Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2017

Μέσα στο καταχείμονο και αποκεντρωμένα !!!

 
Θα ακολουθήσει μπουφές με τοπικούς οίνους και εκλεκτά εδέσματα

Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2017

Σποράδες: Ένας βαρύς χιονιάς του 1891 !!!




Σημείωση: φαίνεται πως οι Σποράδες έχουν προϊστορία με τους χιονιάδες. Και ένας τέτοιος  έχει περισωθεί και περιγράφεται με πολύ γλαφυρό τρόπο από την πέννα του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη του έτερου μεγάλου μας Σκιαθίτη συγγραφέα. Το κείμενο αλίευσα και  πληκτρολόγησα (δυστυχώς μονοτονικά) από το διήγημά του «Βαρυχειμωνιά»( 1891).

 

Αλέξανδρου Μωραϊτίδη:

 

                              ΒΑΡΥΧΕΙΜΩΝΙΑ

 

     Όταν εξημέρωσε, το χωρίον ευρέθη κουκουλλωμένον από ένα άσπρο-άσπρο χιόνι. Και δεν ήτο ολίγον το λευκόν του χειμώνος προϊόν. Είχεν, αν αγαπάτε, τριών σπιθαμών πάχος, αρκετόν ώστε να βυθίζονται οι πόδες των διαβατών μέχρι του γόνατος, και να διακοπεί η συγκοινωνία των γυναικών μετά των φούρνων και των κήπων, των μόνων οδοιπορικών γραμμών, αίτινες εις τα χωρία διατελούσιν υπό την αποκλειστικήν χρήσιν των γυναικών.
     Οδοί και στενωποί και καταλύματα, όλα έγιναν έν λευκότατον και καθαρώτατον στρώμα, μέσα από το οποίον ανέκυπτον οι οικίσκοι του χωρίου, λευκοί και αυτοί ως κύκνοι εντός παγωμένης λίμνης.

     Τα πτηνά εσάστισαν απολέσαντα το προσφιλές των πράσινον χρώμα της χλόης και με ημικλείστους τας πτέρυγας εσύροντο, εσύροντο, και είτα εκοκκάλωναν, ημιβυθιζόμενα επί της αφράτης χιόνος, αν δεν επρολάμβανον να πετάξωσιν επί της αμμώδους παραλίας, ήτις  -μια λωρίδα μόνον- έμενεν ελευθέρα ως τεφρόχρουν πλαίσον της λευκής εικόνος.

Αι θύραι των χθαμαλών οικιών ήσαν ημίχωστοι εις την χιόνα, επί δε των στεγών εσωρεύθησαν βαρείς όγκοι στρογγυλούμενοι εύμορφα προς τα εμπρός και κλίνοντες προς τα γεισώματα, όμοιοι προς τα ρευστά σώματα, σαν άσπρα σύσύννεφα, τα οποία έμελλον, λέγεις, να καταρρεύσωσι, κι’ επάγωσαν μετά την πρώτην κλίσιν των.

     Το λευκόν θέαμα ήτο ιδίως γραφικόν εν τη μικρά της πόλεως αγορά, όπου αι αναδενδράδες επί ξυλίνων δοκών σκιάζουσι  το θέρος τας εισόδους των καφενείων μέχρι του κρηπιδώματος της ακτής. Ήδη τα άφυλλα κλήματα,  τα προτείνοντα ατάκτως και περιπλέγδην τας γυμνάς κληματίδας των, εφορτώθησαν  ως με χιονώδεις χονδράς  δαντέλλας, ως  με αφρωτούς βαμβακερούς κροσσούς, άλλους ως φούντες και άλλους ως λοφιάς,  ώστε εσχηματίσθησαν έκπαγλοι αποκρυσταλλώσεις, οποίαι γίνονται εμβπτιζομένων των φυτών εις τα λουτρά της Αιδηψού, τόσον δε ηραιωμένη ήτο και αραχνοϋφής εκεί επάνω η χιών, ώστε ηδύνατο να εκλάβη τις  αυτήν ως άνθος και φύλλα των αναδενδράδων  χειμερινά εξ αλαβάστρου, άτινα μάτην θα προσεπάθει να να φανταστεί η τέχνη. Μερικά μάλιστα απεξηραμμένα τσαμπιά σταφυλών , χιονισθέντα ήδη και κρεμάμενα μαρμάρινα  υπό μαρμαρίνην χιονόλευκον στοάν, παρίστων ωραίας ρώγας χιονώδεις, αι οποίαι ίσως δεν θα εξηπάτων τα πτηνά, ως συνέβη τούτο επί εζωγραφισμένων σταφυλών του αρχαίου ζωγράφου, αλλά θα επεθύμει τις όμως να τας επιπίλιζε πρωί-πρωί μετά ιδιαιτέρας ηδυπαθείας παγωτού.

     Αλλά και μικρά τινα πλοιάρια, αγκυροβολημένα εκεί εμπρός συνεπλήρουν την χιονώδη εικόνα των φανταστικών δημιουργημάτων της νυκτός εκείνης, ανυψούντα χιονισμένους ιστούς , με αλαβάστρινα προσδεδενένους σχοινία, ενώ αι κωπασταί αυτών μετεμορφώθησαν εις έντεχνα ναυπηγικής στολίσματα, έργα μυστικά της απαλής του χειμώνος κόρης. Όσα δε πάλιν ήσαν προσδεδεμένα εγγύς της χιονισμένης αποβάθρας ενόμιζε τις ότι εφόρτωνον χιόνι.

     Ο άνεμος είχε κοπάσει πλην ο ουρανός ήτο φαιός ακόμη  και κάτωχρος , ως όταν χιονίζη, όλος μίαν συνεχή νεφελώδη μάζαν αποτελών, εν  η δεν διεκρίνετο χαραυγή τις, ουδέ η θέσις του ηλίου, όστις προ πολλού είχεν ανατείλει. Ενίοτε δε ενεφανίζοντο ακόμη καμαρωταί-καμαρωταί, αραιαί τινές νιφάδες, απαλαί,  αβραί και αστεροειδείς,  πάλλευκα,  λέγεις, αστεράκια εκ ζύμης,  τα οποία αόρατος χειρ εσκόρπιζεν ως χαιρετισμούς ραίνουσα το χωρίον μου, την λευκήν νύμφην, από του αχανούς ύψους, του οποίου ο θόλος εφαίνετο ότι πάρα πολύ είχε προσεγγίσει προς τα κάτω.

     Αι νιφάδες αι μετ΄ ελαφρών στροβιλισμών χαριέντως κατερχόμεναι, και η παρατηρούμεενη ανεπαίσθητος μελανή φρικίασις της θαλάσσης, η ρυτιδούσα πενθίμως τον λιμένα, ήσαν το μόνον κινούμενον και ζων σημείον επί της νεκράς ακινησίας του χιονισμένου χωρίου.

     Ουδεμία άλλη κίνησις εσημειώθη την πρωίαν εκείνην, πλην του κώδωνος της γειτονικής εκκλησίας, όστις αργά και αυτός εκρούσθη , κούφια-κούφια, ως να ήτο η εκκλησία μακράν εις το βουνόν, και των κραυγών των ορνίθων, αίτινες  λησμονήσασαι να παρατηρήσωσι καλά, εξήλθον πρωί-πρωί των ορνιθώνων προς βοσκήν, και αίφνης ευρεθείσαι επί του λευκού και απαλού εκείνου λιβαδίου εβυθίσθησαν με τας πτέρυγας ανοικτάς, αι δείλαιαι, και εκραύγαζον θλιβερώς, αισθανθείσαι τον παγετόν.

 

                                                 *

…………………………………………

                                                      (1891)

________________

Αλέξανδρος Μωραϊτίδης (1850-1929). Μεγάλος Σκιαθίτης πεζογράφος με πολύ σημαντικό έργο. Σπούδασε φιλολογία και έγραψε πολλά και σημαντικά διηγήματα καθώς και υψηλής λογοτεχνικής αξίας ταξιδιωτικές εντυπώσεις από τα ταξίδια του στο Άγιο Όρος και τη Μικρά Ασία. Είχε την ατυχία να συμπέσει χρονικά με τον εξάδελφό του Παπαδιαμάντη που κατά κάποιο τρόπο τον επισκίασε. Για μεγάλο διάστημα έψελναν μαζί στο εκκλησάκι του Αγίου Ελισαίου δίπλα στη ρωμαϊκή αγορά της Αθήνας.

Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2017

Όμηρος Πέλλας: ένας θρύλος της ελληνικής πεζογραφίας !!!




Η Σταυρούλα!!!



Διήγημα του
Όμηρου Πέλλα



.......................................................................................................................................................

   Ξαφνικά ακούστηκε ένας κρότος που πλησίαζε -τρίζαν τα ξερά φύλλα- κι' ένα αγκομαχητό, ξεμύτισε μια χελώνα, πίσω ο αρσενικός που την είχε πάρει από κοντά λαχανιάζοντας και κλαψουνώντας. Σταμάτησαν μια στιγμή μπροστά μας, παίξαν τα ματάκια τους αμφίβολα. Εκείνου του είχε βγει η γλώσσα το στόμα ανοιχτό, έδειχνε αποκαμωμένος, όμως ξεκίνησε αμέσως όταν ξεκίνησε εκείνη και ξανάρχισε το λαχάνιασμα και τ' αγκομαχητό.

   Μπροστά μας προς τα κάτω ήταν ένα αλωνάκι μικρό, όχτος από το πάνω μέρος, γκρεμός στο κάτω χείλος μέχρι κάτω τις "Σπηλιές", κάποτε οι καβουρνιάρηδες είχανε στήσει εδώ καμίνι. Εμποδισμένα από εμάς τα δυο ζωντανά ροβόλησαν στον καμινότοπο και πήραν την όχτη-΄οχτη και έφτασαν στην άκρη. Την έξοδο την έφραζε ένα κουτσουράκι, κάτω έχασκε ο γκρεμνός, έκανε η μπροστινή να στρίψει πίσω, της έφραξε το δρόμο το σερνικό, τη στένεψε, σταμάτησ' εκείνη και την ανέβηκε! Η σβησμένη του αναπνοή γίνηκε πιο κοφτή, οι κινήσεις του γίνηκαν γρήγορες, σε μια στιγμή -εμείς κρατούσαμε, θυμάμαι, την αναπνοή- έγινε πιο βίαιος, σαν τάνυσμα, ξαφνικά το ξύλο όπου στηριζόταν η θηλυκιά υποχώρησε και τα δυο ζούδια χάθηκαν στον γκρεμνό.

   Την ίδια στιγμή ένα "άααα" ακούστηκε αριστερά μας, κι' ένα κορίτσι τινάχτηκε πίσω από τις λούζες, πέρασε τ' αλώνι και έφτασε στο μέρος που πέσαν τα ζωντανούλια, έσκυψε και κοίταζε τον γκρεμνό - ακουγόταν ο θόρυβος που 'καναν τα καύκαλα κατρακυλώντας.

   Φαίνεται πως κινηθήκαμε και μας άκουσε γιατί γύρισε το κεφάλι, περιδιάβασε το μάτι ερευνητικά και φοβισμένα και ύστερα το σταμάτησε πάνω μας. Καρφώθηκε λίγο, περπάτησε από τον ένα στον άλλο σαν γεράκι, σαν φίδι, έτσι ερωτηματικό σαν αρπακτικό και πάντα τρομαγμένο σαν ζούδι του λόγγου, σηκώθηκε απότομα και χάθηκε στον ανήφορο, πίσω από τις ασφάκες.

   Την ξέραμε, ήταν η Σταυρούλα του Κατσίρου. Την είχα προλάβει και εγώ στο σχολείο.  Ερχόταν μέχρι την τρίτη τάξη, δεν ήταν κακή μαθήτρια, στην Αριθμητική μάλιστα ήταν πολύ καλή, στην ομιλία δυσκολευόταν, άλλωστε δεν πολυμιλούσε. Μόνο που ήταν πάντα αχτένιστη, φορούσε πάντα το ίδιο φουστάνι, φαίνεται δεν το 'βγανε ούτε στον ύπνο της, τα μάτια σκιαγμένα, σα να ήταν σε ξένο τόπο, σαν ζούδι που το 'φεραν από το λόγγο και βρέθηκε ξαφνικά ανάμεσα σ' ανθρώπους. Ήταν πολύ φτωχιά. Ο πατέρας της είχε κάτι λίγα χωραφάκια μα πιο πολύ ζούσαν από τα γίδια.

   Όταν πήγαινε στην τρίτη τάξη, πέθανε η μάνα της, ο πατέρας της την κράτησε στο σπίτι να κάνει τη νοικοκυρά. Μια φορά μόνο την είχα δει στο πανηγύρι. Είχε πιάσει μια γωνιά ενός σπιτιού κι από κει έβγανε το κεφάλι και κοίταε το χορό στ' αλώνι. Ίσαμε που  νύχτωσε κι' έφυγε πάλι για το ξώσπιτο.

................................................................................................................................................................

    Πήραμε τον κατήφορο για το γυρισμό, έπρεπε να βιαστούμε να μη νυχτώσουμε, κόντευε να βασελέψει ο ήλιος - γυάλιζε χρυσό, θαμπωτικά λαμπρό το Ιόνιο, δυτικά.

   Όταν περάσαμε κοντά στη Σμουρτίτσα, η Σταυρούλα ήταν ανεβασμένη σ' ένα κλαδί φυτρωμένο οριζόντια σ΄ ένα βράχο και τραγουδούσε.

   Ήταν τόσο  συνεπαρμένη από το τραγούδι που ούτε μας πήρε είδηση. Κάπου-κάπου σταματούσε κι άκουγε τον αντίλαλο της ρεματιάς - έλεγε ένα τραγούδι μονότονο, μακρόσυρτο, θλιβερό, όλο μοναξιά και παράπονο. Δεν ήταν καθόλου άγρια. Το πρόσωπο της -πάντα αχτένιστα τα μαλλιά κι ανακατωμένα- είχε ένα φως, ήταν ήρεμο, σχεδόν χαρούμενο. Τίποτ' άλλο δεν ακουγόταν,  η Σταυρούλα κι η φωνή της.

   Τραβήξαμε βιαστικά, σουρουπώματα ήμασταν στο χωριό. Όλο το δρόμο, κι  αργότερα όταν μεγάλωσα και έφυγα από το χωριό, με βασάνιζε τούτη η εικόνα: Ένας ολομόναχος, έρημος άνθρωπος, ένα κορίτσι ολομόναχο που τραγουδάει σ' ένα άγριo μέρος, δαρμένο από τους αέρηδες το χειμώνα και τον ήλιο και το καλοκαίρι. Πως να γεμίσεις μέρες ολόκληρες, με τη φωνή σου μονάχα, μήνες, χρόνια; Γιατί η καημένη η Σταυρούλα πέρασε χρόνια έτσι, μέχρι που ήρθε ξαφνικά το τέλος, πιο σκληρό από τη ζωή της.

 

   Στα 1945, τον Απρίλη -είχε περάσει πια η Κατοχή- τη βρήκανε σκοτωμένη σ' ένα τσαγδούρι, λίγο παρακάτω από τη Σμουρτίτσα. Τα χέρια της δεμένα σ' ένα κλαρί, τα πόδια τσακισμένα, τα ρούχα ξεσχισμένα, το κεφάλι λιωμένο, με μια μεγάλη πέτρα που βρέθηκε πλάι, με κομμάτια μυαλό και αίματα. Την είχαν βιάσει -θα πρέπει να 'τανε τουλάχιστον δύο, ήταν πολύ γεροδεμένη. Θα 'χανε παλέψει πολύ, τα κοντόκλαδα γύρω ήταν αλωνισμένα, και το χώμα κάτω από το κορμί της σκαμμένο. Τα χείλη της ήταν καταματωμένα, τα 'χε κόψει με τα δόντια.

   Κανείς δεν έμαθε ποτέ ποιος ή ποιοι τη σκότωσαν, τουλάχιστον δεν πιάστηκε κανείς.  Μίλησαν για έναν βουβό  κι' άλλον ένα που έφυγαν τότε κοντά για την πόλη και δεν ξανάρθα. ν στο χωριό -τους είχαν, είπανε, δει εκεί γύρω εκείνη τη μέρα. Επειδή ήταν από το χωριό και τους  γνώρισε η Σταυρούλα γι' αυτό τη σκότωσαν. Άλλος κάτι άκουσε, άλλος κάτι είδε, όταν ρωτούσαν δεν ήξεραν τίποτα, οι καιροί ήταν πονηροί, οργίαζαν κάτι οργανώσεις παντοδύναμες, τον μπελά σου γύρευες;

   Κι ύστερα, χάθηκε ο κόσμος; μια Σταυρούλα -΄πάει λησμονήθηκε κιόλας.

   Μια Σταυρούλα. Ένα ζουδάκι.

 

Αύγουστος 1962

 _______________________________________________

Όμηρος Πέλλας (1921-1962). Φιλολογικό ψευδώνυμο του Οδυσσέα Γιαννόπουλου, ενός συγγραφέα που το όνομά του κοντεύει να γίνει θρύλος για την ελληνική Λογοτεχνία. Καθώς αναγνωρίζεται ότι η μικρή σε όγκο αλλά πολύ έντονη παρουσία του στα ελληνικά γράμματα επηρέασε τα μέγιστα πολλούς μεταπολεμικούς πεζογράφους μας. Πέρασε το βραχύτατο βίο του στα γερμανικά στρατόπεδα συγκεντρώσεως τα ελληνικά ξερονήσια της εξορίας και το κρεβάτι του πόνου με τον καρκίνο. Γεννήθηκε από πολύ φτωχή οικογένεια κτηνοτρόφων –δουλειά που έκανε και ο ίδιος στις διακοπές του σχολείου- στο χωριό της ορεινής Τριφυλίας «Καημένη Γυναίκα» που αργότερα πήρε το «ευπρεπές» σημερινό του όνομα Πρόδρομος. Τελείωσε το Γυμνάσιο της Κυπαρισσίας και μετά σπούδασε δάσκαλος στην Παιδαγωγική Ακαδημία Θεσσαλονίκης. Εργάστηκε σε σχολεία του νομού Πέλλας όπου τον βρήκε ο πόλεμος και η κατοχή. Συνελήφθη δυο φορές από τους Γερμανούς για αντιστασιακή δράση και τη δεύτερη φορά το 1944 τον έστειλαν όμηρο στο στρατόπεδο Στάλαγκ. Μετά την επιστροφή του εξορίστηκε ως κομμουνιστής στην Ικαρία και αργότερα στο κολαστήριο της Μακρονήσου από όπου βγήκε με τους τελευταίους. Έγραψε δυο μόνο βιβλία: το Σταλαγκ VI C το χρονικό της ομηρίας και μια συλλογή διηγημάτων με 7 μόνο διηγήματα.