14 Απριλίου 1947. O Γουίλιαμ Φόκνερ έχει προσκληθεί να
δώσει σειρά διαλέξεων στους φοιτητές του Πανεπιστημίου του Μισισιπή. Το
πανεπιστήμιο προσφέρει στον Φόκνερ διακόσια πενήντα δολάρια με αντάλλαγμα τις
αυθόρμητες σκέψεις, το απόσταγμα των εμπειριών και την αίγλη που τον συνοδεύει.
Ο Φόκνερ συναινεί υπό όρους: οι φοιτητές δεν θα κρατήσουν σημειώσεις· οι
συζητήσεις θα διεξαχθούν κεκλεισμένων των θυρών για το εκπαιδευτικό προσωπικό.
Ομως η παρουσία του συγγραφέα στο γνώριμο περιβάλλον του πανεπιστημίου όπου είχε φοιτήσει για σύντομο χρονικό διάστημα μετά το πέρας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, θα λειτουργήσει ως άλλοθι για τη χαλάρωση και, τελικά, την παραβίαση των αυστηρών προϋποθέσεων που έθεσε ο Φόκνερ. Οχι μόνο οι καθηγητές θα είναι αυτήκοοι μάρτυρες και οι φοιτητές θα καταγράψουν και το τελευταίο κόμπιασμα του εξέχοντος ομιλητή, αλλά και ο Μάρβιν Μπλακ, υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων του πανεπιστημίου, θα δημοσιεύσει δελτίο Τύπου, συνοψίζοντας όσα ειπώθηκαν ανάμεσα στον συγγραφέα και στους παρευρισκομένους.
Απαντώντας στην ερώτηση ενός εκ των φοιτητών αναφορικά με τη θέση του στην ιεραρχία των σημαντικότερων εν ζωή Αμερικανών πεζογράφων, ο Φόκνερ τοποθέτησε τον εαυτό του κάτω από τον Τόμας Γουλφ του αριστουργηματικού «Γύρνα σπίτι, άγγελέ μου», και πάνω από τον Ντος Πάσος, τον Χέμινγουεϊ και τον Στάινμπεκ. Πρόσθεσε επίσης ότι έβαλε τον Χέμινγουεϊ στην τέταρτη θέση διότι πίστευε ότι δεν διέθετε το απαραίτητο θάρρος. Ο Χέμινγουεϊ δεν συγχώρησε τον Φόκνερ για την αποστροφή του, ούτε όταν ο δεύτερος απολογήθηκε με δύο επιστολές στις οποίες διευκρίνισε ότι αναφερόταν στο συγγραφικό θάρρος του και όχι στο θάρρος του ως άνδρα, όπως είχε πιστέψει αρχικά ο Χέμινγουεϊ, όντας μονίμως ευαίσθητος απέναντι σε οτιδήποτε μπορούσε να πλήξει την προστατευμένη εικόνα του ανδρισμού του.
Στη μία γωνιά του ρινγκ ο Γουίλιαμ Φόκνερ, ιδιοκτήτης της φανταστικής πολιτείας της Γιοκναπατούφα, της λογοτεχνικής μικρογραφίας του ρημαγμένου από τον Εμφύλιο και δέσμιου των συντηρητικών ηθών αμερικανικού Νότου, ο ρωμαλέος πεζογράφος με την παράφορη πρόζα, που προσπαθούσε να συμπεριλάβει όλο τον κόσμο σε μία πρόταση. Και στην άλλη γωνιά, ο κοσμογυρισμένος Ερνεστ Χέμινγουεϊ, που έγραφε για ό,τι ζούσε και ζούσε για να γράφει, ο μινιμαλιστής χρονικογράφος της παραλογισμένης Ευρώπης, ο καλλιτέχνης που φρόντιζε τη δημόσια περσόνα του το ίδιο σχολαστικά με τις απέριττες προτάσεις του.
Στην παρούσα μελέτη του ο Joseph Fruscione, καθηγητής αγγλικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Τζορτζτάουν, έχοντας αναδιφήσει στα βιβλία, στην αλληλογραφία και την αρθρογραφία των δυο εμβληματικών Αμερικανών συγγραφέων, αναδεικνύει την ανεξίτηλη επιρροή που άσκησε ο ένας στον άλλον, τόσο μέσω των έργων τους όσο, κυρίως, εξαιτίας του αναπόφευκτου ανταγωνισμού, στις σπείρες του οποίου παγιδεύτηκαν από νωρίς αμφότεροι.
