Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλος
«Πρωτοχρονιά!»
Στη μνήμη του Γιάννη Δουβίτσα
ΑΝΗΚΩ στην ευάριθμη (ίσως και στη μεγάλη, για να μην πω στην πλειοψηφούσα…) ομάδα των Νεοελλήνων αστών, η οποία ουδέποτε κατάφερε να χωνέψει όλο αυτό το πανδαιμόνιο, την αναστάτωση, τους γλυκασμούς, τις προκάτ ευχές, χαρές και συγκινήσεις για τις γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς - γιορτές που (αν δεν κολυμπούσαμε σε ωκεανούς υποκρισίας) άνετα θα μπορούσαν άνετα να διεκδικήσουν τον χαρακτηρισμό των πιο πληκτικών και θλιβερών ημερών του έτους.
Σήμερα, κάτι με τον δέκατο τρίτο μισθό, κάτι με τις ομαδικές εξόδους (και την συνακόλουθο τροχαία σφαγή), τα ταξίδια, τις εκδρομές εν γένει και τις πανηγύρεις, το πράγμα κολάζεται κάπως - τα χρόνια, όμως, εκείνα με τις οικογενειακές και λοιπές συνάξεις, τη γενικότερη στέρηση και μιζέρια, το κρύο και τον συνήθως άθλιο καιρό, οι άγιες (καλούμενες) ημέρες ελάχιστα απείχαν από μια περιοδική, ετήσια δοκιμασία.
Τότε, ευτυχώς, τα Χριστούγεννα ήσαν τουλάχιστον απαλλαγμένα από τα μεταγενέστερα δεινά – το θλιβερό χριστουγεννιάτικο δέντρο, τη γαλοπούλα, τα αμήχανα και άχρηστα δώρα, τα γελοία ευχετήρια αεροπανώ της τοπικής αυτοδιοίκησης, τον διαφημιστικό ορυμαγδό που αρχίζει πριν καλά καλά τελειώσουν τα καλοκαιρινά μπάνια κ.ο.κ. Και τα κάλαντα, που έψαλλαν κατά τις παραμονές τα παιδιά, είχαν μια τρυφερή και αφοπλιστική ειλικρίνεια: προσέβλεπαν σε ένα μικρό χαρτζηλίκι, στην πραγματοποίηση ενός ελάχιστου ονείρου. Θυμάμαι δύο μικρά αδελφάκια στη Νιγρίτα της Βισαλτίας, όταν με καθαρό μουτράκι και παγωμένα πόδια, βουτηγμένα στο χιόνι, χτύπησαν την πόρτα μας και άρχισαν να μέλπουν, ενώ αραιές μυξούλες τρέχαν πάνω στα χείλη τους:
Κόλιαντα, μπάμπω, κόλιαντα
δυο χιλιάδες πρόβατα
και πεντακόσια γίδια
δώσε, θειά, καρύδια…
Μετά που τέλειωσαν, το κοριτσάκι άπλωσε την ποδίτσα του, περιμένοντας τα καρύδια…
Η μοναδική χαρούμενη γιορτή (οφείλω να ομολογήσω) ήταν η παραμονή της Πρωτοχρονιάς, όταν πλήθη κόσμου, άπασα η μικρή πόλη όπου γεννήθηκα, ανεβοκατέβαινε (υπό βροχήν, συνήθως) στους κεντρικούς δρόμους, με σφυρίγματα, πειράγματα κι αλαλαγμούς, ενώ τα παιδιά τραβολογούσαν τους γονείς στα μεγάλα βιβλιοπωλεία, προκειμένου να εξασφαλίσουν το δώρο τους – καμιά σφυρίχτρα, ένα τόπι ή (σπανιότερα) μια φυσαρμόνικα.
Ανήμερα, στο πρωτοχρονιάτικο τραπέζι οι περισσότεροι ήσαν κατηφείς, μελαγχολικοί και άκεφοι, ξενυχτισμένοι συνήθως στα χαρτιά ή στους επίσημους χορούς. Το κυρίως πιάτο ήταν κόκορας με μακαρόνια (μακαρόνια χοντρά, «με παχεία βορβορόχρου σάλτσα», κομμάτια ξύλου κανέλας και άφθονη τριμμένη μυζήθρα), που τα συνόδευαν με βαρελίσια φέτα και μπόλικο ντόπιο κρασί, η προμήθεια του οποίου γινόταν μετά από ενδελεχή έρευνα. Τα γλυκά δεν τα άγγιζε σχεδόν κανείς. Ύστερα πήγαιναν να γείρουν, όπως έλέγετο, για μερικές ώρες – οπότε, όταν ξυπνούσαν, είχε πια νυχτώσει για καλά και ουδείς εγνώριζε πώς να σπρώξει αυτό το βράδυ… Έτσι, περίπου, στην επαρχία του ’50.
*
Κι ερχόμαστε, τώρα, στη Θεσσαλονίκη, ως επιτυχόντες στη Στρατιωτική Ιατρική Σχολή, όπου παρουσιαζόμαστε στις 10 Νοεμβρίου. Το πανεπιστήμιο σιγά σιγά ανοίγει, αλλά εμείς πρέπει πρώτα να συμπληρώσουμε έναν αυστηρό κύκλο στρατιωτικής εκπαίδευσης σαράντα ημερών. Η πρώτη έξοδος στην πόλη ορίζεται για τα Χριστούγεννα, οπότε και θα έχουν ετοιμαστεί οι (επίσημες) μπλε στολές εξόδου.
Ουδέποτε κατάλαβα από που ξεφύτρωσαν όλοι εκείνοι οι φτωχομπινέδες ράφτες, οι οποίοι μας έπαιρναν μέτρα και άρχισαν να ράβουν τις στολές μας: σύντομα δημιουργήθηκε ένα απίστευτο χάος με πρόβες, διορθώματα, ξηλώματα, βάτες, αναβολές, ματαιώσεις, στενέματα, φαρδέματα, κ.ο.κ. - και το μόνο σίγουρο που επετεύχθη ήταν ότι κατά τα Χριστούγεννα είχαν, μεν, ετοιμαστεί μερικές στολές, αλλά ουδεμία χλαίνη… Αποφασίστηκε, τελικά, μετά από συσκέψεις και διαβουλεύσεις των ηγητόρων, η έξοδος να πραγματοποιηθεί χωρίς χλαίνη.
Οι Θεσσαλονικείς, λοιπόν, και οι γύρωθεν φόρεσαν τις στολές τους και απήλθαν (κάπως μουλωχτά…) για τα σπιτάκια τους, οι υπόλοιποι των μεμακρυσμένων περιοχών, ημείς!, αναλάβαμε πάσα σκοπιά και περιπολία και πάσα, εν γένει, υπηρεσία: η πρώτη μας έξοδος θα γινόταν ανήμερα την Πρωτοχρονιά.
Δεν θα μιλήσω, φυσικά, για εκείνα τα Χριστούγεννα, όπου στο μεγάλο εστιατόριο της Σχολής τοποθετήθηκε ένα τεράστιο δέντρο (εμείς, οι νότιοι, πρώτη φορά βλέπαμε κάτι τέτοιο), δώρο της οικείας δασικής υπηρεσίας, το οποίο άρχισαν με ζέση (χορωδοί και άλλοι καλλίφωνοι) να πατηκώνουν με στρώσεις βάμβακος (χιονίζει, δήθεν) και με άλλα ετερόκλητα και ετεροθαλή μπιχλιμπίδια. Το βαμπάκι το κουβαλούσαν από το αναρρωτήριο, συσκευασμένο σε ωραία πακέτα, πάνω στα οποία αναγραφόταν με μαύρα παχιά γράμματα «Βάμβαξ υδρόφιλος φαρμακευτικός».
Παρατηρούσα με δέος το χιονιζόμενο εκείνο δέντρο, που επέτεινε την παγωνιά του θλιβερού μας χώρου: τα καλοριφέρ είχαν προ πολλού χαλάσει και, όσο θυμάμαι, η προϊσταμένη αρχή του Γ᾽ Σώματος Στρατού ενέκρινε το σχετικό κονδύλι για την επισκευή τους περί τα μέσα Μαρτίου.
Φθάνουμε, έτσι, αισίως στην παραμονή της Πρωτοχρονιάς, οπότε ομάς αισιοδόξων καλλιφώνων πήρε σβάρνα πριν ξημερώσει (εποχούμενη σε ημιυπαίθρια ημιφορτηγά τριών τετάρτων, τύπου Dodge) την ηγεσία της Σχολής, τους καθηγητές των εξωπανεπιστημιακών μαθημάτων (δεν εξαιρέθηκε ούτε ο διδάσκαλος χορού), ψάλλουσα εν ανατάσει (η καλλίφωνος ομάς) τα κάλαντα.
Κατά το μεσημεράκι άρχισε να καταφθάνει (ή, μάλλον, να καταπλέει, καθότι έβρεχε καταρρακτωδώς) η κουστωδία των ραφτάδων, κομίζουσα άρον άρον και τις υπόλοιπες μπλε στολές: η παράδοση των χλαινών ανεβλήθη, και πάλι, για ευθετώτερο χρόνο…
*
Η Πρωτοχρονιά άρχισε με κάποια χαλαρότητα - η πρωινή γυμναστική (αξημέρωτα, δίπλα στη θάλασσα) παρελείφθη, αλλά αμέσως μετά το πρωινό ρόφημα ακολούθησε χορός κινητοποιήσεων, δεδομένου ότι στην επίσημη επί τω Νέω Ετει δοξολογία θα αποτελούσαμε το τμήμα αποδόσεως τιμών. Φθάσαμε με άγριο βαρδάρη στο προαύλιο της Αγίας Σοφίας κατά τις 9. Η δοξολογία είχε ορισθεί για τις 10.30.
Στη Σχολή επιστρέψαμε λίγο πριν από το πρωτοχρονιάτικο γεύμα, στο οποίο παρεκάθησε, λόγω της ημέρας και ο Δοιηκητής. Μετά τις ευχές, τις ημερήσιες διαταγές, τις προσευχές, τα κάλαντα (πάλι η γνωστή ομάς) κ.λπ., άρχισε το σερβίρισμα του φαγητού.
Ήρθαν πρώτα οι σουπιέρες. Όταν δοκίμασα την πρώτη κουταλιά (ακόμα θυμάμαι την αηδή γεύση), προσπάθησα μάταια να εντοπίσω τη μυρουδιά της σούπας. Ο τραπεζάρχης με αγριοκοίταξε, ώστε αναγκάστηκα να την καταπιώ… Ακολούθησαν πιατέλες, με κάτι τεράστια κουφάρια: επρόκειτο για γεμιστές γαλοπούλες (γεγονός που ερμήνευε εκ των υστέρων την απροσδιόριστη μυρουδιά και γεύση της σούπας), σαλάτα λάχανο και κομπόστα ροδάκινο της ομοσπονδίας γεωργικών συναιτερισμών Θεσσαλονίκης. Το γεύμα έκλεινε με γαλακτομπούρεκο και φρούτο (πορτοκάλι).
Στις 3.30 το απομεσήμερο συγκεντρωθήκαμε φορώντας τις μπλε στολές για την έξοδο. Μετά από μακρόσυρτες και εξονυχιστικές επιθεωρήσεις, εδέησε να διαβούμε την πύλη της Σχολής.
Πήραμε το τραμ με τον Νίκο και κατεβήκαμε στην Τσιμισκή. Ο δρόμος ήταν έρημος, τα μαγαζιά κλειστά, ο βαρδάρης είχε για τα καλά αγριέψει, κάθε τόσο συναντούσαμε κάποιον ανώτερο και του απονέμαμε τον οφειλόμενο χαιρετισμό… Σε λίγο ένιωθα τα πόδια μου παγωμένα (φορούσαμε μαύρες κάλτσες μερσεριζέ, λεπτότατες, σχεδόν διαφανείς), ένιωθα λεπτούς κόκκους άμμου να τρυπώνουν με τον αέρα στα παπούτσια μου.
-Θα παγώσουμε, μου λέει ο Νίκος, και με παρέσυρε προς την παραλία, όπου το σπίτι μακρινού συγγενούς του, ανωτάτου στελέχους κρατικής υπηρεσίας.
Πάτησε το κουδούνι και, μετά από αρκετή ώρα, μας άνοιξαν. Το διαμέρισμα ήταν γεμάτο κόσμο, οι περισσότεροι έτρωγαν ακόμη, και μας κοίταξαν κάπως περίεργα. Η οικοδέσποινα, με τουαλέτα έξωμη γυαλιστερή, μας παρουσίασε στην ομήγυρη και μας πρόσφερε κουραμπιέδες και κονιάκ. Ύστερα μας πέρασε στο διπλανό δωμάτιο, όπου η κόρη της και μια παρέα νέων έπαιζαν τυφλόμυγα.
Ξαφνικά σε όλο το σπίτι έγινε απόλυτη σιωπή. Στο κέντρο του τραπεζιού τεντώθηκε και άρχισε να ξεροβήχει ένας μεσόκοπος προγάστωρ, φημισμένος προπολεμικά (καθώς μας εξήγησαν ψιθυριστά και με δέος) βαρύτονος της Λυρικής. Ο (τέως) βαρύτονος, υπείκων στις παρακλήσεις των οικοδεσποτών που τον τραπέζωναν συχνά, δέχθηκε να τραγουδήσει μερικά αποσπάσματα από οπερέτες. Τον φάγαμε κι αυτόν στη μάπα καμιά ώρα. Όταν τελείωσε, όλοι σηκώθηκαν και, ένας ένας, άρχισαν να φεύγουν. Χαιρετήσαμε και φύγαμε και εμείς.
Έξω είχε πια σκοτεινιάσει τελείως. Μη έχοντας πού να πάμε (ουδείς των γηγενών μας είχε προκαλέσει σπίτι του), επιχειρήσαμε να κάνουμε και πάλι καμιά βόλτα. Μάταια – σε λίγο τρέμαμε από το κρύο και οι δύο. Κατευθυνθήκαμε δρομαίως στην πιο κοντινή στάση του τραμ, όπου περιμέναμε αρκετή ώρα, προκειμένου να επιστρέψουμε στη Σχολή.
Όταν, επιτέλους, έφθασε το πρώτο τραμ επιβιβαστήκαμε με ανακούφιση. Την ώρα που ξεκινούσε, είδαμε στο διπλανό πεζοδρόμιο την παρέα της τυφλόμυγας να κάνει βόλτα, έχοντας στο κέντρο την ωραία κόρη της προ ολίγου οικοδέσποινας. Τη στιγμή που βρεθήκαμε στο ίδιο ύψος (εκείνη κοίταζε επιμόνως προς το μέρος μας), παρατήρησα τον Νίκο να ανταλλάσσει μαζί της νεύματα και χειρονομίες για κάτι κάπως αόριστο μεν, αλλά πάντως προσεχές, ή ακόμη και αμέσως επικείμενο.
Διήγημα που περιλαμβάνεται στη συλλογή « Ο θησαυρός των αηδονιών και άλλα διηγήματα, Γαβριηλίδης, 2009».
______________________________________________________
Σγμείωση: Δανείστηκα το διήγημα στην ηλεκτρονική του μορφή από τη δημοσίευση του την πρωτοχρονιά στο σάϊτ των εκδόσεων "Κίχλη"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου