Παρασκευή 11 Απριλίου 2014

Κώστα Βάρναλη: Πως περνούσε τη μέρα του Πάσχα ο Παπαδιαμάντης!!!



     Αὐτὲς τὶς μέρες ξαναθυμοῦνται οἱ παλαιότεροι τὰ καλὰ ἐκεῖνα χρόνια (γύρω στὸ 1905-1915), ποὺ ἡ Ἀθήνα ἤτανε ἀκόμη μιὰ εἰδυλλιακὴ πολιτεία κι εἶχε περισσότερη πίστη καὶ περισσότερην ἐγκαρδιότητα σχέσεων ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Τώρα τὸ πολὺ πλῆθος, ποὺ γέμισε ἀσφυκτικὰ τὴν πρωτεύουσα, ἀπομακρύνει τὸν ἕναν ἀπὸ τὸν ἄλλον καὶ τὸν ἀπομονώνει. Κείνην τὴν ἐποχὴ τῆς εἰρηνικῆς καὶ εὔκολης ζωῆς, οἱ κάτοικοι μιᾶς συνοικίας ἀποτελούσανε μίαν οἰκογένεια κι οἱ θαμῶνες ἑνὸς κέντρου μιὰ φιλικὴ συντροφιά.
     Ἡ Δεξαμενὴ τότες ἤτανε μιὰ προνομιούχα… ἐξοχή. Ἐκεῖ ὑπῆρχε ἀνοιχτὸς ὁρίζοντας, καθαρὸς ἀέρας καὶ δάσος. Ἤτανε ὄχι μονάχα τὸ ὑψηλὸ καταφύγιο τῶν λογίων καὶ τῶν ποιητῶν, παρὰ καὶ ἡ πνευματικὴ κορφὴ ὅλης της Ἑλλάδος. Στὰ γύρω φτωχικὰ σπίτια καθόντανε ἀπὸ χρόνια ὁ Παπαδιαμάντης, ὁ Βλαχογιάννης, ὁ Μαλακάσης, ὁ Κοντυλάκης, ