλέφωνο και σήκωσε το ακουστικό.
Σχημάτισε τον αριθμό και ύστερα από δυο χτυπήματα της απάντησαν.
«Γεια σου, μαμά».
«Αλίνα … ακούστηκε μια τρεμάμενη φωνή.
«Μαμά, είμαι στο Τέξας. Ήρθα με τον
Χαρβι».
«Τριγυρνάς ακόμη μ’ αυτόν την αλήτη …
Εμείς φταίμε που σε κακομάθαμε».
«Δεν θέλω να ανησυχείτε για μένα».
Ακολούθησε μεγάλη παύση. «Αλίνα, γύρνα
σπίτι».
«Δεν γίνεται μαμά. Βρήκα δουλειά. Υπέροχα
νέα, έ;».
. «Το πάνω ράφι της κουζίνας δεν βάσταξε,
έσπασε κι έκανε τον τόπο χάλια. Ανησυχώ. Είναι κακό σημάδι.
«Όχι μαμά, δεν είναι τίποτα, όλα καλά, τ’
ακούς; Βρήκα δουλειά».
«Τα βάζα που γεμίσαμε έγιναν όλα θρύψαλα».
«Δεν πειράζει, μαμά, έχεις κι άλλα, δεν θα
ξεμείνεις».
«Ναι, μπορεί».
«Πρέπει να κλείσω, μαμά. Σ’ αγαπάω».
Η Αλίνα κατέβασε το ακουστικό.
Το βράδυ ο καιρός μαλάκωσε. Η πιο πολλή
άμμος είχε αρχίσει να κατακάθεται και στροβιλιζόταν δίπλα στα χαντάκια.
Πηγαίνοντας προς το ξενοδοχείο η Αλίνα ένιωθε καλύτερα. Ο Χάρβι είχε φύγει,
αλλά δεν την ένοιαζε. Είχε βρει δουλειά και βρισκόταν στο Τέξας.
Την ώρα που περνούσε απ’ το χολ του
ξενοδοχείου, ο υπάλληλος της χαμογέλασε και αυτό της άρεσε. Όμως στο
πλατύσκαλο, έξω απ’ το δωμάτιο την περίμενε ο Χάρβι. Γύρω απ’ τα παπούτσια του
υπήρχαν πεταμένες γόπες. Φαινόταν ράκος, σκέτο ερείπιο.
«Γύρισα να ζητήσω σγγνώμη» είπε κι έκανε
να την αγκαλιάσει. Η Αλίνα τον έσπρωξε.
«Ισχύει αυτό που είπαμε. Θα μείνω εδώ».
«Το αποφάσισες;».
Η Αλίνα έγνεψε «ναι». «Βρήκα δουλειά,
τηλεφώνησα και στους γονείς μου. Όλα εντάξει».
«Πάμε στο δωμάτιο να μιλήσουμε;».
«Πάμε» απάντησε η Αλίνα.
«Ας μιλήσουμε, λοιπόν» είπε ο Χάρβι και,
απλώνοντας το χέρι να πιάσει ένα τσιγάρο, το μπράτσο του χάιδεψε το περίστροφο.
___________________________
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου