Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2015

ΤΟ ΑΛΟΓΟ !!!



Zαχαρία Παπαντωνίου



                                                                     ΤΟ  ΑΛΟΓΟ

       Ένα κάρο ανέβαινε από τα Σφαγεία*. Μέσα έφερνε ένα βώδι σφαγμένο με τα πόδια στον ουρανό. Απάνω στο σφαχτό ο καρροτσέρης, ένας άνθρωπος μελαχροινός, με ψαρά γένεια, και το παιδί του. Το κάρρο κυλιώταν αργά, νωθρά μέσα στη γαλήνη.     
 Ήταν Απρίλης, είχε πέσει το βράδυ κι’ άναβαν τα φώτα. Από το καμουτσίκι, ένα μαδημένο σκοινί, μπορούσε να καταλάβη κανείς πως ο καρροτσέρης αγαπούσε τ’ άλογο. Το καμουτσίκι έπεφτε στα καπούλια πολύ ελαφρά σαν παιγνίδι. Και σ’ όλον τον ανήφορον από τα Σφαγεία ίσα με την πόλη αυτό τ’ άλογο δεν άκουσε βρισιά, μήτε προσταγή, παρά τη φωνή:
     ─Έλα Κύρκο. Άϊντε Κύρκο. Έτσι, μ’ αυτό το χάδι ανέβαινε, σέρνοντας το κάρρο, ένα σφαχτό και δύο ανθρώπους.
     ─Που λες, είπεν ο γέρος καρροτσέρης, φτύνοντας καπνό, που λες βρε, ο Κύρκος έχει φιλότιμο. Να τ’ ακούς εσύ, που κάποτε το χτυπάς. Δεν τα δέρνουν τα ζα. Το ζω είναι άνθρωπος. Και τέτοιο άλογο, βρε, που το βρίσκεις; Σαν τούτο; Μας τρέφει όλους, που λες. Δίνει ψωμί εμένα, εσένα της μάνας σου, των αδερφιών, του σπιτιού. Ένα ζω να θρέφτη οκτώ ανθρώπους!... Θα πης: εγώ δουλεύω. Αμ’ αυτό δουλεύει πρώτα κ’ ύστερα ‘γω. Γιατί αυτό είναι δουλευτής που δε βρίσκεται. Είν’ από τη Σερβία, βρε. Χρεωθήκαμε να το πάρουμε. Δεν τα ξεύρεις εσύ.
     Πέρασε κάμποση ώρα με σιωπή.
     Το παιδί έπαιζε με την ουρά του βωδιού. Ο γέρος έφτυνε τον καπνό, λέγοντας πότε-πότε: Φτου φαρμάκι! Έπειτα ξανάρχισε!
      ─Που λες. Πόσες αραμπαδιές έφερνε ο Κύρκος απ’ τα νταμάρια. Κανένα άλογο δεν κουβάλησε τόση πέτρα, τόσο λιθάρι. Δώδεκα δραχμές την ημέρα, μας έσωσε. Κι’ απ’ την Πεντέλη, πριν πάρωμε κάρρο δικό μας, είχε ζευφχθή και τράβαγε μάρμαρο και κακό. Να μάρμαρο! θεώρατο, για τ’αγάλματα, που λες. Και να πης πως δεν ήτανε άγριο! Ήταν∙ όμως άκουγε κι’ όλας. Εδώ στο Λυκαβητό μπορούσε, αν ήταν άλλος καρροτσιέρης, να βρη το διάολο του στον κατήφορο. Όμως εγώ του μιλώ. «Κύρκο», να του πης, ακούει αυτός. Γιατί το ζω καταλαβαίνει. Τα βάσανά μας, τη φτώχεια… όλα. Και πως εγώ είμαι άρρωστος, το ξέρει κι’ αυτό.
     Το κάρρο πήγαινε βαρειά. Η ρόδες βροντούσαν με το ρυθμό τους, εκείνο το ρυθμό που ξέρετε, που τον ακούτε κάποτε τη νύχτα, μόνον αυτόν, μέσα στην πόλι. Ξανάρχισε ο γέρος:
     ─ Άκου βρε. Αύριο τ’ άλογο και το κάρρο και τη δουλειά θα την πάρης εσύ. Εγώ δεν μπορώ. Ξέρεις που η μέση μου πονεί! Να, θα πέσω. Μούπε ο γιατρός να μη δουλεύω. Και τι να κάμης, έλα ντε. Ζήσε χωρίς δουλειά μια φαμίλια, οχτώ στόματα. Έ! Που καταντήσαμε. Να κουβαλάμε απ’ τα σφαγεία. Δυόμιση δραχμές την ημέρα. Τι να κάμης, πως ν΄ανεβής σε νταμάρι, άρρωστο κορμί!;  Κ’η αδελφή σου κίτρινη σε κακό χάλι! Ναι, βρε∙ η Βγενιώ, την είδες πως είναι; Αυτά θέλουν γιατρούς, παράδες… Είμαστε δυστυχισμένοι, άκου βρε παιδί. Κύττα να δουλέψης. Μην το κάνης σαν τον άτιμο το μεγαλείτερο, που πήγε κι’ έγινε θεατρίνος ο άτιμος κ’ έκανε Φασουλή στο Βίντσι. Ο Θεός θα τον παιδέψη αυτόν. Κύτταξε συ να πάρης τη δουλειά. Να πάρης τον Κύρκο να τόνε ξαναπάς στα νταμάρια, να βγάλουμε ψωμί. Να γιατρευτώ κι’ εγώ. Κ’ η μάννα σου να μη ξενοπλένη, κ’ η Βγενιώ να κάνη χρώμα που βήχει το κορίτσι…. Βήχει, μωρέ. Να, το λοιπόν. Πιάσε τα λουριά. Κατέβα κάτω και πιάσε τον Κύρκο. Ν τον βγάλης εδώ τον ανήφορο! Έλα σιγά! Χάϊδευέ τον στο λαιμό. Άειντε Κύρκο…
Το παιδί πήδησε κάτω, έπιασε τ’ άλογο κα τραβούσε. Ο γέρος έβλεπε με ανάπαυση τη λυγερή σκιά του παιδιού, το τολμηρό του χέρι που κρατούσε τα λουριά, έβλεπε τη συνέχειά του. Αυτό το παιδί θα γένη  καλός καρροτσέρης. Ναι, είναι τόσο δύσκολο να ιδή κανείς το παιδί του να μπαίνει στον ίσιο δρόμο, να παίρνη την πατρική δουλειά και να την σέρνη στο μέλλον, να την κάνη κάτι αιώνιο, σαν νάναι ο ίδιος ο γέρος ξαναγεννημένος!
     Πέρασαν εμπρός από κάποιο εικόνισμα του δρόμου. Ο γέρος έβγαλε την ψάθα του και σταυροκοπήθηκε μέσα στο σκοτάδι. Ήταν άρρωστος, σακατεμένος, όμως δε σταυροκοπήθηκε για τον εαυτό του. Είπε: «Θέ ’μου, κάμε να μη βήχη το κορίτσι, η Βγενιώ. Κάμε τούτο το παιδί να πάρη στα χέρια του, το κάρρο με τον Κύρκο. Και για μένα-ότι πης».
     Έπειτα συλλογίστηκε το σπίτι του∙ ένα άθλιο χάλασμα στους Αέρηδες, και μέσα τα παιδιά του που φώναζαν, η γυναίκα του επάνω σε μια σκάφη, το κορίτσι του σ’ ένα κρεββάτι μ’ εκείνο το βήχα, που δεν μπορείς να τον ακούς, κι’ ο γιατρός νάρχεται να λέη «φάρμακα, αέρας, λουτρά», όλα τα πράμματα που δεν γίνονται. Τα συλλογίστηκε όλα. Συλλογίστηκε το λάθος που έκαμε να παντρευτή μεγάλος. Και το δεύτερο λάθος να κάμη έξη παιδιά. Όμως και τα δυό, για να τα ξεφορτωθή, τάρριξε στο Θεό.  Είπεν: «Ο Θεός τώθελε. Υπομοινή». Κ’ έπιασε με τα δυό χέρια τη μέση του, που τον πομούσε δυνατά.

                                                ***

     Το κάρρο είχε προχωρήσει πολύ μέσα στην πόλι, όταν άκουσε μια φωνή:
     ─Άλτ!
     Η φωνή ερχόταν από μακρυά και δεν κατάλαβεν πως ήταν γι αυτόν. Όμως το «άλτ»! ξανακούστηκε. Το κάρρο σταμάτησε. Τρεις στρατιώτες του πυροβολικού κ’ ένας δεκανέας με τα όπλα στον ώμο, πλησίασαν.
     ─Έλα, κατέβα κάτω. Είπεν ο δεκανέας.
     ─Σ΄εμένα το λες;
     ─Άειντε, γειά σου, κατέβα να μη χάνουμε καιρό.
     ─Και γιατί;
     ─Κουβέντα θέλεις, πατριώτη; Το κάρρο θα το πάμε στον στρατώνα. Επιστρατεία έχουμε. Τώρα το μαθαίνεις;
     ─Επιστρατεία…
     ─Ναι, γειά σου. Αναγκαστική εισφορά. Πιάσε από ’κει να ξεφορτώσουμε…Άειντε, γειά σου. Τι έχεις μέσα;
     ─Κοτζάμ βώδι!
     ─Να το ρίξης κάτω.
     ─Έτσι μες στο δρόμο; Για στάσου, βρέ παιδί, τι είναι τούτα; Θα το πάω στην αγορά. Έχω δουλειά, έχω μεροκάματο.
     ─Το μεροκάματο κυττάς, καϋμένε, ή που φεύγει απόψε το σύνταγμα; χωρατεύεις;
     ─Για εξήγα μου, χριστιανέ … Για πές μου… πως παίρνεις έτσι τ’ άλογο τ’ αλλουνού, απ’ το δρόμο… Έτσι το λέει ο νόμος;
     ─Τώρα θα σου ξηγήσω και το νόμο; Εμπρός.  Βοηθάτε από ’δω. Σύντομα!
Είπεν ο δεκανέας κι’ οι στρατιώτες ανέβηκαν στις ρόδες. Πιάνοντας κι’ οι τρεις, έσυραν το βώδι προς τα έξω. Το μαύρο σφαχτό έπεσε με βρόντο βαρύ κάτω στο πεζοδρόμιο.
     ─ Έλα μάρς! Είπεν ο δεκανέας. Κόπιασε κοντά πατριώτη.
     ─ Που κοντά;
     ─Στον στρατώνα, να πάρης τον αριθμό σου. Κ’ ύστερ’ απ’ τον πόλεμο, αν γίνη πόλεμος, ύστερ’ απ’ την επιστρατεία τέλος πάντων, να ’ρθής να πάρης τ’ άλογό σου και το κάρρο, ή να πληρωθής απ’ το δημόσιο, αν σκοτωθή το ζω.
Ο γέρος γύρισε και κύτταξε το βώδι πούταν πεσμένο στο δρόμο. Είπε στο παιδί του: «Κάτσε αυτού ως που να ’ρθώ». Το παιδί έπεσε απάνω στο βώδι και ξεκουραζόταν. Ο γέρος ακολουθούσε το κάρρο. Δεν έλεγε τίποτα. Ένας στρατιώτης εκεί που πήγαιναν χωρίς καμμιά κουβέντα, γύρισε και τούπε:
     ─Άμ’ ό,τι έχουμε και δεν έχουμε, πατριώτη, θα το δώσουμε για την πατρίδα.
Ο γέρος μετά κάμποση ώρα του απήντησε:
     ─Ποιος λέει όχι. Για την πατρίδα είν’ όλα. Μα ο Θεός δίνει σε κάποιους, βλέπεις, έξη παιδιά. Κ’ ετούτη η δόλια καρδιά που έχουμε, σάμπως μπορείς να την κάμης όποτε θέλεις πέτρα στο νταμάρι; Για να μην ακούη; Πάντα καρδιά είναι.
     ─Καραβάσης! Εφώναξε ο δεκανέας στον στρατιώτη πούσερνε το άλογο. Τράβα γρήγορα.
     Φτάσανε στον στρατώνα κι’ έμπασαν το κάρρο στην αυλή φωνάζοντας «έ! ώ! 'ιπ!». Το σύνταγμα ετοιμαζόταν. Θάφευγε τα μεσάνυχτα. Ο γέρος στάθηκε κι άκουγε το θόρυβο της αυλής. Οι έφεδροι χόρευαν, πηδούσαν, τάραζαν τον κόσμο από της φωνές. Τα τραγούδια, τα λιανοτράγουδα, τα λησμονημένα, τα παληά, ηχούσαν τόσο χαρωπά, σε τόνο που ποτέ δεν τους έδωκε το κρασί, ποτέ ο έρωτας. Τούτο το μεθύσι, κι’ ο χάρος κεραστής, πρώτη φορά τώβλεπεν ο γέρος. Έβλεπε τους χορευτάς, τους τρελούς γύρους, το χορευτή πούτρεμε το κορμί του στον αέρα, το πηλήκιο που σφενδονιζότανε ψηλά. Ανάμεσα στο τραγούδι, χίλιοι θόρυβοι, της καινούργιας αρβύλας το βιαστικό πάτημα, η προσταγή, το κάρφωμα κασσονιών, το φόρτωμα, πετάλων χτυπήματα στη γη, προσταγές ωργισμένες, άφηναν τα τρεξίματα, μεγάλο λαχάνιασμα της επιστρατείας. Πολίταις έμπαιναν μέσα ψάχνοντας για δικούς των, φωνάζοντας ονόματα στο σωρό. Και διαβάτες και χαμίνια. Και φούστες μεταξένιες έκαναν θόρυβο, ακολουθώντας κάποιο παιδί, έφεδρο, που πήγαινε να φορέση το σάκκο, πλέχοντας μέσα στην πλατειά στολή. Κάποιοι κρατούσαν εκεί στην άκρη μια σημαία. Ένας παπάς από κάτω, φορώντας φυσεκλίκια σταυρωτά στο στήθος, μιλούσε στους άλλους για την ελευθερία και το Χριστό. Ένας έφεδρος στο φανάρι διάβαζεν εφημερίδα. Κι’ άλλος έγραφε στο γόνα με το μολύβι. Το τραγούδι χυνόταν δυνατό από στόματα που γελούσαν:    

     Και παίρνουν τους επίστρατους
     τους παίρνουν απ’ τα σπίτια τους
     να πάνε στην αγιά Σοφιά.
     -κλαιν’ η μαννούλες τα παιδιά-
     με το μέγα μοναστήρι
     κι’ ο Σουλτάνος δεν το δίνει.

     Μέσα στο σάλαγο, σκιές, δυό-δυό, γλιστρούσαν κοντά στο τοίχο, στο σκοτάδι∙ χέρια έπεφταν απάνω σε ώμους, απελπισμένα, πολύ απελπισμένα. Τα λόγια γίνονταν συντρίμματα μέσα στα δάκρυα, κ’ ένοιωθες τους μεγάλους χωρισμούς, που έχουν τη σιωπή και την επισημότητα του τέλους, του θανάτου. Χέρια ζαρωμένα έσφιγγαν τα ζωντανά κορμιά των εφέδρων μ’ όση δύναμη αγκαλιάζει κανείς μια ενθύμησι, ένα σημάδι, μια σκιά, κάτι που έπαυσε πια να υπάρχη. Τα δάκρυα έτρεχαν και τα μαντήλια έπιναν. Άκουγες ένα φιλί, μια καρδιά που χτυπούσε στο σκοτάδι.
     Ο γέρος ήταν μόνος σ’ αυτό το πανηγύρι. Κανένα δεν ήξευρε, και δεν τον ήξευρε κανένας. Όμως προχώρησε στο βάθος εκεί που ήταν αραδιασμένα κάμποσα κάρρα και το δικό του μαζί. Ο Κύρκος σήκωσε το κεφάλι προς αυτόν και φύσηξε με τα πλατιά του ρουθούνια. Ο γέρος άπλωσε τα χέρια και τον έπιασε απ΄το λαιμό.
Και εκεί στη γωνιά παράμερα, ένας άνθρωπος μιλούσε μ’ ένα άλογο.
    ─Δε θα σε ξαναϊδώ… ‘Ε, δουλευτή… Έ, παλληκάρι… Και στο σπίτι δεν ξέρουν τίποτα… Μήτε η κυρά σου. Μήτε η Βγενιώ, κατάλαβες. Μια φαμίλια σε χάνει… Ήμουν άρρωστος, βρε Κύρκο, μα τώρα είμαι πεθαμένος. Πας στο καλό. Κ’ ό,τι θα σ’ έδινα στο γιό μου, κατάλαβες… Στα νταμάρια ν’ αναιβής. Να κατεβάσης αραμπαδιές. Δουλευτή, έ δουλευτή… Θα σε πάρουνε… Και ποιός ξέρει που θα πεθάνης… και πως…Στρατιώτης ... Κύρκο,  βρε… έ, Κύρκο! … που μας αφήνεις!
     Ένας στρατιώτης πλησιάζει ψάχνοντας στο σκοτάδι:
     ─Άειντε, καϋμένε γέρο! Τη δουλειά σου θάχωμε; Άειντε να πάρης τον αριθμό.
Ο γέρος μπήκε σ’ ένα γραφείο, πήρε κάποιο χαρτί, τώβαλε στον κόρφο. Έπειτα βρέθηκε στο δρόμο. Πήγαινε αργά, με το κεφάλι κάτου, προς το μέρος που άφησε το σφαχτό με το παιδί. Πολλοί γύριζαν απ’ το στρατώνα, μοναχοί, μα μέσα σ’ αυτούς ο καρροτσέρης, ο πεζός, ο γέρος,  ο πιο μοναχός.

 
*Πρόκειται για την περιοχή της σημερινής Χαμοστέρνας που μέχρι τη δεκαετία του 1960 λεγόταν Παλαιά Σφαγεία. Η διαδρομή είναι από την οδό Πειραιώς προς τη Βαρβάκειο Αγορά.

ZAΧΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ (1877-1940)

Γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή της Αθήνας αλλά δεν παρακολούθησε μαθήματα γιατί αφοσιώθηκε από νωρίς με πάθος στο Λογοτεχνία. Πρωτοπαρουσιάστηκε σαν δημοσιογράφος και χρονογράφος. Εξέδωσε πολλές ποιητικές συλλογές και συλλογές διηγημάτων. Διετέλεσε διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης. Και το 1938 εξελέγη μέλος τη; Ακαδημίας Αθηνών.

ΥΓ: Την πληκτρολόγηση -με το συνακόλουθο ευνουχιστικό μονοτονικό- την έκανα από την Ανθολογία Ελληνικού Διηγήματος 1900-1963, που έχει επιμεληθεί ο λογοτέχνης Αντρέας Νενεδάκης. Η επιστράτευση αναφέρεται στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 με την ολέθρια ήττα μας.

Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2015

"Ο πόθος τρώει τα σωθικά" !!!


 
                                               Κώστας Μουρσελάς
Ο πόθος τρώει τα σωθικά
«Γιατί είσαι τόσο ακοινώνητος; Στο κάτω κάτω από σένα τη γνώρισα, γυναίκα φίλου σου είναι, εσύ τους πρωτόφερες στο σπίτι. Τι σ' έχει πιάσει; Γιατί τους βαριέσαι; Τι σου έκαναν;».
Και βέβαια, δεν τους βαριόμουνα και βέβαια τίποτα δεν μου έκαναν και ακριβώς εκεί είναι το πρόβλημα. Το αντίθετο μάλιστα...
«Ρε Γιαννούλα μου, ρε γυναικούλα μου, άσε τις υποθέσεις, ποιος σου είπε ότι τους βαριέμαι; Και ποιος σου είπε ότι μου έκαναν;».
Της εξήγησα πως απλούστατα δεν το βρίσκω καθόλου ευγενικό να μπερδευόμαστε συνεχώς στα πόδια τους και πως παρατράβηξε αυτό το πηγαινέλα στα σπίτια μας και πως φοβάμαι ότι στο τέλος θα σκυλοβαρεθεί ο ένας τον άλλον...
Δεν πειθόταν. Αντίθετα, θεωρούσε τουλάχιστον ακατανόητη την άρνησή μου. «Εσύ να σκυλοβαρεθείς τη Βάσω και τον Μήτσο; Αποκλείεται, με δουλεύεις».
Και φυσικά τη δούλευα. Αλλά τι κάνουμε και πώς ξεπερνιέται το πρόβλημα;
Είναι και που ο Μήτσος, ο άντρας της, είναι τόσο αθώος, τόσο ανυποψίαστος ­ πού να φανταστεί τι μου συμβαίνει ­ μπουμπούνας ο κερατάς, εκεί, σώνει και καλά να θέλει τον ίδιο τον εμπρηστή μέσα στο σπίτι του.
Είναι και που η δουλειά του χειροτερεύει τα πράγματα· περιοδεύων πλασιέ, από Αθήνα μέχρι Γρεβενά και από Γρεβενά μέχρι Κοζάνη.
«Κωσταντή», να μου λέει, «άσε τις κουταμάρες ότι μας κουράσατε και τέτοια και κοίτα, τα βράδια που λείπω, να 'ρχεστε στη Βασούλα, να της κάνετε παρέα· μην την αφήνετε μόνη, σε παρακαλώ... Εκτός του ότι φοβάται, είναι και...».
Τον έκοψα, να μη συνεχίσει· αν τον άφηνα, θ' άρχιζε πάλι τις αποκαλύψεις, τα γιατί και τα διότι.
«Μυστήριος είσαι. Τι μύγα σε τσίμπησε; Πρώτη φορά μιλάμε για τη Βάσω; Τι σ' έχει πιάσει τελευταία κι αντιδράς έτσι; Συμβαίνει τίποτα;».
Ώρες είναι, με τις γελοίες αντιδράσεις μου, ν' αρχίσει να υποψιάζεται. Του εξήγησα πως τίποτα δεν συμβαίνει και πως απλώς, ειδικά σήμερα, και όχι τελευταία, δεν θέλω να ξέρω τίποτα, δεν θέλω ν' ακούω τίποτα.
Πάντως, ό,τι και να πούμε τώρα, γεγονός είναι πως το πράγμα έχει αρχίσει να παίρνει επικίνδυνες διαστάσεις και κινδυνεύει αυτή η ιστορία να εξελιχθεί σε εν ενεργεία ηφαίστειο που κανείς δεν ξέρει πότε και πώς θα εκραγεί. Και το χειρότερο είναι που δεν έχω κάποιον να του κουβεντιάσω το πρόβλημα, να του πω τα καθέκαστα. Μόνο ο Μήτσος και ο Σταυρόπουλος είναι οι τακτικοί μου εξομολόγοι. Ο Μήτσος αποκλείεται για ευνόητους λόγους ­ τι να του πω; Τρελαίνομαι για τη γυναίκα σου; ­ από την άλλη, ο Σταυρόπουλος δεν έχει χρόνο, πνίγεται. Εν τω μεταξύ, ο Μήτσος συνέχιζε το τροπάρι του, πως όχι ότι δηλαδή συμβαίνει τίποτα με τη Βάσω, αλλά να, οι φύλακες ας έχουν και λίγη γνώση, μια και δώδεκα χρόνια γάμου και χωρίς παιδιά, πώς να το κάνουμε, σε ρουτινιάζουν, οπότε, όσο θα λείπει σε περιοδεία, καλύτερα να βρίσκεται μαζί μας, σε σίγουρα χέρια, παρά... «Κακά τα ψέματα δυο νύχτες την εβδομάδα μόνη της η Βάσω, δεν ξέρεις πού τη βγάζουν...».
Ελεγε, έλεγε και πώς να τον σταματήσω.«Δύσκολο είναι, Κωνσταντή, ν' αρχίσει δηλαδή να δουλεύει ο διάβολος στο μυαλό της;».
«Έλα ρε Μήτσο, φοβάσαι πως η Βάσω σ' αυτή την ηλικία θα... Σαραντάρισε πια, μη λες κουταμάρες· άσε που αυτή πίνει νερό στ' όνομά σου...».
Και δεν έλεγα ψέματα. Έπινε νερό στ' όνομά του. Τον αγαπούσε και τον ήθελε. Την έβρισκε μαζί του. Όλοι το ξέραμε. Δεν ήταν χαζός ο Μήτσος. Αθώος ήταν. Εύπιστος ήταν. Παιδί ήταν. Και ωραίος και αρρενωπός και ευχάριστος και αυθεντικός... Ό, τι χρειάζεται λίγο πολύ για να σ' ερωτευθεί εφ' όρου ζωής μια γυναίκα.
«Εντάξει, Κωνσταντή, δεν λέω, μια χαρά τα πάμε. Και στο κρεβάτι δεν την πιάνεις τη Βάσω, το ξέρεις, δεν έχω παράπονο, αλλά, είπαμε, ο διάβολος έχει πολλά ποδάρια...».
Ήθελα να τον διακόψω, να μη ρίχνει λάδι στη φωτιά... «Ρε Μήτσο, εντάξει, κατάλαβα, δεν χρειάζονται λεπτομέρειες...». «Μα ρε φίλε, αν δεν τα πω σε σένα, σε ποιον θα τα πω; Έχω άλλον που εμπιστεύομαι; Απλώς, θέλω να ξέρεις λεπτομέρειες, για να με καταλάβεις, το χρειάζομαι».

Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2015

Δημοσθένη Βουτυρα: Τα Φύλλα Πέφτανε !!!






ΤΑ ΦΥΛΛΑ ΠΕΦΤΑΝΕ

 Τα δέντρα σιγά, σιγά έμεναν γυμνά, τα φύλλα τους, που τόσο χαρωπά σκιάζαν την αυλή, πέφτανε, σωριάζονταν χάμω σε κάθε φύσημα του ανέμου.
Ο χειμώνας είχε έρθει, και η αυλή του μικρού μαγαζιού άρχισε να χάνει τη χαρά της. Το κάθε φύλλο πούπεφτε απ΄ τα δέντρα της, ήταν ένα κομμάτι της χαράς της, που χανόταν. Όλα σκυθρωπά γινόντουσαν.
Αλλά μόνο κείνος ο γέρο κάπελας, χοντρός, στρογγυλός, έμενε πάντα ο ίδιος, γελαστός και σα νάχε την άνοιξη πάντα στο πρόσωπό του. Έτρεχε, έτοιμος, μ΄ όλα τα γερατιά του, σε κάθε προσταγή.
Κάθε μέρα είμαστε εκεί. Στην αυλή, όταν πρασίνιζαν τα δέντρα, και σ΄ ένα μικρό δωμάτιο, όταν άρχιζε να φυσά ο βοριάς, που σάρωνε τα φύλλα και άφηνε τα δέντρα γυμνά. Και είμεθα, οι περισσότεροι, χτυπημένοι απ΄ την τύχη, αφού μας είχε δροσίσει λιγάκι, ή για κάμποσον καιρό...
Άσπρες τρίχες στόλιζαν τα μαύρα, ή καστανά μαλλιά μας, και γραμμές, οι γραμμές του χρόνου, μα και του πόνου, χάραζαν το καθαρό άλλοτε, πρόσωπό μας. Ο χειμώνας είχε έρθει και σε μας. Αλλ΄ η άνοιξη; Τι λέω!... Αλίμονο... Έχουν τα φύλλα, που πέφτουν, άνοιξη;
Εκεί μέσα στο δωματιάκι μιλούσαμε και πίναμε. Και τις περισσότερες φορές λέγαμε για τα περασμένα. Μα και τι άλλο να λέγαμε; Τα φύλλα, που πέφτουν απ΄ τα δέντρα, αν μπορούσανε να μιλήσουν, ή αν αισθανόντουσαν και μιλούσαν, τι θα λέγανε μεταξύ τους; Δε θα λέγανε, πως ήτανε ψηλά εκεί, καθαρά, πράσινα, πως άκουγαν κ΄ έβλεπαν τα πουλιά να κελαϊδούν, και κοίταζαν τον κόσμο περιφρονητικά που κάτω περνούσε; Δε θα λέγανε πώς παίζανε μεταξύ τους σε κάθε δροσερή πνοή, και αγκαλιαζόντουσαν, φιλιόντουσαν μανιακά, όταν τα κινούσε ο θερμός του καλοκαιριού άνεμος;
Ένα βράδυ που έξω φυσούσε, βούιζε ο βοριάς, εμείς μέσα κει στο δωματιάκι, μιλούσαμε και πίναμε. Πάλι όμως, σε λίγο, πέσαμε στα περασμένα. Πάλι όμως, σε λίγο, πέσαμε στα περασμένα. Α, πολλά απ΄ αυτά τα ’ξερα απέξω κι ανακατωτά, όπως τα παιδιά λένε.
Αυτή τη βραδιά όμως, ακούσαμε κι ένα νέο, μια νέα ιστορία απ΄ το Μίγκα.
— Σας έχω πει που μια φορά, πήγα να κλέψω, αρπάξω κάτι να το βγάλω με τη βία; μας είπε.
— Ποτέ!
— Συ να κλέψεις;...
— Θα ήμουν, άρχισε αυτός, δεκατεσσάρων χρονών. Ευτυχισμένη εποχή;... Πάψε, γέρο Πάγκα... Ήθελες, λες, να ξαναγινόσουν πάλι; Ίσως όμως συ να ’χεις δίκαιο, να θέλεις να ξανακάνεις τον ίδιο δρόμο! Εγώ όμως όχι... Όταν γυρίζω και τον κοιτάζω, τρομάζω...
Ήμουν λοιπόν δεκατριών ή δεκατεσσάρων χρόνων παιδί όταν πήγα να κάνω αυτό που σας είπα. Λίγη προσοχή τώρα, γιατί αρχίζει η ιστορία.
Ήταν καλοκαίρι είχαμε δηλαδή, παύσεις και ήμουν όλο χαρά, γιατί δε βρισκόμουνα φυλακισμένος στο βρωμοσκολείο. Κάθε βράδυ γύριζα δω και κει, πήγαινα στα θεατράκια και περνούσα ευχάριστες ώρες. Ένα όμως θεατράκι σε μια πλατεία με τράβηξε στο τέλος και δεν ξεκολλούσα.
Σ΄ αυτό το θεατράκι έπαιζαν παντομίμες κι έκαναν κάποτε και διάφορα γυμνάσματα, σήκωναν βάρη. Ήταν ξένος θίασος. Αλλά δε με τράβηξε το καλό παίξιμό τους, οι καλές παραστάσεις τους, αλλά μια γυναίκα όμορφη, θεία μορφή και σώμα, που υπήρχε μέσα στο θίασο. Έκανε αυτή, πάντα την κόρη, που κλέβουν, την ερωτευμένη, και ο παλιάτσος τής έδινε κάποτε κάμποσες ξυλιές. Εγώ, πάει!... όταν την έβλεπα, μαγευόμουνα, χανόμουνα! Πώς ήθελα νάμουν ο εραστής, που την έσερνε από το χέρι να φύγουν, και ακόμα ήθελα νάμουν ο παλιάτσος που τους κυνηγούσε και όταν τους έπιανε, αφού πρώτα χτυπούσε μ΄ όλη του τη δύναμη τον εραστή, έδινε και σ΄ αυτή ελαφρές ξυλιές.
Και βρισκόμουν εκεί, στο θεατράκι, πριν αρχίσει... Τι λέω; Νωρίς πολύ πήγαινα, όταν ήταν ακόμη μέρα. Μα μπορούσα να κάνω αλλιώς, που όλο αυτή είχα στο νου μου; Όταν έτρωγα, δάγκανα τα χείλια μου, γιατί εκεί στο φαΐ δεν υπήρχε ο νους μου, όταν περπατούσε πήγαιναν να με πατήσουν τ’ αμάξια, και μάλιστα, ένα μια φορά μ΄ έριξε χάμω. Έρωτας ήταν αυτός! Τι αναστενάζετε; Παύτε... Πάει για μας, δεν πρέπει να υπάρχει. Εμείς δε θα δούμε πια το πουλί να κελαηδεί κοντά μας...
Λοιπόν. Μια μέρα πήγα μόλις είχε βασιλέψει ο ήλιος. Αφού γύρισα απέξω απ΄ το θεατράκι, μπήκα στο καφενείο του θεάτρου, που υπήρχε δίπλα, για να πιω ένα νερό. Ο διευθυντής του ήτανε φίλος του πατέρα μου, κι είχα το θάρρος. Στεκόμουνα ακόμα στον πάγκο, θυμούμαι, όταν ξαφνικά τάχασα, θαμπώθηκα, σα να με χτύπησε η εμφάνιση ήλου. Μες στον καθρέφτη είδα εκείνη, την είδα να ’ρχεται. Γύρισα ταραγμένος. Φορούσε ένα κόκκινο πολκάκι. Τι ωραία που ήταν! Φαίνεται πως παρατήρησε την ταραχή μου, πώς την κοίταξα, γιατί με κοίταξε καλά καλά. Αυτό μου έλειπε! Πάει, είχα ζουρλαθεί...
Το βράδυ κείνο ο θίασος έκανε και διάφορα γυμνάσματα, τούμπες και τα λοιπά. Και βγήκε και κείνη ντυμένη μάλιες, ή με στολή ακροβάτη. Δυσαρεστήθηκα, μα την αλήθεια, που την είδα έτσι, όχι ότι δεν της πήγαιναν, ήταν ουρανία, αλλά δεν ήθελα να την έβλεπε και ο κόσμος. Αν μπορούσα θάβγαζα όλων τα μάτια...
Και μάλιστα, άκουσα και κάποιον, που ήταν κοντά μου, να λέει;
— Μωρέ μπούτια...
Τον ήξερα αυτόν που τόπε. Ήταν ο χασάπης της γειτονιάς μου, ένας κοντός, μαυριδερός, κατσαρομάλλης.
Πόσο με πείραξε! Και μου ’κανε κακό και η λέξη που μεταχειρίστηκε, σα να επρόκειτο για μπούτια προβάτου ή μοσχαριού. Εγώ τα ’ξερα αλλιώς...
Ήτανε μαρτύριο αυτό το βράδυ για μένα. Ύστερα όμως άμα τελείωσε, έπλαθα όνειρα γλυκά...
Αλλά πέρασε το καλοκαίρι. Ο ουρανός μια μέρα γέμισε σύννεφα, και σε όχι πολύ, βροχή έλουσε την πόλη με κεραυνούς. Είχε έρθει ή ερχόταν ο χειμώνας κι έμπαινε πανηγυρικά.
Το βράδυ κείνο το θέατρο δεν άνοιξε. Άνεμος φυσούσε ψυχρός. Την άλλη μέρα το ίδιο. Ψύχρα ξαφνικιά είχε έρθει. Το θεατράκι έκλεισε.
Πήγαινα σχολείο, αλλά πάντα το θεατράκι ήταν στο νου μου.
Ένα πρωί εορτής, είχα βγει έξω και γύριζα. Ξαφνικά ακούω μουσική πένθιμη. Ήταν κηδεία. Η μουσική μ΄ έσυρε και πήγα. Αλλ΄ είδα αντί στρατιωτική μουσική, πολίτες μουσικούς, και μαζί ανθρώπους του θιάσου εκείνου ν’ ακολουθούνε.
Ρώτησα ποιος ήταν ο νεκρός, γιατί η κάσα ήταν σκεπασμένη. Κι έμαθα. Είχε πεθάνει εκείνη...
Ακολούθησα κι εγώ την κηδεία, όχι για τη μουσική, αλλά σαν άνθρωπος που ακολουθά αγαπημένο του νεκρό, χτυπημένος τρομερά απ΄ το δυστύχημα...
Το βράδυ, πριν πλαγιάσω, γονάτισα και προσευχήθηκα για την ψυχή της. Αυτό άρχισα να το κάνω τακτικά.
Την Κυριακή πήγα και στο νεκροταφείο. Δεν άργησα να βρω το μνήμα της. Το όνομά της ήταν γραμμένο με ξενικά γράμματα. Αλλά πάνω στο σταυρό υπήρχε και η φωτογραφία της. Πώς στάθηκα και την κοίταξα. Και πού να φύγω... Η ώρα περνούσε κι εγώ εκεί, να την κοιτάζω και να παραμιλώ... Είχα όμως, κάποτε, και το νου μου να μη με βλέπουν.
Και στο νεκροταφείο υπήρχε μια ησυχία μεγάλη, μια σιωπή, και μόνον ένας χτύπος μακρινός, αλλά ρυθμικός σχεδόν, ακουγόταν, ή έπεφτε, σ΄ αυτή. Κάποιον είχα διακρίνει να σκάβει, πέρα κει, μέσα στο πλήθος των σταυρών.
Απ΄ εκεί μ΄ έδιωξε η εμφάνιση μιας κηδείας, που ερχότανε με ξεφωνητά. Έφυγα γρήγορα, χάθηκα μες στα δέντρα, ζητώντας την έξοδο.
Περάσανε μέρες.
Ένα βράδυ κάτι μου βάλθηκε στο νου μου. Να πάω να κλέψω τη φωτογραφία, να την βγάλω απ’ το σταυρό και να την πάρω...
Και το πρωί, αντί να πάω στο σχολείο, τράβηξα για το νεκροταφείο. Είχα πάρει μαζί μου ένα σουγιά κι ένα σίδερο, που νόμισα, πως ήταν κατάλληλο γι΄ αυτή τη δουλειά.
Φυσούσε άνεμος αυτή τη φορά, δυνατός, ο ουρανός συννεφιασμένος και σταγόνες πέφτανε κάποτε.
Το νεκροταφείο ήταν έρημο. Και μόνο απ’ έξω απάντησα πολλούς, που φεύγανε από κηδεία.
Προχωρούσα σα σωστός κλέφτης. Κανείς. Τα δέντρα κουνιόντουσαν, βούιζαν και οι σταυροί... Οι σταγόνες απ΄ τα θολά σύννεφα περισσότερες πέφτανε.
Πλησίασα έχοντας έτοιμο το σουγιά και το σίδερο. Αλλά καθώς αντίκρισα, το σταυρό, έμεινα, μαρμαρώθηκα... Η φωτογραφία δεν υπήρχε πια εκεί... Η κορνίζα χαλασμένη μ΄ ένα κομμάτι γυαλί πάνω... Άλλος... άλλος την είχε βγάλει, άλλος μου την έκλεψε...-

 

Από τη συλλογή Είκοσι διηγήματα (1924), σ. 80-85 (το δανείστηκα από την ηλεκτρονική βιβλιοθήκη του Ν. Σαραντάκου)

___________________________________________________
Ο Δημοσθένης Βουτυράς (1872-27 Μαρτίου 1958) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες διηγηματογράφους καί πεζογράφους της ελληνικής λογοτεχνίας του Μεσοπολέμου. Στα έργα του περιγράφει κυρίως τις περιπέτειες των φτωχών ανθρώπων, των περιθωριακών και των απόκληρων. Πολλοί σύγχρονοί του λογοτέχνες επηρεάστηκαν από το έργο του.

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2015

Και όμως: κάτι το κοινό διαπερνάει τα δύο ΟΧΙ !!!

















Κάτι, νομίζω, που δεν μπορούν να διακρίνουν όσοι προσεγγίζουν τέτοια φαινόμενα με αμιγώς τεχνοκρατικά κριτήρια αιτίας-αποτελέσματος. Και εξηγούμαι αμέσως αφού πρώτα ζητήσω συγγνώμη γι’ αυτήν την ιστορική … απρέπεια: του να συσχετίζω, δηλαδή, δυο γεγονότα με τεράστια διαφορά ηλικίας. Το ένα εβδομήντα πέντε ολόκληρων χρόνων και το άλλο τεσσάρων μόλις μηνών. Καθώς θα έχετε καταλάβει ότι μιλάω για εκείνο το μυριόστομο ιστορικά καταξιωμένο ΟΧΙ του 1940 και αυτό το εκκωφαντικό του πρόσφατου δημοψηφίσματος. Για το οποίο ακόμη αναρωτιούνται «πως και γιατί» όσοι προσπαθούν να το ερμηνεύσουν με τα επιφαινόμενα και κοινές λογικές. Κυρίως οι ευρωπαίοι υπεύθυνοι. Γιατί δεν φτάνει μόνο ένα χαρτί –όσο βαρύ και ασήκωτο- με όρους δανειοδότησης μιας χρεωμένης χώρας που μπορεί να προκαλέσει τέτοιο σεισμό. Είναι το φτύσιμο στα μούτρα ενός λαού που το συνόδευε, σαν εκείνο του φανφαρόνου Μουσολίνι με το θρασύ και αναίτιο «γη και ύδωρ». Ένα φτύσιμο με τη μορφή μιας πρωτοφανούς και κλιμακούμενης ωμής παρέμβασης από τη μεριά των ευρωπαίων … δημοκρατών να ψηφίσουμε «ναι». Η άσκηση μιας αχαλίνωτης τρομοκρατίας χωρίς προηγούμενο στην παγκόσμια ιστορία και στην οποία, δυστυχώς, συνεπικουρούνταν από την ντόπια μιντιακή … γενιτσαρία*! Κάτι που ταυτόχρονα και μέρα με τη μέρα θέριευε έναν πνιγμένο θυμό της τσαλακωμένης αξιοπρέπειας των ανθρώπων. Αυτό το θυμό που με τόση ορμή βγήκε στις αποβάθρες του μετρό και στην πλατεία Συντάγματος από χιλιάδες λαού το βράδυ της Παρασκευής. Με ένα μυριόστομο ΟΧΙ μέσα από τα κατάβαθα των ψυχών. Μια κραυγή άγρια που έκανε τα ντουβάρια και τα τζάμια να τρίζουν, διέσχισε την επικράτεια σμίγοντας με άλλες ίδιες κραυγές, γιγαντώθηκε σε δυο μέρες σαν μια τεράστια χιονοστιβάδα μέσα στο κατακαλόκαιρο και μια βόμβα του 62% τράνταξε τον πλανήτη! Και νομίζω πως εδώ βρίσκεται η ιστορική κορύφωση που καίει ακόμη την άλλη πλευρά. Δεν μπορούν να χωνέψουν το θάρρος ενός μικρού Λαού, όπως το δείχνουν ανάγλυφα οι συνεχιζόμενοι λεονταρισμοί τους. Και συμπαθάτε με που σταματάω εδώ γιατί νομίζω πως τα μετέπειτα εκείνου του ΟΧΙ –με όποιο πρίσμα τα βλέπει κανείς- δεν αμαυρώνουν σε τίποτα την αίγλη αυτής της στιγμής, όπως δεν αμαυρώνει το Έπος της Αλβανίας η αμέσως μετά γερμανική κατοχή μας.
______________________________________________________________
*Γνωρίζω πως ο όρος είναι αδόκιμος όπως και ο όρος … «γενιτσαρίνες» που με τόσο ζήλο οι κυρίες Χούκλη, Τρέμη και Κοσσιώνη φρόντισαν να του δώσουν υπόσταση.

Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2015

Και όμως το κρέας ψάρι … έγινε ήδη πραγματικότητα!!!






 
Και ούτε χιούμορ είναι αυτό ούτε ρητορική υπερβολή που να υπονοεί κάτι άλλο όπως η διαφήμιση που παίζει αυτόν τον καιρό. Γιατί απλά μιλάμε για τα ψάρια της λεγόμενης ιχθυοκαλλιέργειας ή υδατοκαλλιέργειας. Αυτά που τόσο μαεστρικά τα πλασάρουν με τις σχετικές ταμπελίτσες τα σούπερ μάρκετ: «τσιπούρες υδατ. Μεσογείου» ή «φαγκρί υ/κ Μεσογείου» γιατί ναι! Ενώ στην αρχή  μόνο η τσιπούρα και το λαβράκι μπορούσαν να καλλιεργηθούν τώρα τελευταία μας προέκυψαν πολλά και διάφορα όπως αυτό το θηριώδες μυλοκόπι που το κόβουν σε φέτες σαν τον εκ βορρά σολομό. Κάτι που γίνεται μαγνήτης ευκολίας για τις νέες νοικοκυρές –ιδίως τα καθαρισμένα με +2 ευρώ στην τιμή- και για τα νέα παιδιά που δεν μπορούν καθόλου τα κόκκαλα. Μόνο που κάποιος θα πρέπει να μιλήσει όχι για τη ... Rexona που έλεγε η παλιά διαφήμιση αλλά γι’ αυτή την ανεπαίσθητη … γουρουνίλα που σέρνεται στο τραπέζι και τον ουρανίσκο μας την ώρα της βρώσης τους. Καθώς τα φυράματα που χρησιμοποιούνται στην ιχθυοκαλλιέργεια είναι εμπλουτισμένα και με ζωικά απόβλητα σφαγείων. Όσο για εκείνον το γουρουνο-σολομό είναι ταϊσμένος και με ειδικά χρωστικά για να παίρνει το ροζ χρώμα του φυσικού συναδέλφου του. Και έτσι όπως θεριεύει η κατανάλωση αυτής της κατηγορίας, σε λίγο τα ψάρια της θάλασσας θα είναι μειοψηφία. Και είναι αυτός ένας δρόμος χωρίς επιστροφή καθώς το μοντέλο των αγορών μας όσο πάει και γίνεται πιο compact: όλα μα όλα τα ψώνια μας από το σουπερ-μάρκετ! Ψαράδες Λαϊκές και Βαρβάκειος είναι πια σπορ μόνο για … γέρους!     

Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2015

ΣΤΑΥΡΟΣ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ: Ένας βαθιά πολιτισμένος και θρησκευόμενος άνθρωπος !!!





Κάθε συνέντευξη του Σταύρου Ζουμπουλάκη αποτελεί κέρδος για τον αναγνώστη καθώς ο λόγος του χαρακτηρίζεται από μια βαθυστόχαστη και ήπια προσέγγιση των θεμάτων της. Παραθέτω ένα απόσπασμα από την τελευταία που παραχώρησε στη δημοσιογράφο Νόρα Ράλλη της Εφημερίδας των Συντακτών αυτού του Σαββατοκύριακου:

………………………………………………………………………………

 

Αποτελεί σημαντικό πολιτιστικό κεκτημένο της Ευρώπης η διάκριση του θρησκευτικού στοιχείου από το πολιτικό, διάκριση που έχει πάρει τη νομική μορφή του χωρισμού Εκκλησίας-Κράτους. Στην Ελλάδα, ο χωρισμός αυτός έχει νομικά προχωρήσει σε πολύ μεγάλο βαθμό, αλλά δεν έχει ολοκληρωθεί. Μένουν λίγα ακόμη να γίνουν, τα περισσότερα συμβολικού χαρακτήρα. Αυτό είναι εύκολο να γίνει και μπορεί να γίνει αύριο το πρωί. Το δύσκολο και το κρίσιμο είναι να αποφασίσουμε ποιο θα είναι το περιεχόμενο της θρησκευτικής διδασκαλίας στα σχολεία, αν υποτεθεί ότι χρειάζεται τέτοιου είδους διδασκαλία. Προσωπικά είμαι υπέρ ενός υποχρεωτικού μαθήματος Θρησκευτικών, χωρίς κανέναν απολύτως ομολογιακό ή κατηχητικό χαρακτήρα. Πυρήνας αυτού του μαθήματος θα είναι η Βίβλος, Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Πάνε δεκαπέντε ακριβώς χρόνια που έχω κάνει την πρόταση για τα Θρησκευτικά ως βιβλικό μάθημα. Θα διδάξουμε δηλαδή τους μαθητές τα μεγάλα κείμενα της Βίβλου, όπως ακριβώς τους διδάσκουμε τα μεγάλα κείμενα της Αρχαίας Ελλάδος. Θα τους καλέσουμε να τα γνωρίσουν, να ανακαλύψουν τη σημασία και την ομορφιά τους. Θα τα διδάξουμε με ζέση, όπως διδάσκουμε και όλα τ’ άλλα, μα χωρίς να καλούμε κανέναν να τα δεχτεί με τον τρόπο του πιστού. Δεν είναι δουλειά του σχολείου αυτό. Τα Θρησκευτικά δηλαδή, θα είναι ένα ερμηνευτικό μάθημα, όπως είναι και τα αρχαία, όχι ένα κατηχητικό μάθημα. Με πυρήνα τα ιδρυτικά κείμενα της Βίβλου, θα διδάξουμε την ιστορία του χριστιανισμού, την τέχνη του, τη σκέψη, τον πολιτισμό του. Ασφαλώς και τις άλλες θρησκείες, κυρίως όσες συνδέονται, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, με την Ιστορία μας. Δηλαδή, τον ιουδαϊσμό και το ισλάμ. Χρειάζεται να επιχειρηματολογήσω ότι η Ευρώπη είναι ακατανόητη χωρίς τη Βίβλο και τη χριστιανική σκέψη και παράδοση; Η διοικούσα Εκκλησία και η πλειονότητα των θεολόγων καθηγητών δεν μπόρεσαν τότε, ούτε τώρα μπορούν να κατανοήσουν ότι αυτή είναι η μόνη νομιμοποιητική βάση ενός υποχρεωτικού μαθήματος, στο πλαίσιο του σημερινού ευρωπαϊκού πολιτικού πολιτισμού. Επειδή ακριβώς η Εκκλησία δεν κατανοεί και δεν αποδέχεται τον κόσμο μέσα στον οποίο ζει, δίνει διαρκώς χαμένες μάχες. Η επιμονή της για ένα κατηχητικό υποχρεωτικό μάθημα θα έρθει να προστεθεί, αργά ή γρήγορα, στη μακρά σειρά τέτοιων μαχών. Η πρότασή μου, πάντως, για ένα βιβλικό μάθημα, μάθημα γνώσης και όχι πίστης, δεν έχει τον χαρακτήρα του τακτικού ελιγμού για τη διάσωση της ανεξαίρετης υποχρεωτικότητας του μαθήματος των Θρησκευτικών. Πιστεύω απόλυτα ότι ένα τέτοιο μάθημα, όποιο όνομα κι αν του δώσουμε, θα είναι μεγάλος πνευματικός πλούτος για το σχολείο μας. ............... …………………………….Αν το μάθημα είναι υποχρεωτικό και έχει τον ομολογιακό χαρακτήρα που έχει σήμερα, τότε το δικαίωμα απαλλαγής από αυτό πρέπει να είναι εγγυημένο. Με απλή δήλωση του κηδεμόνα ή του μαθητή, αν είναι ενήλικος, χωρίς καμία απολύτως μνεία των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, κατά το πνεύμα δηλαδή της αρχικής εγκυκλίου του Στυλιανίδη.


......................................................................................................................................


Βιογραφικό: O Σταύρος Ζουμπουλάκης γεννήθηκε το 1953 στη Συκιά Λακωνίας. Σπούδασε νομική και φιλολογία στην Αθήνα και φιλοσοφία στο Παρίσι. Δίδαξε πολλά χρόνια στη μέση εκπαίδευση. Από το 1998 ως το 2012 διετέλεσε διευθυντής του λογοτεχνικού περιοδικού "Νέα Εστία". Είναι πρόεδρος, από το 2008, του Δ.Σ. του βιβλικού ιδρύματος "Άρτος Ζωής". Σήμερα Πρόεδρος Εφορευτικού Συμβουλίου Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδας

Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2015

Ο τρυφερός ... στριμμένος μας!!!




    

       ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΣΙΓΗ



Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπο σας
κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,
έναν ώμο ν' ακουμπάτε την πίκρα σας
ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας,

κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας,
έστω και μια φορά;
είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή
για τους απεγνωσμένους;


Ντίνος Χριστιανόπουλος


__________________________________

σημείωση: από δήλωση του όταν αρνήθηκε το μεγάλο
κρατικό βραβείο "Ερώτηση: Πως νιώθετε για τη βράβευση σας;
Απάντηση: Οι άνθρωποι μου απένειμαν το βραβείο από καλή τους
διάθεση. Αυτό όμως πρέπει να υπάρχει και από την άλλη μεριά,
αλλά εγώ όπως ξέρετε είμαι λιγάκι στριμμένος!" 

Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2015

Να τι θα πει Ίταλο Καλβίνο !!!




Διαβάζοντας  το πρωί ένα διήγημα του μεγάλου Ιταλού συγγραφέα, έπεσα σε ένα απόσπασμα που με έκανε να νιώσω έντονα τη δύναμη της υψηλής τέχνης του και θέλω πάραυτα να το μοιραστώ μαζί σας: Σε ένα παραθαλάσσιο ξενοδοχείο που το έχουν μετατρέψει οι Γερμανοί σε φυλακή, ανάμεσα στους στοιβαγμένους κρατούμενους αντάρτες που κάθε τόσο άλλους τους στέλνουν στα σπίτια τους και άλλους τη νύχτα στο μόλο για εκτέλεση, βρίσκονται και οι παλιοί φίλοι Μικέλε και Ντιέγκο. Κάποια στιγμή μαθαίνουν ότι ο Μικέλε θα εκτελεστεί και ακολουθεί αυτό:

….Τώρα ο Μικέλε περπατούσε στο διάδρομο με τα χέρια στις τσέπες του παλτού, το μεγάλο φαλακρό του κεφάλι σαν παράταιρα φυτρωμένο ανάμεσα στους ώμους, τα μεγάλα βοϊδίσια μάτια του χαμένα στο κενό, σαν κατάπληκτος από την απεραντοσύνη του κόσμου που πήγαιναν να του αφαιρέσουν. Ήταν ένας μάλλον κοντός, φαλακρός άντρας μέσα σε ένα πολυφορεμένο παλτό, με γένια τριών ημερών' αλλά ο Ντιέγκο είχε την αίσθηση ότι πάνω του, σ’ εκείνα τα βοϊδίσια μάτια του, σ’ εκείνο το αργό και βυθισμένο σε σκέψεις περπάτημα του, έβλεπε μια μυστηριώδη δύναμη της φύσης, είχε την αίσθηση ότι ο Μικέλε θα εξακολουθούσε να περπατά ακόμα και μετά το θάνατο του, ότι την επομένη θα έμπαινε στις αίθουσες όπου οι Γερμανοί αξιωματικοί ξεφάντωναν, από το παράθυρο, πάντα μέσα σ’ εκείνο το φτωχικό παλτό του, αλλά τεράστιος, με τα χέρια στις τσέπες, με το βοϊδίσιο βλέμμα του χαμένο στο κενό, και θα περπατούσε μ’ εκείνο το αργό του βήμα πάνω στα λεκιασμένα από τους αφρώδεις οίνους τραπεζομάντηλα, σιωπηλός, μπροστά στα φωτισμένα χριστουγεννιάτικα δέντρα, στους λαμπερούς σιδερένιους σταυρούς, στα γυμνά βυζιά και στα καλοσχηματισμένα κωλομέρια, προκαλώντας τον τρόμο στους αξιωματικούς και τον πανικό στις γυναίκες. Έτσι θα συνέχιζε να περπατά ακόμα και όταν θα τελείωνε ο πόλεμος, και οι πλούσιοι δεν θα ησύχαζαν ποτέ στα παλάτια τους, δεν θα χαίρονταν με τις οικογένειες τους, όταν αυτός ο κοντός αλλά τεράστιος άντρας θα έμπαινε από τα παράθυρα και θα διέσχιζε τα δωμάτιά τους` και στα τραπέζια, γύρω από τα οποία αποφασίζονται η ειρήνη ή ο πόλεμος, και σε όλα τα μέρη όπου απαγορεύουν ή αφαιρούν ή ψεύδονται, όπου κηρύσσουν το ψέμα, όπου λατρεύουν άδικους θεούς, πάντα θα εμφανιζόταν η σκιά του άντρα που σκότωσαν τη νύχτα στο μόλο.    ………...................

 

----------------

Στοιχεία: Από το διήγημα «Περιμένοντας το Θάνατο σε Ξενοδοχείο» Συλλογή Διηγημάτων : «Τελευταίο Έρχεται το Κοράκι» Μετάφραση: Ανταίος Χρυσοστομίδης. Εκδόσεις Καστανιώτη.

Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2015

Μα γιατί τον λένε τον Σεπτέμβρη μελαγχολικό; !!!



Εγώ δεν ξέρω . Και ποτέ δεν ένιωσα αυτό το συναίσθημα. Ακόμη και με το ξεκίνημα της νέας σχολικής χρονιάς που πάντα περιβαλλόταν από μια αχλή τρόμου για τη δυσκολία των μαθημάτων της. Πιο πολύ βάραινε η περιέργεια και η λαχτάρα του άγνωστου. Άσε που για μας τα αγροτόπαιδα ο μήνας σηματοδοτούσε και κάποια «τυχερά» από τις πρώτες εισροές χρημάτων της νέας σοδειάς. Και εκείνη η μυρωδιά απ’ το χώμα της πρώτης βροχής με τα μπλε και κίτρινα κρινάκια. Οι ελιές που φούσκωναν και έγερναν τα κλαριά. Ο γλυκασμός του φλοίσβου και η κοκκινίλα που αυγάταινε την ώρα του δειλινού. Ο προγραμματισμός της νέας χρονιάς με τις νέες ελπίδες. Η 1η Σεπτέμβρη είναι η πρωτοχρονιά μας! Δεν είναι τυχαίο που την ημερομηνία αυτή ξεκινούν και τα Δίπτυχα του νέου εκκλησιαστικού έτους. Και αν υπάρχει κάτι που με ενοχλεί –δεν με μελαγχολεί- το μήνα αυτό, είναι η παρατεταμένη ανομβρία και  ζέστη  που βγάζει καμιά φορά. Αυτό που όπως τόσο εύστοχα περιγράφει ο Ουίλιαμ Φόκνερ στη νουβέλα του: «Μακρύς και Άνυδρος Σεπτέμβρης» Αυτό που τέτοιες μέρες πολλαπλασίαζε το μένος των Λευκών κατά των Μαύρων και πύκνωναν  τα λιντσαρίσματα και οι κρεμάλες στον αμερικάνικο νότο.  Και καθώς κατακλυζόμαστε από χιλιάδες παρόμοιους αδύναμους ικέτες: είτε βροχερός είτε άνυδρος είναι αυτός ο Σεπτέμβρης ας δείξουμε τη δέουσα αυτοσυγκράτηση και αλληλεγγύη. Τη στοιχειώδη ανθρωπιά. Γιατί θα πέσει στο κεφάλι μας εκείνη η ρήση του Χριστού:   «Ξένος ήμην και ου συνηγάγετέ με, γυμνός και ου περιεβάλετέ με, ασθενής και εν φυλακή και ουκ επεσκέψασθέ με», που όχι μόνο στα φετεινά αλλά σε όλα τα Δίπτυχα της Εκκλησίας αναφέρεται.



Παρασκευή 17 Ιουλίου 2015

Μπέρτολτ Μπρεχτ: Tο κομμένο σκοινί !!!



ΤΟ ΚΟΜΜΕΝΟ ΣΚΟΙΝΙ

Το κομμένο σκοινί
μπορείς να το ξαναδέσεις
και θα κρατήσει πάλι,
ωστόσο θα είναι κομμένο.

Ίσως και εμείς,
πάλι να ανταμώσουμε,
μα εκεί που με άφησες
δεν πρόκειται ποτέ να με ξανάβρεις.

Μπέρτολτ Μπρεχτ
Μετάφραση: Πέτρος Μάρκαρης

Τρίτη 14 Ιουλίου 2015

O Aλέξης Τσίπρας και η εκ των υστέρων εύκολη κριτική!!!




Όχι μόνο στη Πολιτική, ιδίως στην Αριστερά, και την Ιστορία αλλά και σε εκφάνσεις της καθημερινής ζωής, πάντα η εκ των προτέρων υπεραισιοδοξία για κάτι, μετατρέπεται σε μια εκ των υστέρων εύκολη κριτική και "ανθρωποφαγία". Ακόμη και στο ποδόσφαιρο το «θα τους σκίσει ο παιχταράς μας» γίνεται αστραπιαία «τι έχασε ρε ο άσχετος;». Και το τελευταίο το γράφω έτσι λιγάκι να χαλαρώσουμε γιατί από χτες το πρωί –με την υπογραφή της συμφωνίας μας με τους αδίστακτους δανειστές μας- η καρδιά πολλών από μας είναι βαριά. Όπως και η καρδιά αυτού του νεαρού άνδρα που η μεγάλη ιστορική συγκυρία τον έφερε να σηκώσει όλο το βάρος της μεγάλης απόφασης. Και είναι, βλέπεις, αυτό το κριτήριο που βάζει η Ιστορία για τους μεγάλους ηγέτες: οι αποφάσεις στα δύσκολα. Η Ιστορία όμως αργεί να αποφανθεί και εμείς τώρα μόνο «εν θερμώ» προσεγγίσεις μπορούμε να κάνουμε. Και η πιο απλή και ανθρώπινη είναι να μπούμε για λίγο στη θέση του Πρωθυπουργού μας. Με μια κοινωνία στα κάγκελα τις τράπεζες κλειστές και δηλωμένες: την αδιαμφισβήτητη εμπιστοσύνη του κόσμου στο πρόσωπο του αλλά και τη με κάθε κόστος παραμονή στο ευρώ. Εγώ νομίζω πως έπραξε το σωστό. Η Ιστορία θα κρίνει.
Τέλος, θέλω να εκφράσω ένα παράπονο που δεν έχει ανάγκη την κρίση της Ιστορίας.  Και αφορά την ψηφοφορία που έγινε τη νύχτα της Παρασκευής για την παροχή της εξουσιοδότησης. Μου έκανε αλγεινή εντύπωση ότι από τους διαφωνούντες βουλευτές μόνο δυο νεαρές κυρίες : η Γαϊτάνη και η Ψαρέα τίμησαν «τα παντελόνια που φοράνε» -για να κάνω ένα λογοπαίγνιο με τη σεξιστική αυτή μανιέρα- ψηφίζοντας ευθαρσώς «Όχι». Εκείνα τα άλλα τα στριφογυριστά: τα περίεργα «απών», τα «παρών» αλλά στηρίζω τα «ναι» αλλά δεν στηρίζω, εγώ δεν τα καταλαβαίνω.


ΥΓ: Ξέχασα να γράψω στην αρχή  και μια άλλη εκδοχή του «εκ των προτέρων και εκ των υστέρων», αυτή της «κακιάς πεθεράς» που στην πολιτική την ακολουθεί πιστά το ΚΚΕ: μόνιμη γκρίνια και διαφωνία με όλα από τα πριν και «σας τα ‘λεγα εγώ» εκ των υστέρων, όταν θα κάτσει κάποια στραβή.   

Πέμπτη 18 Ιουνίου 2015

Κυκλοφορήσαμε !!!



ΤΟ ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ:
Η γλαφυρή αναπαράσταση μιας εποχής και όλου αυτού του πολύχρωμου γαλαξία της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, που ορμητικά ενέσκηψε αμέσως με την πτώση της χούντας. Επέπεσε σαν πύρινη λαίλαπα στα πολιτικά πράγματα της χώρας. Πυρπόλησε όνειρα νέων ανθρώπων και πυροδότησε όλες τις απεργίες των μεγάλων εργοστασίων. Συγκλόνισε τους δρόμους της Αθήνας με τα ακραία συνθήματα της. Χωρίς να αποκτήσει ποτέ και κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, αν και θα μπορούσε. Είτε γιατί δεν το επιδίωξε, είτε γιατί έμεινε πιστή στην βασική αρχή του αριστερισμού: την πολυδιάσπαση! Όπως πιστή έμεινε και στο κεντρικό σύνθημα του σχετικά πρόσφατου – ίσως και επίκαιρου για τα ελληνικά πράγματα- γαλλικού Μάη: «Γίνετε ρεαλιστές διεκδικήστε το αδύνατο!» Αν και καταγράφονται πρόσωπα, οργανώσεις –μέχρι και εφήμερες no name ομάδες που έψαχναν στίγμα και στέγη- καταστάσεις και γεγονότα, δεν διεκδικεί δάφνες ιστορικού δοκιμίου. Γιατί απλούστατα πρόκειται για μια κατάθεση ψυχής που με μια ανατρεπτική για τέτοια πράγματα γραφή, εστιάζει σε ανθρώπινους χαρακτήρες και συμπεριφορές, στη εναλλαγή του ευτράπελου με το διακηρυγμένο. Του γέλιου με τη συγκίνηση. Καθώς και στην έμφαση των παράπλευρων … ωφελειών αυτής της διαδρομής. Όπως οι ζεστές και αγαπησιάρικες παρέες, οι εκδρομές, τα γλέντια, το τραγούδι, το σινεμά, το θέατρο και τα βιβλία.

Σάββατο 6 Ιουνίου 2015

Απόλαυση και Υποκρισία !!!


 

 
Σημείωση navarino-s: Επέλεξα αυτό το διήγημα του πατριάρχη μας για δυο λόγους, ο πρώτος γιατί έχει τη μικρότερη γλωσσική δυσκολία από όλα τα διηγήματα του για τους νεώτερους αναγνώστες, μιας και είναι γραμμένο με αυθεντικούς λαϊκούς διαλόγους. Και ο δεύτερος και σημαντικότερος αυτή η εκπλητική διεισδυτικότητα της ματιάς του στα άγρια βάθη της ανθρώπινης ψυχής. Και γι' αυτό και μεγάλος!

 
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ:

                       Ἀπόλαυσις στὴ γειτονιά (1900)

 
     ―Ἐτελείωσε;… ἀλήθεια;

― Τώρα ξεψύχησε.

― Καὶ τὸν ἐμεταλάβανε;

― Θὰ τὸν θάψουν μὲ παπάδες;

―Ἔζησε ὣς δεκαπέντε ὧρες.

Ἀπὸ παράθυρον εἰς αὐλόπορταν, ἀπὸ ἐξώστην εἰς δῶμα, ἀπὸ χαμόγειον εἰς ἀνώγειον, ἐπετοῦσαν τὸ πρωὶ οἱ πτερόεντες αὐτοὶ διάλογοι μεταξὺ τῶν γειτονισσῶν. Καὶ μεγάλη περιέργεια ἐφέρετο ἐλαφρὰ εἰς τὸν ἀέρα.

―Ἡ ἄμοιρη ἡ μάννα! κλαίει καὶ δέρνεται.

―Ὁ πατέρας, ὁ ἔρμος, λείπει.

― Καὶ δὲν τοῦ ντελεγραφοῦνε νά ᾽ρθῃ;

― Εἶπαν πὼς τοῦ ντελεγραφήσανε.

― Ποῦ βρίσκεται;

― Στὴ Λειβαδιά, μοῦ ᾽παν, ἢ στὸ Λιδωρίκι.

― Στὰ Σάλωνα, ὄχι στὴ Λειβαδιά!

― Στὴ Σαντορίνη, ὄχι στὰ Σάλωνα!

―Ἡ δόλια ἡ μαννούλα τὰ τραβᾷ ὅλα.

― Καὶ δὲ λυπήθηκε τὰ νιᾶτά του;… Δεκαοχτὼ χρονῶν παιδί, ἀκοῦς ἐσύ!

― Καὶ τί μορφόπαιδο! τί σεμνὸ καὶ συλλογισμένο περπατοῦσε!

― Ἀκόμα δὲν ἵδρωνε τὸ μουστάκι του! Κ᾽ ἔκαμε τὴ ζωή του χαλάλι!

― Στὴν κοιλιὰ εἶχε χτυπηθῆ;

― Στὸ στομάχι, παραπάνω, στὸ στῆθος, κοντὰ στὸ βυζί.

― Στὸ ὑπογάστριο, ὄχι στὸ στῆθος!

― Μὲ μαχαίρι;

― Μὲ μαχαίρι!

― Δὲν ἤξευρε νὰ χτυπηθῇ, τὸ ἐλάχιστο, στὸ πόδι! εἶπε μία.

― Στὸ σπίτι μέσα μαχαιρώθηκε;

― Ἀπάνω, στὸ Ἀστεροσκοπεῖο.

― Στὸ Θησεῖο, καλέ, ὄχι στὸ Ἀστεροσκοπεῖο!

― Κ᾽ ἔζησε δεκαπέντε ὧρες;

― Μάλιστα· ἀπὸ ἐψὲς τὸ δειλινὸ ὣς τὰ σήμερα τὸ πρωί.

― Καὶ τί εἶχε λιμπιστῆ; Τὸ ἐπῆρε κατάκαρδα, ὣς τόσο.

― Κεῖνο τὸ κορίτσι τὸ μελαχροινό!

― Εἶδες μαύρη ποὺ ἦταν· μὰ νόστιμη, ἀλήθεια.

― Τί εἶναι; τί εἶναι; ἠρώτησε μία ἄνιφτη, ἀχτένιστη, ἡ ὁποία τώρα ἀκόμη ἐξῆλθεν ἀπὸ τὸ ὑπόγειον δωμάτιον ὅπου ἐκατοικοῦσε.

― Νά, ὁ Μιχαλάκης ποὺ σκοτώθηκε.

― Ποιὸς Μιχαλάκης;

― Κεῖνο τὸ παιδὶ τῆς κυρίας Βασιλειάδους, ποὺ περνοῦσ᾽ ἀπὸ ᾽δῶ.

― Ἄ; ὁ Μιχαλάκης, τῆς κυρίας Βασιλειάδους; καὶ γιατί σκοτώθηκε;

―Ἐσὺ μονάχα δὲν εἶσ᾽ ἀπὸ ᾽δῶ; Δὲν ἄκουσες τίποτα;

―Ὄχι· γιατί σκοτώθηκε;

― Θέλεις νὰ σοῦ πῶ τὸ γιατί; Νά, ἀπὸ ἔρωτα, τὸ καημένο.

― Καὶ ποιὰν ἀγαποῦσε;

― Θὰ τὸν θάψουν, λέει, μὲ παπάδες; Ἔδωκε ὁ Μητροπολίτης τὴν ἄδεια;

― Νά, ὁ παπα-Γρηγόρης τοῦ εἶπε: δὲ σὲ μεταλαβαίνω ἂν δὲν ξαγορευθῇς..

― Κ᾽ ἐκεῖνο τί εἶπε; Μπόρεσε καὶ μίλησε;

― Κ᾽ ἐκεῖνο τοῦ εἶπε: Κανένας δὲ φταίγει, παπά μου· ἐγὼ μονάχος μου τὸ ἔκανα. Ἐφταξούσιος δὲν ἤμουν; Ἐφταξούσιος βέβαια.

― Καὶ τό ᾽χε πάρει κατάκαρδα; Λένε πὼς τὴν ἀγαποῦσε ἀπὸ μικρή.

― Ἀπὸ δώδεκα χρονῶν τὴν ἀγαποῦσε. Δώδεκα χρονῶν ἐκεῖνος, ἕνδεκα αὐτή.

― Καὶ τὸ φώναζε, τὸ εἶχε μεγάλο μεράκι. Ἢ θὰ τὴν πάρω, μητέρα μου, ἢ θὰ σκοτωθῶ.

― Τὸ εἶπε καὶ τό ᾽κανε.

― Τί αἴστημα!

― Μὰ ἐκείνη δὲν τὸν ἀγαποῦσε; ἔλαβε καιρὸν νὰ ἐρωτήσῃ ἡ ἄνιφτη, ἡ τελευταία ἐξελθοῦσα ἀπὸ τὸ ἰσόγειον, πρὸς τὴν αὐλόπορταν, ὅπου ἵσταντο δύο ἢ τρεῖς γυναῖκες, ἐνῷ ἄλλαι τρεῖς ἢ τέσσαρες ἀνταπεκρίνοντο πρὸς ταύτας ὑψηλὰ ἀπὸ μπαλκόνια ἢ παράθυρα, ὡς χελιδόνες εἰς τὰς φωλεάς των, ὑπὸ τὰ γεῖσα τῶν στεγῶν.

― Τί μορφόπαιδο! κρῖμα!

― Τώρα, ἔχει φύγει ἀπ᾽ τὴ γειτονιὰ ἡ μικρὴ ἐκείνη;

― Νανία τὴν ἔλεγαν, θαρρῶ, ἢ πῶς τὴν ἔλεγαν; Ἀνιψιὰ τῆς κυρία-Παναγιώτους, ποὺ τὴν ἔχει πάρει ψυχοπαίδα, ἐπειδὴς εἶναι ἄκληρη.

― Ἄ! τῆς κυρία-Παναγιώτους;

― Μαύρη, χλωμή, μὲ μεγάλα μάτια, νόστιμη, συμπαθητικιά· μάτια ποὺ ἔσφαζαν.

― Νά ποὺ ἔσφαξαν ἕνανε.

―Ἔχει φύγει ἀπὸ ᾽δῶ ἀπ᾽ τὸ μαχαλὰ μὲ τὴ μητέρα της· εἶναι πέντ᾽ ἕξι μῆνες.

― Μὲ ποιὰ μητέρα της; μὲ τὴ θειά της, τὴν ψυχομάννα της.

― Καὶ ποῦ κοντὰ κάθισαν τώρα;

― Ποιὸς ξέρει; Στὴ Νεάπολη, ψηλὰ ἐπάνω.

― Στὸ Κολωνάκι, ὄχι στὴ Νεάπολη!

― Κ᾽ ἐκείνη δὲν τὸν ἀγάπαε; ἠρώτησε πάλιν ἡ ἀκτένιστη.

―Ἐκείνη ἐκοίταζε πολλούς· εἶχε ἀργολάβους*. Ἔκανε ἀργολαβίες* μὲ τὸ μεροκάματο.

― Δὲν θὰ εἶναι παραπάν᾽ ἀπὸ δεκάξι χρονῶν κορίτσι.

―Ὣς δεκαεφτὰ θὰ εἶναι.

― Δεκαεφτά, δεκαοχτώ, τόσο…

― Θὰ πάῃ τάχα νὰ κλάψῃ στὴν κάσα του; Θὰ πάῃ στὸν τάφο του νὰ κλάψῃ;

― Καὶ πότε θὰ τὸν θάψουν;

― Θὰ τὸν ξενυχτίσουν τάχα; ἢ σήμερα τὸ δειλινὸ θὰ τὸν πᾶν;

― Μὰ ἐτελείωσε γιὰ καλά; Εἶπαν πὼς ψυχομαχοῦσε.

― Ξεψύχησε, καλέ, τὸν ἀλλάζουν· θέλετε νὰ τὸν ζωντανέψετε πίσω;

― Ἄχ! ἡ μάννα ἡ ἄμοιρη!

*
* *

Ἀριστερά, εἰς τὴν πρώτην καμπὴν τῆς ὁδοῦ, εἰς στενὸν δρομίσκον, ὑπῆρχε μικρὰ κομψὴ οἰκία, ἀνήκουσα εἰς τὴν οἰκογένειαν τοῦ νέου τοῦ αὐτοκτονήσαντος.

Ἡ οἰκογένεια κατῴκει εἰς τὸ ἰσόγειον.

Ὁ θάλαμος, ὅπου εἶχαν ἐξαπλωμένον τὸν νεκρόν, εἶχε δύο παράθυρα ἡμιανοικτὰ πρὸς τὸν δρόμον.

Ἔξω, ἐπὶ τοῦ πεζοδρομίου, γύρω εἰς τὸ παράθυρον, ἐσχηματίζετο πυκνὸν ἡμικύκλιον ἀπὸ γυναῖκας, παιδία τοῦ δρόμου, γείτονας καὶ διαβάτας. Ὁ νεκρὸς ἡπλωμένος ἐπὶ τῆς κλίνης εἰς τὸ μέσον, δύο λαμπάδες ἔκαιον, ἡ μήτηρ ἐξηκολούθει νὰ κλαίῃ σπαρακτικῶς. Ὀκτὼ ἢ δέκα πρόσωπα, οἰκεῖοι ἢ συγγενεῖς, ἵσταντο ὄρθιοι περὶ τὴν κλίνην. Τέσσαρες ἢ πέντε γυναῖκες ἐκάθηντο ὁλόγυρα.

Πᾶς διαβάτης ἵστατο ἔξω διὰ νὰ ἴδῃ. Αἱ γυναῖκες τῆς γειτονιᾶς, μὴ χορταίνουσαι νὰ βλέπουν, ἐσπόγγιζον διαρκῶς τὰ τόσον εὔκολα δάκρυα. Ἠκούοντο ψιθυρισμοί:

―Ὤχ! κρῖμα στὸ νέο!

― Δὲ λυπήθηκε τὰ νιᾶτά του!

― Πῶς ἄλλαξε τὸ πρόσωπό του!

― Σὰν νὰ κοιμᾶται εἶναι!

― Νά, τώρα θὰ μᾶς μιλήσῃ!

― Νὰ μίλαε τῆς μητέρας του, νὰ τὴν παρηγορήσῃ!

― Δὲν τὸν ἔπαιρνε ξώψυχα!

― Δὲν ἤξερε νὰ μὴ χτυπήσῃ δυνατά!

― Δὲν τὸ ἔκανε καλύτερα μὲ ρεβόλβερο, μποροῦσε νὰ μὴν τὸν ἔπαιρνε καλὰ ἡ σφαῖρα.

― Δὲν ἔπαιρνε τίποτις ἀπ᾽ τὸ φαρμακεῖο νὰ πιῇ, νὰ τοῦ δώσουνε ἀντιφάρμακο! εἶπε μία.

― Δὲν κατάπινε τίποτε σπίρτα, νὰ τοῦ δίνανε γιατρικὸ νὰ τὰ ξέρναε! εἶπεν ἄλλη.

―Ὤχ! κρῖμας!

― Ἄχ! ἡ δόλια ἡ μαννούλα!

*
* *

Ἐπάνω εἰς μίαν ταράτσαν ἵσταντο τὸ πρωὶ τῆς ἄλλης ἡμέρας τρεῖς νεαραὶ γυναῖκες, τέσσαρα ἢ πέντε κοράσια, ἡλικίας μεταξὺ πέντε καὶ δέκα ἐτῶν καὶ μία γεροντοτέρα. Ἡ ταράτσα ἔβλεπεν εἴς τινα γειτονικὴν αὐλήν, ἀντίκρυζε δὲ πλαγιώτερον ὀλίγον πρὸς τὴν δυτικὴν θύραν, τὴν νοτιοδυτικὴν γωνίαν καὶ τὸ μικρὸν κωδωνοστάσιον τοῦ ἐνοριακοῦ ναοῦ τῆς συνοικίας.

― Νά, τὸν φέρνουνε!

― Εἶναι κόσμος κάμποσος!

― Νά τὸ καπάκι· νά τὰ φανάρια· νά κι ὁ Σταυρός!

― Νά κ᾽ οἱ παπάδες!

― Ποῦ εἶναι ἡ κάσα;

―Ὤ, λουλούδια καὶ κακό· νά τος, νά τος!

― Ποῦ ᾽ναί τος, μαμά; ποῦ ᾽ναί τος;

Καὶ ἡ μικρὰ κορασὶς ἀνερριχᾶτο προσκολλωμένη εἰς τὸν θριγκόν, κύπτουσα ἀπλήστως, μὲ κίνδυνον νὰ πέσῃ.

― Δὲ φαίνεται καλά· εἶναι κόσμος μπροστά… ὤχ! δὲν μποροῦν νὰ σταθοῦν παράμερα!

― Σταθῆτε, καλέ, στὴν ἄκρη!…

― Νά, τὸν πᾶνε μὲς στὴν ἐκκλησιά!…

― Καλὰ-καλὰ δὲν τὸν εἴδαμε.

―Ἐγὼ δὲν εἶδα, μαμά!…

― Θὰ τὸν ἰδοῦμε τώρα ποὺ θὰ τὸν βγάλουν ἔξω! θὰ πάρουν τὸν κάτω δρόμο.

― Στὸ κάτω νεκροταφεῖο δὲ θὰ τὸν πᾶν;

― Μπορεῖ νὰ τὸν πᾶν καὶ στὸ ἀπάνω· μὰ ἀλλάζουν πάντα τὸ δρόμο…

― Κόσμος ποὺ μπαίνει μὲς στὴν ἐκκλησιά!

― Νά ὁ ἀδερφός του, μὲ δύο φίλους ποὺ τὸν κρατοῦν μπράτσο.

― Ποῦ ᾽ναι, μαμά, ποῦ ᾽ναι;

― Νά, τώρα πάει μέσα…

― Πᾶνε μέσα ὅλοι· καὶ δὲν εἴδαμε τὴ μάννα του.

― Ποῦ νὰ ἰδῇς, τόσος κόσμος!

― Ἄχ! ἡ δόλια του ἡ μαννούλα!… πῶς δὲ λυπήθηκε τὰ νιᾶτά του!…

―Ὁ πατέρας λείπει, λένε, δὲν εἶν᾽ ἐδῶ.

―Ἡ ἔρμ᾽ ἡ μάννα τὰ τραβᾷ ὅλα!

Ἠκούσθη κλάψιμον παιδίου ἀνερχόμενον ἀπὸ τὸν θάλαμον διὰ τῆς θύρας πρὸς τὴν ταράτσαν.

―Ὁ γυιός σου κλαίει, Σταματούλα!

― Τί νὰ τὸ κάμω; ζαλίζεται νὰ τὸ σκύβω στὴν ταράτσα· δὲ θὰ ἰδῶ τίποτε· ἂς κλάψῃ!

Ἐφάνη κίνησίς τις ἀνθρώπων περὶ τὰς δύο θύρας τοῦ ναοῦ, τὴν δυτικὴν καὶ τὴν πλαγίαν· ἄνθρωποι εἰσήρχοντο δρομαίως ἢ ἐξήρχοντο.

― Τί εἶναι, καλέ; τ᾽ εἶναι;

― Κάτι τρέχει· τί νὰ εἶναι;

― Μὴν ἦρθε ὁ πατέρας τοῦ σκοτωμένου καὶ τρέχουν ἔτσι;

― Μὰ τοῦ ντελεγραφήσανε τάχα; Καὶ πρόφταινε νά ᾽ρθῃ;

― Μὴν ἐλιγοθύμησε ἡ μάννα του;

― Γιατί τρέχει ἔτσι ὁ κόσμος;

― Μὴν ἔπεσε κανένα παιδὶ ἀπ᾽ τὸ γυναικίτη; σὰ φωνὲς ἀκούω, κλάηματα.

― Ἀπ᾽ τὸ γυναικίτη;

―Ἡ κουμπάρα ἡ Θοδώρα, ποὺ πῆγε τώρα στὴν ἐκκλησιά· δὲ βαστοῦσε· ἤθελε νὰ ἰδῇ· ἔγκυος μὲ τὸ παιδὶ στὴν ἀγκαλιά.

― Μὴν τῆς ἔπεσε τὸ παιδὶ ἀπ᾽ τὰ χέρια, καθὼς θὰ ἔσκυβε ἀπ᾽ τὸ γυναικίτη;

― Τί λές, καλέ; Πῶς σοῦ φάνηκε αὐτό;

― Δὲν ξέρω κ᾽ ἐγὼ τί νὰ πῶ. Ἄλλες καμπόσες πηγαίνουν καὶ καβαλικεύουν στὰ στασίδια, ἀπ᾽ ὀπίσω ἀπ᾽ τὸν ψάλτη γιὰ νὰ ἰδοῦνε… Μὰ ἡ κουμπάρα θ᾽ ἀνέβηκε στὸ γυναικίτη.

― Ἀκόμα τρέχουν!… Ἡ μάννα τοῦ νεκροῦ θὰ λιγοθύμησε… Αὐτὸ θὰ εἶναι!

― Ἀκοῦστε νὰ σᾶς πῶ!… μὴν ἦρθε ᾽κείνη ἡ ἀραπίτσα ἡ Νανία, ποὺ ἀγαποῦσε ὁ σκοτωμένος;… Εἶπαν πὼς γι᾽ αὐτὴν σκοτώθηκε.

― Καὶ μὴν ἔπεσε ἀπάνω στὸ νεκρό, ἀβάσταχτα, τραβώντας τὰ μαλλιά της!…

― Ποιὸς ξέρει!… Νά ᾽ξερα, θὰ πήγαινα στὴν ἐκκλησιά!…

― Ἀπὸ ποῦ νὰ μάθῃ κανείς!

― Νά, ὁ μπαρμπα-Λιμπέρης!… Ἔ, μπαρμπα-Λιμπέρη! μπαρμπα-Λιμπέρη!

Ἡ μικρὰ κορασὶς εἶδε μεταξὺ τοῦ πλήθους ἔξω τοῦ ναοῦ ἕνα συγγενῆ τῆς μητρός της ἱστάμενον καὶ ἤρχισε νὰ φωνάζῃ ἀκράτητα:

― Μπαρμπα-Λιμπέρη! μπαρμπα-Λιμπέρη! Ἔ, μπαρμπα-Λιμπέρη!

Ἀλλ᾽ ἐκεῖ ὅπου ἵστατο ὁ καλούμενος φυσικὰ ὑπῆρχον πλειότεροι θόρυβοι καὶ ἡ φωνὴ τῆς παιδίσκης δὲν θὰ ἔφθανε ν᾽ ἀκουσθῇ.

― Μπαρμπα-Λιμπέρη! Λιμπέρη! ἔ, Λιμπέρη! δὲν ἀκοῦς;… Θεῖε Λιβέριε! Λιμπέρη! Ἔ, μπαρμπα-Λιμπέρη!

Τὸν ἔκραζε διὰ νὰ ἔλθῃ, νὰ τὰς εἰπῇ τί εἶχε συμβῆ ἐντὸς τοῦ ναοῦ καὶ πόθεν ἡ κίνησις ἐκείνη, τὴν ὁποίαν τοὺς ἐφάνη ὅτι παρετήρησαν. Ἀλλὰ πιθανὸν νὰ μὴ εἶχε συμβῆ τίποτε καὶ βέβαιον ὅτι ὁ μπαρμπα-Λιμπέρης δὲν θὰ ἤξευρε τίποτε νὰ τὰς εἴπῃ καὶ ἂν ἀκόμη ἤκουε τὰς φωνὰς τῆς μικρᾶς ἀνεψιᾶς του.

― Μὰ γιατί δὲν ἀκούει, καλέ; κουφὸς εἶναι;

― Νά, τώρα τὸν ἀνησπάζονται, εἶπεν ἡ γραῖα· ἡσυχάσατε· τώρα θὰ βγοῦν· ἄρχισαν κι ἀνησπάζονται.

― Πῶς τὸ ξέρεις;

― Βγαίνουν ἕνας-ἕνας ἀπ᾽ τὴν ἐκκλησιά· ἀνησπάζονται καὶ βγαίνουν… Τώρα θὰ τὸν βγάλουν.

― Θὰ τὸν βγάλουν, γιαγιά, γλήγορα;

― Τώρα, σὲ λιγάκι.

Ἠκούσθησαν καὶ πάλιν οἱ κλαυθμοὶ τοῦ παιδίου, ὑποκάτωθεν ἀκριβῶς τῆς ταράτσας.

― Σταματούλα, δὲν ἀκοῦς; τὸ παιδὶ ἔσκασε νὰ κλαίῃ!

― Ἂς κλάψῃ· ζαλίζεται νὰ τὸν σκύβω στὴν ταράτσα, καὶ δὲ θὰ ἰδῶ τίποτε.

― Νά, τώρα θὰ βγοῦν ἔξω.

― Μὰ γιατί ἄργησαν ;

― Ἀργοῦν πολύ.

― Ἄχ! πότε θὰ βγοῦν;

― Θὰ τὸν ἰδοῦμε, μαμά; θὰ τὸν ἰδῶ κ᾽ ἐγώ;

― Τώρα θὰ βγοῦν.

― Μὰ πῶς ἀργοῦν ἀκόμα;

― Νά τώρα πῆραν στὰ χέρια τὸ Σταυρό, τὰ φανάρια.

― Νά, βγαίνουν.

― Νά οἱ παπάδες!

― Νά, τώρα θὰ βγῇ τὸ λείψανο!

― Ποῦ ᾽ναί το, μαμά; ποῦ ᾽ναί το;

― Νά!

―Ὤχ! μαῦρος, μαῦρος, ποὺ ἔγινε! ἀπ᾽ τὴ μαχαιριὰ τάχα; χύθηκε τὸ αἷμα· πῶς μαύρισε!

―Ἐγὼ δὲ βλέπω, μαμά!… μαμά!

― Νά, ἐκεῖ· βαστάξου καλά, μὴ σκύβῃς.

― Ἄχ! καημένα νιᾶτα! κρῖμας! κρῖμας!

―Ἡ ἄχαρη ἡ μαννούλα του!

― Νά την! κείνη ἡ ντελικάτη, ἡ μαυροφόρα· μπαίνει μὲς στὸ ἁμάξι, μαζὶ μὲ ἄλλες δύο…

― Ποῦ εἶναί την, μαμά;..

― Τώρα μπῆκε μὲς στὴν καρότσα· πᾶνε!

― Ἄχ! μαύρη μαννούλα!

― Κρῖμα στὰ νιᾶτά του!

― Θεὸς σχωρέσ᾽ τονε!

― Θεὸς σχωρέσ᾽ τον!

*
* *

Καὶ τὸ βάσανον τοῦ ἀτυχοῦς νεκροῦ ἔμελλεν ὁσονούπω νὰ τελειώσῃ.

Ἀπῆλθε μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ εὕρῃ εἰς ἄλλον κόσμον ὀλιγωτέραν περιέργειαν.

(1900)