Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2016

Η ΠΑΡΑΧΑΡΑΞΗ ΤΩΝ ΕΝΝΟΙΩΝ ΟΠΛΟ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ !!!




 
Κάτι που συστηματικά εφαρμόζεται σήμερα σε παγκόσμια κλίμακα και που πρώτος είχε διαβλέψει από το 1948 ο διορατικός Τζορτζ Όργουελ όταν έγραφε εκείνο το εφιαλτικό και συνάμα προφητικό «1984».
Θα θυμάστε την προσπάθεια του καθεστώτος να νοθεύσει την ελεύθερη σκέψη με το πρόγραμμα της «γλωσσοκάθαρσης» και την εφαρμογή της «Νέας Ομιλίας»:

 
«…ο σκοπός της Νέας Ομιλίας είναι να στενέψει τα όρια της σκέψης …»

 
Καθώς και τα νέα συνθήματα του καθεστώτος:

 
«Ο πόλεμος είναι ειρήνη, η ελευθερία είναι σκλαβιά, η άγνοια είναι δύναμη»

Τα τωρινά παραδείγματα πάμπολλα. Λαϊκοί ξεσηκωμοί όπως αυτοί της Αιγύπτου τη μια φορά ονομάζονται "εξέγερση" και τηνάλλη «τρομοκρατία» αλλά και η ειρηνική προσπάθεια διεκδίκησης μιας καλύτερης ζωής και αξιοπρέπειας των αδικημένων της κοινωνίας, χαρακτηρίζεται αμέσως «λαϊκισμός». Την ίδια ώρα που οι φορολογικές μειώσεις των πλουσίων και των εφοπλιστών βαφτίζονται «πατριωτική στάση». Και οι ισοπεδώσεις των μέχρι τώρα εργασιακών κατακτήσεων αποκαλούνται ... τρυφερά «μεταρρυθμίσεις»
Και ας μην πηγαίνουμε πολύ μακριά: μιλώντας χτές στη Σόφια ο και επίδοξος πρωθυπουργός μας Κυριάκος Μητσοτάκης σε συγκέντρωση ελλήνων επιχειρηματιών που κλείσανε τις εδώ επιχειρήσεις τους, απολύσανε κόσμο και δραστηριοποιούνται στη γείτονα, τους αποκάλεσε «ήρωες!».
Το θέμα τεράστιο μια νύξη μόνο θέλησα να κάνω εδώ και να κλείσω πάλι με Όργουελ:

 
«Αν θέλεις μία εικόνα του μέλλοντος, φαντάσου μία μπότα να συντρίβει ένα ανθρώπινο πρόσωπο – για πάντα».

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2016

ΕΙΡΗΝΗ ΖΑΧΑΡΙΑ: "Ημερολόγιο Κατοχής 1941-1943" Ένα κόσμημα των ελληνικών γραμμάτων.

 
 
     Κυκλοφόρησε πολύ πρόσφατα από τις εκδόσεις "Εύμαρος" ένα συναρπαστικό βιβλίο για τα δύσκολα χρόνια της Αθήνας, Το " Ημερολόγιο Κατοχής 1941-1943" της Ειρήνης Ζαχαρία (1917-2009) δεν αποτελεί μια συνήθη περίπτωση παράθεσης ξερών γεγονότων εκείνης της εποχής.
     Η Ζαχαρία βέρα Αθηναία μεσοαστικής καταγωγής, υπάλληλος της Κτηματικής Τράπεζας στην οδό Πανεπιστημίου, πέρα από την σημαντική πνευματική καλλιέργεια που διέθετε, ήτανε προικισμένη με αυτό το κάτι που σε κάνει να μη μπορείς να αφήσεις το βιβλίο αν δεν το τελειώσεις.
     Διαθέτοντας μια διεισδυτική ματιά πάνω στα δραματικά γεγονότα εκείνης της εποχής, ελληνικού και παγκόσμιου ενδιαφέροντος, και οπλισμένη με το ταλέντο της γραφής, καταγράφει και σχολιάζει πολύ γλαφυρά και περιεκτικά τα πάντα. Από τα κερδοσκοπικά τσαλίμια των μαυραγοριτών, τους πεινασμένους που πέφτουν στο δρόμο, τις εξελίξεις των πολεμικών μετώπων, τις άγριες σφαγές των χωριών μας και τις αιματηρές διαδηλώσεις του κέντρου της Αθήνας από τις οποίες η ίδια δεν λείπει ποτέ. Καταγράφει ακόμη και πολύ σημαντικά γεγονότα που η επίσημη ιστορία δεν τα κατέγραψε.
     Μια γενναία γυναίκα. Η κήρυξη του πολέμου τη βρήκε στο πλοίο για την Αμερική όπου με εφόδιο την άριστη γνώση της αγγλικής πήγαινε για καλύτερη τύχη και γύρισε αμέσως πίσω γιατί είχε μικρά αδέλφια που χρειάζονταν την προστασία της. Και από πάνω έβγαινε τις νύχτες με τις φίλες της και τοιχοκολλούσαν αφίσες κατά των κατακτητών.
     Δεν θέλω να σας κουράσω περισσότερο. Μόνο να σας το προτείνω ανεπιφύλακτα καθώς πρόκειται για ένα βιβλίο κόσμημα που θα αφήσει το στίγμα του έντονο στα ελληνικά γράμματα.

Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016

Ένα δίκαιο Νόμπελ !!!

Ο ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΥ ΔΙΣΚΟΣ (1963)

Μπορεί κάποιοι να ξαφνιάστηκαν από τη φετινή επιλογή της Σουηδικής Ακαδημίας. Η απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας 2016 στον Bob Dylan (κατά κόσμον Robert Allen Zimmerman το Dylan είναι αναφορά στον πρόωρα χαμένο μεγάλο Ουαλό ποιητή Dylan Thomas) σίγουρα προκάλεσε σεισμό με την καινοτομία της. Για μένα είναι μια δίκαιη βράβευση μιας και θεωρώ τον συγκεκριμένο καλλιτέχνη πολύ μεγάλο ποιητή. Και όπως είπε στο σκεπτικό της η Επιτροπή: "βραβεύσαμε έναν τροβαδούρο για την ποίησή των στίχων του με τη θύμηση πως και ο Όμηρος και η Σαπφώ   τραγούδια για τον πολύ κόσμο έγραψαν". Επειδή όμως τα λόγια είναι λόγια σας παρουσιάζω ένα δείγμα δουλειάς του. Ένα δείγμα υψηλής λυρικότητας και ... τρυφεράδας. 

"Girl From The North Country"


Αν πας ποτέ στον όμορφο Βοριά,
εκεί που οι άνεμοι λυντσαίρνουν τ’ ακρογιάλι,
χαιρέτησέ μου κάποια κοπελιά –
ήτανε κάποτε αγάπη μου μεγάλη.
Αν κάποτε βρεθείς μες στο χιονιά,
σε παγωμένες όχτες δίχως καλοκαίρι,
αν είν’ το ρούχο της ζεστό ρίξε ματιά,
αν τη φυλάει απ’ τ’ ανέμου το μαχαίρι.
Για κοίτα αν είναι τα μαλλιά της μακριά,
αν κυματίζουνε και παίζουν με τα στήθια.
Για κοίτα αν είναι τα μαλλιά της μακριά,
γιατί έτσι μένουν στων ονείρων μου τα βύθια.
Να με θυμάται λίγο έχω καημό
και προσευχές χιλιάδες έχω κάνει
στης νύχτας μου τη σκοτεινιά
στης μέρας μου το φέγγος και τη χάρη.
Αν λοιπόν τύχει και βρεθείς στον όμορφο Βοριά,
εκεί που οι άνεμοι λυντσαίρνουν τ’ ακρογιάλι,
χαιρέτησέ μου κάποια κοπελιά –
ήτανε κάποτε αγάπη μου μεγάλη.
 
_________________________________
Μετάφραση: Τούλα Τόλια


"Girl From The North Country"

If you're traveling in the north country fair
Where the winds hit heavy on the borderline
Remember me to one who lives there
For she was once a true love of mine.

Well, if you go when the snowflakes storm
When the rivers freeze and summer ends
Please see for me if she's wearing a coat so warm
To keep her from the howlin' winds.

Please see from me if her hair hanging down
If it curls and flows all down her breast
Please see from me if her hair hanging down
That's the way I remember her best.

Well, if you're traveling in the north country fair
Where the winds hit heavy on the borderline
Please say hello to one who lives there
She once was a true love of mine.

If you're travelin' in the north country fair
Where the winds hit heavy on the borderline
Remember me to one who lives there
She once was a true love of mine
.

_____________________________
Από το δίσκο NASHVILLE SKYLINE 1969



 

Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2016

Ο ένας για χαστούκι και η άλλη για φτύσιμο !!!



Μόνο που αυτά είναι λογοπαίγνια που τα λέμε για να απαλύνουμε κάπως τον τρόμο που κρύβει αυτό το δίδυμο των διεκδικητών της αμερικανικής προεδρίας. Ιδίως αυτός ο αλλόκοτος ο Τραμπ γιατί την άλλη την κυρά Μαγδάλω την ξέρουμε πολύ καλά. Πιστό σκυλάκι του κατεστημένου και χειραγωγήσιμη. Μπροστά στη δόξα της εξουσίας ούτε οι αδέσποτες ριπές του Μπίλυ που ξέφυγαν από τη Μόνικα δεν την άγγιξαν. 
Ενώ το άλλο το γουρούνι και μέχρι πρότινος χαϊδεμένος μεγιστάνας των μίντια που με τις διασυνδέσεις του με την αστυνομία δεν δίστασε πριν κάποια χρόνια να βουλιάξει το Χάρλεμ στα ναρκωτικά και την εγκληματικότητα, να το υποβαθμίσει μέχρι την πλήρη απαξίωση -τότε ήταν καλοί οι νοτιοαμερικάνοι για τη δουλειά- και να έρθει μετά και να αγοράσει μπιρ παρά όλα αυτά τα εκπληκτικά σπίτια! Σήμερα το αναβαθμισμένο Χάρλεμ αποτελεί συνοικία υπόδειγμα με την αξία του στα ύψη.
Ο δε ασύμμετρος ρατσισμός του -αν και κάτι παρόμοια αλλά πιο κομψά τα έλεγε και εκείνο το χαζό του Μπους που έγινε πρόεδρος- έχει τρομάξει ακόμη και το ίδιο το κατεστημένο που προσπαθούν να πάρουν αποστάσεις με μικρά πηδηματάκια. Φοβούνται μια δυναμική αφύπνιση σαν αυτή που εξέφρασε εν μέρει η για πρώτη φορά μετά από χρόνια: πολτική υποψηφιότητα του Σάντερς.
Οι "πανίσχυρες" ΗΠΑ είναι πλέον βαθιά βουτηγμένες στην κρίση και ανασαίνουν με ψεύτικο χρήμα. Η αποβιομηχανοποίηση της χώρας που επέφερε η μετακίνηση προς Κίνα μεριά, είναι πρωτοφανής. Στα μεγάλα κτίρια του Ντιτρόιτ όπου παλιά ήκμαζαν οι αυτοκινητοβιομηχανίες, τώρα φτερουγίζουν νυχτερίδες και κουκουβάγιες. 


Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2016

Η Διορατικότητα του Αλμπέρ Καμύ !!!



Σημείωση: Όταν στις 6 Αυγούστου 1945 έπεσε η ατομική βόμβα στη Χιροσίμα της Ιαπωνίας σκορπίζοντας το θάνατο σε 70.000 ανθρώπους, σύσσωμος σχεδόν ο παγκόσμιος τύπος εξέφραζε τον θαυμασμό του για το τεράστιο επίτευγμα της τεχνολογικής επιστήμης. Δυο μέρες μετά, 8 Αυγούστου 1945, με κύριο άρθρο του στον combat ο Αλμπέρ Καμύ έγραφε:


"... Θα συνοψίσουμε όλ' αυτά σε μια φράση: ο μηχανικός πολιτισμός άγγιξε μόλις την τελευταία βαθμίδα της θηριωδίας. Στο εγγύς μέλλον, θα πρέπει να διαλέξουμε: ή την ομαδική αυτοκτονία ή τη "συνετή" χρήση των επιτευγμάτων της επιστήμης. Προς το παρόν, είναι θεμιτό να σκεφτόμαστε ότι είναι κάπως απρεπές να εγκωμιάζεται έτσι μια ανακάλυψη που εξυπηρετεί πρωτίστως την πιο τρομερή μανία καταστροφής που έδειξε ο άνθρωπος εδώ και αιώνες. Για το γεγονός ότι, σ' έναν κόσμο παραδομένο σε όλες τις φρικαλεότητες της βίας, ανίκανο για οποιονδήποτε έλεγχο, αδιάφορο στη δικαιοσύνη και την απλή ανθρώπινη ευτυχία, η επιστήμη αφιερώνεται στον οργανωμένο φόνο. ..."

ΑΜΠΕΡ ΚΑΜΥ 2 μέρες μετά τη Χιροσίμα!

Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2016

Μικρά, Τρυφερά, Νοσταλγικά !!!



Κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Οροπέδιο το νέο βιβλίο του Κώστα Περδίκη: ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ. Είκοσι έξι μικρά μεν αφηγήματα αλλά μεγάλης λογοτεχνικής αξίας. Η ανεπιστρεπτί απωλεσθείσα παιδική ηλικία δοσμένη με έντονη γλαφυρότητα συγκίνηση και νοσταλγία. Κάτι που οι αναγνώστες του ιστολογίου μας έχουν γνωρίσει από παλαιότερες δημοσιεύσεις δύο εξ' αυτών. Και επειδή θεωρώ ότι η αντιπροσωπευτικότερη κριτική για ένα βιβλίο είναι το δείγμα γραφής, παραθέτω σήμερα άλλο ένα.





το δωμάτιο
                                     που έβλεπε στη δύση
 



 
Το σπίτι μας στην πόλη ήταν μεγάλο, δίπατο, με κεραμιδένια στέγη. Στη δυτική του πλευρά δύο μεγάλα παράθυρα έβλεπαν προς τη μεριά της θάλασσας και ανάμεσά τους μια μπαλκονόπορτα έβγαζε στο μπαλκονάκι, με το καλοδουλεμένο κάγκελο και τις πολλές γλάστρες, μπιγκόνιες, αρμπαρόριζες, γαριφαλιές και κρινάκια. Tο ένα, από τα δύο δυτικά δωμάτια, τό ’χαμε για σάλα και δεν πολυπηγαίναμε.

Το άλλο, ήταν το δωμάτιο των γονιών μας. Το διπλό κρεβάτι τους, ένα μεγάλο κομό στα πόδια του, η ραπτομηχανή Singer της μάνας μας, δίπλα στο παράθυρο και μια καρέκλα, ήσαν όλα κι όλα τα έπιπλά του. Πάνω από το κομό, ψηλά στον τοίχο ανάμεσα στα εικονίσματα, το γυάλινο κουτί με τα στέφανα του γάμου τους, ιερό σύμβολο της δια βίου ένωσης και πιο κάτω το καντήλι.

Εκεί της άρεσε να πηγαίνει, μετά το μεσημεριανό φαγητό, αφού πρώτα τέλειωνε το πλύσιμο των πιάτων και το συμμάζεμα του τραπεζιού. Ξάπλωνε στο κρεβάτι έχοντας πάντα κάτι να διαβάσει, από απόκομμα εφημερίδας, κάποιο σχολικό ή εξωσχολικό βιβλίο, μέχρι Μικρό Ήρωα. Την ίδια ώρα ο πατέρας έφευγε, με το γαϊδούρι και την κατσίκα μας, για την απογευματινή του βόλτα στο εξοχικό μας.

Τα χειμωνιάτικα απογεύματα, ο ήλιος, καθώς έγερνε, έμπαινε από το παράθυρο γεμίζοντας το δωμάτιο με γλυκό φως και θαλπωρή. Η Singer, στην αριστερή της μεριά, είχε μια γυαλισμένη τάβλα, κάτι σαν τραπεζάκι, που με βόλευε να ακουμπάω και να ετοιμάζω τα μαθήματά μου. Εκεί πάνω, δίπλα στο παράθυρο και στο πλούσιο φως, έκανα τη γραφή, την καλλιγραφία, έλυνα τα προβλήματα της αριθμητικής και ζωγράφιζα τους χάρτες της γεωγραφίας, πολιτικούς και γεωφυσικούς.

Μου άρεσε να την νοιώθω κοντά μου, να μου κάνει συντροφιά και ας μην μιλάγαμε την πιο πολλή ώρα. Τις μέρες, όμως, που ο καιρός χάλαγε, χάλαγε μαζί και η διάθεσή μου. Χάζευα, μελαγχολικά, τη βροχή να σπάζει με δύναμη στα τζάμια και τις ρουνιές να τρέχουν από τα κεραμίδια, μπροστά μου, διάφανες κουρτίνες.

Πολλά χρόνια μετά, μια μουντή Τετάρτη του Νοέμβρη, παραμονή της Παναγίας, λίγο πριν το μεσημέρι, μαζί με την αδελφή μου, της κλείσαμε τα μάτια. Συνέβηκε εκεί, στον άχρωμο και ψυχρό θάλαμο της νέας πτέρυγας του Ερυθρού. Μακριά από το σπίτι μας και το δωμάτιό της, εκείνο το δυτικό, που την ίδια ώρα, θέλω να φαντάζομαι, ο ήλιος θα ετοιμαζόταν να μπει από το παράθυρο, για να ζεστάνει λίγο την παγεράδα του επελθόντος θανάτου της…


____________________________________
Βιογραφικό:

Κώστας Περδίκης: (Ζαχάρω Ηλείας, 1949).
Σπούδασε Πολιτικός Μηχανικός στο Ε.Μ.Π.
Εργάσθηκε σαν μηχανικός στον Ιδιωτικό και
Δημόσιο Τομέα.
Πρώτο του βιβλίο: σινική μελάνη και άλλα
αφηγήματα, Αθήνα, 2014.

Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2016

Καλό μήνα ... αλλά και Καλή Πρωτοχρονιά θα έπρεπε να λέμε σήμερα!!!



Κανονικά σήμερα 1η Σεπτέμβρη πρέπει να είναι η δική μας Πρωτοχρονιά. Και έτσι πρέπει να ήταν για πολλά χρόνια. Από αυτό, ίσως, να έχει μείνει η Αρχή της Ινδίκτου, η αρχή δηλαδή του ετήσιου εκκλησιαστικού ημερολογίου που ξεκινάει σήμερα. Καθώς τέτοιες μέρες γίνονταν όλα. Πατιούνταν τα σταφύλια. Καθαρίζονταν, πλένονταν και γιόμιζαν με μούστο τα κρασοβάρελα. Κόβονταν και ποστιάζονταν τα ξύλα για το χειμώνα. Τρίβονταν τα ξερά καλαμπόκια να βγούνε και να αποθηκευτούνε τα σπυριά. Αποθηκεύονταν στ' αχούρια οι μπάλες του τριφυλλιού και του άχυρου. Πεταλώνανε τ' άλογα. Ανοίγανε τα σχολεία. Προετοιμάζονταν τα χωράφια για τη σπορά. Στα κατώγια κρέμαγαν οι νοικοκυρές από τα πατερά τα ρόϊδα και τα κυδώνια. Πήγαιναν με το αζημίωτο τις γίδες στο τραγί για την επόμενη γέννα. Πέφτανε οι πληρωμές και οι μπροστάντζες από την πώληση της παραγωγής. Ξοφλιότανε το τεφτέρι του Μπακάλη. Και με τα αποδέλοιπα ... βουρ στα κοντινά πανηγύρια για γαλότσες και για κανα μπουφάν με ψεύτικο γουνάκι σαν αυτό που φόραγε ο Ρίτσαρντ Μπάρτον. Και πάνω απ' όλα: η γουρνοπούλα το παστέλι και η σάμαλη.
Από που ως που Πρωτοχρονιά μέσα στο καταχείμωνο;

Πέμπτη 4 Αυγούστου 2016

Ο ΜΑΡΚΟΣ ΚΑΙ Ο ΣΚΩΛΗΚΟΔΙΤΗΣ !!!


                                              

 
Θεόδωρος Κόλλιας
 
                               Ο ΜΑΡΚΟΣ ΚΑΙ Ο ΣΚΩΛΗΚΟΔΙΤΗΣ

       O γερo-Πανάγος, ψηλός αδύνατος με μια άγρια χαρακωμένη φάτσα και λίγα μαλλιά γκριζόασπρα με μόνιμο σήμα κατατεθέν τη γλίτσα του και την καπελαδούρα του κατέβαινε στο χωριό από εκεί πάνω τη στάνη του κάθε μέρα λίγο  μετά το απομεσήμερο. Ήταν η ώρα που οι γέροντες έβγαιναν στο μικρό καφενεδάκι για το απογευματινό τους καφεδάκι. Ο γερο- Πανάγος καθόταν στο μικρό τραπεζάκι αμίλητος και σοβαρός, απόμακρος. Γύρω στη μισή ώρα έπαιρνε πάλι την ανηφοριά για κει πάνω στα ριζά του πέρα βουνού, που ήταν  ολόκληρο το βιος του, το μαντρί με τα τόσα γίδια και δίπλα η καλύβα του που στέγαζε τη μικρή του οικογένεια. Τη γρια γυναίκα του, κουτσή κι ονειροπαρμένη και τον  γιος τους, το Μάρκο, το αγρίμι του βουνού, τον ασβό. Όπως όλοι οι τσοπάνηδες δεν έλεγε σε κανέναν πόσα γίδια είχε. Τόχαν μεγάλη γρουσουζιά να ξέρουν οι άλλοι πόσα ζωντανά έχουν. Ούτε και τα μαντρόσκυλα δεν μαρτύραγαν. Όμως οι ίδιοι τις γίδες τις γνώριζαν μία - μία από τούς όζους στα μαστάρια  τους.    
Από τις ελάχιστες μαρτυρίες ο Μάρκος πρέπει να πλησίαζε τα τριάντα με μια αφάνα στο κεφάλι και ένα πρόσωπο σκεπασμένο με αραιά γένια και μάτια μεγάλα σαν της αγελάδας. Λίγοι χωριανοί τον είχαν συναντήσει από κοντά και όλοι τον θεωρούσαν το αλλόκοτο θεριό του βουνού. Από το πρωί με το που χάραζε ο ήλιος, σκαρφάλωνε πάνω σε μια μεγάλη βελανιδιά, δίπλα στο μαντρί και έβγαζε διάφορες κραυγές μιμούμενος διάφορα ζώα. Πιο καλά έκανε τον τράγο και τη γίδα. Εκεί πάνω βρισκόταν τον περισσότερο καιρό. Αρκετά πιο πέρα στο φαράγγι, που χώριζε τα δυο βουνά, ήταν μια μεγάλη σπηλιά, ο φόβος και μαζί ο θρύλος για τους χωριάτες που οι παλιοί έλεγαν ότι κάποτε ένα κατσίκι που το κυνηγούσαν οι κλέφτες μπήκε στη σπηλιά και βγήκε κάτω κοντά στη θάλασσα τρεις με τέσσερις ώρες δρόμο από το χωριό. Εκεί μέσα έμπαινε ο Μάρκος και κανείς ποτέ δεν ήξερε τι έκανε.
Ο γερο-Πανάγος μπορεί να είχε πολλά  κακά κι ανάποδα, κουσούρια και μη αλλά είχε ένα πολύ καλό! Στο πανηγύρι του χωριού αλλά και σε πολλούς γάμους, ουδέποτε σε αντιβενιζελικούς και μετέπειτα σε τετραυγουστιανούς, με το βιολί και τη γλυκιά φωνή του, πολύ παράξενο σε σχέση με την άγρια φάτσα του, κράταγε το χορό και το γλέντι μέχρι τις μικρές ώρες της νύχτας. Σημειωτέον το κρασί που έρεε αφειδώς δεν το έβαζε ποτέ στο στόμα του. Μόνο το κρασί υπήρχε άφθονο, όλα τα άλλα αγαθά τότε ήταν σπάνια. Η ανέχεια κυριαρχούσε σε όλες τις οικογένειες. Στο τέλος, αργά πλέον με τους τελευταίους τράβαγε την ανηφοριά με ένα δέμα γλυκά, τι γλυκά κουραμπιέδες με σκέτο λάδι. Ήταν τόσο υπερήφανος που δεν ανεχόταν και δεν έπαιρνε τίποτα άλλο.   Το άλλο δε ανεξήγητο ήταν που όλες εκείνες τις ατέλειωτες ώρες, που έπαιζε και τραγουδούσε ο Γερο-Πανάγος,   ο Μάρκος, ο ασβός είχε   ανέβει σε ένα μακρινό, αντικρινό   μαντρότοιχο και παρακολουθούσε περιπαθής και απλησίαστος.
     Κάπως έτσι κυλούσε ο χρόνος   μέσα στη φτώχεια και στην κακοτυχιά, και η καθημερινότητα ίδια και απαράλλαχτη πνιγμένη στους αέρηδες και στη λάσπη του χειμώνα και στα λιοπύρια με τον μπουχό του καλοκαιριού. Ο γερο-Πανάγος τα γίδια του και το βιολί του, ο Μάρκος τα δικά του, η Κουτσοβασίλω διπλωμένη στα δύο από την οστεοπόρωση να βογκάει μέρα νύχτα και οι χωριανοί άλλος έτσι κι άλλος αλλιώς πάλευαν στον δύσκολο αγώνα της βιοπάλης να ξεπεράσουν τα δεινά  της ζωής, που έτριζε τα δόντια της. Ευτυχώς που ο τόπος ήταν γεμάτος αγριόχορτα και σαλιγκάρια οπότε ικανοποιούσαν αρκετά την πείνα τους, την  πρώτη ανάγκη. 
        Ώσπου μια καλοκαιρινή μέρα, ντάλα μεσημέρι το χωριό σείστηκε από τη φωνή του γερο-Πανάγου γεμάτη σπαραγμό κι απόγνωση.
  "Βοήθεια-βοήθεια χωριανοί" ακούστηκε πρώτα από τα ακρινά σπίτια του χωριού.  Οι νεότεροι γυναίκες και άντρες τούτη την ώρα έλειπαν στο θέρο και στο χωριό ήταν τα γερόντια και αρκετά τσιρομπίλια. Οι περισσότεροι έπαιρναν τον υπνάκο τους και πετάχτηκαν άρον-άρον ταραγμένοι και  εμβρόντητοι και σε λίγο έτρεξαν στο καφενεδάκι, που ήταν το κέντρο του χωριού να δούνε τι συμβαίνει. Πάνω σε μια λινάτσα ήταν ξαπλωμένος ο Μάρκος και ρουλιόταν από τον πόνο, κρατούσε την κοιλιά του και διπλωμένος στα δύο χτυπιόταν σαν το άλογο με κολικό. Κανείς δεν είχε δει τέτοιο πράγμα
  Τότε στα χωριά υπήρχαν οι "πρακτικοί" που με διάφορα μαντζούνια και γιατροσόφια επιτελούσαν σπουδαίο έργο και απολάμβαναν μεγάλου σεβασμού και εκτίμησης από τους χωριάτες. Ήρθε λοιπόν κι ο γερο-Παύλος, τον πότισε με το ζόρι λίγο χαμομήλι, του έβαλε κατάπλασμα διάφορα βότανα αλλά ο  Μάρκος  δεν σταμάταγε με τίποτα τα  βογκητά και τους λυγμούς, δάκρυζαν και οι πέτρες. Ήρθε και η γρια-Σπυρούλα και τον ξεμάτιασε αλλά τα ίδια και χειρότερα. Ήρθε κι ο παππάς από το διπλανό χωριό, τον διάβασε, τίποτα. Οι χωριανοί πρώτοι φορά έβλεπαν την αλλόκοτη θωριά του Μάρκου να χτυπιέται σαν θεριό ανήμερο κι όλοι σταυροκοπιούνταν. Ένα άλλο πρωτόφαντο γεγονός, που όλοι γούρλωναν τα μάτια ήταν το μεγάλο μαυρόασπρο τσοπανόσκυλο, ο Δίας, έτσι τον είχε βγάλει ο ίδιος ο Μάρκος, που όλη την ώρα στεκόταν παραδίπλα και γρύλιζε λες και υπέφερε το ίδιο. Ήταν ο καλύτερος φίλος του Μάρκου και ο πιο πιστός. Πάντοτε πίσω από το Μάρκο κι έφτανε μόνο ένα νόημα του αφεντικού να τρέξει να γυρίσει τα γίδια από τη ζημιά ή να φέρει το παγούρι από την καλύβα ή να ξεχωρίσει τα τραγιά όταν κουντριόσαντε λυσσασμένα. Μεγάλη αφοσίωση και αγάπη είχαν οι δυο τους από τότε που ήταν μικρό κουτάβι. 
    Είχε επέλθει μεγάλη αναστάτωση και κανείς δεν ήξερε τι να κάνουν, οπότε ακούστηκε η δυνατή φωνή του  γερο-Μερτύκα. Ήταν ο ψάλτης του χωριού κι όλοι τον άκουγαν: "Χωριανοί  προς Θεού μην καθυστερείτε, είναι σκουληκοδίτης και κάνετε γρήγορα  να πάει στο γιατρό, δε βγάζει το βράδυ".
      Και πράγματι σε λίγο δυο-τρεις νεότεροι που κατέφθασαν στο χωριό, φόρτωσαν το Μάρκο σε ένα μουλάρι και μετά τρεις ώρες δρόμο έφθασαν στο μεγάλο χωριό, που ήταν ο γιατρός. Από κει αμέσως τον οδήγησαν στο νοσοκομείο γιατί πράγματι ήταν οξεία μορφή σκωληκοειδίτιδας. Αμέσως έγινε εγχείρηση αλλά η κατάσταση ήταν πολύ σοβαρή. Φαίνεται είχαν περάσει πολλές μέρες που πονούσε ο Μάρκος και η σκωληκοειδής απόφυση είχε σπάσει και προκάλεσε διευρυμένη περιτονίτιδα.  
  Όταν που λέτε ξεκίνησαν με το μουλάρι, ο Δίας ο σκύλος από κοντά, αφηνιασμένος. Και τι μέσο δεν χρησιμοποίησαν για να γυρίσει πίσω αλλά τίποτα, έτσι στο τέλος τον άφησαν να τους ακολουθεί. Έφτασε μέχρι το δασύλλιο του νοσοκομείου όπου σε λίγες μέρες που μαθεύτηκε όλοι οι επισκέπτες, γνωστοί και ξένοι, έτρεχαν να τον δουν και να τον θαυμάσουν!  Εκείνο το καλοκαίρι είχε γίνει το μέγα γεγονός, η ατραξιόν.
     Δύσκολα τα πράγματα τότε στα νοσοκομεία. Με τις σουλφοναμίδες και την πενικιλλίνη στην πρώτη γραμμή οι γιατροί προσπαθούσαν να κάνουν τα αδύνατα δυνατά αλλά αλίμονο στον ασθενή με τις μεγάλες φλεγμονές και τις εγχειρήσεις. Έτσι και ο Μάρκος αντί να καλυτερεύει χειροτέρευε και τα άσχημα μαντάτα έφταναν κάθε μέρα στο χωριό αφού οι χωριανοί έκαναν τακτικές επισκέψεις. 
     Επί ένα μήνα που χαροπάλευε ο Μάρκος στο νοσοκομείο ο γερο-Πανάγος δεν κίνησε ρούπι από το προσκεφάλι του. Αυτός κι ο Δίας. Είχαν μείνει οι μισοί. Τα δε γίδια του τα φρόντιζαν οι χωριανοί μια και του είχαν μεγάλη ευγνωμοσύνη γιατί όλους τους είχε παντρέψει με το βιολί του και δεν είχε καταδεχθεί  το παραμικρό.
     Ξαφνικά εκεί που όλοι είχαν ξεγράψει το Μάρκο λες και έγινε κάποιο θαύμα και όλα άλλαξαν! Ήταν παραμονή του Δεκαπενταύγουστου κι ο Μάρκος πρωί - πρωί άνοιξε τα μάτια του κι άρχισε να αναγωγιέται. Του έβαλαν θερμόμετρο κι ο πυρετός είχε πέσει. Από εκείνο το πρωινό όλα άρχισαν να πηγαίνουν καλύτερα. Η γερή κράση του βγήκε νικητής κι ο Μάρκος σιγά και σταθερά άρχισε να συνέρχεται. Το άλλο βράδυ στο χωριό ήταν το πανηγύρι αλλά το είχαν ματαιώσει, έμαθαν όμως τα καλά νέα και στο άψε-σβήσε το ξανάστησαν και έγινε ένα τρικούβερτο γλέντι. Ο γερο-Πανάγος στο τέλος έσπασε το δοξάρι αλλά ευτυχώς που σφεντάμια ήταν γεμάτος ο λόγγος. Οι χωριανοί μπορεί να έβγαζαν τα μάτια για μια αγριλιά αλλά στις λύπες γίνονταν ένα κουβάρι και στις χαρές λιγότερο. Τους είχε στοιχίσει πολύ η ιστορία με τον Μάρκο.
     Το άλλο που έγινε ήταν μεγαλύτερο θαύμα. Το πρόσωπο του Μάρκου άρχισε να γλυκαίνει και το χαμόγελο έκανε την εμφάνισή του. Όταν μάλιστα ένας μπαρμπέρης του έκοψε την αφάνα και τα γένια έγινε άλλος άνθρωπος,  εντελώς αγνώριστος. Γαλήνεψε η ψυχή του κι αυτό φάνηκε στο αλαφιασμένο του πρόσωπο. Όταν δε επέστρεψε στο χωριό με άλλα ρούχα που του χάρισαν κάτι "ευγενείς" κυρίες στο νοσοκομείο όλοι έκαναν το σταυρό τους. Πρώτος λεβεντονιός!
        Και έτσι για την ιστορία μας ο Μάρκος σε λίγα χρόνια έγινε ο καλύτερος τσοπάνης του χωριού. Πρώτος με τα γίδια και πρώτος και με τους συγχωριανούς. Πήρε και μια φτωχούλα αλλά νταρντάνα  γυναίκα, έφτιαξε και μια χαμοκέλα στο χωριό και έτσι έγινε στο τάκα-τάκα πολυφαμελίτης, πολύτεκνος. Δυο κορίτσια και τρία αγόρια!!! Το πρώτο αγόρι το έβαλε Πανάγο και το δεύτερο Δία.
Μετά, μόνο εκείνη η βελανιδιά θύμιζε εκείνα τα χρόνια.
_____________________________________ 
Ο Θεόδωρος Κόλλιας γεννήθηκε στο Γιαννιτσοχώρι του Δήμου Ζαχάρως το 1953. Σπούδασε Κτηνιατρική και εργάστηκε ως κτηνίατρος στο Υπουργείο Γεωργίας. Ασχολείται με τη Λογοτεχνία και έχει συγγράψει τα έργα "Αναλόγιο Ενθυμημάτων για Ανθρώπους και Ζώα" και "Αλλοτινές Εποχές"
 

Πέμπτη 7 Ιουλίου 2016

ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΑΡΚΑΡΟΛΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ: fractal


                      

                                                           

Ιστορίες ταπεινών ανθρώπων

Γράφει ο Φίλιππος Φιλίππου
Δημήτρης Κουκουλάς: «Βαρκαρόλα στην κοίτη της πόλης»  Εκδόσεις Εύμαρος, 2016, σελ. 154

O Δημήτρης Κουκουλάς (Μεσσηνία, 1947), εμφανίστηκε στην λογοτεχνία το 2011 με το αυτοβιογραφικό βιβλίο με αφηγήματα Τα φορτηγά και άλλες ιστορίες, ενώ το 2015 εξέδωσε το αφήγημα Οι Αριστεριστές. Τώρα επανέρχεται με μια συλλογή διηγημάτων, ορισμένα εκ των οποίων είναι αυτοβιογραφικού περιεχομένου. Σε αυτά υπάρχουν ιστορίες που έχει βιώσει ο ίδιος, ενώ τις προλογίζει τρόπον τινά με κάποια δοκιμιακού τύπου κείμενα που εισάγουν τον αναγνώστη στο θέμα. Το διήγημα «Αντίθετη κατεύθυνση» δείχνει με σαφήνεια τον τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας αντιμετωπίζει το θέμα του, εδώ είναι τα μέσα μαζικής μεταφοράς της Αθήνας. Αρχίζει τη διήγηση με τη φράση «Άνθρωποι άγνωστοι μεταξύ τους συνωθούνται σε κάποιο σημείο και περιμένουν». Στη συνέχεια μιλάει για τους πορτοφολάδες και τους εφαψίες, για τους σιωπηλούς άντρες κι εκείνους που παραμιλάνε, για τα ερωτευμένα ζευγάρια. Ξαφνικά εμφανίζεται η ηρωίδα της ιστορίας. Είναι φυσική ξανθιά και αφού αποχωριστεί από το φίλο της, μπαίνει σ’ ένα ταξί. Κι έπειτα αρχίζει ο μονόλογος. Στην πορεία μαθαίνουμε πως είναι ερωτευμένη με μια άλλη γυναίκα, την Ιουλία. Το δεύτερο διήγημα, το «Φαντάσματα», αρχίζει με ένα πρόλογο σχετικά με τα φαντάσματα, τις ταινίες τρόμου, τον Έντγκαρ Άλαν Πόε και τον Στίβεν Κινγκ και συνεχίζεται λογοτεχνικά με το φάντασμα του Σωτήρη Πέτρουλα, του αριστερού νεολαίου, ο οπαίος σκοτώθηκε από δακρυγόνα αστυνομικών σε μια πορεία το καλοκαίρι του 1965 στην οδό Σταδίου. Το τρίτο διήγημα, το «Παλιές εγκυκλοπαίδειες», αναφέρεται στις εγκυκλοπαίδειες και τη σχέση του συγγραφέα με αυτές (του είχαν λείψει στην νεότητά του), ενώ παρακάτω διαβάζουμε την ιστορία του Νικόλαου Γαλάτη , μέλους της Φιλικής Εταιρείας, ο οποίος δολοφονήθηκε από τους συντρόφους του ως προδότης. To τέταρτο διήγημα, το «Ρεπορτάζ», είναι καθαρά λογοτεχνικό ή καλύτερα προϊόν φαντασίας. Ένας άντρας μιλάει μπροστά στην κάμερα ενός τηλεοπτικού σταθμού και αναφέρεται στις συμπτώσεις: Εξαιτίας μιας σύμπτωσης σκότωσε επιτόπου με πιστόλι μια γυναίκα, τη γυναίκα του, όταν ξαφνικά την είδε σ’ ένα αμάξι με τον εραστή της. Στο επόμενο διήγημα, το «Ένσημα», δύο φίλοι συνταξιούχοι μιλούν για την εποχή που δούλευαν σε εργοστάσιο, όταν ορισμένοι άντρες εκμεταλλεύονταν σεξουαλικά της εργάτριες και κατέστρεφαν οικογένειες. Στο διήγημα «Οι γερανοί του Ίβυκου» ο αφηγητής μιλάει για τους επαίτες και τους ναρκομανείς που τριγυρίζουν τους σταθμούς του μετρό, ενώ στο «Ξενάγηση» μαθαίνουμε τι συμβαίνει στα νοσοκομεία της Αθήνας, όπου ασθενείς, συγγενείς, νοσοκόμες, γιατροί ια αποκλειστικές, ζουν ο καθένα το δικό του δράμα. Εμφράγματα, καρκίνοι, απόπειρες αυτοκτονίας, άπειρες περιπτώσεις νοσηλευομένων, οι οποίοι, πέρα από τον καθημερινό πόνο που αφορά τη ζωή τους, έχουν να αντιμετωπίσουν και την αναλγησία ορισμένων γιατρών που ζητούν και παίρνουν «φακελάκι». Μια περίπτωση αφορά ένα πρώην τροτσκιστή, δραστήριο και δυναμικό στις κινητοποιήσεις, που έπασχε από κατάθλιψη εξαιτίας της απογοήτευσής του από το ναυάγιο του σοσιαλιστικού οράματος. «Οι αγνές ψυχές συντρίφτηκαν» υπογραμμίζει ο συγγραφέας.
Στο διήγημα «Γυναίκες μακριά» διαβάζουμε για τις γυναίκες από την Ανατολική Ευρώπη που ξέπεσαν στην Ελλάδα μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και έγιναν νοσοκόμες, οικιακοί βοηθοί και πόρνες. Το τελευταίο διήγημα, το «Μανουσάκια στο μετρό!» είναι μικρό, αισιόδοξο και ελπιδοφόρο: η ζωή είναι ωραία. Με αφορμή την παρουσία μιας ηλικιωμένης μ’ ένα ματσάκι μανουσάκια σ’ ένα βαγόνι του μετρό, ο συγγραφέας θυμάται τα μαθητικά του χρόνια, τα κορίτσια που έπαιζαν μπάλα στο χορτάρι, τα γέλια τους και τους πόθους που ξυπνούσαν στ’ αγόρια.
Οι ιστορίες του Δημήτρη Κουκουλά είναι ο καθρέφτης της καθημερινής ζωής στη σύγχρονη Αθήνα, μια πόλη-τέρας, οι ήρωές του είναι υπαρκτοί και όχι πλάσματα της φαντασίας τους, κάπου τους έχουμε συναντήσει ή έχουμε μιλήσει μαζί τους –αν δεν είμαστε εμείς οι ίδιοι. Είναι ιστορίες πικρές, ιστορίες, θλιβερές, ιστορίες ταπεινών ανθρώπων που αγωνίζονται να επιβιώσουν, αναζητώντας λίγη χαρά, αγάπη και συμπάθεια.
 

  •  

    Παρασκευή 1 Ιουλίου 2016

    Ο Μαγικός Μπόρχες !!!

     


     Επεισόδιο του εχθρού
     
         Τόσα και τόσα χρόνια καταδίωξη και αναμονή και επιτέλους ο εχθρός ήρθε στο σπίτι μου. Απ’ το παράθυρο τον είδα ν’ ανηφορίζει με κόπο το απότομο μονοπάτι του λόφου. Στηριζόταν σ’ ένα ραβδί, ένα βαρύ ραβδί που στα γέρικα χέρια του δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί όπλο, παρά μονάχα απλό μπαστούνι. Ταράχτηκα μόλις άκουσα αυτό που περίμενα: το αδύναμο χτύπημα στην πόρτα. Κοίταξα με κάποια νοσταλγία το δυσανάγνωστο και μισοτελειωμένο μου χειρόγραφο και την πραγματεία του Αρτεμίδωρου περί ονείρων, ένα βιβλίο κάπως παράταιρο μέσα εδώ, αφού ελληνικά δεν ξέρω. Κι άλλη χαμένη μέρα, σκέφτηκα. Παιδεύτηκα με το κλειδί. Φοβήθηκα ότι ο άνθρωπος αυτός θα σωριαζότανε, έκανε όμως λίγα βήματα  τρικλίζοντας, πέταξε το ραβδί, που δεν το ξαναείδα πια, και σωριάστηκε στο κρεβάτι μου εξαντλημένος. Η αδημονία μου τον είχε αναπαραστήσει πολλές φορές, μα μόνο τότε παρατήρησα πως έμοιαζε τόσο πολύ, σαν να ‘τανε αδέλφια, με την τελευταία προσωπογραφία του Λίνκολν. Θα πρέπει να ήταν τέσσερις το απόγεμα.
         Έσκυψα από πάνω του έτσι που να μ’ ακούει.
         «Καθένας πιστεύει ότι τα χρόνια περνάνε μόνο γι’ αυτόν», του είπα, «αλλά περνούν και για όλους τους άλλους. Εδώ ανταμώνουμε εντέλει κι ό,τι και να ‘γινε παλιά δεν έχει πια καμιά σημασία».
         Όσο μιλούσα ξεκούμπωνε την καμπαρντίνα του. Το δεξί του χέρι ήταν στην τσέπη του παλτού του. Κάτι με σημάδευε και ένιωθα πως ήταν ένα περίστροφο.
         Μου είπε τότε με σταθερή φωνή.
         «Για να μπω στο σπίτι σου, κατέφυγα στον οίκτο σου. Τώρα είσαι στο έλεός μου και είμαι ανελέητος».
         Κάτι προσπάθησα να πω. Δεν είμαι χεροδύναμος άνθρωπος και μόνο τα θα μπορούσαν να με σώσουν. Κατάφερα να πω:
         «Είναι γεγονός πως πριν από πολλά χρόνια φέρθηκα άσκημα σ’ ένα παιδί, όμως τώρα, ούτε εσύ είσαι πια εκείνο το παιδί, ούτε κι εγώ εκείνος ο ανόητος. Άλλωστε, η εκδίκηση δεν είναι λιγότερο μάταιη και γελοία απ’ τη συγγνώμη».
         «Ακριβώς επειδή δεν είμαι πια εκείνο το παιδί», μου αποκρίθηκε, θα σε σκοτώσω. Δεν πρόκειται για εκδίκηση, παρά για πράξη δικαιοσύνης. Τα επιχειρήματά σου, Μπόρχες, είναι απλώς επινοήματα του φόβου σου, για να μη σε σκοτώσω. Μα δεν μπορείς να κάνεις τίποτα».
         «Κάτι μπορώ να κάνω», του απάντησα.
         «Τι πράγμα;» με ρώτησε.
         «Να ξυπνήσω».
         Και αυτό έκανα.

                                                          Χόρχε Λουίς Μπόρχες
                                                                        
    _______________________________

    Από τη συλλογή: ΤΟ ΧΡΥΣΑΦΙ ΤΩΝ ΤΙΓΡΕΩΝ, 1972. Μετάφραση από τα ισπανικά Δημήτρης Καλοκύρης.

    Τετάρτη 22 Ιουνίου 2016

    ΒΑΡΚΑΡΟΛΑ στον ...Ασύρματο!!!





           


                                                             

                                                                     ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ
    Η δημοτική παράταξη  ΜΕΤΕΧΩ  , σας προσκαλεί στην παρουσίαση του βιβλίου του Δημ. Κουκουλά
     ¨Βαρκαρόλα στην κοίτη της πόλης¨ εκδόσεις ΕΥΜΑΡΟΣ


    Η  εκδήλωση   θα πραγματοποιηθεί την Πέμπτη 30/6/2016 ωρα 8:00μμ στο βιβλιοπωλείο ¨ΣΕΛΙΔΑ¨ Ασυρμάτου 30 

    Κυριακή 19 Ιουνίου 2016

    Η παρουσίαση σε 3 βίντεο!!!

    Ο αγαπητός φίλος και ομότεχνος Θεόδωρος Κόλλιας είχε την ευγενή καλοσύνη να μου στείλει τα 3 βίντεο που γύρισε κατά την παρουσίαση του βιβλίου. Τον ευχαριστώ πολύ και τα παραθέτω:


    Τρίτη 14 Ιουνίου 2016

    Μια ωραία βραδιά !!!




    Μέσα σε μια αγαπησιάρικη ατμόσφαιρα με βιβλιόφιλο κοινό οι εκδόσεις "Εύμαρος" και ο συγγραφέας Δημήτρης Κουκουλάς παρουσίασαν το βιβλίο του ΒΑΡΚΑΡΟΛΑ με μεγάλη επιτυχία. Την παρουσίαση έκανε ο συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας Φίλιππος Φιλίππου. Αποσπάσματα διάβασε η συγγραφέας και σκηνοθέτις Μαρώ Τριανταφύλλου. Έκανε παρέμβαση ο επιμελητής της έκδοσης Κλέαρχος Σμυρναίος και μίλησαν ο συγγραφέας του βιβλίου και ο εκδότης Πέτρος Κακολύρης. Ακολούθησε συζήτηση και τσιπουράκι με εκλεκτά μεζεδάκια!


    Κυριακή 5 Ιουνίου 2016

    Παρουσιαζόμαστε !!!





     
    Οι εκδόσεις Εύμαρος σας προσκαλούν στην παρουσίαση του βιβλίου του Δημήτρη Κουκουλά «Βαρκαλόρα στην κοίτη της πόλης», τη Δευτέρα 13 Ιουνίου, 8 μ.μ, στο χώρο των εκδόσεων Εύμαρος, Γ. Σεφέρη 7, Δάφνη (Στάση Μετρό Αγ. Ιωάννης).
    Για το βιβλίο και τον συγγραφέα θα μιλήσουν:
    Φίλιππος Φιλίππου, συγγραφέας-κριτικός λογοτεχνίας
    Πέτρος Κακολύρης, υπεύθυνος των εκδόσεων Εύμαρος
    και ο συγγραφέας Δημήτρης Κουκουλάς.
    Αποσπάσματα από το βιβλίο θα διαβάσει
    η συγγραφέας-σκηνοθέτις Μαρώ Τριανταφύλλου,
    Για περισσότερες πληροφορίες: 210 97 08 811/6984 91 16 22

    Τετάρτη 11 Μαΐου 2016

    Εκδοθήκαμε !!!

     
     
     

    Μια βαρκαρόλα αλλιώτικη, μακριά από τους απαλούς παφλασμούς των λεμβούχων και γονδολιέρηδων. Δέκα διηγήματα από «την κοίτη της πόλης», με τον ορυμαγδό τής καθημερινότητας πανταχού παρόντα. Πρόσωπα μοναδικά και περίεργες καταστάσεις. Γεγονότα περίπλοκα που εξελίσσονται δίπλα μας. Η ζωή με τις εντάσεις της και τους ανασασμούς της. Όλα προχωρούν όπως δεν ήταν πριν. Και όπως δεν θα ‘ναι αύριο. Ίδια μόνο η λαχτάρα για προσέγγιση μέσα στη μοναξιά. Κάποιο πλησίασμα του λόγου και του τρυφερού αγγίγματος. Αυτά τα πραγματάκια τα αιώνια τα …  συναρπαστικά!




    ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΤΟΥ ΕΥΜΑΡΟΥ

    Από σήμερα μπορείτε να το βρείτε στην Πολιτεία, την Πρωτοπορία και τον Ιανό στο κέντρο της Αθήνας, να το παραγγείλετε στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς σας σε όλη την Ελλάδα και να σας τα φέρουν σε λίγες μέρες και βεβαίως στο χώρο των εκδόσεων Εύμαρος Γ. Σεφέρη 7 στη Δάφνη τηλ.: 210 97 08 811. Σελίδες 160, τιμή 10 ευρώ (περιλαμβάνεται ο ΦΠΑ)


     

    Τρίτη 3 Μαΐου 2016

    Νοσταλγίες και ξενιτιές !!!




    Κώστας Περδίκης:


     
    ο δικός μoυ Αμερικάνος

     
    Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά και η τετραμελής μας οικογένεια ήταν μαζεμένη μέσα στο μικρό σπιτάκι, στον Παλιόκαμπο, που αποτελούσε το εξοχικό μας.
    Κόντευε να τελειώσει κι ο Σεπτέμβρης.
    Απ’ όσο τώρα μπορώ να θυμηθώ, πρέπει να ήταν  η χρονιά του ’55 ή ’56.
    Το σχολείο είχε ήδη ανοίξει κι εμείς τα παιδιά το ’χαμε για τα καλά χωνέψει,  ότι οι καλο­καιρινές μας διακοπές είχαν οριστικά τελειώσει.
    Δεν θ’ αργούσαμε να μετακομίσουμε στο σπίτι της πόλης, το χειμωνιάτικο.
    Ο πατέρας είχε γεμίσει τη μεγάλη λάμπα με πετρέλαιο και την είχε ανάψει.
    Κρεμασμένη από το πατερό, έριχνε το κιτρινωπό της φως σ’ ολόκληρο το δωμάτιο.
    Η μητέρα ετοίμαζε το τραπέζι για το βραδινό, όταν ακούσαμε βήματα στη σκάλα.
    Ήταν ο Κώστας, ο σέμπρος μας.
    Μας παραξένεψε κάπως η επίσκεψή του, γιατί δεν είχαν περάσει ούτε δύο ώρες που είχε φύγει, μετά το πότισμα, μαζί με τους δύο μικρότερους αδελφούς του.
    Με τον Κώστα, ένα εργατικό παλικάρι, ο πατέρας είχε κάνει νιτερέσιο να καλλιεργεί μισακά το χωράφι μας.
    Εδώ και δυο-τρία χρόνια, είχε αρχίσει η καλλιέργεια της όψιμης ντομάτας και όλο και περισσότεροι συμπολίτες μας ξερίζωναν τις σταφίδες τους, για να δο­κιμάσουν το νέο αυτό είδος.
    Ο πατέρας δεν ξέφυγε από τον κανόνα.
    Είχε γευτεί, άλλωστε,  τόσα χρόνια, τα καζάντια από τη σταφίδα μας …
    Ήταν η δεύτερη χρονιά και όπως η προήγουμενη, πήγε κι αυτή αρκετά καλά.
    Όλοι έτρεφαν μεγάλες προσδοκίες για το νέο προϊόν.
    Ο Κώστας κάθισε κοντά στον πατέρα και με χαμηλωμένο το κεφάλι, μπήκε κατ’ ευ­θείαν στο ψητό.
    "Μπάρμπα Γιάννη", λέει, "πήρα την απόφαση να ξενιτευτώ στην Αμερική.
    Δεν έχω παράπονο από τη ντομάτα, αλλά εμείς είμαστε, βλέπεις, πολλά στόματα…
    Ο αδελφός του πατέρα μου, που ζει εκεί, κοντά σαράντα χρόνια, μου έκανε πρό­σ­κληση να πάω στη Νέα Υόρκη, στην Αστόρια και να δουλέψω στην επιχείρηση που έχει.
    Λέω να ψάξω κι εγώ, όπως τόσοι άλλοι, για μια καλύτερη τύχη στα ξένα…
    Μη στενοχωριέσαι, τ’ αδέλφια μου θα συνεχίσουν τη σεμπριά μας".
    Ο πατέρας φάνηκε σκεφτικός, άργησε λίγο να του απαντήσει.
    Ο Κώστας, το ξέραμε, ήταν η συμπάθειά του.
    "Να κάνεις αυτό που νομίζεις σωστό", του λέει  στο τέλος.
    Μας χαιρέτισε βουρκωμένος.
    "Μπάρμπα Γιάννη, μόλις τακτοποιηθώ θα σου στείλω γράμμα με νέα μου", είπε φεύ­γοντας.
    Ήταν η πρώτη φορά που άκουγα για ξενιτιά, Νέα Υόρκη, Αστόρια.
    Η μητέρα προσπάθησε να μου εξηγήσει και να μου πει δυο λόγια.
    Μου είπε πως η Αμερική ήταν μια χώρα πολύ μακρινή και μεγάλη, που για να φτά­σεις εκεί με το βαπόρι, σου έπαιρνε πολλές μέρες.
    Πως η Νέα Υόρκη είχε κάτι κτίρια πολύ ψηλά, που έφταναν μέχρι τον ουρανό.
    Πως εκεί, όποιος δουλεύει βγάζει πολλά λεφτά, δολάρια, και γίνεται πλούσιος, με δικό του αυτοκίνητο και σπίτι.
    Μετά εγώ, με την παιδική μου φαντασία, έφτιαχνα τις δικές μου εικόνες για κείνη τη χώρα και τους ανθρώπους της.
    Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα όταν μια μέρα, γυρνώντας ο πατέρας από την αγορά μάς έδειξε το γράμμα.
    Ήταν ένας θαλασσί φάκελος, από αυτούς του εξωτερικού.
    Μας είχε γράψει ο Κώστας από την Αμερική.
    Ο πατέρας έβαλε τα γυαλιά του και άρχισε να διαβάζει.
    -Από υγεία ήταν καλά και το ίδιο επιθυμούσε για μας.
    -Είχε τακτοποιηθεί εκεί , αρκετά καλά για αρχή.
    -Άρχισε να δουλεύει στην επιχείρηση του θείου του και  έπιασε ένα μικρό δωμάτιο κοντά στη δουλειά.
    -Η ξένη γλώσσα του φαινόταν βουνό, αλλά σιγά-σιγά θα προσπαθούσε να τη μάθει.
    -Στην Αστόρια ήταν κι άλλοι Έλληνες, πολλοί, ολόκληρη γειτονιά.
    -Τον παραξένεψε όταν άκουσε ότι τα Αμερικανόπουλα, μόλις κλείσουν τα δέκα οκτώ, φεύ­γουν από το σπίτι και τραβάνε τον δικό τους δρόμο.
    -Όλες οι φυλές του κόσμου είχαν μαζευτεί εκεί.
    -Σκοπεύει να μείνει στην Αμερική το πολύ δέκα χρόνια και μετά, με τις οικονομίες του, να γυρίσει στην πατρίδα.
    -Σε κείνη κάθε βράδυ, πριν κοιμηθεί, τρέχει η σκέψη του και στους δικούς του που άφησε πίσω.
    -Μας θυμάται όλους, και  νοσταλγεί τη σεμπριά με τον μπάρμπα Γιάννη, έγραφε τε­λειώνοντας.
    Εκείνα τα χρόνια, ιδίως τα καλοκαίρια, είχαν, θυμάμαι, αρχίσει να επιστρέφουν, άλ­λοι για διακοπές κι άλλοι για μόνιμη εγκατάσταση, μερικοί από τους πρώτους συμπο­λίτες μας μετανάστες, που είχαν πάει στην Αμερική, στις αρχές του εικοστού αιώνα.
    Όλοι τους, πια, πάνω από τα εβδομήντα, αληθινά ναυάγια…
    Εύκολα τους ξεχώριζες.
    Φόραγαν κάτι αταίριαστα ρούχα, καρώ παντελόνια με παρδαλά πουκάμισα και στα χέρια τους γυάλιζαν τα χρυσά ρολόγια και τα δαχτυλίδια.
    Περπάταγαν με αβέβαιο βήμα κι έλεγες ότι, από στιγμή σε στιγμή, θα σκοντάψουν και θα πέσουν.
    Οι ντόπιοι τους έλεγαν "κουνημένους", επειδή είχαν περάσει θάλασσα και  είχαν τα­λαιπωρηθεί μέχρι να φτάσουν εκεί.
    Η αλήθεια όμως ήταν άλλη και ήταν πολύ πικρή.
    Οι έρμοι περπάταγαν έτσι, από τις αμέτρητες ώρες δουλειάς, που ’χαν ρίξει τόσα χρό­νια στη ξενιτιά.
    Τους έλεγαν και "μπρούκληδες", εννοώντας ότι είχαν βγάλει πολλά δολάρια στο Μπρούκλιν.
    Εκείνοι πάλι, από τη μεριά τους, ύστερα από τόσα χρόνια απουσίας, έβλεπαν τους συμπολίτες τους με κάποια καχυποψία.
    Νόμιζαν ότι τους έπαιρναν για αφελείς και πως τους πλησίαζαν μόνο και μόνο για  να επωφεληθούν από τους παράδες τους, πιάνοντάς τους για "αμερι­κανά­κια", όπως έλε­γαν.
    Τα χρόνια κύλησαν γρήγορα.
    Πέρασαν και τα δέκα, που ο Κώστας είχε πει ότι θα γύριζε.
    Δεν λάβαμε ποτέ  δεύτερο γράμμα του.
    Από τα αδέλφια του μαθαίναμε νέα του.
    Είχε τώρα δική του επιχείρηση, ήταν παντρεμένος και είχε αποκτήσει τρία παιδιά, δύο γιους και μια κόρη.
    Για τον πατέρα μου, που σε όλους εύκολα κόλλαγε κι από ένα παρατσούκλι,  ο Κώ­στας ήταν από καιρό  ο επονομαζόμενος "Αμερικάνος".
    Μέσα καλοκαιριού του ’70.
    Είχα τελειώσει τις εξετάσεις του τρίτου έτους στο Πολυτεχνείο και είχα κατεβεί στους δικούς μου για διακοπές.
    Ξεκαλοκαιριάζαμε ,όπως κάθε χρόνο, στο μικρό μας εξοχικό σπιτάκι.
    Δεχτήκαμε, τότε, την επίσκεψη ενός κυρίου, γύρω στα σαράντα.
    Φαινόταν καλοστεκούμενος, με ωραία ρούχα και ακριβά γυαλιά.
    Τα μαλλιά του, όσα του είχαν απομείνει, είχαν για τα καλά γκριζάρει.
    Οι γονείς μου, μετά το πρώτο ξάφνιασμα, από το χαμόγελό του και μόνο, κατάλαβαν για ποιον πρόκειται.
    Ήταν ο Κώστας.
    Δεν έμοιαζε σαν "κουνημένος μπρούκλης", ήταν ακόμη αρκετά νέος.
    Σε μένα, όμως, αυτός ο ξένος δεν θύμιζε κάτι.
    Ούτε κι αυτός, άλλωστε, με αναγνώρισε, όταν έφυγε με είχε αφήσει μικρό παιδάκι.
    Το αντάμωμα εκείνο, ύστερα από δέκα πέντε χρόνια, είχε πολύ συγκίνηση.
    Ο Κώστας κάθισε μαζί μας αρκετή ώρα, ρωτώντας να μάθει όσα πιο πολλά μπο­ρούσε, για τα συμβάντα στον τόπο μας και στους συμπολίτες μας, τα χρόνια που έλ­λειπε.
    Μάθαμε κι εμείς από ’κείνον πολλά για την ζωή του στην Αμερική.
    Φεύγοντας, έδωσε στον πατέρα το δώρο που του είχε φέρει.
    Μια μαύρη κασετίνα με όλα τα απαραίτητα για το ξύρισμά του.
    Ο πατέρας τον Σεπτέμβρη του ’80 μας "άφησε"…
    Είχε πατήσει τα ογδόντα πέντε.
    Ο Κώστας ήλθε κι άλλες φορές στην Ελλάδα, πάντα όμως σαν επισκέπτης.
    Δεν μπόρεσε ποτέ να ξεκολλήσει, οριστικά, από την Αμερική.
    Κάποια χρονιά διαδόθηκε στην αγορά το κακό μαντάτο της αρρώστιας του.
    Λίγο αργότερα, μάθαμε ότι πέθανε.
    Σε ξένο τόπο του έλαχε ν’ αφήσει τα κόκαλά του, για πάντα …
    Εκείνη την κασετίνα, το δώρο του Κώστα, την έχω ακόμη.
    Με κάνει να τον θυμάμαι κάπου-κάπου.
    Από μια μεριά, σκέφτομαι, καλύτερα που ήλθαν έτσι τα πράγματα για ’κείνον.
    Πρόλαβε και πέθανε, σχετικά νέος στη ξενιτιά και έτσι δεν έγινε ένας ακόμη "κουνη­μένος Μπρούκλης" στα μάτια και στα στόματα των συμπο­λιτών του.
    Ακόμη, παρηγοριέμαι με τη σκέψη, ότι μπορεί και να ’χει ξανανταμώσει, εκεί πάνω, με τον πατέρα μου και να συνεχίζουν τη σεμπριά τους.
    Άλλωστε, από χλοερά λιβάδια ο Παράδεισος άλλο τίποτα…


    Υ.Γ.Την ιδέα του τίτλου δανείστηκα από το θαυμάσιο διήγημα του μεγάλου μας Αλεξ. Παπα­διαμάντη:Ο Αμερικάνος.

     
    ________________________________________
    Βιογραφικό:
    Κώστας Περδίκης: (Ζαχάρω Ηλείας, 1949).
    Σπούδασε Πολιτικός Μηχανικός στο Ε.Μ.Π.
    Εργάσθηκε σαν μηχανικός στον Ιδιωτικό και
    Δημόσιο Τομέα.
    Πρώτο του βιβλίο: σινική μελάνη και άλλα
    αφηγήματα, Αθήνα, 2014.