Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κριτική Βιβλίων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κριτική Βιβλίων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 10 Μαρτίου 2020

Ελένη Γιαννακάκη: Ρέκβιεμ για μια Οκτάβια



 



Ελένη Γιαννακάκη



                         Ρέκβιεμ για μια Οκτάβια


     Η Ελένη Γιαννακάκη με τα πέμπτο αυτό μυθιστόρημά της (Εκδόσεις Πατάκη σελ.180) δεν μας παραδίδει μόνο ένα επιπλέον δείγμα της συγγραφικής της δεινότητας αλλά μας αφήνει ένα άκρως διαχρονικό και μοναδικό στη σύλληψή του δημιούργημα παγκόσμιας εμβέλειας. Όλος ο αγώνας της γυναίκας από τον ερωτισμό και την εγκυμοσύνη μέχρι τον τοκετό μέσα από τους μονολόγους μιας θηλυκιάς χταποδίνας και η λέξη στον πληθυντικό δεν αναφέρεται μόνο στο «πολλές φορές» του κεφαλιού αλλά και σ’ αυτά που λένε τα πλοκάμια. Τα οποία η συγγραφέας άλλα αποκαλεί χεράκια και άλλα ποδαράκια, καθώς έχοντας μελετήσει πολύ καλά τη φυσιολογία των συγκεκριμένων μαλακίων, γνωρίζει πολύ καλά πως τα πλοκάμια διαθέτουν ένα αποκεντρωμένο νευρικό σύστημα αφού τα 2/3 από τους 130 εκατομμύρια νευρώνες του χταποδιού βρίσκονται στα νεύρα των πλοκαμιών.
     Αλλά όσο και να ακούγεται παράξενο, ενώ από την αρχή ξεκινάς με την πεποίθηση μιας μεταφυσικής αλληγορίας, σιγά-σιγά μένεις έκπληκτος από τη ρεαλιστική περιγραφή όλου αυτού του σφύζοντος υποθαλάσσιου κόσμου με τα χρώματά του. Κοράλλια, φυτά και ανεμώνες, οστρακοειδή, μαλάκια και ψάρια με πλήρη ονοματολογία και συμπεριφορές, τίποτα στο έτσι και στο περίπου.
     Μόνο που απλή αλληγορία δεν είναι και από νωρίς υποψιάζεσαι το έντονο ανθρώπινο στοιχείο που υποβόσκει γιατί αν η χταποδίνα  περιμένει μέσα στο θαλάμι να σκάσουν τ’ αυγά της να βγουν τα μικρά και μετά να πεθάνει –μοναδικές και συγκινητικές οι αναφορές της στον τελευταίο μονόλογό της—σε χοντρές γραμμές κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τη γυναίκα μητέρα. Και η υποψία επαληθεύεται κάπου στη μέση του βιβλίου όταν με το κεφάλαιο «Το όνειρο» και με ένα μοναδικό τρόπο  παραληρηματικής γραφής μακρόσυρτων προτάσεων, περιγράφεται ανατριχιαστικά μια έκτρωση.
     Για να έρθει στο τέλος εκείνη η απρόβλεπτη και ανατρεπτική «Περισπωμένη» και με έναν αφοπλιστικό τρόπο να βάλει τα πράγματα και τους αναγνώστες στη θέση τους.
     Μαζί με την παραίνεση ότι δεν πρέπει να χάσετε με τίποτα αυτό το βιβλίο, δεν είναι και κάνα «τούβλο», 180 σελίδες εγγυημένης γλαφυρότητας είναι, θα ήθελα να σας πω ότι κανένα από τα κύρια ονόματα που αναφέρονται δεν είναι τυχαίο. Όλα συνοδεύονται από πολύ βαρύ ιστορικό υπόβαθρο, όπως αυτό του τίτλου.
     Τέλος θα ήθελα να κάνω και μια πρόβλεψη: ότι το βιβλίο αυτό θα γίνει σημείο αναφοράς και θ’ αγαπηθεί από πολλά νέα παιδιά, ιδίως κορίτσια, αυτά τα καλά παιδιά που ενδιαφέρονται για τη φύση τα ζώα τον άνθρωπο και όχι μόνο από τα εδώ τα εγχώρια.



Δημήτρης Κουκουλάς
Μάρτης 2020

Κυριακή 3 Μαρτίου 2019

ΕΚΤΟΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ: Ένα βιβλίο που έλειπε!



                     



     Τύχη αγαθή έφερε την έκδοση αυτού του έργου της Ευαγγελίας Διαμαντοπούλου.  Ένα βιβλίο με θέμα τον ξένο, σε μια εποχή που τα ζητήματα ταυτότητας, ετερότητας, και διαφορετικότητας συνθέτουν τον καμβά τής κοσμικής γεωγραφίας.
     Η συγγραφέας –Λέκτορας στο Τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Πανεπιστημίου Αθηνών με αντικείμενο την Ιστορία της Τέχνης-- δηλώνει στον πρόλογο ότι η επικοινωνιακή διάσταση του ξένου στην καλλιτεχνική δημιουργία, την απασχολεί σε όλη την ερευνητική της διαδρομή και είναι αυτή που την οδήγησε στη συγγραφική εμπλοκή με αυτό το βιβλίο. Κάτι που μεταφράζεται σ’ ένα μεγάλο κέρδος για εμάς τους τυχερούς αναγνώστες που το διαβάζουμε.
     Από την εισαγωγή ακόμα η Διαμαντοπούλου κεντρίζει βαθιά τα συναισθήματα του αναγνώστη με εκείνη την εκπληκτική ιστορία που παραθέτει για το «Προσφυγάκι».  Ένα μαρμάρινο γλυπτό ύψους 63 εκατοστών που παριστάνει ένα μικρό αγόρι να
κρατάει στην αγκαλιά του ένα κουταβάκι. Είχε βρεθεί στις ανασκαφές της Πόλης Νύσσα της αρχαίας Καρίας και το 1922, μαζί με το 1,5 εκατομμύριο πρόσφυγες της Μικράς Ασίας μέσα στους οποίους και ο διασώστης και νονός του αρχαιολόγος Κωνσταντίνος Κουρουνιώτης που το στέγασε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας.
     Και αφού ορίσει τις έννοιες «ξένος» και ¨φιλόξενος» μας εκπλήσσει με τον Πίνδαρο που χρησιμοποιούσε τη λέξη «θεμίξενος», αναφερόμενος σε αυτόν που φέρεται δίκαια στον ξένο και διευρύνει την έννοια του με αυτόν που νοιώθει ξένος στην ίδια του τη χώρα: Εκτός Οικογενείας, και αυτός δηλαδή.
     Μέσα από την Τέχνη αυτό το διαχρονικό επίτευγμα του ανθρωπίνου πνεύματος, η συγγραφέας έχει πολλά παραδείγματα να μας δώσει με τη χάρη που έχει η Τέχνη να λειτουργεί από μόνη της, χωρίς θεωρητικές αναλύσεις και επαγωγικά συμπεράσματα. Και η οποία από την απώτερη αρχαιότητα μέχρι σήμερα εκτός από την ιστορία του δημιουργού της, κουβαλάει και όλες τις πολιτισμικές και θρησκευτικές αντιπαραθέσεις. Καταστάσεις που δημιουργούν και άλλους ξένους. Όπως είναι για τους χριστιανούς ο εθνικός, ο ειδωλολάτρης, ο αιρετικός, ο βάρβαρος. Για να έρθει στην ελληνική τέχνη με αναφορές σε πολλούς καλλιτέχνες και να σταθεί ιδιαίτερα πάνω στην περιπέτεια της ζωής και του έργου τους κάποιων από αυτούς.
     Ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος – ο «παρά-ξένος» του Τολέδο. Που οι Ισπανοί, ακόμη και οι περί την ζωγραφική,  απαξιούσαν να τον αποκαλέσουν με τ’ όνομά του καθώς τους βόλευε εκείνο το ιταλοϊσπανικό El Greco. Κάτι που τον εξαγρίωνε και
επέμενε να υπογράφει τους πίνακές του, ελληνοπρεπέστατα, μακρόσυρτα και ολογράφως: ΔΟΜΗΝΙΚΟΣ ΘΕΟΤΟΚΟΠΟΥΛΟΣ ΕΠΟΙΕΙ.
     Έλα όμως που ενώ για εκείνον αυτή η βίωση της ξενιτειάς μπορεί να αποτελούσε πηγή νοσταλγίας και στενοχώριας, για την τέχνη του όμως λειτούργησε δημιουργικά και την απογείωσε, καθώς όπως εύστοχα υπογραμμίζει η συγγραφέας: «Η Ανατολή με τη Δύση, η παράδοση με το μοντέρνο, το κοσμικό με το υπερβατικό, το ουράνιο με το γήινο,το θείο με το ανθρώπινο, στο έργο του Κρητικού ζωγράφου είναι οι συνιστώσες μιας τέχνης χωρίς διακριτά όρια».
     Ενώ η καλλιτεχνική δημιουργία του Γιαννούλη Χαλεπά  ακολούθησε διαφορετική πορεία: Από την Αθήνα στο Μόναχο και αντιστρόφως. Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου. «Ήταν ο ξένος φοιτητής από την Ελλάδα που ερχόταν να ολοκληρώσει τις σπουδές του σε ένα ξένο πανεπιστημιακό ίδρυμα, αλλά συγχρόνως η ελληνική ταυτότητα ήταν τόσο οικεία σε αυτόν τον τόπο υποδοχής όσο οικεία ήταν για τον ίδιο τον φιλοξενούμενο φοιτητή η τέχνη της ελληνικής κλασικής αρχαιότητας που αποτελούσε το θεματικό κέντρο των σπουδών στην Ακαδημία».
     Όπου ο νεαρός υπότροφος  οπλισμένος με μια σπάνια ιδιοφυία όπως παραδέχονται οι καθηγητές του, δεν αργεί να ξεχωρίσει και ένας από αυτούς να δηλώσει: «Από αυτήν την αίθουσα θα προέλθει μια μέρα ένα μεγάλο καλό για την Ελλάδα».  (Στρατής Δούκας: «Ο βίος ενός Αγίου -- Γιαννούλης Χαλεπάς)
     Μόνο που το Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας της Τήνου διακόπτει την υποτροφία και ο Χαλεπάς «κακήν- κακώς» επιστρέφει στην Ελλάδα. Πλούσιος όμως από την εμπειρία
του Μονάχου, φέρνει από εκεί δυο πρότυπα που τα δουλεύει εντατικά. Το ένα είναι «Η κοιμωμένη ή ξαπλωμένη γυναίκα» και το άλλο ο «Σάτυρος». Τα δουλεύει εντατικά δίνοντάς τους μια άλλη διάσταση από τη γερμανική, δημιουργώντας αίσθηση στο χώρο της γλυπτικής. Αλλά δυστυχώς η παραμονή του εδώ συνδέθηκε  με ένα μεγάλο διάστημα αποξένωσης, βουτηγμένος στα υπαρξιακά του σκοτάδια.
     Ο ζωγράφος  Διαμαντής Διαμαντόπουλος γνώρισε τη διπλή προσφυγιά. Οι γονείς του από την Αρκαδία στη Μικρά Ασία και αυτός το ’22 βίαια εδώ και με μεγάλες απώλειες: μέσα στην αναμπουμπούλα χάθηκαν ο πατέρας του και ο μεγάλος του
αδελφός. Αλλά και στην «πατρίδα» όπως και όλοι οι μικρασιάτες πρόσφυγες ΞΕΝΟΣ ήταν. Πείνα, δυστυχία, κατατρεγμός, κοροϊδία, ακόμη και ξύλο. Τραγικές εμπειρίες που με έναν μοναδικό και ιδιαίτερο τρόπο αποτυπώνονται με μεγάλη δύναμη μέσα στην τέχνη του.
     Συνέχεια με το Ζωγράφο Βλάση Κανιάρη που με τα τραύματα της εμφύλιας διαμάχης και τη βίωση της ανελευθερίας και σκληρής καταπίεσης που την ακολούθησε, την πατριδοκαπηλία και εθνοκαπηλία, τράβηξε στην τέχνη του το δικό του δρόμο με στόχο την κοινωνική πραγματικότητα της εποχής. Και παρ’ όλο που υπήρξε συνεργάτης του Γιάννη
Τσαρούχη δεν ακολούθησε τη δική του προσέγγιση της ελληνικής λαϊκής ζωγραφικής. Ανοίχτηκε σε θεματογραφίες μετανάστευσης και πόλης και στις σχέσεις των φτωχών βαλακανίων με τον πλούσιο ευρωπαϊκό βορρά.
     Για να τελειώσει με τις εκφάνσεις της Ξενότητας στη σύγχρονη ελληνική δημιουργία μέσα από τα έργα του Δημήτρη Αλειθινού, της Βένιας Δημητρακοπούλου, του Κυριάκου Κατζουράκη, της Νεφέλης Κονταρίνη, του Μάριου Σπηλιόπουλου και της Άννας Φιλίνη. 
     Ένα βιβλίο με μια ρέουσα και γλαφυρή γλώσσα που δημιουργεί στον αναγνώστη αναγνωστική απόλαυση και ευχέρεια κατανόησης των θεμάτων. Ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί.
     Τέλος θέλω να τονίσω την άψογη και καλαίσθητη δουλειά των εκδόσεων «επίκεντρο» και την καταπληκτική εκτύπωση των πάμπολλων έργων τέχνης που συνοδεύουν το κείμενο.

___________________
Δημήτρης Κουκουλάς
  συγγραφέας

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2016

ΕΙΡΗΝΗ ΖΑΧΑΡΙΑ: "Ημερολόγιο Κατοχής 1941-1943" Ένα κόσμημα των ελληνικών γραμμάτων.

 
 
     Κυκλοφόρησε πολύ πρόσφατα από τις εκδόσεις "Εύμαρος" ένα συναρπαστικό βιβλίο για τα δύσκολα χρόνια της Αθήνας, Το " Ημερολόγιο Κατοχής 1941-1943" της Ειρήνης Ζαχαρία (1917-2009) δεν αποτελεί μια συνήθη περίπτωση παράθεσης ξερών γεγονότων εκείνης της εποχής.
     Η Ζαχαρία βέρα Αθηναία μεσοαστικής καταγωγής, υπάλληλος της Κτηματικής Τράπεζας στην οδό Πανεπιστημίου, πέρα από την σημαντική πνευματική καλλιέργεια που διέθετε, ήτανε προικισμένη με αυτό το κάτι που σε κάνει να μη μπορείς να αφήσεις το βιβλίο αν δεν το τελειώσεις.
     Διαθέτοντας μια διεισδυτική ματιά πάνω στα δραματικά γεγονότα εκείνης της εποχής, ελληνικού και παγκόσμιου ενδιαφέροντος, και οπλισμένη με το ταλέντο της γραφής, καταγράφει και σχολιάζει πολύ γλαφυρά και περιεκτικά τα πάντα. Από τα κερδοσκοπικά τσαλίμια των μαυραγοριτών, τους πεινασμένους που πέφτουν στο δρόμο, τις εξελίξεις των πολεμικών μετώπων, τις άγριες σφαγές των χωριών μας και τις αιματηρές διαδηλώσεις του κέντρου της Αθήνας από τις οποίες η ίδια δεν λείπει ποτέ. Καταγράφει ακόμη και πολύ σημαντικά γεγονότα που η επίσημη ιστορία δεν τα κατέγραψε.
     Μια γενναία γυναίκα. Η κήρυξη του πολέμου τη βρήκε στο πλοίο για την Αμερική όπου με εφόδιο την άριστη γνώση της αγγλικής πήγαινε για καλύτερη τύχη και γύρισε αμέσως πίσω γιατί είχε μικρά αδέλφια που χρειάζονταν την προστασία της. Και από πάνω έβγαινε τις νύχτες με τις φίλες της και τοιχοκολλούσαν αφίσες κατά των κατακτητών.
     Δεν θέλω να σας κουράσω περισσότερο. Μόνο να σας το προτείνω ανεπιφύλακτα καθώς πρόκειται για ένα βιβλίο κόσμημα που θα αφήσει το στίγμα του έντονο στα ελληνικά γράμματα.

Πέμπτη 7 Ιουλίου 2016

ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΑΡΚΑΡΟΛΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ: fractal


                      

                                                           

Ιστορίες ταπεινών ανθρώπων

Γράφει ο Φίλιππος Φιλίππου
Δημήτρης Κουκουλάς: «Βαρκαρόλα στην κοίτη της πόλης»  Εκδόσεις Εύμαρος, 2016, σελ. 154

O Δημήτρης Κουκουλάς (Μεσσηνία, 1947), εμφανίστηκε στην λογοτεχνία το 2011 με το αυτοβιογραφικό βιβλίο με αφηγήματα Τα φορτηγά και άλλες ιστορίες, ενώ το 2015 εξέδωσε το αφήγημα Οι Αριστεριστές. Τώρα επανέρχεται με μια συλλογή διηγημάτων, ορισμένα εκ των οποίων είναι αυτοβιογραφικού περιεχομένου. Σε αυτά υπάρχουν ιστορίες που έχει βιώσει ο ίδιος, ενώ τις προλογίζει τρόπον τινά με κάποια δοκιμιακού τύπου κείμενα που εισάγουν τον αναγνώστη στο θέμα. Το διήγημα «Αντίθετη κατεύθυνση» δείχνει με σαφήνεια τον τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας αντιμετωπίζει το θέμα του, εδώ είναι τα μέσα μαζικής μεταφοράς της Αθήνας. Αρχίζει τη διήγηση με τη φράση «Άνθρωποι άγνωστοι μεταξύ τους συνωθούνται σε κάποιο σημείο και περιμένουν». Στη συνέχεια μιλάει για τους πορτοφολάδες και τους εφαψίες, για τους σιωπηλούς άντρες κι εκείνους που παραμιλάνε, για τα ερωτευμένα ζευγάρια. Ξαφνικά εμφανίζεται η ηρωίδα της ιστορίας. Είναι φυσική ξανθιά και αφού αποχωριστεί από το φίλο της, μπαίνει σ’ ένα ταξί. Κι έπειτα αρχίζει ο μονόλογος. Στην πορεία μαθαίνουμε πως είναι ερωτευμένη με μια άλλη γυναίκα, την Ιουλία. Το δεύτερο διήγημα, το «Φαντάσματα», αρχίζει με ένα πρόλογο σχετικά με τα φαντάσματα, τις ταινίες τρόμου, τον Έντγκαρ Άλαν Πόε και τον Στίβεν Κινγκ και συνεχίζεται λογοτεχνικά με το φάντασμα του Σωτήρη Πέτρουλα, του αριστερού νεολαίου, ο οπαίος σκοτώθηκε από δακρυγόνα αστυνομικών σε μια πορεία το καλοκαίρι του 1965 στην οδό Σταδίου. Το τρίτο διήγημα, το «Παλιές εγκυκλοπαίδειες», αναφέρεται στις εγκυκλοπαίδειες και τη σχέση του συγγραφέα με αυτές (του είχαν λείψει στην νεότητά του), ενώ παρακάτω διαβάζουμε την ιστορία του Νικόλαου Γαλάτη , μέλους της Φιλικής Εταιρείας, ο οποίος δολοφονήθηκε από τους συντρόφους του ως προδότης. To τέταρτο διήγημα, το «Ρεπορτάζ», είναι καθαρά λογοτεχνικό ή καλύτερα προϊόν φαντασίας. Ένας άντρας μιλάει μπροστά στην κάμερα ενός τηλεοπτικού σταθμού και αναφέρεται στις συμπτώσεις: Εξαιτίας μιας σύμπτωσης σκότωσε επιτόπου με πιστόλι μια γυναίκα, τη γυναίκα του, όταν ξαφνικά την είδε σ’ ένα αμάξι με τον εραστή της. Στο επόμενο διήγημα, το «Ένσημα», δύο φίλοι συνταξιούχοι μιλούν για την εποχή που δούλευαν σε εργοστάσιο, όταν ορισμένοι άντρες εκμεταλλεύονταν σεξουαλικά της εργάτριες και κατέστρεφαν οικογένειες. Στο διήγημα «Οι γερανοί του Ίβυκου» ο αφηγητής μιλάει για τους επαίτες και τους ναρκομανείς που τριγυρίζουν τους σταθμούς του μετρό, ενώ στο «Ξενάγηση» μαθαίνουμε τι συμβαίνει στα νοσοκομεία της Αθήνας, όπου ασθενείς, συγγενείς, νοσοκόμες, γιατροί ια αποκλειστικές, ζουν ο καθένα το δικό του δράμα. Εμφράγματα, καρκίνοι, απόπειρες αυτοκτονίας, άπειρες περιπτώσεις νοσηλευομένων, οι οποίοι, πέρα από τον καθημερινό πόνο που αφορά τη ζωή τους, έχουν να αντιμετωπίσουν και την αναλγησία ορισμένων γιατρών που ζητούν και παίρνουν «φακελάκι». Μια περίπτωση αφορά ένα πρώην τροτσκιστή, δραστήριο και δυναμικό στις κινητοποιήσεις, που έπασχε από κατάθλιψη εξαιτίας της απογοήτευσής του από το ναυάγιο του σοσιαλιστικού οράματος. «Οι αγνές ψυχές συντρίφτηκαν» υπογραμμίζει ο συγγραφέας.
Στο διήγημα «Γυναίκες μακριά» διαβάζουμε για τις γυναίκες από την Ανατολική Ευρώπη που ξέπεσαν στην Ελλάδα μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και έγιναν νοσοκόμες, οικιακοί βοηθοί και πόρνες. Το τελευταίο διήγημα, το «Μανουσάκια στο μετρό!» είναι μικρό, αισιόδοξο και ελπιδοφόρο: η ζωή είναι ωραία. Με αφορμή την παρουσία μιας ηλικιωμένης μ’ ένα ματσάκι μανουσάκια σ’ ένα βαγόνι του μετρό, ο συγγραφέας θυμάται τα μαθητικά του χρόνια, τα κορίτσια που έπαιζαν μπάλα στο χορτάρι, τα γέλια τους και τους πόθους που ξυπνούσαν στ’ αγόρια.
Οι ιστορίες του Δημήτρη Κουκουλά είναι ο καθρέφτης της καθημερινής ζωής στη σύγχρονη Αθήνα, μια πόλη-τέρας, οι ήρωές του είναι υπαρκτοί και όχι πλάσματα της φαντασίας τους, κάπου τους έχουμε συναντήσει ή έχουμε μιλήσει μαζί τους –αν δεν είμαστε εμείς οι ίδιοι. Είναι ιστορίες πικρές, ιστορίες, θλιβερές, ιστορίες ταπεινών ανθρώπων που αγωνίζονται να επιβιώσουν, αναζητώντας λίγη χαρά, αγάπη και συμπάθεια.
 

  •  

    Σάββατο 2 Απριλίου 2016

    Μια σύγχρονη … κλασική συγγραφέας μας !!!



     

    ΕΛΕΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΑΚΗ


                                           ΣΚΟΥΡΟ ΓΚΡΙ ΣΧΕΔΟΝ ΜΑΥΡΟ 

    Με το τελευταίο της βιβλίο από τις εκδόσεις Πατάκη  η Ελένη Γιαννακάκη έρχεται όχι μόνο να επιβεβαιώσει τη μεγάλη και ξεχωριστή συγγραφική της στόφα που τόσο αδρά καταγράφηκε με τα τρία προηγούμενα βιβλία της, αλλά να πάει τα πράγματα ακόμη πιο πέρα. Να καταπιαστεί  με ένα τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα που ενώ μας απασχολεί ή μας απασχόλησε όλους και μάλιστα έντονα, διαρκώς σπρώχνεται κάτω από το χαλί γιατί αντιμετωπίζεται ως όνειδος από τη σύγχρονη κοινωνία. Και μιλάμε για το πρόβλημα των γερασμένων ανθρώπων που θεωρούνται πλέον ως αποσυνάγωγοι ακόμα και μέσα στα σπίτια τους. Εξυμνούνται διαρκώς τα νιάτα  και οι γέροι διαρκώς περιθωριοποιούνται. Με το «καλό» ή με το «άγριο» σπρώχνονται σε ιδρύματα και γηροκομεία. Οι παππούδες και οι γιαγιάδες που με τις αφηγήσεις τους αποτελούσαν για τους παλαιότερους μια τεράστια πηγή γνώσης, σήμερα καταδικάζονται στη σιωπή: στο σπίτι ή στο γηροκομείο  αμίλητοι και με απλανές βλέμμα περνάνε τη μέρα τους μπροστά σε οθόνες ΤV.  
    Μέσα σε αυτά τα βαθιά νερά τα ανεξερεύνητα και ερεβώδη τολμάει να βουτήξει η συγγραφέας  και όχι μόνο κερδίζει το στοίχημα αλλά μας αφήνει ένα βιβλίο αναφοράς, γιατί όπως πάνε τα πράγματα θα ακολουθήσουν πολλά παρόμοια στο μέλλον.
    Η 70χρονη ηρωίδα, με πάρκινσον και αρχή άνοιας, βρίσκεται κλεισμένη στο γηροκομείο όχι και τόσο με τη θέλησή της. Και μέσα από έναν εκπληκτικό εσωτερικό μονόλογο όπου ψάχνει διαρκώς λέξεις και ονόματα, προσπαθεί να ερμηνεύσει καταστάσεις και συμπεριφορές νοσοκόμων, παιδιών και εγγονιών που όλοι μα όλοι δείχνουν να τους βαραίνει.
    Ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα που η Γιαννακάκη με τη συγγραφική της δεινότητα κατορθώνει το δυσκολότερο: να το διεκπεραιώσει με απόλυτη επιτυχία και να σαγηνέψει μέχρι τέλους τον αναγνώστη. Αυτό το τελευταίο είναι και το ζητούμενο για κάθε βιβλίο. Άλλο πράγμα το θέμα και άλλο η συγγραφική παρουσίασή του.
    Γι' αυτό και σας το συνιστώ ανεπιφύλακτα!

    ________________________________________
    ΥΓ navarino-s: εικάζω πως ο τίτλος που θυμίζει το "μπλε βαθύ σχεδόν μαύρο" του Θανάση Βαλτινού, μπορεί να αποτελεί έναν λογοτεχνικό χαιρετισμό προς τον ομότεχνο της. 


    Τετάρτη 16 Μαρτίου 2016

    Ένα υπόδειγμα γραφής Ιστορικού Μυθιστορήματος !!!




                         
                      Μάνθος Σκαργιώτης

                      

                                                 Στο δρόμο των αρωμάτων

     
    Η συγγραφή ιστορικού μυθιστορήματος ενώ αποτελεί ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα, αντιμετωπίζεται πολλές φορές με μεγάλη προχειρότητα. Πάνω σε ένα φλου και πολύ θολό ιστορικό πλαίσιο αναπτύσσεται μια μυθοπλασία με μόνο κίνητρο και ενδιαφέρον για τον αναγνώστη: το τι θα γίνει παρακάτω.
    Κάτι που όχι μόνο δεν συμβαίνει με το μυθιστόρημα του Μάνθου Σκαργιώτη: «Στο δρόμο των αρωμάτων» (εκδόσεις Διόπτρα), τουναντίον θα έλεγε κανείς, χωρίς να υπερβάλλει, ότι το βιβλίο αυτό πέρα από την αναγνωστική απόλαυση που προσφέρει, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ένα υπόδειγμα  για τη συγγραφή σωστού ιστορικού μυθιστορήματος.
    Ο μύθος του στηρίζεται πάνω στα δυο τραγούδια-θρύλους, που με τις παραλογές τους, συντάρασσαν παλιά τους ανθρώπους μιας ευρύτερης περιοχής από την Ανατολική Μεσόγειο μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα: «Του νεκρού αδελφού» και «Του γιοφυριού της Άρτας»
    Ο Κωνσταντίνος Ντούλας –ο Κωνσταντής του τραγουδιού- πολυταξιδεμένος ναυτικός, με αφετηρία τα Περβανά της Άρτας, ρίχνεται σε ένα περιπετειώδες ταξίδι για να εκτελέσει την τελευταία επιθυμία του νεκρού πατέρα του για να αναπαυτεί η ψυχή του: να φέρει λίγο ασβέστη και λίγο χώμα από τα γιοφύρια του Ευφράτη του Δούναβη και της Άρτας που τα στέριωσαν με τη ζωή τους οι τρεις αδελφές του: η Αερινή, η Όλγα και η Δέσποινα.
    Χρόνος: οι αρχές του 17ου αιώνα 1605-1615. Και εδώ είναι το μεγάλο στοίχημα που κερδίζει ο συγγραφέας: κατορθώνει να αναπαραστήσει και να ζωντανέψει με μια πρωτοφανή ενάργεια μια τόσο μακρινή και απρόσιτη εποχή. Ένα ιστορικό πλαίσιο άγνωστο για τους περισσότερους, νομίζω, από εμάς τους αναγνώστες.
    Και το κατορθώνει αυτό με ένα τεράστιο οπλοστάσιο της γραφής του. Πέρα από την περιγραφική του γλαφυρότητα, χρησιμοποιεί μια απίστευτα πλούσια γλώσσα που εκπλήσσει. Άπειρες λέξεις με τούρκικη ρίζα, με Αραβική, με Σλάβικη, με Βενετσιάνικη που εξελληνισμένες χρησιμοποιούνταν παλαιότερα στην καθημερινή ομιλία. Αλλά και ολόκληρες μικρές προτάσεις στην τουρκική και αραβική.
    Εκείνο όμως που μ’ εντυπωσίασε στη γλώσσα δεν είναι μόνο η ευχέρεια στη χρήση της ντοπιολαλιάς της πατρίδας του που βάζει στο στόμα του Κωνσταντή αλλά και η αλλαγή και προσαρμογή της στα ντόπια δεδομένα όταν βρίσκεται στη Χίο ή την Κύπρο. Ή η τόσο εκτενής αναφορά του στο γλωσσάρι των πειρατών του Αιγαίου που όπως έμαθα από το βιβλίο λεγόταν τότε Άσπρη Θάλασσα.
    Η ψιλοβελονιά όμως που ομορφαίνει ρεαλιστικά τον καμβά της μυθοπλασίας είναι η παράθεση όχι μόνο άγνωστων για τους πολλούς γεγονότων της Ιστορίας –μικρές τοπικές εξεγέρσεις π.χ. κατά των Οθωμανών- που ο Σκαργιώτης δείχνει να τα κατέχει πολύ καλά, αλλά και πολλών άλλων πραγμάτων που πρέπει να μόχθησε για να τα συγκεντρώσει.
    Δοξασίες, έθιμα, προλήψεις, τελετουργίες, μαγείες, γιατροσόφια, φαντάσματα, περιστρεφόμενοι Δερβίσηδες, μπεκτασήδες Δερβίσηδες, Ασπροπροβατάδες, Μαυροπροβατάδες, βασκανίες και οπτασίες. Παράθεση πληροφοριών της καθημερινότητας και του εμπορίου. Ένας ξέμπαρκος γεροναυτικός στην Αυλίδα, που περιμένει ο Ντούλας για να μπαρκάρει, τον ορμηνεύει να αγοράσει κάποια ελαφρά πράγματα στη Χίο και να τα μοσχοπουλήσει στη Δαμασκό. Λεπτομερής περιγραφή των εμπορευμάτων που μετέφεραν τα καραβάνια των καμηλών από το λιμάνι της Αλεξανδρέττας στη Δαμασκό ή στα ενδότερα της Τουρκίας (με κρυμμένα τα πακέτα του απαγορευμένου καφέ). Τα γεωργικά προϊόντα ένα προς ένα που φόρτωναν τα μεγάλα πλοία της Τραπεζούντας. Η γυναικεία συντεχνία στα Τρίκαλα για το όσπρια και το σαπούνι. Πληροφορίες για επιδημίες λιμούς και καταστροφές της εποχής. Η επιδημία πανώλης στα  Μοθωνοκόρωνα με τους πάνω από 2000 νεκρούς. Η καταστροφή της παραγωγής των χωρικών της Βαγδάτης από την επιδρομή της ακρίδας. Οι τίγρεις της Βαγδάτης που κατέβαιναν στο ποτάμι και παραμόνευαν μέσα στις βάρκες των ψαράδων. Οι αγριόχοιροι της Περσίας και του Αφγανιστάν και τα λιοντάρια του Αζερμπαϊτζάν που έφθαναν μέχρι τα βάθη της τουρκικής Ανατολίας. Ο αλλόκοτος αλλά και χρήσιμος «δια Χριστόν σαλός» κοντά στον Ευφράτη, ένα μείγμα θρησκοληψίας και τραγοπόδαρου Πάνα που ήκμασε μετά τα σκοτεινά χρόνια του μεσαίωνα. Για να αναφέρω έτσι μερικά επί τροχάδην από τα άπειρα παρόμοια που αναφέρει.
    Και όλα αυτά, όπως καταλαβαίνετε, στα έμπειρα χέρια ενός τεχνίτη-χτίστη της γραφής όπως είναι ο Μάνθος Σκαργιώτης, αποτελούν τα πιο κατάλληλα λιθαράκια για την ανάγλυφη και πιο ρεαλιστική ανασύσταση μιας εποχής που πέρα από τη γοητεία, προσφέρει στον αναγνώστη μια πλούσια πολύ πλούσια γνώση.
    Τέλος θα ήθελα να πω και δυο λόγια για τη δομή του κειμένου που στηρίζεται σε δυο εναλλασσόμενους πόλους: ο ένας τα Περβανά της Άρτας όπου με μικρά σε έκταση κείμενα περιγράφονται τα βάσανα της μάνας του και της αρραβωνιαστικιάς του και ο άλλος η αφήγηση του περιπετειώδους ταξιδιού του Κωνσταντίνου, που ενώ μέχρις ένα σημείο είναι τριτοπρόσωπη, από τη στιγμή που του δίνει ο γέροντας στην Πάφο ένα τετράδιο, γράφεται από τον Κωνσταντίνο σε πρώτο πρόσωπο.
    Και εκεί στην αφήγηση των της Πάφου εγώ σημείωσα και κάτι που με πήγε στην Ομήρου Οδύσσεια. Ο γέρο Κύπριος απαγγέλει μπροστά στον Κωνσταντίνο το τραγούδι για τις τρεις αδελφές που στέριωσαν τα τρία γιοφύρια. Θυμήθηκα, λοιπόν, τον Οδυσσέα που ως Ούτις στο νησί των Φαιάκων ακούει από έναν περιπλανώμενο τροβαδούρο που φέρνει ο βασιλιάς στο τραπέζι για να τον διασκεδάσει το τραγούδι για κάποιον Οδυσσέα που θαλασσοπνίγεται για να γυρίσει στο νησί του την Ιθάκη.
     
    Νοιώθω ευτυχής που διάβασα αυτό το βιβλίο.

    Σάββατο 31 Ιανουαρίου 2015

    Η γοητεία της αστυνομικής λογοτεχνίας!!!







    Η αστυνομική λογοτεχνία στην Ελλάδα, σε αντίθεση με την Ευρώπη και την Αμερική, ξεκίνησε κάπως αργά. Το είδος το σνομπάριζε η διανόηση και πιο πολύ η αριστερή που για πολλά χρόνια κυριαρχούσε στα ελληνικά γράμματα.  Και έρχεται ο Γιάννης Μαρής, στις αρχές της δεκαετίας του '50, με τον αστυνόμο του Μπέκα να φέρει τα πάνω κάτω. Δημοσιεύει τις ιστορίες του σε συνέχειες (περιοδικά και εφημερίδες) και αποκτά πολλούς και φανατικούς αναγνώστες. Θυμάμαι με τι αγωνία περιμένανε να ελευθερωθεί από τους μεγάλους η εφημερίδα "Ακρόπολις". Την ανοίγαμε πάνω σε ένα στρογγυλό τραπέζι του καφενείου  και πέφταμε με τα μούτρα -πολλοί μαζί- στο διάβασμα της πολυπόθητης συνέχειας του Μαρή. Και από τις πρώτες τάξεις του γυμνασίου ακόμη.
    Και όταν μετά τη δικτατορία -στις αρχές του '80- άρχισε να εμφανίζετα η νέα γεννιά, οι αποκαλούμενοι και "παιδιά του Μαρή". Ένας που ξεχώρισε και μας έχει δώσει μέχρι σήμερα πολύ σημαντικό έργο, ήταν ο Φίλιππος Φιλίππου. Για όσους έχουν διαβάσει βιβλία του δεν χρειάζονται συστάσεις. Όσοι όμως είστε φίλοι του είδους και θέλετε να γνωρίσετε την ιδιαίτερη και συναρπαστική γραφή του, ευκαιρία να ξεκινήσετε από το πιο πρόσφατο: "Η Κόρη του Εφοπλιστή" των εκδόσεων "αιγαίον".
    Ένα βιβλίο που διαβάζεται μονορούφι γιατί "αρπάζει" τον αναγνώστη με την πλοκή του από την αρχή μέχρι το τέλος. Με άψογη και ρέουσα γλώσσα και πολύ ζωντανούς διαλόγους, πέρα από το ξεδίπλωμα της κεντρικής ιστορίας αφηγείται διακριτικά και περιεκτικά και την περιρρέουσα κοινωνική πραγματικότητα. Ο μόνιμος ήρωας του Τηλέμαχος Λεοντάρης, ένας καλλιεργημένος δημοσιογράφος, δεν μετάρχεται ποτέ βία και σαν τον Ηρακλή Πουαρώ με μόνο του όπλο τη λογική, ξετυλίγει τους μίτους των μυστηριωδών φόνων και των μεγάλων ανατροπών.
    Σας το συνιστώ ανεπιφύλακτα.   

    Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2014

    Ένα βιβλίο-διαμάντι!!!



    H συγγραφέας Ηρώ Νικοπούλου και ο ποιητής Γιάννης Πατίλης μέσα από την ιστοσελίδα "Ιστορίες Μπονζάϊ", και από το 2010 μέχρι και σήμερα, μας προσφέρουν ακούραστα ένα ανεκτίμητο δώρο. Μιαν ανθολόγηση του πολύ μικρού διηγήματος (2-700 λέξεις) από την ελληνική και παγκόσμια λογοτεχνία. Και είναι γνωστό ότι όσο μικραίνει η φόρμα της γραφής τόσο και γίνεται ομορφότερη. Περιεκτικότερη και πιο ποιητική.
    Από τα 566 διηγήματα που έχουν ανθολογήσει και δημοσιεύσει μέχρι το Σεπτέμβριο του 2014 κάθισαν και έκαναν τώρα μιαν επιπλέον ανθολόγηση των 83 πιο αντιπροσωπευτικών διηγημάτων και μέσω των εκδόσεων "Γαβριηλίδης", μας προσφέρουν σε έντυπη πλέον μορφή, ένα καλλιτεχνικό και εκδοτικό κομψοτέχνημα. Το βιβλίο: ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΠΟΝΖΑΪ '14.
    Πρόκειται για ένα από τα καλύτερα ταξίδια που μας προσφέρει η Τέχνη της Γραφής. Είναι από αυτά που ονομάζουμε -με βάση τη διαχρονικότητα- "βιβλία βιβλιοθήκης"!. Σας το συνιστώ ανεπιφύλακτα για εσάς και τους φίλους σας!.
    Και επειδή αυτή η έννοια του πολύ μικρού γεννάει και την περιέργεια, σας παραθέτω ένα πολύ-πολύ-πολύ μικρό από τα ανθολογημένα. Ένα του Χούλιο Κορτάσαρ με τον τίτλο "Ερωτας 77":

    "Και αφού κάνουν ό,τι κάνουν, σηκώνονται, πλένονται, βάζουν το τάλκ και τα αρώματα τους, χτενίζονται, ντύνονται, και, έτσι, σταδιακά γίνονται ξανά αυτό που δεν είναι."



    Τετάρτη 9 Ιουλίου 2014

    Αδειούχοι του καλοκαιριού: το ρίσκο επιλογής βιβλίου και μια εγγυημένη πρόταση!!!


           Αν και ο αριθμός αυτών των εργαζομένων έχει περιοριστεί πλέον πολύ δραστικά, υπάρχουν ακόμη κάποιοι που έστω για λίγο θα «δραπετεύσουν!». Και αρκετοί, ελπίζω, από αυτούς θα πάρουν μαζί τους και ένα βιβλίο. Και επειδή η αγορά του βιβλίου πέρα από το κόστος του, εμπεριέχει και το στοιχείο του ρίσκου: να πέσει κανείς, δηλαδή, σε κάποιο ανιαρό σύγγραμμα και να μη χαρεί αυτό που λέμε: χαρά της ανάγνωσης, νοιώθω την ανάγκη να προτείνω ένα βιβλίο πολύ ισχυρής εγγύησης.       Πρόκειται για την πλήρη συλλογή διηγημάτων του Αντών Τσέχωφ: «Η ΑΓΑΠΗ και 32 ΑΛΛΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ» των εκδόσεων ΕΣΤΙΑ και σε μετάφραση Βασίλη Ντινόπουλου. Και δεν είναι τώρα ότι τα γράφω αυτά λόγω της δικής μου αδυναμίας, μάλλον, πάθους θα έλεγα για τον εν λόγω συγγραφέα που στην κλίμακα της παγκόσμιας τέχνης του λόγου τα παραλέω και κατατάσσω τα θεατρικά του έργα αμέσως μετά το αρχαίο ελληνικό δράμα και τα διηγήματα του αμέσως μετά την Οδύσσεια του Ομήρου, είναι βλέπεις και η παγκόσμια κριτική και αντίληψη που θεωρεί τον Τσέχωφ ως τον σπουδαιότερο θεατρικό συγγραφέα της νεώτερης ιστορίας και τα διηγήματα του ως τα κορυφαία της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ένα βιβλίο «βιβλιοθήκης» όπως λένε κάποιοι και συμπληρώνουν ότι γύρω στα 100 βιβλία της παγκόσμιας λογοτεχνίας είναι αυτά που δεν πρέπει να λείπουν από κανένα σπίτι.
    Δεν θα σας κουράσω άλλο. Θα παραθέσω μόνο μια φράση του Χάρολντ Μπλούμ του αποκαλούμενου και Πατριάρχη της Κριτικής, για τη γραφή του Τσέχωφ:  Μπορεί να ακούγεται αφελές, αλλά η μεγαλύτερη δύναμη του Τσέχοφ είναι πως μας δημιουργεί την εντύπωση, εκείνη την ώρα που διαβάζουμε, πως επιτέλους βρήκαμε την αλήθεια της ανθρώπινης κατάστασης, το ατέλειωτο κράμα πεζής δυστυχίας και τραγικής ευτυχίας που ορίζει τη ζωή μας.
    Και να πω δυο λόγια για την αριστουργηματική μετάφραση του Βασίλη Ντινόπουλου ενός παθιασμένου ανθρώπου  που μετά την αποστρατεία του με το βαθμό του ταξίαρχου, έμαθε ρώσσικα μόνο και μόνο για τον Τσέχωφ και μας έχει προσφέρει τις καλύτερες μεταφράσεις των έργων του.


    Βικιπαίδεια:
    Αντόν Πάβλοβιτς Τσέχωφ (1860-1904): Ρώσος γιατρός δραματουργός και συγγραφέας που θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους διηγηματογράφους στην ιστορία.


    Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2013

    ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΚΑΙ ΧΙΟΝΙΑΣ!!!



        Πρόκειται για μια αισθητική και ποιοτική  παρέμβαση των εκδόσεων ΝΑΡΚΙΣΣΟΣ στο χώρο του βιβλίου. Γιατί ενώ έχουμε να κάνουμε με ανθολογία ελληνικού χριστουγεννιάτικου διηγήματος και ο νους μας πάει δικαιολογημένα στις γνωστές φόρμες και καταστάσεις, στη συγκεκριμένη περίπτωση ανατρέπονται τα πάντα. Το εύρος της επιλογής και η ποιότητα των κειμένων είναι τέτοια που το βιβλίο περνάει από μόνο του στο χώρο μιας ξεχωριστής δημιουργίας.
        Μέσα  από 54 επίλεκτα κείμενα 34 Ελλήνων λογοτεχνών που ξεκινάνε από το 19ο αιώνα και φτάνουν στο σήμερα, γιατί είναι αρκετοί οι ζώντες συγγραφείς -μια άλλη καινοτομία του βιβλίου- που περιλαμβάνονται στην Ανθολογία, υπάρχουν τα πάντα. Υπάρχει η νοσταλγία της προσμονής που με ένταση ζούσαμε οι μεγάλοι αλλά υπάρχει και αυτή η απροσδιόριστη κρυφή χαρά για κάτι καινούργιο, αυτή που μπορεί να μην τη λένε τα σημερινά παιδιά αλλά τη βιώνουν.
        Υπάρχουν τα κλασικά ηθογραφικά κομμάτια του παρελθόντος αλλά υπάρχει και ο ρεαλισμός του χτες και του σήμερα. Υπάρχει μια ανάταση και μια χαρά μια αίσθηση πληρότητας και γοητείας αλλά υπάρχει και αυτή η υφέρπουσα ή ανοιχτή μελαγχολία των ημερών που μας τσιμπάει. Και αν αυτά είναι πράγματα υποκειμενικά και καταστάσεις περιπεπλεγμένες, υπάρχει κάτι το στέρεο και το αντικειμενικό: τα κείμενα του βιβλίου είναι συναρπαστικά και είναι κείμενα που διαβάζονται από όλους!
        Όσο για εκείνο το αισθητικό στοιχείο που είπα στην αρχή είναι ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με εκδοτικό κομψοτέχνημα. Σκληρό εξώφυλλο κλώστινος σελιδοδείκτης, φωτογραφίες, βιογραφίες, υψηλής ποιότητας χαρτί και εκτύπωση.
        Και για να πάρετε μια ιδέα για το τι ...ομάδα μιλάμε, παραθέτω και τα ονόματα:
    Αλέξανδρος Μωραϊτίδης - Ανδρέας Λασκαράτος - Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης - Αντώνης Τραυλαντώνης - Ανδρέας Καρκαβίτσας - Γεώργιος Αθάνας Χρήστος Χρηστοβασίλης - Κώστας Κρυστάλλης - Γιάννης Βλαχογιάννης - Δημήτρης Καμπούρογλους - Γεράσιμος Βώκος - Αργύρης Εφταλιώτης - Παύλος Νιρβάνας - Δημοσθένης Βουτυράς - Κώστας Παρορίτης - Φώτης Κόντογλου - Στρατής Δούκας - Δημήτρης Γιαννουκάκης - Στρατής Μυριβήλης - Στέφανος Δάφνης - Κώστας Βάρναλης - Κώστας Ουράνης - Κωστής Μπαστιάς - Στρατής Τσίρκας - Μαρία Ιορδανίδου - Παναγιώτης Τέτσης - Κώστας Γεωργουσόπουλος - Περικλής Σφυρίδης - Βασίλης Γκουρογιάννης - Χρήστος Μπουλώτης - Θωμάς Κοροβίνης - Κική Δημουλά - Σωτηρία Σταυρακοπούλου - Αντώνης Σουρούνης

    Νομίζω πως περιττεύει να πω ότι το συνιστώ ανεπιφύλακτα! 
         

    Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2013

    TZON TΣΙΒΕΡ: Ο ΚΟΛΥΜΒΗΤΗΣ!!!



    Πρόκειται για τη συλλογή διηγημάτων του μεγάλου αμερικανού συγγραφέα Τζον Τσίβερ (1912-1982) που η παγκόσμια κριτική τον έχει κατατάξει μέσα στην πρώτη τριάδα των ηθογράφων της προνομιούχας Αμερικής του 20ου αιώνα μαζί με τον Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ και τον Τζον Απντάϊκ.  
      Το βιβλίο πρωτοκυκλοφόρησε στη γλώσσα μας τον Ιούλιο του 2013 από τις εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ. Και εδώ αρχίζουν τα περίεργα και τα ερωτηματικά: γιατί έπρεπε δηλαδή να περιμένει ο έλληνας αναγνώστης τόσα πολλά χρόνια για να γνωρίσει τον μεγάλο αυτό μάστορα της γραφής. Όταν μάλιστα, όπως βλέπουμε στην αρχή στην ταυτότητα του βιβλίου, στην Αμερική σημείωνε μεγάλη επιτυχία και εκδιδόταν ανελλιπώς με μια έκδοση το χρόνο από το 1946 μέχρι το 1978, τριάντα δύο συναπτά έτη και με μόνη εξαίρεση τις χρονιές 1974, 1975 και 1976 που δεν πραγματοποίησε έκδοση. Και δεν νομίζω ότι αυτό ήταν αποτέλεσμα απροσεξίας από μεριάς εκδοτών μας. Απλά, δείχνει ανάγλυφα αυτό το εκδοτικό φαινόμενο που παρατηρήθηκε, και όχι μόνο στη χώρα μας, τα τελευταία χρόνια: Τη θεοποίηση του ογκώδους μυθιστορήματος με την υψηλή τιμή και την πληρη απαξίωση της μικρής φόρμας. Κάτι που επηρέασε σε μεγάλο βαθμό και τα συγγραφικά πράγματα με αποτέλεσμα να θεωρείται  ολοκλήρωση για ένα συγγραφέα μόνο η συγγραφή μυθιστορήματος. Και ικανότατοι διηγηματογράφοι να τσαλαβουτάνε στα ξένα γι' αυτούς χωράφια του μυθιστορήματος ψάχνοντας γι' αυτή τη ρημάδα την ολοκλήρωση. Ακόμη και η κυρία Άλις Μονρώ που τιμήθηκε φέτος με το Νόμπελ Λογοτεχνίας δήλωσε ότι ένοιωθε το ίδιο κόμπλεξ αλλά τελικά δεν ενέδωσε στον πειρασμό.
    Το βιβλίο αποτελείται από εννέα μικρά διηγήματα που όλα τους διακρίνονται για την αριστοτεχνική δομή τους και συναρπαστικότητα. Όλα τα στοιχεία που δίδονται στη περιγραφή κάποια στιγμή αξιοποιούνται και  ο αναγνώστης διολισθαίνει σιγά-σιγά σε αυτόν τον παράξενο κόσμο των ηρώων που ενώ δείχνει τακτοποιημένος και άνετος μια αίσθηση κλιμακούμενης και ακαθόριστης απειλής αρχίζει να αιωρείται και να ανεβάζει το ενδιαφέρον. Για να έρθει στο τέλος η πλήρης και απρόσμενη ανατροπή που σε αφήνει αποσβολωμένο και να κάνεις δυο πράγματα: πρώτα να ανακαλείς νοερά όλη την ιστορία από την αρχή και μετά να ευχαριστείς τη ζωή που σε έκανε αναγνώστη.
    Άσε που εκείνο το ομώνυμο διήγημα της συλλογής συνιστά μια πρωτοφανή καινοτομία γραφής κάτι το τελείως διαφορετικό από ό,τι είχα μέχρι τώρα διαβάσει.
    Απλά, μη το χάσετε! 
     
     
     
     
    σημείωση: ο πλήρης τίτλος της συλλογής είναι: " Ο Κολυμβητής και άλλες ιστορίες"

    Τρίτη 2 Ιουλίου 2013

    Αγαπάς το βιβλίο και τους ανθρώπους !!!

                                             

                               OTAN ΣΚΟΤΩΝΟΥΝ ΤΑ ΚΟΤΣΥΦΙΑ

                                                     Χάρπερ Λη


    To βιβλίο γράφτηκε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '50 και πρωτοκυκλοφόρησε το 1960. Είναι ένα βιβλίο με το σπάνιο προνόμιο να έχει μεταφραστεί σε όλες τις γλώσσες του κόσμου! Και αυτό δεν οφείλεται βέβαια μόνο στη συγκυρία της εκδοτικής του πρεμιέρας που συνέπεσε με τον Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ και την έξαρση της φυλετικής βίας εκείνης της εποχής. Οφείλεται στη διαχρονική ουμανιστική του αξία και στο συναρπαστικό του γράψιμο όπου μέσα από τα μάτια ενός δεκάχρονου κοριτσιού ξετυλίγεται μια ιστορία κοινωνικής αγριότητας και φυλετικού μίσους, δοσμένα όμως όλα αυτά με αρκετά στοιχεία χιούμορ, παιδικής αθωότητας και αισιοδοξίας. Σε μια κωμόπολη του γνωστού για τις ρατσιστικές επιδόσεις του αμερικάνικου νότου και κάτω από την πίεση της έντονης οικονομικής κρίσης του ’30, ένας νεαρός μαύρος κατηγορείται για το βιασμό  μιας λευκής κοπέλας. Ένας λευκός δικηγόρος θα αναλάβει την υπεράσπιση του εξαγριώνοντας όλη την μικρή και ρατσιστική κοινωνία. Η κορούλα του που αφηγείται την ιστορία και ο αδερφός της, παρακολουθούν με έκπληξη την ηλιθιότητα των ανθρώπων και τις προκαταλήψεις τους στα φυλετικά θέματα. Και όλα αυτά σιγά-σιγά και κλιμακωτά μεταδίδουν στον αναγνώστη μια βαθειά συγκίνηση και συναισθηματική πληρότητα που κάνουν μικρούς και μεγάλους να αγαπήσουν με πάθος το βιβλίο και τους ανθρώπους. Είναι από εκείνα τα σπουδαία δημιουργήματα της λογοτεχνίας που σε σφραγίζουν και μια πολύ γενναιόδωρη προσφορά της Χάρπερ Λη προς την ανθρωπότητα και ας μην έγραψε άλλο βιβλίο. Στα ελληνικά κυκλοφορεί σε μια εξαίρετη μετάφραση της Βικτωρίας Τράπαλη από τις εκδόσεις ΒELL και βρίσκεται στην 8η έκδοση του.

    Το συνιστώ ανεπιφύλακτα!

    Παρασκευή 21 Ιουνίου 2013

    Φραντς Κάφκα: Η Δίκη !!!

    Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης το 1925



    Ο Κάφκα σε υποχρεώνει να τον ξαναδιαβάσεις. Κι εδώ βρίσκεται όλη του η τέχνη. Οι λύσεις του, η έλλειψη κάθε λύσης, υπαγορεύουν εξηγήσεις που, χωρίς να είναι ξεκαθαρισμένες απαιτούν, για να φανούν βάσιμες, να ξαναδιαβαστεί η ιστορία κάτω από ένα καινούριο πρίσμα. Στη "Δική", ο Ζόζεφ Κ... κατηγορείται. Αλλά δεν ξέρει γιατί. Βέβαια, υπερασπίζεται τον εαυτό του, αλλά χωρίς να ξέρει γιατί. Οι δικηγόροι βρίσκουν δύσκολη την περίπτωσή του. Στο μεταξύ, συνεχίζει να ερωτεύεται, να τρώει ή να διαβάζει την εφημερίδα του. Κατόπιν δικάζεται. Η αίθουσα όμως του δικαστηρίου είναι πολύ σκοτεινή. Δεν καταλαβαίνει πολλά πράγματα. Υποθέτει μονάχα πως καταδικάστηκε, μάταια όμως αναρωτιέται για ποιο λόγο. Μερικές φορές αμφιβάλλει για όσα έγιναν και συνεχίζει τη ζωή του. Έπειτα από καιρό, δυο καλοντυμένοι και ευγενικοί κύριοι έρχονται να τον βρουν και τον παρακαλούν να τους ακολουθήσει. Με πολλές φιλοφρονήσεις, τον οδηγούν σ' ένα απελπιστικό προάστιο, του βάζουν το κεφάλι πάνω σε μια πέτρα και τον σφάζουν. Προτού πεθάνει, ο καταδικασμένος λέει μονάχα: "σαν το σκυλί".

    ΑΛΜΠΕΡ ΚΑΜΥ: Από τον «Μύθο του Σίσυφου»




       Στα ελληνικά το συγκεκριμένο βιβλίο, από το 1925 που πρωτοκυκλοφόρησε μέχρι σήμερα, έχει πάμπολλες μεταφράσεις και όχι άδικα. Καθώς πρόκειται για το κορυφαίο έργο του τσεχοεβραίου δημιουργού που με τον άκρως ιδιαίτερο τρόπο γραφής του, άλλαξε το ρου της παγκόσμιας λογοτεχνίας δημιουργώντας ένα δικό του σύμπαν. Μπορώ να μιλήσω για τις τρεις από αυτές, αυτές που έχω διαβάσει με απόσταση 20 χρόνων την μια από την άλλη και που τις βρίσκω εξαίρετες και τις τρεις και οι οποίες κατά σειράν είναι: 1) Του Αλέξανδρου Κοτζιά από τις εκδόσεις τσέπης ΓΑΛΑΞΙΑ που μέσα σε οκτώ χρόνια 1961-68, πραγματοποίησε 5 εκδόσεις και 20.000 πωλήσεις πράγμα ασύλληπτο με τα σημερινά δεδομένα για ένα τέτοιο βιβλίο. 2) Της Τέας Ανεμογιάννη από τις εκδόσεις ΘΕΜΕΛΙΟ το 1981 και 3) Του Γιάννη Βαλούρδου από τις εκδόσεις ΓΡΑΜΜΑΤΑ το 1991. Έχω διαβάσει  διάφορες κριτικές προσεγγίσεις –μέχρι και την εκδοχή του ολοκληρωτικού καθεστώτος- για το έργο και αυτό είναι απολύτως φυσιολογικό γιατί όπως λέει ο Καμύ η «έλλειψη κάθε λύσης» που  διακρίνει το έργο του Κάφκα, υπαγορεύει και μη ξεκάθαρες εξηγήσεις. Η εκπληκτική περιγραφή από τον συγγραφέα ενός παράλογου και εφιαλτικού περιβάλλοντος αλλά με ανθρώπινους τύπους συνηθισμένους και τυπικά λογικούς διαλόγους, συνιστά για μένα την μεγάλη του γοητεία. Και αν μετά από τόση ενασχόληση με ρωτήσετε τώρα να εκφέρω και εγώ μια «μη ξεκάθαρη εξήγηση» θα πάρω το μέρος της πλειοψηφίας και θα μιλήσω και εγώ για το «αίσθημα ενοχής του ανθρώπου» και ότι είναι αυτό το αντικείμενο του βιβλίου που με τόση μαεστρία και διεισδυτικότητα διαπραγματεύεται ο Κάφκα. Αυτό το καταραμένο αίσθημα που εκ γενετής συνοδεύει τον άνθρωπο και που τον κάνει να συμπεριφέρεται με δυο τελείως αντιφατικούς τρόπους. Τη συντριπτική πλειοψηφία να υποτάσσεται προς κάθε μορφής εξουσία και κάποιους πολύ λιγότερους αριθμητικά συνανθρώπους μας να αντιδρούν και να εξεγείρονται. Ο Τζότζεφ Κ. είναι ένας από τους δεύτερους. Που στο πρώτο του δείγμα αντίδρασης: με τη δήλωση του ότι σκοπεύει να πάψει τον συνήγορο του, ξεσηκώνει ένα κύμα τρόμου στα μάτια των στοιβαγμένων στους διαδρόμους λοιπών κατηγορουμένων. Και αν ο Κάφκα που χρησιμοποιεί την παραβολή ως μέθοδο περιορίζεται σε αυτό το απλό στοιχείο εγώ λιγάκι αυθαίρετα μπορώ να πάω τα πράγματα και λίγο πιο πέρα και να μιλήσω π.χ. και για τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, τον Τσε Γκεβάρα και άλλους παρόμοιους και ότι ένα τέτοιο αίσθημα ενοχής είναι αυτό που οδηγεί τα ευαίσθητα αυτά άτομα να νοιώσουν την ανάγκη της "άρσης των αμαρτιών" όλου του κόσμου. Λόγια δικά μου θα μου πείτε είναι αυτά και θα έχετε δίκιο. Τα λόγια του Κάφκα όμως δεν …αστειεύονται και αν δοκιμάσετε να μπείτε στον κόσμο του από αυτό το βιβλίο, που συνιστώ, δύο είναι τα ενδεχόμενα: ή θα σας αφήσει αδιάφορο ή θα σας …αρπάξει από το λαιμό και θα σας στοιχειώσει, μέση λύση δεν υπάρχει!


     

    ΥΓ: Και για να μην παρεξηγηθώ περί κομπασμού για τις τρεις αναγνώσεις που αναφέρω, θέλω να δηλώσω ότι ανήκοντας στην κατηγορία … θυμάτων του Κάφκα το δικό μου είναι ελάχιστο. Αρκεί να σας αναφέρω ότι πριν από χρόνια σε μια εκδήλωση για τον συγγραφέα στην τσέχικη πρεσβεία, ο μακαρίτης ο Τάκης Λαμπρίας που ήταν ο κύριος ομιλητής της εκδήλωσης, δήλωσε ότι μπορεί να απαγγείλει από μνήμης και στα γερμανικά … ολόκληρο το κείμενο της «Δίκης»!
     

    Δημήτρης Κουκουλάς

     

    Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2012

    ΟΥΛΡΙΚΕ ΜΑΪΝΧΟΦ: Ένα χαμόγελο μέσα στο έρεβος!!!




    «Ίσως να είχε διαφορετική εξέλιξη αν υπήρχαν περισσότεροι άνθρωποι πρόθυμοι να αγωνιστούν μαζί της για μια κοινωνία πιο ανθρώπινη μιας και είχε κάνει τη ζωή της δύσκολη αφήνοντας να την αγγίξει τόσο βαθιά η δυστυχία των άλλων». Ήταν μερικά από τα λόγια που εκφώνησε στο λόγο του ο Χέλμουτ Γκόλβιτσερ (ένας από τους συνηγόρους της) στις 15 Μαΐου 1976 κατά την κηδεία της στο νεκροταφείο της Αγίας Τριάδας του Δυτικού Βερολίνου, της μοναδικής ενορίας που δέχτηκε προς ταφή το ταλαίπωρο άψυχο σώμα της. Ενώ στον δικό του επικήδειο ο ποιητής Έριχ Φρηντ είχε τονίσει: «Δεν ήταν μόνο η καλύτερη δημοσιογράφος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας αλλά και η σημαντικότερη Γερμανίδα μετά τη Ρόζα Λούξεμπουργκ».

    Γιατί η Ούλρικε  Μάϊνχοφ (1934-1976) που με τη δράση της σφράγισε για πάνω από είκοσι χρόνια την πολιτική ζωή της ανερχόμενης υπερδύναμης με το αμαρτωλό ναζιστικό παρελθόν δεν γεννήθηκε με το πιστόλι στο χέρι. Οι ψυχροπολεμικές καταστάσεις της εποχής και η βαρβαρότητα της κρατικής καταστολής ήταν που οδήγησαν αυτήν και τους συντρόφους της στο μη περαιτέρω και την ένοπλη πάλη. Γιατί και αυτή, όπως και χιλιάδες άλλοι νέοι της Γερμανίας, ξεκίνησε από τον ειρηνικό δρόμο με την ένταξη της στο παράνομο τότε Κομμουνιστικό Κόμμα (KPD) και την αρθρογραφία της στο αριστερό περιοδικό Konkret για να περάσει μετά στην Εξωκοινοβουλευτική Αντιπολίτευση (ΑΡΟ) με ευαισθησία στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους  τού Βιετνάμ και της Αφρικής, τους πυρηνικούς εξοπλισμούς και τις δικτατορίες και  μετά τις πρώτες διαδηλώσεις του Αμβούργου με τα 20 και 30 άτομα όπου τους χτυπούσαν οι διαβάτες στο δρόμο να φτάσουν στις μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις των 40 και 50.000 ατόμων στα μέσα της δεκαετίας του ’60 με την άγρια αστυνομική καταστολή και τις συγκρούσεις. Και όταν την άνοιξη του ’68 το φοιτητικό κίνημα, παράλληλα με αυτό της Γαλλίας, άρχισε να παίρνει εκρηκτικές διαστάσεις ήρθε η κρατική βία να παίξει το ρόλο της. Ο απάνθρωπος  πυροβολισμός του φίλου της και συναγωνιστή της Ρούντυ Ντούτσκε στο κεφάλι  μαζί με τη συνάντηση της με τον Αντρέας Μπάαντερ και τη Γκούντρουν Ένσλιν ήρθαν να στρέψουν τη Μάϊνχοφ στο νόμο της κάνης. Όπου μετά από ένα αιματηρό αδιέξοδο ήρθαν τα εφιαλτικά λευκά κελιά και η διετής παρωδία της δίκης με την καταπάτηση και των πιο στοιχειωδών εννοιών του δικαίου και την, εν τέλει, άγρια φυσική της εξόντωση.

    Πετυχημένη δημοσιογράφος με αμέτρητες δελεαστικές προτάσεις καριέρας, γύρισε την πλάτη στον μικροαστισμό και πάλεψε παθιασμένα την εξουσία σε έναν άνισο αγώνα για κοινωνική δικαιοσύνη και ελευθερία στον οποίο ξόδεψε και την τελευταία ικμάδα της σύντομης και θυελλώδους ζωής της.

    Μιας ζωής που με συναρπαστικό τρόπο έρχεται να μας την ξεδιπλώσει με το βιβλίο της: "ΟΥΛΡΙΚΕ ΜΑΪΝΧΟΦ Η ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ",  η κοινωνιολόγος και συγγραφέας Γιούττα Ντιτφουρτ. Και αν μοιάζει με μυθιστόρημα είναι τα γεγονότα που το κάνουνε τέτοιο αφού όλο το υλικό του στηρίζεται μόνο σε ντοκουμέντα: μαρτυρίες, καταθέσεις, ημερολόγια, συνεντεύξεις και δημοσιεύματα περιοδικών και εφημερίδων, γι’ αυτό και τα έξι χρόνια που πήρε για την ολοκλήρωση του. Ένα βιβλίο που χάρις στις εκδόσεις ΝΑΡΚΙΣΣΟΣ κυκλοφόρησε και στην ελληνική γλώσσα σε άψογη μετάφραση της  Ἠλιάνας Αγγελή, με την επιμέλεια και τα διαφωτιστικά σχόλια του Γιάννη Καλιφατίδη και με έναν άκρως εμπεριστατωμένο και κατατοπιστικό πρόλογο του Κώστα Καλφόπουλου.

    Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2012

    ΓΚΥ ΝΤΕ ΜΩΠΑΣΑΝ: ΕΠΙΛΕΚΤΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ!!!



    Ο Γκυ Ντε Μωπασάν (Guy de Maupassant) (1850-1893), στο βραχύτατο βίο του, άφησε ένα τεράστιο σε έκταση και σε υψηλή ποιότητα συγγραφικό έργο και το οποίο ολόκληρο το συνέγραψε τα δέκα τελευταία χρόνια της ζωής του. Κάτι ανάλογο, δηλαδή, που έγινε στη ζωγραφική με τον άλλο διάσημο φρενοβλαβή Βίνσεντ Βαν Γκογκ που φιλοτέχνησε την πλειονότητα του μεγάλου αριθμού των πινάκων του, τα τελευταία τρία χρόνια της ζωής του. Και ενώ για τον Βαν Γκογκ μπορούμε να πούμε ότι δεν πρόλαβε την καλλιτεχνική καταξίωση για τη δουλειά του, δεν ισχύει το ίδιο  για τον μεγάλο γάλλο συγγραφέα που ευτύχησε να τύχει εν ζωή της αναγνώρισης και του θαυμασμού για το έργο του και μάλιστα από πολύ σημαντικούς συναδέλφους του όπως ο Ιβάν Τουργκένιεφ, ο Λέον Τολστόϊ, ο Ανατόλ Φρανς, Στεφάν Μαλλαρμέ, Τζότζεφ Κόνραντ, Χένρυ Τζαίημς, Λουίτζι Πιραντέλο κ.ά. Κάτι όμως που δεν στάθηκε ικανό να αναχαιτίσει την επερχόμενη καταιγίδα της σχιζοφρένειας και της επακόλουθης συντριβής.

    Ασχολήθηκε με όλα τα είδη πεζού λόγου: Διήγημα, Νουβέλα, Μυθιστόρημα αλλά το ισχυρό του ατού είναι το Διήγημα. Η παγκόσμια λογοτεχνική κριτική τον εντάσσει στους κορυφαίους του είδους. Για μένα προσωπικά ο Μωπασσάν ανήκει στην πρώτη τετράδα των αγαπημένων μου διηγηματογράφων μαζί με τον Άντον Τσέχωφ, τον Τζαίημς Τζόϋς (Οι Δουβλινέζοι) και τον Ραίημοντ Κάρβερ. Η γραφή του είναι απλή χωρίς καινοτομίες  και τα διηγήματα του σφικτά και περιεκτικά που όπως σημειώνει στην Εισαγωγή ο μεταφραστής: έχουνε αρχή μέση και …απροσδόκητο τέλος.

    Το μεγαλύτερο μέρος του υλικού του ο Μωπασσάν το μάζευε από ιστορίες που άκουγε στα πολλαπλά ταξίδια του, ὀπως αυτά που ως κυνηγός πραγματοποιούσε στα διάφορα χωριά και τις κωμοπόλεις της Γαλλίας ιδίως της Νορμανδίας και Κορσικής. Ιστορίες φοβερές και απίστευτες όπως εκείνη με την άμαξα του ζεύγους των κτηνοτρόφων νομάδων. Πέρασε τη νύχτα απέξω ο ιερέας και από τους κραδασμούς της κατάλαβε ότι το ζεύγος έκανε έρωτα, τότε τον έπιασε μια φοβερή μανία και αρπάζοντας την άμαξα από τον  κοτσαδόρο την έσυρε  δίπλα στη θάλασσα, σπρώχνοντας την μέσα στην άβυσσο του παρακείμενου γκρεμού και στον αναπότρεπτο θάνατο των «αμαρτωλών» επιβατών της.

    Γι’ αυτό  και ένιωθε πολλές φορές την ανάγκη μέσα στην κάθε ιστορία του να κάνει και μια υπόμνηση ότι πρόκειται για αληθινή ιστορία, μιας και τρόμαζε και τον ίδιο η γνώση ότι η ίδια η ζωή ξεπερνάει και την πιο ισχυρή φαντασία.

    Και εδώ στην Ελλάδα είμαστε πολύ τυχεροί ως αναγνώστες που μπορούμε να πέσουμε με τα μούτρα μέσα στα συναρπαστικά κείμενα του και να απορροφηθούμε από τη μαγεία τους γιατί οι εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ έχουν κυκλοφορήσει το βιβλίο του ΕΠΙΛΕΚΤΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ (σελ.580) σε επιμέλεια και μετάφραση όχι ενός απλού διεκπεραιωτή της γαλλικής γλώσσας, αλλά ενός ανθρώπου, του κ. Φοίβου Πιομπίνου συγκεκριμένα, που εδώ και μισόν αιώνα ασχολείται συστηματικά με το τεράστιο έργο του Μωπασσάν και από το οποίο έκανε την παρούσα ανθολόγηση και μας την παραδίδει σε μια γλαφυρή και σφύζουσα γλώσσα.

    Τρίτη 5 Απριλίου 2011

    Δημοσθένης Βουτυράς: Η συγκλονιστική περίπτωση μιας ιδιοφυίας!!!


    Όποιος δεν είχε διαβάσει, όπως εγώ, Δημοσθένη Βουτυρά και το αποτολμούσε τώρα, θα βρισκόταν μπροστά σε μια ισχυρή ισχυρότατη και ευχάριστη έκπληξη: θα διαπίστωνε ότι ο πολυγραφότατος –έγραψε περί τα 500 διηγήματα- αυτός διηγηματογράφος μας είναι τόσο επίκαιρος σήμερα όχι μόνο στη θεματολογία του αλλά και στη φόρμα γραφής που νομίζεις ότι τα γραφτά του γράφονται …τώρα …δίπλα μας!
    Ο άνθρωπος ήταν πολύ μπροστά από την εποχή του αλλά το περίεργο είναι ότι τότε που ξεκίνησε, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, να δημοσιεύει τα κείμενα του σε εφημερίδες και περιοδικά της εποχής, ενώ έτυχε μεγάλης αποδοχής από το φοιτητόκοσμο, συνάντησε μια άνευ προηγουμένου εχθρότητα και καχυποψία από το λογοτεχνικό κατεστημένο και την κριτική. 
    Με εξαίρεση λίγους διορατικούς ανθρώπους όπως ο Σωτήρης Σκίπης και ο Λέων Κουκούλας οι περισσότεροι τον αντιμετώπισαν απαξιωτικά. Είναι δε χαρακτηριστική η εκτεταμένη κριτική που του έκανε από το περιοδικό Νουμάς ( σε 5 συνέχειες) ο Γρηγόριος Ξενόπουλος που ενώ τον έψεγε διαρκώς και τόνιζε τα ελαττώματα της γραφής του όπως π.χ. το φτωχό και λιτό λεξιλόγιο, την έλλειψη καλολογικών στοιχείων, την άγαρμπη και αδούλευτη γλώσσα, ομολογούσε με ειλικρίνεια –γιατί ο Ξενόπουλος πρέπει να ήτανε καλός άνθρωπος- ότι κάθε που πιάνει να διαβάσει διήγημα του Βουτυρά δεν μπορεί να το αφήσει από τα χέρια του γιατί νιώθει να έχει αυτό μια παράξενη δύναμη. 
    Η στάση αυτή της επίσημης λογοτεχνίας και κριτικής γίνεται σήμερα κατανοητή, γιατί σε εντελώς ανύποπτο για εκείνη την εποχή χρόνο, μια εποχή κατά την οποία το διήγημα –κατ’ εξοχήν τότε λογοτεχνικό είδος- κινιόταν στο κλίμα της ηθογραφίας όπως λεγόταν, περιγράφοντας χωριουδάκια βοσκούς και ψαράδες, μέσα στο οποίο ξεχώριζαν οι διεισδυτικές ματιές του Βιζυηνού και του Παπαδιαμάντη, έρχεται ο Βουτυράς σαν ταύρος σε υαλοπωλείο και καταπιάνεται με το ρεαλισμό της καθημερινότητας τους ανθρώπους της δουλειάς το περιθώριο τον κοινωνικό προβληματισμό τους πολέμους τις πείνες τα υπαρξιακά διλήμματα το υποσυνείδητο της ψυχής το εφιαλτικό το μεταφυσικό και άπειρα άλλα καινούργια και …παράξενα πράγματα!
     Και ενώ μπορεί να είχε διαβάσει τον Πόε που είχε προηγηθεί το σίγουρο είναι ότι δεν είχε διαβάσει Φρόϋντ και δεν είχε κυκλοφορήσει ακόμη ο Κάφκα και ο Τζόϋς γιατί στοιχεία και μάλιστα έντονα από όλους τους προαναφερθέντες εντοπίζονται στη γραφή του.
    Εκείνο όμως που δεν γίνεται κατανοητό είναι που η «απομόνωση» του από τους ομότεχνους του συνεχίστηκε όχι μόνο  από τη γενιά του ’30 αλλά και την μεταπολεμική -με φωτεινή εξαίρεση τον Στρατή Τσίρκα που ήτανε ένθερμος θαυμαστής του- και κράτησε θα μπορούσε να πει κανείς μέχρι τις μέρες μας.
    Ο Βουτυράς έγραψε τόσο πολύ και από ιδιοσυγκρασία αλλά και από ανάγκη βιοπορισμού. Γιατί ενώ γεννήθηκε στην Κωσταντινούπολη το 1871 σε αστικό περιβάλλον και μετακόμισε στον Πειραιά σε νηπιακή ηλικία, βρέθηκε από νέος σε πλήρη ένδεια γιατί ο πατέρας του αυτοκτόνησε αφού πρώτα είχε κλείσει το συμβολαιογραφείο και είχε ανοίξει χυτήριο στο Φάληρο το οποίο χρεοκόπησε. Παντρεύτηκε έκανε δυο κόρες και εγκαταστάθηκε στο Κουκάκι, Σύχναζε στις ταβέρνες της περιοχής και πάντα του άρεσε να κάνει παρέα με ανθρώπους του καθημερινού μόχθου και του περιθωρίου οι οποίοι αποτελούσαν και τους ήρωες των ιστοριών του. Πέθανε το 1958.
    Σας παραθέτω ως δείγμα γραφής και ένα διήγημα του με μοναδικό κριτήριο το μέγεθος του, μιας και είναι ένα από τα μικρότερα του. To δανείστηκα από μια εκπληκτική δουλειά που έχει κάνει ο κ. Νίκος Σαραντάκος μια ηλεκτρονική συλλογή ελληνικών διηγημάτων που διαρκώς πλουτίζεται και η οποία βρίσκεται στον ιστότοπο http://www.sarantakos.com/keimenamazi.html

     
    Λησμονιά
    του Δημοσθένη Βουτυρά

      
                Ο Καπάρης έπαψε περιμένοντας να σταματήσει το χτύπημα της καμπάνας. Και όταν ο τελευταίος ήχος της έτρεξε στον αέρα τρεμουλιαστός ξακολούθησε την ομιλίαν του, αφού τύλιξε πρώτα γύρω στο λαιμό του το σάλι του, που του είχε ξεφύγει.

                — Πόσους και πόσους δεν έχουμε λησμονήσει! είπε. Πόσοι, που γνωρίσαμε μια φορά κι έναν καιρό είχαμε κάποια φιλία, αρχίζαμε να τους αγαπάμε και που μια μέρα χωριστήκαμε χωρίς να σκεφτούμε πως δε θα δει πια ο ένας τον άλλο. Άλλοι πάλι, που μαζί πηγαίναμε σκολειό, καθόμαστε στο ίδιο θρανίο, που μια μέρα κι αυτούς τους χάσαμε χωριστήκαμε και δεν τους ξαναείδαμε πια!… και σιγά, σιγά σβήσανε απ΄ τη μνήμη μας και μας είναι αδύνατο να τους θυμηθούμε! Ίσως μένει, βαθιά όμως, στην ψυχή μας η μορφή τους κρυμμένη, που μόνο ο ύπνος μπορεί να τη φέρει απάνω στην ενθύμησή μας, αλλ΄ όταν ξυπνήσουμε θα σβήσει πάλι, θα πάει στη θέση της χωρίς να δεις, να συλλάβεις τίποτα!… Πόσοι λοιπόν, απ΄ αυτούς δεν έχουνε χαθεί, δεν έχουνε πεθάνει… Προχτές το βράδυ ένα τέτοιο έβλεπα στον ύπνο μου, ένα τέτοιο! Είμαστε δυο παρέες, λέει, και καθόμαστε σ΄ ένα δωμάτιο ψηλό ενός σπιτιού, που μια φορά μικρός είχα κατοικήσει. Από μια μπαλκονόπορτα ανοιχτή φαινόντουσαν δέντρα ενός κήπου μεγάλου και μια λάμψη δυνατή, πέρα στον ορίζοντα.

                Κάτι λέγαμε, νομίζω, για πεθαμένους, για ψυχές.

                — Γιά, μου λέει ξαφνικά κάποιος απ΄ την παρέα μας, δείχνοντας έναν, που καθότανε μαζί μας σιωπηλός, έναν, που τον είδα να ‘ναι σκοτεινός και σαν αέρινος, αυτός είναι πεθαμένος, πέθανε στην Πάτρα!

                Εγώ το ήξερα και λυπόμουνα πολύ γι΄ αυτό, γιατί ήτανε φίλος μου, γνωστός μου παλιός, και ήθελα να μάθω, για να παρηγορήσω τη λύπη μου, αν αισθάνεται κι έτσι που ήταν, ό,τι πριν…

                Για πες μου, του λέω, και του είπα και τ΄ όνομά του, πώς σου συνέβηκε, τι αισθάνθηκες;

                Ο πεθαμένος άνοιξε τα χέρια του.

                — Ούτε θυμούμαι που πέθανα, ούτε τι τράβηξα!… Έφυγα απ΄ εκεί μόνο αφήνοντας το σώμα μου σα να πέρασα για μια στιγμή ένα σκοτεινό μέρος!,,,

                Στράφηκα στους φίλους μου.

                — Βλέπετε; τους είπα.

                Ένας απ΄ τους κυρίους, που ήτανε στην άλλη παρέα, πήρε το κάθισμά του και πλησίασε κοντά στον πεθαμένο.

                — Για πες μας πώς…

                Ήθελε να ρωτήσει να μάθει εκείνο το άλυτο, το παράξενο, το μεγάλο μυστήριο, αλλά το πρόσωπο του πεθαμένου πήρε μια έκφραση στενόχωρη κι είπε τραυλίζοντας :

                — Αφήστε με!… Πρέπει να πηγαίνω! βραδυάζει, δε μπορώ, πνίγουμαι!…

                Και αλήθεια βράδυαζε. Έξω η λάμψη κείνη, που ήτανε πριν, είχε χαθεί και το σκοτάδι ερχότανε.

                Ξύπνησα λυπημένος πολύ πολύ και με δάκρυα στα μάτια. ΄Εκλαιγα. Ποιος να ‘ταν, λοιπόν, κείνος ο φίλος μου, που τόσο, τόσο μ΄ έκανε να λυπηθώ, και που ακόμα που τον σκέπτουμαι δακρύζω;…


    Περιοδικό «Ο Νουμάς», Τόμος 17, τεύχος 676, σελίδες 180-181 (1920)