Ειρένας Ιωαννίδου-Αδαμίδου*
ΤΟ ΣΚΥΛΙ
Το βλέπω έξω, σε κάποια
σκιά του κήπου, να κάθεται και να
κοντανασαίνει το γέρικο
πιστό σκυλί μας. Δεν ξέρω πως έτυχε να
σταματήσω απάνω του το
βλέμμα μου τούτη τη φορά. Πάντα το ‘βλεπα
σαν κάτι ασήμαντο, μια
φτηνή ζωή που περνούσε διακριτικά κι αθόρυβα
στο περιθώριο της
αδικίας μας. Γιατί ποτέ δεν είχε το θάρρος να ζήσει
σαν κανονικό σκυλί
ανάμεσά μας. Απ’ την αρχή –κουταβάκι σχεδόν όταν
μας το ‘φεραν- τ’ αποπαίρναμε όλοι για χατίρι μου, επειδή
από μικρή
είχα ένα παθολογικό φόβο
για τα ζώα, κι ιδιαίτερα τα σκυλιά. Γι αυτό
φιλικές διαθέσεις δεν
έδειξα ποτέ στο δικό μας, για να μη κακομάθει.
Ούτε κι εχθρικές. Τ’ άφηνα απαρατήρητο, να πηγαινοέρχεται στον
κήπο,
να κυνηγά τις γάτες και
τα ξένα σκυλιά, να τρομάζει τους επισκέπτες.
Καμιά φορά στεκότανε
μπροστά μου και κουνούσε την ουρά. Τότε μου
ερχότανε να του χαμογελάσω σα σε άνθρωπο – ήταν ένα
λυκόσκυλο
σπάνιας λεβεντιάς και
εξυπνάδας- όμως κάτι με συγκρατούσε την
τελευταία στιγμή, κείνος
ο ανόητος φόβος μη πάρει θάρρος και πηδήξει
απάνω μου. Νόμιζα πως αν
γινότανε κάτι τέτοιο, θα πέθαινα την ίδια
ώρα.
Θυμάμαι που γαύγιζε για
μ’ αποχαιρετίσει κάθε πρωί που ξεκίναγα για
τον σχολείο με το
ποδήλατο. Σταματούσε, όμως, κάποια στιγμή σαν να
θυμόταν ξαφνικά πως το
φοβόμουν. Μια μέρα, ωστόσο, ξεχάστηκε, ήρθε
πολύ κοντά και πάσκισε
ν’ αρπάξει με το πόδι του τις ακτίνες της πίσω
ρόδας. Εγώ τα ‘χασα παρά
λίγο να πέσω. Τίναξα πίσω το πόδι και το
κλώτσησα μ’ όλη μου τη
δύναμη. Άκουσα το σπαραχτικό ουρλιαχτό του
καθώς έβγαινα από τον
κήπο. Ούτε γύρισα να το κοιτάξω, ξεμάκρυνα
όσο πιο γρήγορα
μπορούσα. Το μεσημέρι που γύρισα, μόλις μ’ αντίκρισε
έτρεξε να κρυφτεί.
Πρόσεξα πως πήγαινε στραβά, κάτι γερό του ‘χε
αφήσει η κλωτσιά μου.
Ένιωσα ξαφνικά τύψεις. Πήγα και το βρήκα κάτω
απ’ το δέντρο που ‘χε
καταφύγει. Στάθηκα λίγο μακριά του.
--Πόνεσες; Του λέω.
Σαν να κατάλαβε, άνοιξε
το στόμα σ’ ένα σκυλίσιο, πολύ εκφραστικό
παράπονο.
--Λυπάμαι! Του ξαναλέω.
Τότε σηκώθηκε, στύλωσε
τα μάτια πάνω μου, σαν να ‘θελε να μ’
αποκριθεί και βάλθηκε να
κουνά την ουρά του. Ο φόβος πάλι με
σταμάτησε και δεν τ’
αγκάλιασα. Του γύρισα τη ράχη κι έτρεξα στο σπίτι.
Από κείνη την ημέρα
πρόσεχα τη συμπεριφορά μου απέναντί του, το
λογάριαζα πιο πολύ από
πρώτα, καταλάβαινα πως, άθελά μου, είχα κάνει
ένα βήμα μπροστά κι αυτό
μ’ ευχαριστούσε. Όμως ο φόβος μου έμενε
πάντα φόβος.
Μονάχα τώρα, έτσι καθώς
το βλέπω, γέρικο πια αποκαμωμένο, να
βαρυανασαίνει στη σκιά
του κήπου, νοιώθω για κείνο μια παράξενη
τρυφεράδα. Αναμετρώ τα
χρόνια που βρίσκεται μαζί μας … δεκατέσσερα
θαρρώ. Λένε πως μέχρι
εκεί πάνε τα σκυλιά, το πολύ δεκαπέντε. Σε λίγο
θα πεθάνει…, συλλογιέμαι
και νοιώθω ξαφνικά απέραντη θλίψη.
Σηκώνομαι και πάω κοντά
του. Δεν κουνιέται πια άμα με βλέπει, δεν έχει
δύναμη να πολυστέκεται
στα πόδια του. Χαμηλώνω γω για να το φτάσω.
Με κοιτάζει με τα πράα
μάτια του που λάμπουν ακόμα σαν νεανικά. Για
πρώτη φορά απλώνω
αυθόρμητα το χέρι και το χαϊδεύω ανάμεσα στ’
αφτιά. Ούτε και τώρα
σαλεύει.
--Μη πεθάνεις! Του λέω
σιγά, σαν να ‘ναι κάτι που εξαρτάται από το
ίδιο.
Τρεμοπαίζει τα βλέφαρα,
γέρνει λίγο το κεφάλι απ’ τη μια μεριά χωρίς
να με κοιτάζει. Θαρρώ
πως θέλει να μ’ αποκριθεί: «Τι να γίνει… μήπως
μπορώ να κάνω τίποτα;».
--Μα εγώ σ’ αγαπώ! … του
ξαναλέω. Δεν θέλω να πεθάνεις.
Βγάζει δειλά τη γλώσσα
και μου γλείφει το χέρι, απαλά, πολύ
διακριτικά. Δεν τ’
αποτραβώ, δεν νοιώθω πια τρόμο στο άγγιγμά του. Σε
λίγο ξαπλώνει ανάσκελα,
στραβώνει τα πόδια μπροστά, κλείνει τα μάτια.
Σηκώνομαι να φύγω,
αθόρυβα, να μη ταράξω τον ύπνο του. Να βλέπει
τάχα και κείνο όνειρα
όπως εμείς;
--Θα λυπηθώ άμα
πεθάνεις, να το ξέρεις! Του λέω μια στερνή φορά.
Μπορεί και να κλάψω
ακόμα!
Καθώς ξαναμπαίνω στο
σπίτι νοιώθω κιόλας υγρά τα μάτια μου…
---------------------------------
κύπριους λογοτέχνες. Πολυσύνθετο ταλέντο και πολυγραφότατη. Έγραψε διηγήματα, μυθιστορήματα, θεατρικά έργα, τηλεοπτικές σειρές και σενάρια για ταινίες. Βγήκε στα γράμματα από 16 ετών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου