Σημείωση:
φαίνεται πως οι Σποράδες έχουν προϊστορία με τους χιονιάδες. Και ένας
τέτοιος έχει περισωθεί και περιγράφεται με
πολύ γλαφυρό τρόπο από την πέννα του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη του έτερου μεγάλου
μας Σκιαθίτη συγγραφέα. Το κείμενο αλίευσα και
πληκτρολόγησα (δυστυχώς μονοτονικά) από το διήγημά του «Βαρυχειμωνιά»( 1891).
Αλέξανδρου
Μωραϊτίδη:
ΒΑΡΥΧΕΙΜΩΝΙΑ
Όταν εξημέρωσε,
το χωρίον ευρέθη κουκουλλωμένον από ένα άσπρο-άσπρο χιόνι. Και δεν ήτο ολίγον
το λευκόν του χειμώνος προϊόν. Είχεν, αν αγαπάτε, τριών σπιθαμών πάχος, αρκετόν
ώστε να βυθίζονται οι πόδες των διαβατών μέχρι του γόνατος, και να διακοπεί η
συγκοινωνία των γυναικών μετά των φούρνων και των κήπων, των μόνων οδοιπορικών
γραμμών, αίτινες εις τα χωρία διατελούσιν υπό την αποκλειστικήν χρήσιν των
γυναικών.
Οδοί και
στενωποί και καταλύματα, όλα έγιναν έν λευκότατον και καθαρώτατον στρώμα, μέσα
από το οποίον ανέκυπτον οι οικίσκοι του χωρίου, λευκοί και αυτοί ως κύκνοι
εντός παγωμένης λίμνης.
Τα πτηνά
εσάστισαν απολέσαντα το προσφιλές των πράσινον χρώμα της χλόης και με
ημικλείστους τας πτέρυγας εσύροντο, εσύροντο, και είτα εκοκκάλωναν,
ημιβυθιζόμενα επί της αφράτης χιόνος, αν δεν επρολάμβανον να πετάξωσιν επί της αμμώδους
παραλίας, ήτις -μια λωρίδα μόνον- έμενεν
ελευθέρα ως τεφρόχρουν πλαίσον της λευκής εικόνος.
Αι θύραι των χθαμαλών οικιών ήσαν ημίχωστοι εις την
χιόνα, επί δε των στεγών εσωρεύθησαν βαρείς όγκοι στρογγυλούμενοι εύμορφα προς
τα εμπρός και κλίνοντες προς τα γεισώματα, όμοιοι προς τα ρευστά σώματα, σαν
άσπρα σύσύννεφα, τα οποία έμελλον, λέγεις, να καταρρεύσωσι, κι’ επάγωσαν μετά
την πρώτην κλίσιν των.
Το λευκόν
θέαμα ήτο ιδίως γραφικόν εν τη μικρά της πόλεως αγορά, όπου αι αναδενδράδες επί
ξυλίνων δοκών σκιάζουσι το θέρος τας
εισόδους των καφενείων μέχρι του κρηπιδώματος της ακτής. Ήδη τα άφυλλα κλήματα, τα προτείνοντα ατάκτως και περιπλέγδην τας
γυμνάς κληματίδας των, εφορτώθησαν ως με
χιονώδεις χονδράς δαντέλλας, ως με αφρωτούς βαμβακερούς κροσσούς, άλλους ως
φούντες και άλλους ως λοφιάς, ώστε
εσχηματίσθησαν έκπαγλοι αποκρυσταλλώσεις, οποίαι γίνονται εμβπτιζομένων των
φυτών εις τα λουτρά της Αιδηψού, τόσον δε ηραιωμένη ήτο και αραχνοϋφής εκεί επάνω
η χιών, ώστε ηδύνατο να εκλάβη τις αυτήν
ως άνθος και φύλλα των αναδενδράδων
χειμερινά εξ αλαβάστρου, άτινα μάτην θα προσεπάθει να να φανταστεί η
τέχνη. Μερικά μάλιστα απεξηραμμένα τσαμπιά σταφυλών , χιονισθέντα ήδη και
κρεμάμενα μαρμάρινα υπό μαρμαρίνην
χιονόλευκον στοάν, παρίστων ωραίας ρώγας χιονώδεις, αι οποίαι ίσως δεν θα
εξηπάτων τα πτηνά, ως συνέβη τούτο επί εζωγραφισμένων σταφυλών του αρχαίου
ζωγράφου, αλλά θα επεθύμει τις όμως να τας επιπίλιζε πρωί-πρωί μετά ιδιαιτέρας
ηδυπαθείας παγωτού.