Ο Φόκνερ θεωρούσε ότι ο Χέμινγουεϊ είχε τελειοποιήσει ένα συγκεκριμένο στυλ γραφής και είχε θωρακιστεί πίσω απ’ αυτό, αρνούμενος να εξελιχθεί ως συγγραφέας, να πειραματιστεί και να αποτύχει ένδοξα. Αντίστοιχα, ο Χέμινγουεϊ κατηγορούσε τον Φόκνερ για έλλειψη πειθαρχίας και γλωσσική αμετροέπεια· στις εξάρσεις μνησικακίας που τον καταλάμβαναν συχνά ύστερα από τις δηλώσεις του Φόκνερ στο Πανεπιστήμιο του Μισισιπή, υποδείκνυε τον αλκοολισμό του αντιπάλου του ως την κυριότερη αιτία για τις αφηγηματικές αμετρίες, τα ανοιχτά φινάλε στις ιστορίες του και την αχαλίνωτη ροή της συνείδησης που πλημμυρίζει τα πεζά του.
Ακόμη κι αν ο Φόκνερ δεν δίστασε πολλές φορές να εκφράσει δημόσια τον θαυμασμό του για το ταλέντο του Χέμινγουεϊ, για να εισπράξει με τη σειρά του ανάλογα εγκώμια από τον άσπονδο φίλο του, ο καθένας τους θεωρούσε ότι το έργο του ήταν ο καθρέφτης των αδυναμιών του άλλου και πίστευε ότι ο ανταγωνιστής του όφειλε να διδαχτεί από αυτό.
Σε αντίθεση με τον οξύθυμο, απρόβλεπτο και συχνά πικρόχολο Χέμινγουεϊ, ο Φόκνερ ήταν μετριοπαθής στις αντιδράσεις του και φρόντιζε να τηρεί αμυντική στάση στις λεκτικές κοκορομαχίες τους, προκειμένου να μην αποκλίνει από το πρότυπο του αποστασιοποιημένου και θρησκευτικά αφοσιωμένου στην τέχνη του συγγραφέα. Παράλληλα, ήταν ο μοναδικός Αμερικανός πεζογράφος του οποίου το έργο έκανε τον Χέμινγουεϊ να αισθάνεται μειονεκτικά. Ηταν τέτοια η ταραχή που του προκαλούσε ο παραγωγικός και πολυβραβευμένος Φόκνερ, ώστε ακόμη κι όταν ο δεύτερος επαίνεσε το «Ο γέρος και η θάλασσα» με κριτική του στην επιθεώρηση Shenandoah, ο Χέμινγουεϊ εξέλαβε το κείμενο ως άλλο ένα τέχνασμα του πανούργου Φόκνερ, που στόχευε στη διατράνωση της συγγραφικής του ανωτερότητας.
Ομως η παρουσία του συγγραφέα στο γνώριμο περιβάλλον του πανεπιστημίου όπου είχε φοιτήσει για σύντομο χρονικό διάστημα μετά το πέρας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, θα λειτουργήσει ως άλλοθι για τη χαλάρωση και, τελικά, την παραβίαση των αυστηρών προϋποθέσεων που έθεσε ο Φόκνερ. Οχι μόνο οι καθηγητές θα είναι αυτήκοοι μάρτυρες και οι φοιτητές θα καταγράψουν και το τελευταίο κόμπιασμα του εξέχοντος ομιλητή, αλλά και ο Μάρβιν Μπλακ, υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων του πανεπιστημίου, θα δημοσιεύσει δελτίο Τύπου, συνοψίζοντας όσα ειπώθηκαν ανάμεσα στον συγγραφέα και στους παρευρισκομένους.
Απαντώντας στην ερώτηση ενός εκ των φοιτητών αναφορικά με τη θέση του στην ιεραρχία των σημαντικότερων εν ζωή Αμερικανών πεζογράφων, ο Φόκνερ τοποθέτησε τον εαυτό του κάτω από τον Τόμας Γουλφ του αριστουργηματικού «Γύρνα σπίτι, άγγελέ μου», και πάνω από τον Ντος Πάσος, τον Χέμινγουεϊ και τον Στάινμπεκ. Πρόσθεσε επίσης ότι έβαλε τον Χέμινγουεϊ στην τέταρτη θέση διότι πίστευε ότι δεν διέθετε το απαραίτητο θάρρος. Ο Χέμινγουεϊ δεν συγχώρησε τον Φόκνερ για την αποστροφή του, ούτε όταν ο δεύτερος απολογήθηκε με δύο επιστολές στις οποίες διευκρίνισε ότι αναφερόταν στο συγγραφικό θάρρος του και όχι στο θάρρος του ως άνδρα, όπως είχε πιστέψει αρχικά ο Χέμινγουεϊ, όντας μονίμως ευαίσθητος απέναντι σε οτιδήποτε μπορούσε να πλήξει την προστατευμένη εικόνα του ανδρισμού του.
