του Ντίνου Χριστιανόπουλου
Μια φορά κι έναν καιρό, εδώ και
δυόμιση χιλιάδες χρόνια, ήταν ένας βασιλιάς που τον έλεγαν Κλεισθένη, κι ήθελε
να παντρέψει τη μοναχοκόρη του. Στέλνει λοιπόν ανθρώπους του σε όλα τα
βασίλεια, να διαλαλήσουν την απόφασή του: εκείνοι που ήθελαν την όμορφη βασιλοπούλα,
να μαζευτούνε στο παλάτι του∙ εκεί θα έκαναν αγώνες και τσιμπούσια, κι ο
βασιλιάς θα διάλεγε στο τέλος τον καλύτερο. Σαν τ' άκουσαν αυτό τα βασιλόπουλα,
ξεκίνησαν για το παλάτι του Κλεισθένη. Άλλος ξεχώριζε για ομορφιά, άλλος για
την παλικαριά του, άλλος για την καταγωγή του και άλλος για τα πλούτη του. Μα
απ' όλους ξεχώριζε ο Ιπποκλείδης, το πρώτο της Αθήνας αρχοντόπουλο, που έσκιζε
σε ομορφιά και τσαχπινιά. Αυτόν τον συμπαθούσε ιδιαίτερα ο Κλεισθένης.
Σαν ήρθε ο καιρός να γίνει η κρίση,
κι αφού τελειώσαν οι αγώνες, ο βασιλιάς οργάνωσε συμπόσια και γλέντια. Τρεις
μέρες τρώγαν κι έπιναν με μουσικούς και αυλητρίδες∙ και ξαφνικά την τρίτη μέρα,
σηκώνεται ο Ιπποκλείδης μες στη σούρα του κι αρχίζει να χορεύει ένα χορό από
αυτούς που ξέραν μόνοι οι ηνίοχοι, και δος του να λυγάει μαργιόλικα τη μέση
του, και δος του οι άλλοι ένα γύρο παλαμάκια. Ύστερα σάλταρε επάνω στο τραπέζι,
στηρίχτηκε με το κεφάλι κάτω κι άρχισε να χορεύει με τα πόδια στον αέρα, χωρίς
ούτε στιγμή να χάσει την ισορροπία του. Σε λίγο κατεβαίνει, αρπάζει το τραπέζι
με τα δόντια του και το σηκώνει αψηλά, κι αρχίζει να χορεύει έναν κόρδακα,
δίχως ν' αφήσει να του πέσει ούτε ένα κύπελλο. Όλοι κρατούσαν την αναπνοή τους
από θαυμασμό - ποιος να φανταζόταν τόση μαγκιά μες στο παλάτι! Μα ο Κλεισθένης,
βλέποντάς τα όλα αυτά, άφριζε μέσα του απ' το κακό του. Όσο κι αν συμπαθούσε το
αρχοντόπουλο, τον διάδοχο τον ήθελε συμμαζεμένο και κιμπάρη, όχι μαγκάκι των
χαμαιτυπείων. Γι' αυτό και μόλις τέλειωσε ο χορός, κατέβηκε οργισμένος απ' το
θρόνο του και είπε στον Ιπποκλείδη: «Κρίμα, λεβέντη μου∙ μ' αυτά σου τα
καμώματα έχασες και το θρόνο και τη νύφη». Κι ο Ιπποκλείδης τού απάντησε κοφτά:
«Σκασίλα μου!»Έτσι έχασε και πλούτη και τιμές, για ένα κέφι, μα κέρδισε όλων τις καρδιές ο Ιπποκλείδης. Και έμεινε αθάνατος στην ιστορία, πρώτος ρεμπέτης του ντουνιά.
*Από τα μικρά πεζά ΟΙ ΡΕΜΠΕΤΕΣ ΤΟΥ ΝΤΟΥΝΙΑ (Ιανός, Θεσσαλονίκη 2004)
______________________________________________
Σημείωση:
Βασίζεται
σε περιστατικό που έχει διασώσει ο Ηρόδοτος και διαδραματίστηκε κατά τη
διαδικασία επιλογής γαμπρού για την κόρη του Αγαρίστη από τον τύραννο Κλεισθένη
της Σικυώνας (σημερινό Κιάτο). Προσέτρεξαν δεκατέσσερα αρχοντόπουλα από πολλές περιοχές
της Ελλάδας. Ο Κλεισθένης επέλεξε τον Αθηναίο Ιπποκλείδη γιο του άρχοντα
Τεισάνδρου και φύλαξε να ανακοινώσει την επιλογή του σε μεγάλο γλέντι με εκατό
βόδια για τους μνηστήρες και όλους τους Σικυωνίους. Εκεί, όταν ήπιαν, ο
Ιπποκλείδης κάλεσε τον αυλητή και άρχισε να χορεύει, κάτι που δεν άρεσε πολύ
στον Κλεισθένη. Όταν δε ζήτησε ένα τραπέζι και συνέχισε το χορό ανεβαίνοντας σε
αυτό, ο Κλεισθένης θεώρησε αναίδεια το χορό. Ιδιαίτερα δε, όταν ο Ιπποκλείδης
χόρεψε ισορροπώντας, στηρίζοντας το κεφάλι του στο τραπέζι, και «χειρονόμησε»
με τα πόδια του (όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος), ο Κλεισθένης εξερράγη και του είπε:
«Ω παι Τεισάνδρου, απόρχησαο γε μεν τον γάμον!» (Ω γιε του Τεισάνδρου, με το
χορό σου έχασες τον γάμο) και ο Ιπποκλείδης του απάντησε: «Ου φροντίς
Ιπποκλείδη» (δε τον νοιάζει τον Ιπποκλείδη), μια φράση που ο Ηρόδοτος αναφέρει
ότι έμεινε παροιμιώδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου