Κυριακή 3 Μαρτίου 2019

ΕΚΤΟΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ: Ένα βιβλίο που έλειπε!



                     



     Τύχη αγαθή έφερε την έκδοση αυτού του έργου της Ευαγγελίας Διαμαντοπούλου.  Ένα βιβλίο με θέμα τον ξένο, σε μια εποχή που τα ζητήματα ταυτότητας, ετερότητας, και διαφορετικότητας συνθέτουν τον καμβά τής κοσμικής γεωγραφίας.
     Η συγγραφέας –Λέκτορας στο Τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Πανεπιστημίου Αθηνών με αντικείμενο την Ιστορία της Τέχνης-- δηλώνει στον πρόλογο ότι η επικοινωνιακή διάσταση του ξένου στην καλλιτεχνική δημιουργία, την απασχολεί σε όλη την ερευνητική της διαδρομή και είναι αυτή που την οδήγησε στη συγγραφική εμπλοκή με αυτό το βιβλίο. Κάτι που μεταφράζεται σ’ ένα μεγάλο κέρδος για εμάς τους τυχερούς αναγνώστες που το διαβάζουμε.
     Από την εισαγωγή ακόμα η Διαμαντοπούλου κεντρίζει βαθιά τα συναισθήματα του αναγνώστη με εκείνη την εκπληκτική ιστορία που παραθέτει για το «Προσφυγάκι».  Ένα μαρμάρινο γλυπτό ύψους 63 εκατοστών που παριστάνει ένα μικρό αγόρι να
κρατάει στην αγκαλιά του ένα κουταβάκι. Είχε βρεθεί στις ανασκαφές της Πόλης Νύσσα της αρχαίας Καρίας και το 1922, μαζί με το 1,5 εκατομμύριο πρόσφυγες της Μικράς Ασίας μέσα στους οποίους και ο διασώστης και νονός του αρχαιολόγος Κωνσταντίνος Κουρουνιώτης που το στέγασε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας.
     Και αφού ορίσει τις έννοιες «ξένος» και ¨φιλόξενος» μας εκπλήσσει με τον Πίνδαρο που χρησιμοποιούσε τη λέξη «θεμίξενος», αναφερόμενος σε αυτόν που φέρεται δίκαια στον ξένο και διευρύνει την έννοια του με αυτόν που νοιώθει ξένος στην ίδια του τη χώρα: Εκτός Οικογενείας, και αυτός δηλαδή.
     Μέσα από την Τέχνη αυτό το διαχρονικό επίτευγμα του ανθρωπίνου πνεύματος, η συγγραφέας έχει πολλά παραδείγματα να μας δώσει με τη χάρη που έχει η Τέχνη να λειτουργεί από μόνη της, χωρίς θεωρητικές αναλύσεις και επαγωγικά συμπεράσματα. Και η οποία από την απώτερη αρχαιότητα μέχρι σήμερα εκτός από την ιστορία του δημιουργού της, κουβαλάει και όλες τις πολιτισμικές και θρησκευτικές αντιπαραθέσεις. Καταστάσεις που δημιουργούν και άλλους ξένους. Όπως είναι για τους χριστιανούς ο εθνικός, ο ειδωλολάτρης, ο αιρετικός, ο βάρβαρος. Για να έρθει στην ελληνική τέχνη με αναφορές σε πολλούς καλλιτέχνες και να σταθεί ιδιαίτερα πάνω στην περιπέτεια της ζωής και του έργου τους κάποιων από αυτούς.
     Ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος – ο «παρά-ξένος» του Τολέδο. Που οι Ισπανοί, ακόμη και οι περί την ζωγραφική,  απαξιούσαν να τον αποκαλέσουν με τ’ όνομά του καθώς τους βόλευε εκείνο το ιταλοϊσπανικό El Greco. Κάτι που τον εξαγρίωνε και
επέμενε να υπογράφει τους πίνακές του, ελληνοπρεπέστατα, μακρόσυρτα και ολογράφως: ΔΟΜΗΝΙΚΟΣ ΘΕΟΤΟΚΟΠΟΥΛΟΣ ΕΠΟΙΕΙ.
     Έλα όμως που ενώ για εκείνον αυτή η βίωση της ξενιτειάς μπορεί να αποτελούσε πηγή νοσταλγίας και στενοχώριας, για την τέχνη του όμως λειτούργησε δημιουργικά και την απογείωσε, καθώς όπως εύστοχα υπογραμμίζει η συγγραφέας: «Η Ανατολή με τη Δύση, η παράδοση με το μοντέρνο, το κοσμικό με το υπερβατικό, το ουράνιο με το γήινο,το θείο με το ανθρώπινο, στο έργο του Κρητικού ζωγράφου είναι οι συνιστώσες μιας τέχνης χωρίς διακριτά όρια».
     Ενώ η καλλιτεχνική δημιουργία του Γιαννούλη Χαλεπά  ακολούθησε διαφορετική πορεία: Από την Αθήνα στο Μόναχο και αντιστρόφως. Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου. «Ήταν ο ξένος φοιτητής από την Ελλάδα που ερχόταν να ολοκληρώσει τις σπουδές του σε ένα ξένο πανεπιστημιακό ίδρυμα, αλλά συγχρόνως η ελληνική ταυτότητα ήταν τόσο οικεία σε αυτόν τον τόπο υποδοχής όσο οικεία ήταν για τον ίδιο τον φιλοξενούμενο φοιτητή η τέχνη της ελληνικής κλασικής αρχαιότητας που αποτελούσε το θεματικό κέντρο των σπουδών στην Ακαδημία».
     Όπου ο νεαρός υπότροφος  οπλισμένος με μια σπάνια ιδιοφυία όπως παραδέχονται οι καθηγητές του, δεν αργεί να ξεχωρίσει και ένας από αυτούς να δηλώσει: «Από αυτήν την αίθουσα θα προέλθει μια μέρα ένα μεγάλο καλό για την Ελλάδα».  (Στρατής Δούκας: «Ο βίος ενός Αγίου -- Γιαννούλης Χαλεπάς)
     Μόνο που το Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας της Τήνου διακόπτει την υποτροφία και ο Χαλεπάς «κακήν- κακώς» επιστρέφει στην Ελλάδα. Πλούσιος όμως από την εμπειρία
του Μονάχου, φέρνει από εκεί δυο πρότυπα που τα δουλεύει εντατικά. Το ένα είναι «Η κοιμωμένη ή ξαπλωμένη γυναίκα» και το άλλο ο «Σάτυρος». Τα δουλεύει εντατικά δίνοντάς τους μια άλλη διάσταση από τη γερμανική, δημιουργώντας αίσθηση στο χώρο της γλυπτικής. Αλλά δυστυχώς η παραμονή του εδώ συνδέθηκε  με ένα μεγάλο διάστημα αποξένωσης, βουτηγμένος στα υπαρξιακά του σκοτάδια.
     Ο ζωγράφος  Διαμαντής Διαμαντόπουλος γνώρισε τη διπλή προσφυγιά. Οι γονείς του από την Αρκαδία στη Μικρά Ασία και αυτός το ’22 βίαια εδώ και με μεγάλες απώλειες: μέσα στην αναμπουμπούλα χάθηκαν ο πατέρας του και ο μεγάλος του
αδελφός. Αλλά και στην «πατρίδα» όπως και όλοι οι μικρασιάτες πρόσφυγες ΞΕΝΟΣ ήταν. Πείνα, δυστυχία, κατατρεγμός, κοροϊδία, ακόμη και ξύλο. Τραγικές εμπειρίες που με έναν μοναδικό και ιδιαίτερο τρόπο αποτυπώνονται με μεγάλη δύναμη μέσα στην τέχνη του.
     Συνέχεια με το Ζωγράφο Βλάση Κανιάρη που με τα τραύματα της εμφύλιας διαμάχης και τη βίωση της ανελευθερίας και σκληρής καταπίεσης που την ακολούθησε, την πατριδοκαπηλία και εθνοκαπηλία, τράβηξε στην τέχνη του το δικό του δρόμο με στόχο την κοινωνική πραγματικότητα της εποχής. Και παρ’ όλο που υπήρξε συνεργάτης του Γιάννη
Τσαρούχη δεν ακολούθησε τη δική του προσέγγιση της ελληνικής λαϊκής ζωγραφικής. Ανοίχτηκε σε θεματογραφίες μετανάστευσης και πόλης και στις σχέσεις των φτωχών βαλακανίων με τον πλούσιο ευρωπαϊκό βορρά.
     Για να τελειώσει με τις εκφάνσεις της Ξενότητας στη σύγχρονη ελληνική δημιουργία μέσα από τα έργα του Δημήτρη Αλειθινού, της Βένιας Δημητρακοπούλου, του Κυριάκου Κατζουράκη, της Νεφέλης Κονταρίνη, του Μάριου Σπηλιόπουλου και της Άννας Φιλίνη. 
     Ένα βιβλίο με μια ρέουσα και γλαφυρή γλώσσα που δημιουργεί στον αναγνώστη αναγνωστική απόλαυση και ευχέρεια κατανόησης των θεμάτων. Ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί.
     Τέλος θέλω να τονίσω την άψογη και καλαίσθητη δουλειά των εκδόσεων «επίκεντρο» και την καταπληκτική εκτύπωση των πάμπολλων έργων τέχνης που συνοδεύουν το κείμενο.

___________________
Δημήτρης Κουκουλάς
  συγγραφέας

Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2019

ΧΑΣΑΠΟΤΑΒΕΡΝΑ «ΟΙ ΔΥΟ ΛΕΎΚΕΣ»



Το είδος «Χασαποταβέρνα» άνθιζε κάποτε στα Mεσόγεια: Σπάτα, Καλύβια, Κορωπί και Παιανία, κάθε Σαββατοκύριακο είχανε πανηγύρι. Γυρίζανε οι σούβλες στις ψησταριές, τα παϊδάκια στα κάρβουνα και από δίπλα τα τσιγκέλια με τα ντόπια σφαχτά που έπαιρναν στο τέλος οι πελάτες και για το σπίτι. «Πρωτεύουσα» όμως του είδους ήτανε η Χασιά ή Φυλή, που τώρα λέγεται μόνο Φυλή. Στις ρίζες της Πάρνηθας μετά από μια μακριά και σκοτεινή διαδρομή μέσα από χωράφια και γαβγίσματα αδέσποτων σκυλιών, καθώς μετά τους Αγίους Αναργύρους μόνο ο μικρός συνοικισμός του Καματερού μεσολαβούσε. Κάποια στιγμή η συνέχεια του σκότους έσπαζε απ’ την ανταύγεια της φωταψίας των μαγαζιών που τόνιζε από μακριά τον «άνω θρώσκοντα» καπνό της τσίκνας. Και έτσι όπως έπαιρνες την τελευταία στροφή βρισκόσουν φάτσα με τις ταβέρνες. Πρώτη-πρώτη δεξιά «Οι δυο λεύκες» με δυο πανύψηλα δέντρα σαν δίδυμα και αυτό το στοιχείο μπορεί να με μπερδεύει ως προς το όνομα που ίσως να ήταν «Τα δυο αδέρφια», καθώς ιδιοκτήτες του μαγαζιού ήταν δυο δίδυμοι σαραντάρηδες. Αριστερά από την είσοδο ήταν η ψησταριά με τα κάρβουνα και τα τσιγκέλια με τα ντόπια σφαχτά, ενώ αργά-αργά γύριζαν οι σούβλες με τα αρνιά και τα κοκορέτσια. Το μενού σταθερό και απλό. Παϊδάκια στα κάρβουνα, σουβλιστό, κοκορέτσι, πατάτες τηγανιτές., άγρια ραδίκια της Πάρνηθας και φέτα παραγωγής τους. Ρετσίνα Μεσογείων βαρελίσια σε μεταλλικό καρτούτσο . Καρέκλες ψάθινες, ξύλινα τραπέζια με καρώ τραπεζομάντηλα και στο βάθος τζάκι με φλεγόμενα κούτσουρα.
Όταν το φοιτητικό μας χαρτζιλίκι το επέτρεπε μαζευόμασταν σερνικοπαρέες –τα κορίτσια φοβόντουσαν τα σκοτάδια και τα σκυλιά—και παίρναμε το λεωφορείο που ξεκίναγε από την οδό Σουρμελή στην αρχή της Αχαρνών. Το τελευταίο από Χασιά έφευγε στις 11. Μόνο που μια φορά, ήτανε θυμάμαι Τσικνοπέμπτη, την ώρα που ξεκίναγε η επιστροφή, μας έπιασε άγρια χιονοθύελλα και είδαμε και πάθαμε μέχρι να γυρίσουμε στην Αθήνα. Πρέπει να τρομάξαμε τότε πολύ γιατί μετά προς Χασιά δεν ξαναπήγαμε.

Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2019

ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟΝ «ΕΥΡΩΠΗ»





Βρισκόταν επί της οδού Σατωβριάνδου, στο πίσω μέρος του μεγάλου διατηρητέου τετραγώνου της Ομόνοιας που περιλάμβανε και το καφενείο «ΤΟ ΝΕΟΝ».
Προπολεμικό, ψηλοτάβανο με ευρύχωρη αίθουσα και μεγάλη κουζίνα. Όσο για προσωπικό: το πολυπληθέστερο που έτυχε να συναντήσω ποτέ σε χώρο εστίασης. Αρκεί να αναφέρω πως κάθε ένα από τα πέντε στρογγυλά τραπέζια με τις 12 καρέκλες που κάθονταν οι εργένηδες, ένα στο κέντρο και τέσσερα στις γωνίες –σαν αυτά τα «ελικοδρόμια» που βλέπουμε στις δεξιώσεις της Μεγάλης Βρετάνιας-- είχε το  δικό του σερβιτόρο. Οι προτιμήσεις των μοναχικών σε συγκεκριμένα τραπέζια είχαν σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία γνωριμιών με τους ομοτράπεζους και τις απαραίτητες συζητήσεις. Ένας βόμβος σαν μελίσσι που διακοπτόταν από τις δυνατές εκφωνήσεις των παραγγελιών, τους ήχους των κουταλοπίρουνων και των πιάτων και που μαζί με τις μοσχοβολιές από τα φρεσκομαγειρεμένα εδέσματα, δημιουργούσαν μιαν ατμόσφαιρα ευωχίας.
Όμως, παρά τα άσπρα πουκάμισα και σακάκια και τα μαύρα παντελόνια και παπιγιόν των σερβιτόρων, οι τιμές του καταστήματος παρέμεναν αρκετά προσιτές. Καθημερινά μάλιστα στο μενού του περιελάμβανε και δύο … «διευκολύνσεις». «Σκέτο από γιουβέτσι» και «ατζέμ πιλάφι». Δηλαδή, κριθαράκι από γιουβέτσι με καμιά παραπεσμένη ίνα κρέατος και πιλάφι περιχυμένο με σάλτσα κοκκινιστού. Αλλά το δυνατό του σημείο ήτανε το γιαούρτι σε μεγάλη λαμαρίνα που φτιάχνανε μόνοι τους. Γνήσιο λαχταριστό με πέτσα που κόβανε τη μερίδα με σπάτουλα και το πασπάλιζαν, αν ήθελες, με ζάχαρη.

Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2019

ΟΥΖΕΡΙ: ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΓΑΡΥΦΑΛΛΟ





Βρισκόταν στη γωνία Μενάνδρου και Σατωβριάνδου απέναντι ακριβώς από τη γωνία του Εθνικού Θεάτρου. Η πελατεία του μεγάλης γκάμας. Από tεχνικούς και ηθοποιούς του θεάτρου, οικοδόμους και οδηγούς, μέχρι και οι φοιτητοπαρέες μας. Είχε δυο μεγάλες τζαμαρίες με ένα τεράστιο ζωγραφιστό γαρύφαλλο στην κάθε μία. Διέθετε και ένα ευρύχωρο πατάρι προς το οποίο οι σερβιτόροι έστρεφαν πάντοτε με ευγένεια εμάς τους … ευπόρους. Και εκεί ανεβαίνοντας ή κατεβαίνοντας τη σκάλα βλέπαμε κάτω στην αίθουσα πότε-πότε και ηθοποιούς όπως ο Παντελής Ζερβός, ο Άρης Μαλιαγρός, ο Ζώρας Τσάπελης κ.ά. και κάπως μας φαινότανε.
Σερβίριζε πάντα ούζο από το συνεταιρισμό Μυτιλήνης που αργότερα ονομάστηκε ΜΙΝΙ. Οι μεζέδες του ήταν μόνο θαλασσινοί. Δέσποζε το λιαστό χταπόδι που κρεμασμένο σε χοντρό σύρμα και με τη τσίκνα του στο πολύωρο ψήσιμό του πάνω σε χαμηλής πυράς κάρβουνα, κατέκλυζε το χώρο με εκείνη τη θεσπέσια τσίκνα – το ακαταμάχητο δέλεαρ. Έψηνε και γαρίδες καραβίδες, είχε χταπόδι τουρσί, λακέρδα, τσιροσαλάτα και άλλα. Χωρίς οι τιμές τους να είναι αυτές που θα φαντάζονται οι αναγνώστες με βάση τα τωρινά δεδομένα. Αλλά και πάλι ζόρικες ;ήτανε για εμάς τους φοιτητές γι’ αυτό και πολύ αραιές οι επισκέψεις μας.
Εφαρμόζανε ένα κλιμακούμενο σύστημα μεζέδων ανάλογο της αρίθμησης των παραγγελιών. Μια κλιμάκωση που ξεκίναγε από το 1 και τελείωνε στο 7 ανά τραπέζι. «Τρία πρώτα στο τέσσερα!», «δύο τέταρτα στο έξι» κ.ο.κ. Πλήρωνες πάντα το ίδιο ποσό ανά ούζο όσο ψηλά και να ανέβαινες στην κλίμακα της … ευδαιμονίας! Μετράγαμε και ξαναμετράγαμε τα ραφενέ μας για να είμαστε σίγουροι πως θα μπορέσουμε να φτάσουμε στα «τρίτα»: το ψητό χταπόδι στα κάρβουνα δηλαδή που ήτανε και ο στόχος μας. Καθώς τα παραπάνω σκαλοπάτια ήταν για εμάς τελείως ανέφιχτα. Προνομιούχα μετά τα «τρίτα» θεωρούνταν τα «πέμπτα» και τα «έβδομα».
Τα «πέμπτα τα είχαμε δει σε διπλανά τραπέζια και τρέξανε τα σάλια μας: Γαρίδες Νο 1 ψητές στα κάρβουνα! Τα «έβδομα» δεν τα είχαμε δει ποτέ και έμεναν στην ακέψη μας κάτι σαν γη της επαγγελίας. Και ξαφνικά γίνεται το απίστευτο: εμφανίζεται μια μέρα στη σχολή ο συμφοιτητής και συμπότης μου Γιάννης μ’ ένα χαμόγελο μέχρι τ’ αφτιά: «Αγάλου Ιερουσαλήμ! Μαλάκα την κάναμε ήρθε τσεκ από την αδερφή μου στη Αυστραλία με 50 δολάρια. Το βράδυ βουρ στο Γαρύφαλλο και χτυπάμε τα «έβδομα!».
Μας έβαλαν πάλι στο πατάρι. Eξέφρασα στο Γιάννη μια απορία πως θα σταθούμε στα πόδια μας πίνοντας εφτά ούζα; Θα ζητήσουμε δυο ποτήρια άδεια και μετά τα «τρίτα» θα τα αδειάζουμε μέσα απάντησε ψύχραιμα.. Μόλις ακούσαμε τα βήματα του σερβιτόρου να φέρνει την κορυφαία παραγγελία μας η περιέργειά μας χτύπησε κόκκινο: Δυο καραβίδες σε μέγεθος μικρού αστακού ψημένες στα κάρβουνα! «Νυν απολύεις τον δούλον σου Δέσποτα!».
Όταν μετά από καιρό ξαναπήγαμε, δεν μας οδήγησαν στο πατάρι.

Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2019

ΤΗΣ ΓΥΦΤΙΣΣΑΣ





Γιώργης Παυλόπουλος

ΤΗΣ ΓΥΦΤΙΣΣΑΣ
                              Στην Ανθή

Είπα σε μια Γύφτισσα
θέλω να γίνω γύφτος
να σε πάρω
Μπορείς μου λέει να φας για βράδυ
χόρτα πικρά χωρίς αλάτι
κι έπειτα να πλαγιάσεις;
Μπορώ της λέω
Μπορείς μου λέει να πλαγιάσεις
χωρίς να κλαις από το κρύο
πάνω στην παγωμένη λάσπη;
Μπορώ της λέω
Μπορείς μου λέει πάνω στη λάσπη
να μου ανάψεις το κορμί
και να το κάνεις στάχτη;
Αυτό κιʼ αν το μπορώ της λέω
Μπορείς μου λέει τη στάχτη μου
να τη ρίχνεις στο κρασί σου
για να μεθάς πολύ, να με ξεχνάς;
Όχι αυτό, δεν το μπορώ της λέω
Γύφτος δε γίνεσαι μου λέει.

__________________

Ο Γιώργης Παυλόπουλος (Πύργος Ηλείας 1924 – Πύργος Ηλείας 2008). Από τους σημαντικότερους ποιητές μας της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Εγκατέλειψε τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών για να αφοσιωθεί στην ποίηση. Επέστρεψε στην πατρίδα του όπου και έζησε μέχρι το τέλος του βίου του. Εργάστηκε για πολλά χρόνια ως λογιστής και γραμματέας στον ιδιωτικό τομέα.
Τα ποιήματά του μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες και περιελήφθησαν και σε σχολικά βιβλία. Ήταν φίλος με τον Τάκη Σινόπουλο, το Νίκο Καχτίτση, το Γιώργο Σεφέρη και τον Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλο.