Σάββατο 23 Απριλίου 2016
Βίκυ Μοσχολιού: σαν το κρασί που παλιώνει !!!
Με τη Βίκυ νομίζω πως συμβαίνει ό,τι και με το Μάνο Χατζιδακι: όσο περνάει ο καιρός από την απώλεια τους τόσο και δυναμώνει μέσα μας η νοσταλγία γι' αυτούς, αν μπορώ να μιλήσω και γενικότερα. Γιατί προσωπικά σε μένα συμβαίνει. Είδα απόψε μια παλιά εκπομπή-αφιέρωμα στη μεγάλη μας τραγουδίστρια από την ΕΡΤ και συγκινήθηκα. Υποκλίθηκα, πιο σωστά, για μια ακόμη φορά μπροστά στο διαχρονικό μεγαλείο αυτής τη γυναίκας. Που με τη δωρικότητα της φωνής της και την ποιότητα του ρεπερτορίου της, σφράγισε ανεξίτηλα και μοναδικά τη μουσική μας παράδοση.
Αυτό το φτωχό κορίτσι, η κορδελιάστρα εργάτρια από το Αιγάλεω.
Δευτέρα 11 Απριλίου 2016
Ένα διαμάντι από τη Βουλγαρία!!!
Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ (Георги
Господинов):
Κόρη
Οἱ ὑπόλοιποι ἐπιβάτες στὸ κουπὲ κοιτάχτηκαν καὶ δὲν ἀποκρίθηκαν.
— Ορίστε – εἶπα, καὶ τοῦ ὑπέδειξα τὴ θέση ἀπέναντί μου. — Ὅμως, εἶναι μονή.
— Δὲν πειράζει, αὐτὴ θὰ καθήσει σὲ μένα.
Τῆς ἔβγαλε τὸ μπουφάν, τῆς ἔφτιαξε τὰ μαλλιά, τὴν βόλεψε στὴν ἄκρη τοῦ καθίσματος καὶ κάθησε δίπλα της. Ἔπειτα τὴν πῆρε στὰ γόνατά του. Οἱ ὑπόλοιποι στὸ κουπέ, ξεγλίστρησαν γιὰ νὰ ψάξουνε θέσεις ἀλλοῦ. Ἀπομείναμε μόνον οἱ δύο μας, δηλαδὴ οἱ τρεῖς μας.
— Πῶς τὴ λένε; – ρώτησα.
— Ἄντε, πὲς στὸν θεῖο πῶς λέγεσαι. Ἔ;
Ἡ κούκλα σιωποῦσε.
— Πές, Μαα-ρίι... Μαρία λέγεται. Εἶναι ντροπαλή.
Σὲ αὐτὴ τὴν ἡλικία ἔτσι εἶναι τὰ παιδιά.
— Γειά σου, Μαρία. Πόσο χρονῶν εἶσαι;
— Στὰ 5 —ἀπάντησε ὁ πατέρας.— Μόνο ποὺ δὲν τῆς ἀρέσει νὰ μιλάει καὶ πολύ. Ἔτσι δὲν εἶναι; – χαμογέλασε καὶ ἄρχισε νὰ τὴν πειράζει στὴ μύτη. Ἡ μύτη της ἦταν ἕνα φαγωμένο ρὸζ κουμπί. — Θέλεις νὰ καθήσουμε δίπλα στὸ παράθυρο; Ἄντε, ἀγαπούλα μου. Ἔλα νὰ δοῦμε τώρα τί ἔχει ἐκεῖ ἔξω; Ὤωω, δὲς αὐτὴ τὴν ἀγελάδα πόσο σοβαρὴ μᾶς κοιτάζει, καὶ τὸ γαϊδούρι ἐκεῖ, τὸ βλέπεις; Ὄχι, ὄχι, πιὸ πέρα, δίπλα σ’ ἐκεῖνο τὸ δέντρο.
Καὶ ἄρχισαν νὰ μετροῦν πόσες ἀγελάδες, γαϊδούρια, κότες, ἄλογα καὶ
πρόβατα θὰ ἔβλεπαν ἀπὸ τὸ τρένο. Ἀργότερα ἡ τύχη τοὺς χαμογέλασε
καὶ εἶδαν πελαργούς, οἱ ὁποῖοι ἀκόμα περιφέρονταν στὰ καψαλισμένα
χωράφια τοῦ προχωρημένου Αὐγούστου. Αὐτὸς τῆς ἀφηγεῖτο μιὰ παλιὰ ἱστορία
γιὰ τὸν πελαργὸ καὶ τὴν ἀλεποῦ. Πολὺ τῆς ἀρέσουν τέτοιες ἱστορίες,
μοῦ ἔκλεισε τὸ μάτι συνωμοτικά. Καὶ γενικῶς ὁτιδήποτε ἱστορίες.
Ἐκείνη τὴ στιγμὴ κάποια θείτσα μπῆκε φουριόζα στὸ κουπὲ χωρὶς νὰ
χαιρετήσει, ἄφησε τὴ βαλίτσα της, ἔριξε ἕνα βλέμμα στὸν ἄντρα, ὁ ὁποῖος
μιλοῦσε στὴν κούκλα, ἅρπαξε πάλι τὴ βαλίτσα, ἄνοιξε πάλι τὴν πόρτα,
πέταξε ἕνα ἀνωμαλάρες καὶ βγῆκε μὲ κρότο. Ὁ ἄντρας ἔβαλε τὶς παλάμες
του στ’ ἀφτιὰ τοῦ παιδιοῦ, τὸ ἀγκάλιασε καὶ χαμογέλασε ἀμήχανα. (Τὰ
ἀφτιά της ἦταν δύο μακριὰ σεντεφένια μύδια).
— Οἱ ἄνθρωποι δὲν προσέχουν τί λένε μπροστὰ στὰ παιδιά. – Ἔμειναν γιὰ
λίγο ἔτσι, αὐτὴ ἀγκαλιασμένη ἐπάνω του.— Νυστάζει. Κοιμήσου, ἀγαπούλα μου, κοιμήσου.
Τὴν μετακίνησε προσεκτικὰ στὸ κάθισμα καὶ ἔβαλε τὸ μπουφὰν ἀπὸ πάνω της.
Φαινόταν, ὅτι ὁ ἄντρας εἶχε κάτι νὰ μοῦ πεῖ, ὅμως δὲν ἤξερε πῶς νὰ ἀρχίσει.
Ἐκείνη τὴ στιγμὴ μπῆκε ὁ ἐλεγκτής, ἔκανε νόημα, ἔριξε ἕνα ἀφηρημένο
βλέμμα πρὸς τὸ κοιμισμένο —κάτω ἀπ’ τὸ μπουφάν— παιδί, τσέκαρε τὰ εἰσιτήρια
καὶ βγῆκε. Δὲν κατάλαβε ἀπολύτως τίποτα, πῆρα ἀνάσα. Ὅλη τὴν ὥρα
καθόμουν σ’ ἀναμμένα κάρβουνα μὴν τύχει καὶ γίνει φασαρία, νὰ βγάλει
τὸ μπουφάν, νὰ δεῖ ποιός κοιμᾶται κάτω ἀπὸ αὐτό, ν’ ἀρχίσει τὸ βρισίδι
καὶ νὰ φωνάξει ἀστυνομία στὸ τρένο. Συνειδητοποίησα ὅτι ὁ φόβος
μου ἦταν κυρίως λόγῳ τοῦ... παιδιοῦ, δηλ. τῆς κούκλας. Δὲν ἤθελα νὰ τῆς
προκαλέσουν κάποιο κακό. Σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο, ταιριάζει νὰ πῶ, ὅτι εἶμαι
ἐντελῶς ὁμαλός, ἐφόσον γράφω καὶ διηγήματα. Ξέρω, ὅτι αὐτὸ ἐπιβαρύνει
τὰ πράγματα, ἀλλὰ κατὰ τὰ λοιπά, εἶμαι σὲ ὅλα μου ἐντάξει.
Μετὰ ἀπὸ λίγο ὁ ἄντρας τόλμησε τελοσπάντων νὰ ξεκινήσει. Κοίταξε
πρὸς τὸ παιδὶ καὶ εἶπε εὐθέως ὅτι ἔχει νὰ μοῦ ζητήσει μιὰ χάρη, ὅμως
θὰ δείξει κατανόηση, ἂν τοῦ ἀρνηθῶ. Τὸν ἐνθάρρυνα νὰ συνεχίσει. Μιλούσαμε
ψιθυριστὰ γιὰ νὰ μὴν τὴν ξυπνήσουμε.
— Μπαίνω στὸ νοσοκομεῖο —εἶπε— αὐτὴ ἀκόμα δὲν ξέρει. Ἔχω κάτι ὄγκους
ἐδῶ, οἱ γιατροὶ εἶπαν ὅτι θὰ ἔχουμε σφαγεῖο, μετὰ ἕνα μήνα καὶ κάτι,
θεραπεία, ἄγνωστο γιὰ πόσο. Ἅμα δὲν ἦταν αὐτή, θὰ τὰ εἶχα παρατήσει
ὅλα, ὅμως...
Ὁ
ἄντρας ἔφτιαξε ὄμορφά το μπουφὰν ἐπάνω της, κάλυψε τοὺς ὤμους της.
— Δὲν θέλω νὰ μπεῖ στὸ νοσοκομεῖο μαζί μου. Δὲν θὰ ἀντέξει, δὲν εἶναι
γι’ αὐτήν. Καὶ πάλι, μόνη της δὲν μπορεῖ νὰ τὰ καταφέρει ὁλωσδιόλου,
βλέπετε πῶς εἶναι.— Ὑπάρχει κάποιος....
— Δεν ὑπάρχει κανείς, ἡ μητέρα της ἔφυγε... Μείναμε μόνο οἱ δυό μας.
Δὲν κατάλαβα ἂν πέθανε, ἢ τὸν ἐγκατέλειψε. Δὲν ρώτησα.
— Θὰ μποροῦσε ἴσως, σὲ κάποιο ἵδρυμα, προσωρινά – εἶπα ἐγώ, συνειδητοποιώντας ἀκαριαῖα ὅλη τὴ ματαιότητα τῆς πρότασής μου.
— Πῆγα, ρώτησα σὲ διάφορα... μὲ καταλαβαίνετε... Δὲν θέλουν οὔτε ν’ ἀκούσουν, σὲ κανένα μέρος. Λένε πὼς εἶμαι τρελός, πὼς δὲν ὑπῆρχε τέτοιο παιδὶ στὸ μητρῶο. Ἐνῶ σὲ ἕνα μέρος, ἀκόμα καὶ σκυλιὰ μᾶς ἀμόλησαν. Ἡ Μαρία, ἡ καημενούλα, πολὺ τρόμαξε.
Σωπάσαμε ἀρκετὴ ὥρα, νύχτωνε.
—
Κοιτάξτε —εἶπε αὐτός— ἐσεῖς εἶστε ὁ μόνος ποὺ τῆς μίλησε. Γίνεται νὰ
σᾶς τὴν ἀφήσω... προσωρινά;
Ἡ
ἐρώτηση εἶναι διατυπωμένη μὲ ὅλη τὴν εὐθύτητα ἑνὸς ἀνθρώπου σὲ ἀδιέξοδο.— Γίνεται... γιὰ ἕναν-δύο μῆνες... Αὐτὴ δὲν δημιουργεῖ προβλήματα,
οὔτε κὰν τρώει... Ἐγὼ θὰ σᾶς ἀφήσω χρήματα, ἐννοεῖται... Τῆς ἀρκεῖ νὰ
ξέρει, ὅτι δὲν εἶναι μόνη. Μπορεῖτε νὰ τῆς λέτε κάτι, νὰ τῆς διαβάζετε
παραμύθια, αὐτὴ καταλαβαίνει τὰ πάντα... Ἔ;
Καθήσαμε ἀρκετὰ λεπτὰ ἔτσι. Στὸ κουπὲ σκοτείνιαζε, δὲν ἀνάψαμε τὴ
λάμπα. Ὁ ἄντρας ἔπρεπε νὰ κατεβεῖ στὸν ἑπόμενο σταθμό, στὴν πόλη, ἐκεῖ
ὅπου θὰ τὸν ἐγχείριζαν.
Σίγουρα εἶπα ναί. Ὁ ἄντρας ἔγραψε σὲ ἕνα χαρτάκι τὸ ὄνομά του, τὸ ὄνομα
τοῦ νοσοκομείου, τὸ τμῆμα καὶ τὸν γιατρὸ ποὺ θὰ τὸν ἐγχείριζε. Τοῦ ἔδωσα
τὸ τηλέφωνό μου, ὑποσχέθηκα νὰ τοῦ τηλεφωνήσω μετὰ τὴν ἐπέμβαση
καὶ νὰ ἔρθουμε στὸ ἐπισκεπτήριο. Τοῦ εἶπα, ὅτι θὰ βγῶ νὰ καπνίσω ἕνα
τσιγάρο. Τοὺς ἄφησα νὰ ἀποχαιρετιστοῦν. Αὐτὸς δὲν τὴν ξύπνησε, παρὰ
μόνο ἔφτιαξε τὸ μπουφὰν ἐπάνω της. Τὸ τρένο σταμάτησε. Σηκώθηκε,
ντύθηκε, δὲν ξεκολλοῦσε τὸ βλέμμα του ἀπ’ αὐτή, τὸν βοήθησα νὰ κατεβάσει
τὴ βαλίτσα του καὶ τότε παρατήρησα πόσο ἀδύνατος ἦταν. Κατάφερε
νὰ κατεβεῖ τὴν τελευταία στιγμὴ καὶ στάθηκε μπροστὰ ἀπὸ τὸ παράθυρο
τοῦ κουπέ. Μετακινήθηκα πρὸς τὸ δικό του μέρος, δίπλα στὸ παιδί, καὶ
τοῦ ἔγνεψα μὲ τὸ χέρι. Σήκωσα τὸν ἀντίχειρα, ὅτι ὅλα θὰ πᾶνε καλά,
τὸ τρένο ἀποτραβήχτηκε καὶ ὁ ἄντρας ἔμεινε στὸ σκοτάδι.
Ὅταν
φτάσαμε στὴ Σόφια, ἀνασήκωσα προσεκτικά το κοριτσάκι, ἦταν ἀκόμα
ἀγουροξυπνημένο καὶ μόνο χαλάρωνε τὸ κεφάλι του στὸν ὦμο μου. Πῆρα
τὶς δύο τσάντες στὸ ἄλλο χέρι μου καὶ βγῆκα.
Πέρασαν δύο χρόνια ἀπὸ τότε. Ὁ
πατέρας, πέθανε μιὰ ἡμέρα μετὰ τὴν ἐγχείριση. Ἡ Μαρία εἶναι πλέον
στὰ 7 καὶ ἐνόσω ἐγὼ τελειώνω αὐτὴ τὴν ἱστορία, παίζει στὸ πάτωμα
δίπλα μου.
Μετάφραση από τα βουλγαρικά: Σπύρος Ν. Παππάς
___________________________________________________________________
Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ (Георги Господинов, Γιάμπολ 1968). Πολυβραβευμένος ποιητής, πεζογράφος, θεατρικὸς συγγραφέας, κριτικὸς λογοτεχνίας καὶ σεναριογράφος. Θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους σύγχρονους λογοτέχνες τῆς Βουλγαρίας, καὶ εἶναι ὁ πλέον μεταφρασμένος στὸ ἐξωτερικὸ μετὰ τὸ 1989.
το δανείστηκα από το εξαίρετο και πολυτονικό site: Ιστορίες Μπονζάϊ
Τετάρτη 6 Απριλίου 2016
Η πάλαι ποτέ Ιερά Μονή της Αγιάς στη Μεσσηνία. (χωριό Μεταξάδα ή Σαπρήκι).!!!
Γραμμένη σε άψογη και γλαφυρή γλώσσα θα μπορούσε να τυπωθεί σε βιβλίο με τη χορηγία κάποιου φορέα για να διαβαστεί από ένα ευρύτερο κοινό της περιοχής. Μήπως και περισωθεί κάτι από ένα θέμα ιστορικής κληρονομιάς που κινδυνεύει να σκεπαστεί από τη σκόνη του χρόνου. Εγώ λόγω της πίεσης χώρου που έχουν τούτα δω τα διαδικτυακά, θα περιοριστώ σε μια δειγματοληπτική ανθολόγηση της έρευνας για να πάρετε κάποια ιδέα, παραβλέποντας τις συνοδευτικές παραπομπές και σημειώσεις.
Σημείωση:
Αγιά λέγεται η τελευταία κορυφή της οροσειράς Αιγαλέο ή Αιγάλεω που πιάνει από
την Κυπαρισσία μέχρι τη Χώρα και βρίσκεται πάνω από το χωριό Μουζάκι. Ακριβώς
στους από πίσω πρόποδες στο χωριό Μεταξάδα ή Σαπρήκι βρίσκεται το εν λόγω
μοναστήρι.
«…..Την παλαιότερη γραπτή αναφορά για την μονή
τη συναντάμε στα αρχεία Grimani κατά την
περίοδο της Δεύτερης Ενετοκρατίας (1685- 1715). Για τους Ενετούς η Πελοπόννησος ήταν μία πλούσια επαρχία και
προσφιλής κτήση και έτσι οργάνωσαν μεθοδικά τα θεμέλια της κυριαρχίας τους. Μία
από τις πρώτες κινήσεις τους ήταν η απογραφή του πληθυσμού των κατακτημένων
περιοχών και κάθε άλλη που θα τους βοηθούσε στο έργο τους, μεταξύ αυτών και η καταγραφή της εκκλησιαστικής περιουσίας. Σύμφωνα με τα όσα μας παρουσιάζουν τα αρχεία αυτά,
οι αρχιερείς, οι ιερείς και οι μοναχοί καλούντο συχνά να αναφέρουν την
ιδιοκτησία που κατείχαν όχι μόνο για τις μητροπόλεις, τις εκκλησίες ή τα μοναστήρια που προΐστανται αλλά και για τα φυσικά πρόσωπα που είχαν σχέση με αυτά.
Απογράφοντας συχνά και ενημερώνοντας τη διοίκηση για την εκκλησιαστική
περιουσία τους, ο Γενικός Προβλεπτής ήταν σίγουρος ότι θα λαμβάνει τους οριζομένους φόρους.
Εξ αιτίας αυτής
της πολιτικής συναντάμε και το μοναστήρι της Αγιάς στο οποίο αναφέρεται ο
επιχώριος επίσκοπος ο Ανδρούσης Παρθένιος καθώς υπάρχουν αναφορές του ιδίου για
την εκκλησιαστική κατάσταση της επαρχίας του. Να τονίσουμε εδώ πως σε σχέση με
τον όμορο του Μητροπολίτη Χριστιανουπόλεως Αθανάσιο
είναι εμφανώς περιεκτικότερος, μα παρ όλα αυτά οι πληροφορίες του μας είναι
πολύτιμες.
Διοικητικά η
μονή ανήκει στο τμήμα (canniere) της Μεθώνης που περιελάμβανε τέσσερις περιοχές του Φαναρίου (κοντά στην σημερινή Ανδρίτσαινα), της Αρκαδιάς
(Κυπαρισσίας), των Ναβαρίνων και της
Μεθώνης.
Εδώ ο
καταγραφέας δεν μας παρουσιάζει το
μοναστήρι ως παλιό όπως κάνει με το Αντρομονάστηρο για το οποίο λέει
χαρακτηριστικά:
«από την Ανδρούσα απάνω είναι το Ανδρών
μοναστήρι και είναι κοινόβιον, το οποίον μοναστήρι είναι χτισμένο από τον
καιρόν των χριστιανών βασιλέων των Ρωμεων».
Αναφέρει όμως ότι δεν είναι σταυροπηγιακό και αποκλείει εντελώς και η
περίπτωση να ανήκει ως μετόχι σε κάποια άλλη μονή.
Η δυσπιστία των
ενετών στα απογραφικά στοιχεία που απέστελλε ο Ανδρούσης είναι εμφανής. Έτσι
συναντάμε αρκετές φορές την επισκοπή Ανδρούσης στα αρχεία με μικρές
συμπληρώσεις κάθε φορά. Αντίθετα με τον Χριστιανουπόλεως που ως φαίνεται εκ του
χαρακτήρος του δεν είχε σκοπό να αποκρύψει στοιχεία και έτσι από την πρώτη
απογραφή του είναι αναλυτικός.
Η περιουσιακή
κατάσταση της μονής Αγίου Γεωργίου «εις
το Τερριτόριο
της Αρκαδίας.. στο σύνορο του χωριού
Σαπρήκι …» όπως μας την παραδίδουν τα αρχεία έχει ως εξής:
«Εις το σύνορο
του χωριού Σαπρήκι τιμώμενο εις το όνομα του Αγίου Γεωργίου και έχει εκει όπου
είναι το Μοναστήρι χωράφια ζευγαριού ενός.
Έχει και αμπέλια ξηναριών ήκοσιπεντε και άλλον αμπέλι ξηναριών ήκοσι και
είναι φυτία.
Έχει και εις το χωριόν Σαπρίκι χωράφια ζευγαριού ενός και εις την Βεριστηά
χωράφι ένα και εις το χωριόν Μανιάκι χωράφι ένα και εις του Πεδεμένου χωράφια
κομάτια δύο έχει και εις το ρέμα των Κοτρονέων ένα μύλο και μήα νεροτριβή.
Έχει εις το τερριτόριον του Νεοκάστρου είς το σύνορο της Λιγούδιστας
αμπέλια ξυναριών τριάντα και άλλον αμπέλι ξηναριών πενήντα.
Έχει και ελιαίς εις τον τόπον τους ρίζαις επτά.
Έχει και σπίτια δύο με την περιοχή τους
Έχει και εις την Καβελαρία
ελιαίς ευδομήντα με τον τόπον τους
Έχει και εις τον τόπον Ντρέστενα χωράφια ζευγαριών δυο και ελιαίς ρίζαις
έντεκα και αμπέλια ξηναριών τεσσάρων.
Έχει και άλλα χωράφια όπου έχει εις τον τόπον της Λιγούδιστας όπου
ονομάζεται Σπηλιά και είναι ήμερα και άγρια βατζελιών τα οποία έδωσε
ο αφέντης ο Μαρί Μικέλις».
Ο «Μαρί Μικέλις» (Marin Michiel) παραχώρησε τα κτήματα αυτά στη μονή προφανώς με σκοπό την είσπραξη του
έγγειου φόρου όπως έκαναν σε πολλές περιπτώσεις οι Ενετοί. Παραχωρούσαν τα
εγκαταλελειμμένα κτήματα, όχι μόνο σε μονές αλλά και σε εποίκους που έφερναν
από άλλα μέρη της Ελλάδας με σκοπό την είσπραξη του φόρου αυτού
και την ενδυνάμωση της αγροτικής παραγωγής.
…………………………………………………………………
«……….Η
πυρπόληση της μονής ¨παρά τῶν ἐχθρῶν¨ , που αναφέρει ο Ανδρούσης συνέβη κατά
την περίοδο της παρουσίας του Ιμπραήμ
στη Μεσσηνία και μάλλον αμέσως μετά την ιστορική
μάχη στο παρακείμενο Μανιάκι. Άμεση αναφορά ή περιγραφή για το χρόνο και το
γεγονός αυτής της καταστροφής δεν έχουμε όμως θα ήταν αδύνατο αν η μονή είχε
καταστραφεί πριν την έλευση του οι καπεταναίοι Π. Κεφαλάς, Αθ. Καπιτανάκης,
Πιέρος Βοϊδης (Μαυρομιχάλης) και Α.
Γυφτάκης που είχαν μεταβεί στο Μανιάκι να πολεμήσουν στο πλευρό του Παπαφλέσσα
να του πρότειναν να φύγει από την θέση Ταμπούρια και να προτημήσει αυτή στη
μονή της Αγιάς «…ὡς καταλληλωτέρα τῷ ὄντι και ὀχυρά», όπως αναφέρει ο Φραντζής. Κατά το
Φωτάκο οι καπεταναίοι πρότειναν «…ὅτι
καλά ἦτο νά φύγωμεν κατά τό μέρος τῆς Ἁγιάς ὅτι οἱ καβαλαραῖοι ὀλίγους θά
σκοτώσουν ἀπό ἡμᾶς, ἔχομεν τό βουνόν βοηθόν, στεκόμεθα εἰς τά ριζώματα καί
πολεμοῦμεν.» Οι Τριφύλιοι
καπεταναίοι πριν μεταβούν στο Μανιάκι,
είχαν στρατοπεδεύσει στο απέναντι χωριό Σαπρίκι και από εκεί εκλήθησαν
από τον Παπαφλέσσα να μεταβούν στα Ταμπούρια που ήταν και αυτός,
επομένως γνώριζαν καλά την θέση της μονής και τις ευκαιρίες που τους προσέφερε
το βουνό της Αγιάς.
Αν
η μονή ή το βουνό είχαν καεί πιο πριν, δεν θα γινόταν τέτοια πρόταση από τους
Καπετάνιους και ίσως να πρότειναν ένα καλύτερο μέρος στην περιοχή αυτή των
Κοντοβουνίων. Το δασώδες της Αγιάς, η φυσική και τεχνιτή οχύρωση της μονής
θεωρήθηκε ως η καλύτερη πρόταση από τους μετ’ ολίγον θυσιασθέντας αυτούς Έλληνες. Ο σύγχρονος των γεγονότων αυτών και
γνώστης της περιοχής Αμβρόσιος Φραντζής επίσης αναφέρει: «Ἐάν ὁ Γρηγόριος Δικαῖος ἤθελεν ἀποδεχθῆ τό νά μεταβῶσιν εἰς τήν Ἁγιά,
ὄχι μόνον δέν ἤθελον ἀφανισθεῖ οἱ Ἕλληνες καί αὐτός ὀ ἴδιος, ἀλλ’ ἤθελον
προξενήσει πολλήν θραῦσιν καί ἀφανισμόν εἰς τούς ἐχθρούς, ἦτον δέ ἡ ὀχύρωσις τῆς
Ἀγιᾶς καταλληλωτέρα ἀκόμη καί διά τῶν ἐχθρικῶν στρατευμάτων τοποθέτησιν, καί
τούτων ἐχόντων ἤθελε διαρκῆ ἡ μεταξύ τῶν Ἑλλήνων καί τῶν ἐχθρῶν μάχη, ὥστε ὄχι μόνον δὲν ἤθελον δραπετεύση οἱ
περισσότεροι Ἕλληνες (ὡς καί ἐδραπέτευσαν οἱ πλείονες ὑποπτεύοντες τόν ἀφανισμόν
τῶν διά τοῦ ἀκαταλλήλου τῆς θέσεως τοῦ Μανιακίου, καθώς ἔγινεν εἰς τούς
μείναντας), ἀλλ’ ἤθελον προφθάση ἐγκαίρως καί τά μετά ταῦτα πρός βοήθειαν ἐρχόμενα
στρατεύματα, ἀριθμούμενα ὑπέρ τούς 1800 Ἀρκαδίους (Τριφυλίους) Καρυτινούς, καί
Φαναριώτας, οἵτινες ἔφθασαν τρεῖς ὥρας ὕστερον μετά τήν μάχην εἰς τήν Μάλην
(κώμην τῆς ἐπαρχίας Τριφυλίας) χωρίς νά φανῶσιν ὠφέλιμοι εἰς τό μηδέν, καθότι εἶχον
καταθραυσθῆ τότε οί Ἕλληνες παρά τῶν ἐχθρῶν».
Αμέσως
μετά την ιστορική μάχη στο Μανιάκι ο στρατός του Ιμπραήμ που είχε το στρατόπεδό
του στο πλησιόχωρο της μονής και των Ταμπουριών χωριό
Σκάρμηγκα
ακολούθησε διαφόρους δρόμους για να φτάσει στην Κυπαρισσία (Αρκαδιά). Ο
κυριότερος φυσικός δρόμος, Σκάρμηγκα – Αρκαδιά, την εποχή εκείνη, ήταν μέσα από
την κοιλάδα της Μεταξάδας ακολουθώντας τις ανατολικές υπώρειες της οροσειράς
του Αιγαλέο προς βορρά φτάνοντας στη Μάλη, όπου έγινε μία συμπλοκή μεταξύ των
προαναφερθέντων Ελλήνων και των Αιγυπτίων και από κει στην Κυπαρισσία. Ως εκ τούτου πέρασε και από το μοναστήρι.
Τις παραμονές της μάχης του Μανιακίου
ο Παπαφλέσσας είχε ορίσει ως παρατηρητήρια τις κορυφές της Αγιάς και του
Μαγκλαβά για την παρακολούθηση των κινήσεων των στρατευμάτων του Ιμπραήμ. Είχε
δε δώσει εντολή την νύχτα να ανάβουν φωτιές, στα δύο αυτά βουνά, ώστε ο Ιμπραήμ
να τις βλέπει και να θεωρεί ότι ο αριθμός των Ελλήνων είναι πολλαπλάσιος. Η
στρατηγική σημασία της μονής και της κορυφής της Αγιάς, δεν μας είναι γνωστή
μόνο από τα γεγονότα στο Μανιάκι αλλά και από το στρατόπεδο που έφτιαξαν εκεί
οι Έλληνες, λίγο καιρό μετά την απόβαση του Ιμπραήμ στο Ναβαρίνο. Έτσι και κατά
το επόμενο διάστημα, η Αγιά χρησίμευε ως
παρατηρητήριο για την προστασία των χωριών των Κοντοβουνίων και των πεδινών
χωριών, καθώς επίσης, και για την ενημέρωση των καπεταναίων. Σε αναφορά των κατοίκων
της Λιγούδιστας προς τον «Έκτακτον Επίτροπον» Α. Τζούνη οπού είχε μεταβεί
εκείνες τις μέρες στην Ζούρτσα, αναφέρουν μεταξύ άλλων:
«…Ἡμεῖς ἐνταῦθα
ἀγρυπνοῦμεν ἐπάνω (ενν. το βουνό της Αγιάς) εἰς τάς βάρδιάς μας ἐπειδή εἶναι
πολλαί αἱ φαμίλιαι καί κατοικοῦν ἔσωθεν εἰς τάς χώρας(η Χώρα) καί τά λοιπά χωριά….»
………………………………………………………………
Σάββατο 2 Απριλίου 2016
Μια σύγχρονη … κλασική συγγραφέας μας !!!
ΕΛΕΝΗ
ΓΙΑΝΝΑΚΑΚΗ
ΣΚΟΥΡΟ ΓΚΡΙ ΣΧΕΔΟΝ ΜΑΥΡΟ
Με
το τελευταίο της βιβλίο από τις εκδόσεις Πατάκη
η Ελένη Γιαννακάκη έρχεται όχι μόνο να επιβεβαιώσει τη μεγάλη και
ξεχωριστή συγγραφική της στόφα που τόσο αδρά καταγράφηκε με τα τρία προηγούμενα
βιβλία της, αλλά να πάει τα πράγματα ακόμη πιο πέρα. Να καταπιαστεί με ένα τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα που ενώ μας
απασχολεί ή μας απασχόλησε όλους και μάλιστα έντονα, διαρκώς σπρώχνεται κάτω
από το χαλί γιατί αντιμετωπίζεται ως όνειδος από τη σύγχρονη κοινωνία. Και
μιλάμε για το πρόβλημα των γερασμένων ανθρώπων που θεωρούνται πλέον ως
αποσυνάγωγοι ακόμα και μέσα στα σπίτια τους. Εξυμνούνται διαρκώς τα νιάτα και οι γέροι διαρκώς περιθωριοποιούνται. Με το
«καλό» ή με το «άγριο» σπρώχνονται σε ιδρύματα και γηροκομεία. Οι παππούδες και
οι γιαγιάδες που με τις αφηγήσεις τους αποτελούσαν για τους παλαιότερους μια
τεράστια πηγή γνώσης, σήμερα καταδικάζονται στη σιωπή: στο σπίτι ή στο
γηροκομείο αμίλητοι και με απλανές βλέμμα
περνάνε τη μέρα τους μπροστά σε οθόνες ΤV.
Μέσα
σε αυτά τα βαθιά νερά τα ανεξερεύνητα και ερεβώδη τολμάει να βουτήξει η
συγγραφέας και όχι μόνο κερδίζει το
στοίχημα αλλά μας αφήνει ένα βιβλίο αναφοράς, γιατί όπως πάνε τα πράγματα θα
ακολουθήσουν πολλά παρόμοια στο μέλλον. Η 70χρονη ηρωίδα, με πάρκινσον και αρχή άνοιας, βρίσκεται κλεισμένη στο γηροκομείο όχι και τόσο με τη θέλησή της. Και μέσα από έναν εκπληκτικό εσωτερικό μονόλογο όπου ψάχνει διαρκώς λέξεις και ονόματα, προσπαθεί να ερμηνεύσει καταστάσεις και συμπεριφορές νοσοκόμων, παιδιών και εγγονιών που όλοι μα όλοι δείχνουν να τους βαραίνει.
Ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα που η Γιαννακάκη με τη συγγραφική της δεινότητα κατορθώνει το δυσκολότερο: να το διεκπεραιώσει με απόλυτη επιτυχία και να σαγηνέψει μέχρι τέλους τον αναγνώστη. Αυτό το τελευταίο είναι και το ζητούμενο για κάθε βιβλίο. Άλλο πράγμα το θέμα και άλλο η συγγραφική παρουσίασή του.
Γι' αυτό και σας το συνιστώ ανεπιφύλακτα!
________________________________________
ΥΓ navarino-s: εικάζω πως ο τίτλος που θυμίζει το "μπλε βαθύ σχεδόν μαύρο" του Θανάση Βαλτινού, μπορεί να αποτελεί έναν λογοτεχνικό χαιρετισμό προς τον ομότεχνο της.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)