Στη μία γωνιά του ρινγκ ο Γουίλιαμ Φόκνερ, ιδιοκτήτης της φανταστικής πολιτείας της Γιοκναπατούφα, της λογοτεχνικής μικρογραφίας του ρημαγμένου από τον Εμφύλιο και δέσμιου των συντηρητικών ηθών αμερικανικού Νότου, ο ρωμαλέος πεζογράφος με την παράφορη πρόζα, που προσπαθούσε να συμπεριλάβει όλο τον κόσμο σε μία πρόταση. Και στην άλλη γωνιά, ο κοσμογυρισμένος Ερνεστ Χέμινγουεϊ, που έγραφε για ό,τι ζούσε και ζούσε για να γράφει, ο μινιμαλιστής χρονικογράφος της παραλογισμένης Ευρώπης, ο καλλιτέχνης που φρόντιζε τη δημόσια περσόνα του το ίδιο σχολαστικά με τις απέριττες προτάσεις του.
Στην παρούσα μελέτη του ο Joseph Fruscione, καθηγητής αγγλικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Τζορτζτάουν, έχοντας αναδιφήσει στα βιβλία, στην αλληλογραφία και την αρθρογραφία των δυο εμβληματικών Αμερικανών συγγραφέων, αναδεικνύει την ανεξίτηλη επιρροή που άσκησε ο ένας στον άλλον, τόσο μέσω των έργων τους όσο, κυρίως, εξαιτίας του αναπόφευκτου ανταγωνισμού, στις σπείρες του οποίου παγιδεύτηκαν από νωρίς αμφότεροι.
Ο Φόκνερ θεωρούσε ότι ο Χέμινγουεϊ είχε τελειοποιήσει ένα συγκεκριμένο στυλ γραφής και είχε θωρακιστεί πίσω απ’ αυτό, αρνούμενος να εξελιχθεί ως συγγραφέας, να πειραματιστεί και να αποτύχει ένδοξα. Αντίστοιχα, ο Χέμινγουεϊ κατηγορούσε τον Φόκνερ για έλλειψη πειθαρχίας και γλωσσική αμετροέπεια· στις εξάρσεις μνησικακίας που τον καταλάμβαναν συχνά ύστερα από τις δηλώσεις του Φόκνερ στο Πανεπιστήμιο του Μισισιπή, υποδείκνυε τον αλκοολισμό του αντιπάλου του ως την κυριότερη αιτία για τις αφηγηματικές αμετρίες, τα ανοιχτά φινάλε στις ιστορίες του και την αχαλίνωτη ροή της συνείδησης που πλημμυρίζει τα πεζά του.
Ακόμη κι αν ο Φόκνερ δεν δίστασε πολλές φορές να εκφράσει δημόσια τον θαυμασμό του για το ταλέντο του Χέμινγουεϊ, για να εισπράξει με τη σειρά του ανάλογα εγκώμια από τον άσπονδο φίλο του, ο καθένας τους θεωρούσε ότι το έργο του ήταν ο καθρέφτης των αδυναμιών του άλλου και πίστευε ότι ο ανταγωνιστής του όφειλε να διδαχτεί από αυτό.
Σε αντίθεση με τον οξύθυμο, απρόβλεπτο και συχνά πικρόχολο Χέμινγουεϊ, ο Φόκνερ ήταν μετριοπαθής στις αντιδράσεις του και φρόντιζε να τηρεί αμυντική στάση στις λεκτικές κοκορομαχίες τους, προκειμένου να μην αποκλίνει από το πρότυπο του αποστασιοποιημένου και θρησκευτικά αφοσιωμένου στην τέχνη του συγγραφέα. Παράλληλα, ήταν ο μοναδικός Αμερικανός πεζογράφος του οποίου το έργο έκανε τον Χέμινγουεϊ να αισθάνεται μειονεκτικά. Ηταν τέτοια η ταραχή που του προκαλούσε ο παραγωγικός και πολυβραβευμένος Φόκνερ, ώστε ακόμη κι όταν ο δεύτερος επαίνεσε το «Ο γέρος και η θάλασσα» με κριτική του στην επιθεώρηση Shenandoah, ο Χέμινγουεϊ εξέλαβε το κείμενο ως άλλο ένα τέχνασμα του πανούργου Φόκνερ, που στόχευε στη διατράνωση της συγγραφικής του ανωτερότητας.
Από άρθρο του ΛΕΥΤΕΡΗ ΚΑΛΟΣΠΥΡΟΥ βασισμένο στο αμετάφραστο στην ελληνική βιβλίο του JOSEPH FRUSCIONE: Faulkner and Hemingway, Biography ofA Literary Rivalry
εκδ. The Ohio State University Press, σελ. 264
εκδ. The Ohio State University Press, σελ. 264
Που
δημοσίευσε Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ στις 30-11-2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου