Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2008

Η ΧΑΡΤΟΠΑΙΞΙΑ


Στις μικρές κοινωνίες των χωριών είναι πιο ορατές οι κατακλυσμιαίες αλλαγές που επέφεραν στη ζωή μας οι καινούργιοι τρόποι ζωής, ιδίως η τηλεόραση. Με πρώτο θύμα το καφενείο. Μαζεύεται ο κόσμος τώρα στα σπίτια . Δεν σφύζουν πια τα τραπέζια από ιστορίες, τάβλι και χαρτοπαίχνιδα. Πολλοί νεαροί πλέον δεν ξέρουν τι είναι τα ντόρτια ο ρήγας και τα σπαθιά. Μια παράδοση χρόνων σταμάτησε.
Από πολύ μικροί μπαίναμε στα μυστικά και τη γοητεία της τράπουλας. Από το δημοτικό μαθαίναμε την "κολιτσίνα" τη "ξερή" το «31» και το «βιδαριστό 31». Όταν πηγαίναμε στο γυμνάσιο περνάγαμε σε ανώτερες σπουδές. Τελειώνοντας την πρώτη, είχαμε μάθει το ραμί, ένα είδος κουμ-κάν. Στη δευτέρα μαθαίναμε την πόκα και από την τρίτη και μετά, μαζί με τα μακριά παντελόνια που βάζαμε, ανοίγαμε τις πύλες της εγκεφαλικής και της ατελείωτης στην εκμάθηση πρέφας.
Τις ημέρες των γιορτών, ιδίως ανάμεσα Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά η χαρτοπαιξία έπαιρνε διαστάσεις επιδημίας. Είχανε τελειώσει τα λιομαζώματα και απερίσπαστοι οι θαμώνες των καφενείων μέσα στη θαλπωρή της σόμπας, τζογάριζαν πάνω στο αργό γύρισμα των χαρτιών και της τύχης τους. Χαρούμενοι οι καφετζήδες από το βιδάνιο, ένα είδος ΦΠΑ που εισπράττανε από κάθε συναλλαγή, κουβαλούσαν στα τραπέζια νερά και ποτά και τάϊζαν διαρκώς τη σόμπα με ξύλα, δημιουργώντας καταστάσεις μυσταγωγίας. Με τα θαμπά τζάμια να τρέχουν υδρατμούς και τα ντουμάνια του καπνού να ανεβαίνουν με δαχτυλίδια προς το ταβάνι.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς γινόταν και η κορύφωση. Μετά το παραδοσιακό δείπνο με τον κόκορα μακαρονάδα, οι γυναίκες με τις κοπέλες έπαιρναν το κέντημα και το πλεχτό τους με το κουβάρι και τις βελόνες για κάποιο σπίτι με τζάκι ή σόμπα. Μαζεύονταν πολλές και κουβέντιαζαν μέχρις αργά. Πρέπει να έπιαναν και διάφορα πονηρά «θέματα» γιατί κάτι γέλια κακαριστά και μιας ιδιαίτερης χροιάς ακούγαμε να φτάνουν μέχρι το δρόμο. Ενώ οι άρρενες έτρεχαν στο καφενείο.
Όλα τα τραπέζια τζογάριζαν άγρια και τα λεφτά φόρα παρτίδα καθώς για εκείνη τη βραδιά υπήρχε μια εξαίρεση, μια άτυπη εκεχειρία εκ μέρους της χωροφυλακής. Συνεπαρμένοι οι χαρτοπαίκτες έκοβαν τα χαρτιά για «βιδαριστό 31» για «πόκα» για «ραμί» και κάποιοι ηλικιωμένοι για «πρέφα».
Από τα «μακριά παντελόνια» και μετά μπαίναμε και εμείς ελεύθερα, γιατί πιο πριν κρυβόμασταν κάτω από υπόστεγα με φως και με κάτι τράπουλες σαν πατσαβούρια παίζαμε «31» μέσα στο κρύο. Καθόμασταν λοιπόν και εμείς σε καρέκλες και παίζαμε σαν μεγάλοι. Επειδή όμως εξαντλιόταν από νωρίς η υποτυπώδης ταμειακή μας ευχέρεια και δεν είχαμε καθόλου όρεξη για ύπνο, προσεγγίζαμε σαν θεατές τα μεγάλα τραπέζια της πόκας για να μαθαίνουμε τεχνικές και να κλέβουμε κόλπα.
Σε αυτά έπαιζαν και οι ετήσιας βάσης χαρτοπαίκτες. Αυτοί οι παθιασμένοι τζογαδόροι που είχανε μάτια μόνο για το παιχνίδι. Ακόμα και όταν κοιτούσαν προς τη μεριά μας, εμείς καταλαβαίναμε ότι δεν μας βλέπουν. Ήταν το βλέμμα τους φευγάτο. Οι νευρικοί παίκτες κοιτούσαν τα χαρτιά τους αμέσως με το μοίρασμα. Ενώ για τους ήρεμους, αυτό το κοίταγμα των χαρτιών συνιστούσε μια μικρή ιεροτελεστία. Ιδίως όταν έπαιρναν το τελευταίο και καθοριστικό χαρτί. Το έχωναν μέσα στα άλλα τα ανακάτευαν όλα μαζί και τα έκλειναν. Τα σήκωναν μετά μέσα στις χούφτες και τα άνοιγαν σαν βεντάλια. Σιγά-σιγά και βασανιστικά για τη δική μας περιέργεια, μέχρι να σκάσει το σημάδι του καινούργιου που είχανε πάρει. Μιλούσαν μεταξύ τους με εκείνες τις παράξενες λέξεις: πάσο, ντούκου, δικαίωμα, τα βλέπω, ρέστα, φουλ, κέντα, ζεύγη, χρώμα, αβολοντέ και φλος, που ανέβαζαν στα ύψη το κλίμα της μυσταγωγίας.
Ένα κλίμα που έσπαζε βίαια από τις βλαστήμιες στο τέλος της κάθε παρτίδας. Βλαστήμιες σε πολύ μεγάλη ποικιλία. Αφού εξαντλούσαν το εορτολόγιο –πλην της Αγίας Παρασκευής που είναι η προστάτιδα του χωριού και τη σεβόντουσαν- περνούσαν στα ιερά σκεύη, στα άμφια του ιερέα, τη μήτρα του δεσπότη και σε ό,τι άλλο μπορεί να έχει σχέση με το θρησκευτικό οικοδόμημα.
Πολλές φορές θεωρούσαν εμάς τους νεαρούς θεατές, υπεύθυνους για τη χασούρα τους. Και δεν μας πείραζε τόσο το ότι γυρνούσε ο παίκτης που βλέπαμε τα χαρτιά του και μας άστραφτε ξαφνικά κάποιο σκαμπίλι. Πιο πολύ μας ενοχλούσε όταν μας έθιγαν κάποια ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα. Όταν μας έλεγαν, δηλαδή, ότι κάποιος από μας ήταν γρουσούζης γιατί «είχε παίξει το πουλί του». Κοκκινίζαμε τότε όλοι μέχρι τ’ αφτιά και να ήτανε τρόπος να άνοιγε η γη για να μας καταπιεί, γιατί όλοι είχαμε υποπέσει στο εν λόγω αμάρτημα, και όχι άπαξ ημερησίως!
Όλα αυτά τώρα χάθηκαν και μόνο κάτι νεαροί μετανάστες, πολυεθνικής σύνθεσης, συνεχίζουν να παίζουν σε κάποιο στρογγυλό τραπέζι, συνεννοούμενοι μεταξύ τους με τα σπαστά ελληνικά τους. Βρίσκουν στο καφενείο τη θαλπωρή που λείπει από τα υγρά και κρύα σπίτια που μένουν.
Οι πιο πολλοί στο χωριό δεν παίζουνε πλέον χαρτιά. Τρώνε το βράδυ της παραμονής τον κόκορα όπως πάντα -τα γαστρονομικά μας ήθη επιβιώνουν, βλέπεις, της τηλεόρασης- και αραχτοί μετά στους καναπέδες, δεν κάνουν τίποτα το διαφορετικό από ότι κάνουν και οι κάτοικοι των μεγάλων πόλεων και της Αθήνας: βλέπουν και αυτοί τα κανάλια με τα ειδικά μουσικά αφιερώματα.......

Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2008

ΤΑ ΚΑΛΑΝΤ(Ρ)Α ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ



Τέτοιες μέρες οργανώναμε τη χορωδία για τα κάλαντα, τα κάλαντρα όπως τα λέγαμε τότε, τότε γύρω στα τέλη του ‘50. Και μιλάω για την «παράνομη» χορωδία γιατί όλη αυτή η ιστορία διέπετο από ένα ιδιότυπο καθεστώς.
«Νόμιμη» ήταν η χορωδία του σχολείου που έφτιαχνε ο δάσκαλος. Μια ομάδα από επιλεγμένα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, καλής διαγωγής και επιμελημένης εμφάνισης με πλισέ φούστες και καθαρά παντελονάκια, άσπρα σοσόνια και γυαλισμένα παπούτσια, και με ένα μεγάλο κουτί με σχισμή, τυλιγμένο με χαρτί (κόλλα γλασέ) και κολλημένες πάνω του χαλκομανίες με αγγελάκια, που κρατούσε κάποια κοπέλα. Ένα αγόρι κρατούσε έναν τενεκέ λαδιού τυλιγμένον και αυτόν με κόλλα γλασέ και αγγελάκια, για την καταβολή του φιλοδωρήματος σε είδος.
Οι εισπράξεις αυτές προορίζονταν για τις δαπάνες του σχολείου και κυρίως για τα σπασμένα τζάμια από τις πέτρες που με μανία εκτόξευαν εναντίον τους τα άλλα παιδιά, που πολλά εξ αυτών απαρτίζαμε την «παράνομη» και αυστηρά απαγορευμένη από το δάσκλαο, χορωδία.
Παίρναμε και εμείς έναν τενεκέ (χωρίς γλασέ βέβαια) και γυρίζαμε από σπίτι σε σπίτι, ξεκινώντας πάντα πριν από τους νόμιμους ανταγωνιστές μας. Λέγαμε μάλιστα στις νοικοκυρές που ρωτούσαν, ότι εμείς είμαστε τα κάλαντρα του σχολείου και όταν ξαναρωτούσαν που είναι τα κορίτσια τους λέγαμε ότι δεν ήρθαν γιατί κρυώνανε. Δεν τις έπειθαν βέβαια τα λόγια μας ούτε η ετερόκλητη ενδυματολογική μας εμφάνιση με τα μπαλωμένα ρούχα και τα τρύπια παπούτσια.
Ήταν κάποιες τσιγκούνες που μας έδιωχναν, οι περισσότερες όμως, μέρες που ήταν, μας έριχναν λάδι στον τενεκέ και μας φίλευαν κανα κουραμπιέ ή πορτοκάλι. Άλλο που εμείς αρπάζαμε και ό,τι άλλο βρίσκαμε ένα γύρω στην αυλή ή προβαίναμε και σε πιο άγριες πράξεις όπως τότε με τη θειά –Κώσταινα, μια ραχητικιά γριούλα, που με λαβές και κεφαλοκλείδωμα που είχαμε δει στο σινεμά, την ακινητοποιήσαμε την ώρα που μας έριχνε το λάδι στον τενεκέ και μέχρι να στραγγίξει όλο το λαδικό της! Την αφήσαμε, φυσικά, μετά τη γυναίκα και της ευχηθήκαμε «χρόνια πολλά». Ενώ μας ακολούθησε μια βροχή από κατάρες και πέτρες.
Το λάδι το πουλάγαμε στο μαγαζί του Τραχανά, με φόβο βέβαια και προφυλάξεις μην εμφανιστεί μπροστά μας ο δάσκαλος. Τρυπώναμε μετά σε ένα στενό και ακριβοδίκαια μοιραζόμασταν τις εισπράξεις. Οι οποίες μέσα σε χρόνο ρεκόρ μετατρέπονταν σε μπαλόνια και σε γυαλένιες: τους γυάλινους βόλους, δηλαδή, με εκείνα τα καταπληκτικά σχέδια που είχανε μέσα τους και που χαζεύαμε με τις ώρες την αναπήδηση τους πάνω σε κάποια τσιμεντένια επιφάνεια. Αυτό το …τακ….τακ…τακ μας γοήτευε.
Άλλα δώρα εκείνες τις μέρες και κείνα τα χρόνια δεν είχαμε. Κανα γιορτινό ρουχαλάκι ή παπούτσι, συνήθως αυτές τις κοντές γυαλιστερές γαλότσες με το κουμπί στο πλάϊ, όταν μας ψώνιζαν οι δικοί μας τα έπαιρναν από το πανηγύρι της Χώρας τον Οκτώβρη μήνα.
Πρέπει να ομολογήσω όμως το πόσο έντονα ζούσαμε αυτές τις ημέρες και πόσο εντυπωσιαζόμασταν από το θρησκευτικό μέρος του πράγματος, ακόμη και εμείς τα παιδιά της υψηλής παραβατικότητας. Εκστασιαζόμασταν από το γεγονός ότι το παιδάκι του Θεού γεννήθηκε φτωχικά, όπως και εμείς, μέσα σε κάτι σαν αχούρι και το ζέσταιναν με τις ανάσες τους τα άλογα και τα βόδια. Είχαμε μεγάλη εξοικείωση με τα ζωντανά –ακόμη νιώθω στο σβέρκο μου την ανάσα του αλόγου, του Καρά μας, όταν έσκυβε και έτριβε τη μουσούδα του στο κουρεμένο μου κεφάλι- και τα βιώναμε έντονα όλα αυτά.
Και όταν το πρωί των Χριστουγέννων ξυπνάγαμε στις τέσσερις με την καμπάνα για την εκκλησία, παρ’ όλο το αγουροξύπνημα και τα νεύρα μας, ρίχναμε κρυφές ματιές στον έναστρο ουρανό μήπως διακρίνουμε και εμείς το λαμπερό αστέρι!

Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2008

ΜΙΑ ΚΑΛΗ ΚΟΥΒΕΝΤΑ ΓΙΑ ΔΥΟ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΥΣ



Η ΠΡΩΤΗ ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΓΙΑ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ



Καταδικάστηκε από το Εφετείο Ρεθύμνου, και στη δεύτερη δίκη, ο πρώην υπουργός της ΝΔ Γιάννης Κεφαλογιάννης σε φυλάκιση 5 μηνών με τριετή αναστολή για πρόκληση τέλεσης ψευδορκίας και για απόπειρα υπόθαλψης εγκληματία (του χασισοκαλλιεργητή Βασσάλου συγκεκριμένα). Η ποινή όσο και να φαίνεται επιεικής έχει άκρως συμβολικό χαρακτήρα, γιατί όπως γράφει η Καθημερινή (21.12.2008 σελ.14) είναι η πρώτη φορά στην ελληνική πολιτική ιστορία που καταδικάζεται πολιτικός για παρέμβαση στο έργο της δικαιοσύνης. Κάτι που γινόταν και γίνεται κατά συρροή στην ελληνική πραγματικότητα αλλά ουδέποτε μέχρι τώρα μια τέτοια υπόθεση είχε οδηγηθεί στα δικαστήρια.
Τούτο ξεκίνησε από την καταγγελία που έκαναν δύο θαρραλέοι αστυνομικοί οι: Γ. Βρυλλάκης και Ειρ. Χαροκόπος από το αστυνομικό τμήμα Ρεθύμνου, ότι δέχτηκαν πιέσεις από τον εν λόγω πολιτικό προκειμένου να καταθέσουν στον ανακριτή ότι δεν αναγνώρισαν κατηγορούμενο για υπόθεση χασισοφυτείας τον οποίο εκείνοι είχαν συλλάβει. Οι δυο αστυνομικοί επέμειναν μέχρι το τέλος: και στην ανάκριση και στα δυο δικαστήρια στην αρχική τους κατάθεση παρά τις επιπρόσθετες πιέσεις που δέχθηκαν. Και όπως σημειώνει η Καθημερινή: το θάρρος τους εξέπληξε την κοινωνία του Ρεθύμνου όπου ο κ. Κεφαλογιάννης διαθέτει μεγάλη δύναμη.

Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2008

ΕΞΗΝΤΑ ΧΡΟΝΩΝ ΠΟΙΗΜΑ, ΣΑΝ ΝΑ ΓΡΑΦΤΗΚΕ ΤΩΡΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΕΞΗ!!!!




ΕΛΕΓΕΙΟ ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ ΕΝΟΣ ΜΙΚΡΟΥ ΑΓΩΝΙΣΤΗ

Πάνω στο χώμα το δικό σου λέμε τ' όνομα μας.
Πάνω στο χώμα το δικό σου σχεδιάζουμε τους κήπους και τις πολιτείες μας.
Πάνω στο χώμα σου Είμαστε. Έχουμε πατρίδα.

Έχω κρατήσει μέσα μου την τουφεκιά σου.

Γυρίζει μέσα μου ο φαρμακερός ήχος του πυροβόλου.
Θυμάμαι την καρδιά σου που άνοιξε κι έρχονται στο μυαλό μου κάτι εκατόφυλλα τριαντάφυλλα που μοιάζουνε σαν ομιλία του απειρου προς τον άνθρωπο.
Έτσι μας μίλησε η καρδιά σου.
Κι είδαμε πως ο κόσμος είναι μεγαλύτερος
κι έγινε μεγαλύτερος για να χωρά η αγάπη.
Το πρώτο σου παιχνίδι, Εσύ.
Το πρώτο σου αλογάκι, Εσύ.

Έπαιξες τη φωτιά. Έπαιξες το Χριστό.
Έπαιξες τον Αι-Γιώργη και το Διγενή.
Έπαιξες τους δειχτες του ρολογιού που κατεβαίνουν απ' τα μεσάνυχτα.
Έπαιξες τη φωνή της ελπίδας εκεί που δεν υπήρχε φωνή.

Η πλατεία ήταν έρημη. Η πατρίδα είχε φύγει.

Ήταν καιρός! Δε βάσταξε η καρδιά σου περισσότερο!
Ν' ακούς κάτω απ' τη στέγη σου τ' ανθρώπινα μπουμπουνητά της Ευρώπης!
Άναψες κάτω απ' το σακάκι σου το πρώτο κλεφτοφάναρο.
Καρδιά των καρδιών! Σκέφτηκες τον ήλιο και προχώρησες.

Ανέβηκες στο πεζοδρόμιο κι έπαιξες τον άνθρωπο.



ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ
Σημείωση navarino-s: "πείραξα" μόνο μια λέξη πυροβόλο αντί πολυβόλο

Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2008

«….ας πουμε καμιά αλήθεια κι’ας πέσει στο γυαλο…»


Ένα παιδί στη γειτονιά μας μελαγχόλησε! Μιλάω για το φίλο μας το Newton που μέσα από την τελευταία του ανάρτηση ήρθε να μας ρωτήσει: «γραφτήκανε τόσα πολλά στα blogs ετούτες τις ημέρες, και τελικά τι βγήκε;».
Ναι γραφτήκανε πολλά, «τόνοι μελάνης χύθηκε» θα έλεγα με ένα παλιό κλισέ μα βλέπεις τα διαολοπράματα αυτά που χειριζόμαστε γράφουν χωρίς μελάνι. Το γυάλινο δάκρυ ήτανε καυτό πολύ καυτό και ρέον, με λυρικά κομμάτια ρέκβιεμ για τον Αλέξη. Το ίδιο και το lagarto με το δικό του κείμενο και αν πρόσεχες το μελαγχολικό του μάτι στη φωτογραφία, κάτι σαν βούρκωμα φαινόταν να γυαλίζει. Κείμενο επίσης δυνατό για το αθώο θύμα είχαν και τα monkakia (the monkeys). Μα ήταν και θυμωμένα αυτά, και από κλαδί σε άλλο κλαδί κρεμιόνταν, τα έβρισκα παντού σε όλα τα post που πήγα. Με οργίλα σχόλια εκτενή και σταθερή γραμμή κατά της βαρβαρότητας. Μέχρι και ο Ανορθόδοξος παρά τη μετακόμιση μπήκε στο τέλος στο χορό με μια μεγάλη ατάκα: «δεν είμαι κομμουνιστής, δεν είμαι αναρχικός αλλά δεν είμαι και μαλάκας!». Ακόμη και ο νεαρός Manos εμφανίστηκε μετά από πολύ καιρό, λάβρος φουριόζος ασυγκράτητος. Ο Newton όπως πάντα οργισμένος αλλά και με κάποια ερωτηματικά, μα σταθερά στο τέλος να τα χώνει στους κυβερνώντες τους τωρινούς και να μην ξεχνά ποτέ τους τέως. Ο Tyler Durden ήταν πανταχού παρών! Εγκατέλειψε την κινηματογραφική του αίθουσα και αλώνιζε τα blogs, έγραφε σχόλια και ξανάγραφε με αυτή τη μοναδική ευχέρεια που έχει να κάνει κατανοητή την άποψη του. Να μην πλατειάζει να φέρνει παραδείγματα να πείθει! Έβρισκε post ενδιαφέροντα μέσα στον blogωκεανό και μας ενημέρωνε για να τα δούμε. Και η cynical η κορυφαία της παρέας, με το μεγάλο της κοινό. Έχει αυτή η μπαγάσω, ρε παιδιά, έναν τρόπο! Και δεν μιλάω για τα πολύ καλά ελληνικά, την επιστημονική πληρότητα και την ευρυμάθεια της. Βάζει γλυκά τα θέματα σαν να ρωτάει παρ’ ότι στο τέλος μπαίνει απαλά και η βεβαιότητα. Τραβάει έτσι τον αναγνώστη να μπει να σχολιάσει. Και εκεί στα σχόλια είναι χαλκέντερη! Μια καταπληκτική οικοδέσποινα. Σέβεται όλους τους επισκέπτες της. Ακόμη και αυτούς που ασχημονούν μέσα σε ξένο σπίτι. Όπως εγώ που άνοιξα καυγά με την katerina στην ανάρτηση του «πλιάτσικου». Και μπήκε πυροσβεστικά και μας ηρέμησε.
Γραφτήκανε πολλά και εν θερμώ. Εκφράστηκαν απόψεις, διαφωτίστηκαν πτυχές και έγινε πολιτισμένος διάλογος μέσα στην αγριότητα και θα καρπίσει ακόμα. Διάλογος για πράγματα καινούργια. Πρωτοφανέρωτα. Αυθόρμητες κινητοποιήσεις της νεολαίας χωρίς καθοδήγηση. Ο κόσμος πιο μπροστά από τις ηγεσίες. Ο κόσμος που στα θέματα της μισθωτής εργασίας είναι χειρότερα σήμερα από ό,τι ήταν πριν 20 χρόνια. Χειρότερα από ό,τι πριν 50 και 100.
Μετά την κατάρρευση του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού στο τέλος της δεκαετίας του ’80 ένας άλλος κόσμος αναδύθηκε. Κυριάρχησε ο νεοφιλευθερισμός και η αποθέωση της οικονομίας της αγοράς. Το να υποστηρίξει κάποιος το δημόσιο χαρακτήρα μερικών υπηρεσιών εθεωρείτο οπισθοδρόμηση. Ένας παγκόσμιος και αδίστακτος χωρίς πατρίδα καπιταλισμός, μέσα σε λιγώτερο από είκοσι χρόνια με την πρόθυμη συνεργασία νεοφιλελέυθερων αλλά και σασιαλδημοκρατικών κυβερνήεων (πασόκ για τα καθ’ ημάς και μάλιστα με πρώην συνδικαλιστές στα αρμόδια υπουργεία που πέρναγαν οι νόμοι) αφαίρεσε από τους εργαζομένους όλα όσα είχαν κερδηθεί από τις μεγάλες απεργίες της Αμερικής του 1880 και δωθε με πολλόυς αγώνες και ποτάμια αίματος. Καταργήθηκε το οκτάωρο και οι υπερωρίρες. Με την απειλή και τον κίνδυνο της απόλυσης βάζουν τους υπαλλήλους να δουλεύουν 12ωρα και 15ωρα με 700 ευρώ το μήνα. Μπήκαν στη μέση και οι τράπεζες με τα δάνεια και έπιασαν τους ανθρώπους από το λαιμό, τους ξεζούμισαν στην κυριολεξία! Σκάβοντας και τα δικά τους έτσι θεμέλια γιατί με τη μεγάλη αφαίρεση αγοραστικής δύναμης από τον κόσμο θα ερχόταν το …μπαμ στην κατανάλωση και τα δάνεια. Πράγμα που εδώ και ένα χρόνο με μαθηματική ακρίβεια προέβλεπαν οι κλασσικοί φιλελεύθεροι –όχι μαρξιστές-οικονομολόγοι της παλιάς σχολής. Μόνο με το προ της γαλλικής επανάστασης του 1789 καθεστώς της φεουδαρχίας μπορεί να συγκριθεί από άποψη δικαιωμάτων ο σημερινός εργαζόμενος. Το καθεστώς που φούσκωσε από οργή τα ανθρώπινα ποτάμια που συμπαρέσυραν μοναρχίες και φέουδα βαστίλες και βερσαλίες. Είχαν όμως ένα συγκριτικό πλεονέκτημα απέναντι μας οι άνθρωποι αυτοί: δεν είχαν τηλεόραση!
Αυτόν τον μόνιμο χαφιέ όλων των εκδηλώσεων. Αυτόν τον προβοκάτορα που θέλγεται από τον καπνό και τη φωτιά και θάβει όλα τα άλλα. (Από την μεγαλειώδη πορεία του 4ου ευρωπαίκού κοινωνικού φόρουμ που έγινε στην αθήνα το μάη του 2006 οι κάμερες έδειχναν με επιμονή μόνο το φλεγόμενο περιπολικό σε ένα στενό της αλεξάνδρας). Αυξάνουν, βλέπεις, αυτά την τηλεθέαση γιατί φοβίζουνε τον κόσμο. Αλλά και το σύστημα δεν νοιάζεται για όλα αυτά τα ειρηνικά μπορεί και τα ενσωματώνει. Αν για το φόνο του Αλέξη π.χ. –και όπως πήγε να γίνει την κυριακή και τη δευτέρα το πρωί- προχωρούσε η εκδοχή imagine: πορείες με λουλούδια, δηλαδή, και μουσική υπόκρουση το ομώνυμο τραγούδι του τζον λέννον (είχαν την καλοσύνη τα monkakia να μας τον θυμίσουνε τις προάλλες) θα βλέπαμε σημεία και τέρατα. Τη Vodafone και την Wind να καταθέτουνε στεφάνια. Το mall να βάζει κάπου μια φωτογραφία του παληκαριού. Τη eurobank και τη marfin να ανοίγουνε λογαριασμούς για τα φτωχά παιδιά. Αντιπροσωπεία του συνδικαλιστικού οργάνου των μπάτσων με μαύρα περιβραχιόνια (..ο φονιάς με το θύμα αγκαλιά..) και όλα καλά και όλα ωραία. Τα πράγματα όμως, ευτυχώς, πήρανε άλλο δρόμο!
Και εδώ την πάτησε και η tv! Νόμιζε ότι ήτανε μία από τα ίδια: μικρές ομάδες κρυφτούλι και μολότωφ. Λογάριασε χωρίς τον ξενοδόχο. Και ξενοδόχος ήτανε το μέγα πλήθος και το μέγα πάθος από τη μια μεριά και το διαφορετικό τηλεοπτικό κοινό από την άλλη. Ένα κοινό αγριεμένο από τα τελευταία γεγονότα του τριμήνου, ελληνικά και διεθνή, που έλεγε –άκουσον! άκουσον!- «φωτιά σ’ όλες τις τράπεζες!». Γράφτηκε μάλιστα και σε πολλές εφημερίδες. Και έτσι απέμειναν για τους χατζηπρετεντέρηδες οι μικρομαγαζάτορες! Και κουβεντιάζαμε και εμείς αυτά, αυτές τις παράπλευρες απώλειες που όπως πολύ σωστά το έβαλε ο tyler durden με ένα παράδειγμα σε ένα σχόλιο σε post του manos: «όταν εξεγερθεί στο τσίρκο ο ελέφαντας και ποδοπατήσει το θηριοδαμαστή του που τον βασανίζει, μπορεί στη συνέχεια να ποδοπατήσει και κανα δυο θεατές από την πρώτη σειρά των καθισμάτων. Αυτές είναι οι παράπλευρες απώλειες που δεν είναι και αμιγώς αθώες αφού πληρώνουν εισιτήριο να βλέπουν τα βάσανα του ζώου». Όπως και οι μικρομαγαζάτορες δεν είναι και αθώες περιστερές αφού απασχολούν τις πωλήτριες 9 με 9 χωρίς να τους πληρώνουν υπερωρίες. Άσε που μόλις εξαγγέλθηκαν οι αποζημιώσεις, όσοι δεν έπαθαν ζημιές λένε: γαμώ την ατυχία μου.
Και όταν ολοκληρώθηκε η καταγραφή ανακοινώθηκε το ύψος των ζημιών: 50 εκατομ. Ευρώ, όσα περίπου εισπράτουν ετησίως γνωστοί «αστέρες» της tv. Και αν βγάλουμε και τα 40 που τουλάχιστον αντιστοιχούν σε τράπεζες και άλλα 5 για τα καταστήματα κινητής μαλακίας, μένουν γύρω στα 5 εκατομμύρια για όλα τα άλλα. Και εμείς αναλωθήκαμε σ’ αυτά και περάσαμε στο ντούκου το συγκλονισμό όλου του κόσμου από τα γεγονότα. "Η Ελλάδα έδειξε το δρόμο» έγραψαν πολλές εφημερίδες. Περάσαμε στο ντούκου και τη μεγαλειώδη και συμβολική εικαστική παρέμβαση με το φόκο στο δέντρο του κακλαμάνη. Αυτή την μπούρδα του καταναλωτισμού των «άγιων» ημερών με την πολλή μελαγχολία. Άμα ρωτήσεις τους μεγάλους αθηναίους τι είναι τα χριστούγεννα: «σύνταγμα και ερμού», θα σου απαντήσουν. Οι δε μικροί: «τα jambo»!

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2008

ΓΙΑΤΙ ΦΩΤΙΕΣ ΣΠΑΣΙΜΑΤΑ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΕΣ;


Πριν από καμιά 10αριά χρόνια στα τέλη της δεκαετίας του ’90, αν θυμάμαι καλά, ζούσαμε κάτι ανάλογο με τα σημερινά. Είχαν γίνει εκτεταμένες καταστροφές στα πέριξ του Πολυτεχνείου και μετά κατάληψη του και φωτιές. Τα κανάλια ωρύονταν και καλούσαν την αστυνομία να επέμβει και να συλλάβει τους 50-80 «γνωστούς άγνωστους», όπως ισχυρίζονταν, κουκουλοφόρους ταραξίες. Η αστυνομία επενέβη αλλά ο αριθμός των συλληφθέντων καταληψιών έφτασε στο απίστευτο νούμερο των 570 ανθρώπων. Τα κανάλια την έκαναν «γαργάρα».
Πριν από 20 μέρες στην πορεία του Πολυτεχνείου, κάποιες εφημερίδες έγραψαν στα ψιλά ότι το μπλόκ των αντεξουσιαστών –παλιά τους λέγαμε αναρχικούς- ξεπερνούσε τα 3.000 άτομα και ότι ήτανε ίσως μεγαλύτερο από αυτό της ΚΝΕ. Πάλι οι Χατζηπρετεντέρηδες το πέρασαν στο ντούκου. Ακόμη και χθές το βράδυ που είναι σίγουρο ότι η εν ψυχρώ δολοφονία του νεαρού Αλέξανδρου πολλαπλασίασε τον όγκο αυτών των παιδιών, οι κουφαλίτσες της τηλεόρασης συνέχιζαν να πιπιλίζουν την ίδια καραμέλα των ελάχιστων «γνωστών αγνώστων». Γιατί αυτό ανεβάζει κατά πολύ την τηλεθέαση αφού εξαγριώνει τους ανθρώπους που την παρακολουθούν. Είναι βασικές αρχές των μίντια αυτές.
Ο στρουθοκαμηλισμός έτσι συνεχίζεται και κανείς δεν θέλει να δει την αλήθεια κατάφατσα. Οι καλεσμένοι των κομμάτων στα παράθυρα και στα τραπέζια που αποδέχονται μεγαλύτερα νούμερα για τους «κουκουλοφόρους», περνάνε τα πράγματα μέσα από τα δικά τους φίλτρα και λογικές, δίνοντας αντικυβερνητικό χαρακτήρα και άλλα συμβατικά κίνητρα –γενιά των 700 ευρώ, βατοπαίδι κ.ά.- στους νεαρούς ταραξίες.
Τα πράγματα όμως δεν είναι έτσι. Αυτές είναι εφήμερες προσεγγίσεις. Ο αναρχισμός ασχέτως της ουτοπικότητας η μη των οραμάτων του, ασχέτως του φόβου που μπορεί να προκαλεί με την ατελέσφορη δράση του στα πλατιά στρώματα της κοινωνίας, είναι μια ιδεολογία και στάση ζωής με ιστορικό βάθος μεγαλύτερο από αυτό του μαρξισμού. Μια συνολική και ριζική αμφισβήτηση όλου του πλέγματος της εξουσίας και της κοινωνικής δομής. Πριν από 15 χρόνια στη Γενεύη της Ελβετίας μιας χώρας ευημερούσας, στα καλά καθούμενα με τα δικά μας κριτήρια, ομάδες αντεξουσιαστών, μέσα σε μια νύχτα, έκαναν λίμπα όλα τα ακριβά καταστήματα της πόλης.
Στη σημερινή συγκυρία η αιχμή της αμφισβήτησης που προανέφερα, στοχεύει στην καταναλωτική κοινωνία. Αυτό που εμείς οι πολλοί διαρκώς καταγγέλουμε αλλά είμαστε μέχρι τα μπούνια μέσα σε αυτό. Κυλιόμαστε κάθε μέρα μέσα στα σκατά της τηλεόρασης, στα ριάλιτυ στα πρωϊνάδικα και τις μεσημερούδες, στις άθλιες τηλεοπτικές σειρές και αργά πολύ αργά στα στρογγυλά τραπέζια της μαλακίας. Στέλνουμε τα κορίτσια μας ξεβράκωτα να κάνουνε καριέρα στο show-biz και τα παιδιά μας από το δημοτικό να διακριθούν στη eurovision-juniors, την ίδια ώρα που υποκριτικά κάνουμε το σταυρό μας στην εκκλησία. Συνωθούμαστε στα εμπορικά κέντρα και αγοράζουμε φίρμες ενώ πολλά λύκεια της περιφέρειας οργανώνουν εκδρομές στο mall της Αθήνας.
Είναι τόσο παράδοξο και ακατανόητο λοιπόν, κάποιοι νεαροί συμπολίτες μας που δεν βολεύονται μέσα στα κόμματα και τη χρεοκοπημένη πολιτική συγκυρία να θέλουν να αντιδράσουν με βία σε όλα αυτά που μας περιβάλλουν; Να θέλουν να αλλάξουν πιο γρήγορα την κοινωνία; Ξέρουν ότι παρανομούν οι δρόμοι είναι γεμάτοι με κάμερες γι’ αυτό και φοράνε κουκούλες. Πέστε ότι κάνουνε λάθος. Χαβαλέ μέσα στα δακρυγόνα όμως δεν κάνουν.
Χτυπούν συστηματικά τις τράπεζες την καρδιά της καταναλωτικής κοινωνίας, τις τράπεζες που με τη ληστρική τους πολιτική, όπως αποδείχθηκε τώρα με την κρίση, έκαναν πολύ χειρότερα πράγματα στους ανθρώπους από όσα οι πέτρες και οι μολότωφ των νεαρών αντεξουσιαστών.
Πιστεύω και εγώ ότι οι ενέργειες τους είναι κινήσεις απελπισίας, ο κόσμος φοβάται μαζεύεται και συντηρητικοποιείται. Έχουν αντίθετα αποτελέσματα, ίσως, από αυτά που επιδιώκουν. Θέλουν όμως άλλη προσέγγιση αυτά τα παιδιά και όχι την απαξίωση και την ύβρη.
Σημείωση: μια σφαιρική μελέτη του φαινομένου της αναρχίας από καταβολής της μπορείτε να βρείτε στο βιβλίο του καθηγητή ιστορίας της Οξφόρδης, Τζαίημς Τζολ: "Αναρχικοί" εκδόσεις Επίκουρος.