Αλλά και
μικρά τινα πλοιάρια, αγκυροβολημένα εκεί εμπρός συνεπλήρουν την χιονώδη εικόνα των
φανταστικών δημιουργημάτων της νυκτός εκείνης, ανυψούντα χιονισμένους ιστούς ,
με αλαβάστρινα προσδεδενένους σχοινία, ενώ αι κωπασταί αυτών μετεμορφώθησαν εις
έντεχνα ναυπηγικής στολίσματα, έργα μυστικά της απαλής του χειμώνος κόρης. Όσα
δε πάλιν ήσαν προσδεδεμένα εγγύς της χιονισμένης αποβάθρας ενόμιζε τις ότι
εφόρτωνον χιόνι.
Ο άνεμος
είχε κοπάσει πλην ο ουρανός ήτο φαιός ακόμη
και κάτωχρος , ως όταν χιονίζη, όλος μίαν συνεχή νεφελώδη μάζαν
αποτελών, εν η δεν διεκρίνετο χαραυγή
τις, ουδέ η θέσις του ηλίου, όστις προ πολλού είχεν ανατείλει. Ενίοτε δε
ενεφανίζοντο ακόμη καμαρωταί-καμαρωταί, αραιαί τινές νιφάδες, απαλαί, αβραί και αστεροειδείς, πάλλευκα,
λέγεις, αστεράκια εκ ζύμης, τα
οποία αόρατος χειρ εσκόρπιζεν ως χαιρετισμούς ραίνουσα το χωρίον μου, την
λευκήν νύμφην, από του αχανούς ύψους, του οποίου ο θόλος εφαίνετο ότι πάρα πολύ
είχε προσεγγίσει προς τα κάτω.
Αι
νιφάδες αι μετ΄ ελαφρών στροβιλισμών χαριέντως κατερχόμεναι, και η παρατηρούμεενη
ανεπαίσθητος μελανή φρικίασις της θαλάσσης, η ρυτιδούσα πενθίμως τον λιμένα,
ήσαν το μόνον κινούμενον και ζων σημείον επί της νεκράς ακινησίας του χιονισμένου
χωρίου.
Ουδεμία
άλλη κίνησις εσημειώθη την πρωίαν εκείνην, πλην του κώδωνος της γειτονικής
εκκλησίας, όστις αργά και αυτός εκρούσθη , κούφια-κούφια, ως να ήτο η εκκλησία
μακράν εις το βουνόν, και των κραυγών των ορνίθων, αίτινες λησμονήσασαι να παρατηρήσωσι καλά, εξήλθον
πρωί-πρωί των ορνιθώνων προς βοσκήν, και αίφνης ευρεθείσαι επί του λευκού και
απαλού εκείνου λιβαδίου εβυθίσθησαν με τας πτέρυγας ανοικτάς, αι δείλαιαι, και
εκραύγαζον θλιβερώς, αισθανθείσαι τον παγετόν.
*
…………………………………………
(1891)
________________
Αλέξανδρος
Μωραϊτίδης (1850-1929). Μεγάλος Σκιαθίτης
πεζογράφος με πολύ σημαντικό έργο. Σπούδασε φιλολογία και έγραψε πολλά και
σημαντικά διηγήματα καθώς και υψηλής λογοτεχνικής αξίας ταξιδιωτικές εντυπώσεις
από τα ταξίδια του στο Άγιο Όρος και τη Μικρά Ασία. Είχε την ατυχία να συμπέσει
χρονικά με τον εξάδελφό του Παπαδιαμάντη που κατά κάποιο τρόπο τον επισκίασε. Για
μεγάλο διάστημα έψελναν μαζί στο εκκλησάκι του Αγίου Ελισαίου δίπλα στη ρωμαϊκή
αγορά της Αθήνας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου