Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2015

Δημοσθένη Βουτυρα: Τα Φύλλα Πέφτανε !!!






ΤΑ ΦΥΛΛΑ ΠΕΦΤΑΝΕ

 Τα δέντρα σιγά, σιγά έμεναν γυμνά, τα φύλλα τους, που τόσο χαρωπά σκιάζαν την αυλή, πέφτανε, σωριάζονταν χάμω σε κάθε φύσημα του ανέμου.
Ο χειμώνας είχε έρθει, και η αυλή του μικρού μαγαζιού άρχισε να χάνει τη χαρά της. Το κάθε φύλλο πούπεφτε απ΄ τα δέντρα της, ήταν ένα κομμάτι της χαράς της, που χανόταν. Όλα σκυθρωπά γινόντουσαν.
Αλλά μόνο κείνος ο γέρο κάπελας, χοντρός, στρογγυλός, έμενε πάντα ο ίδιος, γελαστός και σα νάχε την άνοιξη πάντα στο πρόσωπό του. Έτρεχε, έτοιμος, μ΄ όλα τα γερατιά του, σε κάθε προσταγή.
Κάθε μέρα είμαστε εκεί. Στην αυλή, όταν πρασίνιζαν τα δέντρα, και σ΄ ένα μικρό δωμάτιο, όταν άρχιζε να φυσά ο βοριάς, που σάρωνε τα φύλλα και άφηνε τα δέντρα γυμνά. Και είμεθα, οι περισσότεροι, χτυπημένοι απ΄ την τύχη, αφού μας είχε δροσίσει λιγάκι, ή για κάμποσον καιρό...
Άσπρες τρίχες στόλιζαν τα μαύρα, ή καστανά μαλλιά μας, και γραμμές, οι γραμμές του χρόνου, μα και του πόνου, χάραζαν το καθαρό άλλοτε, πρόσωπό μας. Ο χειμώνας είχε έρθει και σε μας. Αλλ΄ η άνοιξη; Τι λέω!... Αλίμονο... Έχουν τα φύλλα, που πέφτουν, άνοιξη;
Εκεί μέσα στο δωματιάκι μιλούσαμε και πίναμε. Και τις περισσότερες φορές λέγαμε για τα περασμένα. Μα και τι άλλο να λέγαμε; Τα φύλλα, που πέφτουν απ΄ τα δέντρα, αν μπορούσανε να μιλήσουν, ή αν αισθανόντουσαν και μιλούσαν, τι θα λέγανε μεταξύ τους; Δε θα λέγανε, πως ήτανε ψηλά εκεί, καθαρά, πράσινα, πως άκουγαν κ΄ έβλεπαν τα πουλιά να κελαϊδούν, και κοίταζαν τον κόσμο περιφρονητικά που κάτω περνούσε; Δε θα λέγανε πώς παίζανε μεταξύ τους σε κάθε δροσερή πνοή, και αγκαλιαζόντουσαν, φιλιόντουσαν μανιακά, όταν τα κινούσε ο θερμός του καλοκαιριού άνεμος;
Ένα βράδυ που έξω φυσούσε, βούιζε ο βοριάς, εμείς μέσα κει στο δωματιάκι, μιλούσαμε και πίναμε. Πάλι όμως, σε λίγο, πέσαμε στα περασμένα. Πάλι όμως, σε λίγο, πέσαμε στα περασμένα. Α, πολλά απ΄ αυτά τα ’ξερα απέξω κι ανακατωτά, όπως τα παιδιά λένε.
Αυτή τη βραδιά όμως, ακούσαμε κι ένα νέο, μια νέα ιστορία απ΄ το Μίγκα.
— Σας έχω πει που μια φορά, πήγα να κλέψω, αρπάξω κάτι να το βγάλω με τη βία; μας είπε.
— Ποτέ!
— Συ να κλέψεις;...
— Θα ήμουν, άρχισε αυτός, δεκατεσσάρων χρονών. Ευτυχισμένη εποχή;... Πάψε, γέρο Πάγκα... Ήθελες, λες, να ξαναγινόσουν πάλι; Ίσως όμως συ να ’χεις δίκαιο, να θέλεις να ξανακάνεις τον ίδιο δρόμο! Εγώ όμως όχι... Όταν γυρίζω και τον κοιτάζω, τρομάζω...
Ήμουν λοιπόν δεκατριών ή δεκατεσσάρων χρόνων παιδί όταν πήγα να κάνω αυτό που σας είπα. Λίγη προσοχή τώρα, γιατί αρχίζει η ιστορία.
Ήταν καλοκαίρι είχαμε δηλαδή, παύσεις και ήμουν όλο χαρά, γιατί δε βρισκόμουνα φυλακισμένος στο βρωμοσκολείο. Κάθε βράδυ γύριζα δω και κει, πήγαινα στα θεατράκια και περνούσα ευχάριστες ώρες. Ένα όμως θεατράκι σε μια πλατεία με τράβηξε στο τέλος και δεν ξεκολλούσα.
Σ΄ αυτό το θεατράκι έπαιζαν παντομίμες κι έκαναν κάποτε και διάφορα γυμνάσματα, σήκωναν βάρη. Ήταν ξένος θίασος. Αλλά δε με τράβηξε το καλό παίξιμό τους, οι καλές παραστάσεις τους, αλλά μια γυναίκα όμορφη, θεία μορφή και σώμα, που υπήρχε μέσα στο θίασο. Έκανε αυτή, πάντα την κόρη, που κλέβουν, την ερωτευμένη, και ο παλιάτσος τής έδινε κάποτε κάμποσες ξυλιές. Εγώ, πάει!... όταν την έβλεπα, μαγευόμουνα, χανόμουνα! Πώς ήθελα νάμουν ο εραστής, που την έσερνε από το χέρι να φύγουν, και ακόμα ήθελα νάμουν ο παλιάτσος που τους κυνηγούσε και όταν τους έπιανε, αφού πρώτα χτυπούσε μ΄ όλη του τη δύναμη τον εραστή, έδινε και σ΄ αυτή ελαφρές ξυλιές.
Και βρισκόμουν εκεί, στο θεατράκι, πριν αρχίσει... Τι λέω; Νωρίς πολύ πήγαινα, όταν ήταν ακόμη μέρα. Μα μπορούσα να κάνω αλλιώς, που όλο αυτή είχα στο νου μου; Όταν έτρωγα, δάγκανα τα χείλια μου, γιατί εκεί στο φαΐ δεν υπήρχε ο νους μου, όταν περπατούσε πήγαιναν να με πατήσουν τ’ αμάξια, και μάλιστα, ένα μια φορά μ΄ έριξε χάμω. Έρωτας ήταν αυτός! Τι αναστενάζετε; Παύτε... Πάει για μας, δεν πρέπει να υπάρχει. Εμείς δε θα δούμε πια το πουλί να κελαηδεί κοντά μας...
Λοιπόν. Μια μέρα πήγα μόλις είχε βασιλέψει ο ήλιος. Αφού γύρισα απέξω απ΄ το θεατράκι, μπήκα στο καφενείο του θεάτρου, που υπήρχε δίπλα, για να πιω ένα νερό. Ο διευθυντής του ήτανε φίλος του πατέρα μου, κι είχα το θάρρος. Στεκόμουνα ακόμα στον πάγκο, θυμούμαι, όταν ξαφνικά τάχασα, θαμπώθηκα, σα να με χτύπησε η εμφάνιση ήλου. Μες στον καθρέφτη είδα εκείνη, την είδα να ’ρχεται. Γύρισα ταραγμένος. Φορούσε ένα κόκκινο πολκάκι. Τι ωραία που ήταν! Φαίνεται πως παρατήρησε την ταραχή μου, πώς την κοίταξα, γιατί με κοίταξε καλά καλά. Αυτό μου έλειπε! Πάει, είχα ζουρλαθεί...
Το βράδυ κείνο ο θίασος έκανε και διάφορα γυμνάσματα, τούμπες και τα λοιπά. Και βγήκε και κείνη ντυμένη μάλιες, ή με στολή ακροβάτη. Δυσαρεστήθηκα, μα την αλήθεια, που την είδα έτσι, όχι ότι δεν της πήγαιναν, ήταν ουρανία, αλλά δεν ήθελα να την έβλεπε και ο κόσμος. Αν μπορούσα θάβγαζα όλων τα μάτια...
Και μάλιστα, άκουσα και κάποιον, που ήταν κοντά μου, να λέει;
— Μωρέ μπούτια...
Τον ήξερα αυτόν που τόπε. Ήταν ο χασάπης της γειτονιάς μου, ένας κοντός, μαυριδερός, κατσαρομάλλης.
Πόσο με πείραξε! Και μου ’κανε κακό και η λέξη που μεταχειρίστηκε, σα να επρόκειτο για μπούτια προβάτου ή μοσχαριού. Εγώ τα ’ξερα αλλιώς...
Ήτανε μαρτύριο αυτό το βράδυ για μένα. Ύστερα όμως άμα τελείωσε, έπλαθα όνειρα γλυκά...
Αλλά πέρασε το καλοκαίρι. Ο ουρανός μια μέρα γέμισε σύννεφα, και σε όχι πολύ, βροχή έλουσε την πόλη με κεραυνούς. Είχε έρθει ή ερχόταν ο χειμώνας κι έμπαινε πανηγυρικά.
Το βράδυ κείνο το θέατρο δεν άνοιξε. Άνεμος φυσούσε ψυχρός. Την άλλη μέρα το ίδιο. Ψύχρα ξαφνικιά είχε έρθει. Το θεατράκι έκλεισε.
Πήγαινα σχολείο, αλλά πάντα το θεατράκι ήταν στο νου μου.
Ένα πρωί εορτής, είχα βγει έξω και γύριζα. Ξαφνικά ακούω μουσική πένθιμη. Ήταν κηδεία. Η μουσική μ΄ έσυρε και πήγα. Αλλ΄ είδα αντί στρατιωτική μουσική, πολίτες μουσικούς, και μαζί ανθρώπους του θιάσου εκείνου ν’ ακολουθούνε.
Ρώτησα ποιος ήταν ο νεκρός, γιατί η κάσα ήταν σκεπασμένη. Κι έμαθα. Είχε πεθάνει εκείνη...
Ακολούθησα κι εγώ την κηδεία, όχι για τη μουσική, αλλά σαν άνθρωπος που ακολουθά αγαπημένο του νεκρό, χτυπημένος τρομερά απ΄ το δυστύχημα...
Το βράδυ, πριν πλαγιάσω, γονάτισα και προσευχήθηκα για την ψυχή της. Αυτό άρχισα να το κάνω τακτικά.
Την Κυριακή πήγα και στο νεκροταφείο. Δεν άργησα να βρω το μνήμα της. Το όνομά της ήταν γραμμένο με ξενικά γράμματα. Αλλά πάνω στο σταυρό υπήρχε και η φωτογραφία της. Πώς στάθηκα και την κοίταξα. Και πού να φύγω... Η ώρα περνούσε κι εγώ εκεί, να την κοιτάζω και να παραμιλώ... Είχα όμως, κάποτε, και το νου μου να μη με βλέπουν.
Και στο νεκροταφείο υπήρχε μια ησυχία μεγάλη, μια σιωπή, και μόνον ένας χτύπος μακρινός, αλλά ρυθμικός σχεδόν, ακουγόταν, ή έπεφτε, σ΄ αυτή. Κάποιον είχα διακρίνει να σκάβει, πέρα κει, μέσα στο πλήθος των σταυρών.
Απ΄ εκεί μ΄ έδιωξε η εμφάνιση μιας κηδείας, που ερχότανε με ξεφωνητά. Έφυγα γρήγορα, χάθηκα μες στα δέντρα, ζητώντας την έξοδο.
Περάσανε μέρες.
Ένα βράδυ κάτι μου βάλθηκε στο νου μου. Να πάω να κλέψω τη φωτογραφία, να την βγάλω απ’ το σταυρό και να την πάρω...
Και το πρωί, αντί να πάω στο σχολείο, τράβηξα για το νεκροταφείο. Είχα πάρει μαζί μου ένα σουγιά κι ένα σίδερο, που νόμισα, πως ήταν κατάλληλο γι΄ αυτή τη δουλειά.
Φυσούσε άνεμος αυτή τη φορά, δυνατός, ο ουρανός συννεφιασμένος και σταγόνες πέφτανε κάποτε.
Το νεκροταφείο ήταν έρημο. Και μόνο απ’ έξω απάντησα πολλούς, που φεύγανε από κηδεία.
Προχωρούσα σα σωστός κλέφτης. Κανείς. Τα δέντρα κουνιόντουσαν, βούιζαν και οι σταυροί... Οι σταγόνες απ΄ τα θολά σύννεφα περισσότερες πέφτανε.
Πλησίασα έχοντας έτοιμο το σουγιά και το σίδερο. Αλλά καθώς αντίκρισα, το σταυρό, έμεινα, μαρμαρώθηκα... Η φωτογραφία δεν υπήρχε πια εκεί... Η κορνίζα χαλασμένη μ΄ ένα κομμάτι γυαλί πάνω... Άλλος... άλλος την είχε βγάλει, άλλος μου την έκλεψε...-

 

Από τη συλλογή Είκοσι διηγήματα (1924), σ. 80-85 (το δανείστηκα από την ηλεκτρονική βιβλιοθήκη του Ν. Σαραντάκου)

___________________________________________________
Ο Δημοσθένης Βουτυράς (1872-27 Μαρτίου 1958) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες διηγηματογράφους καί πεζογράφους της ελληνικής λογοτεχνίας του Μεσοπολέμου. Στα έργα του περιγράφει κυρίως τις περιπέτειες των φτωχών ανθρώπων, των περιθωριακών και των απόκληρων. Πολλοί σύγχρονοί του λογοτέχνες επηρεάστηκαν από το έργο του.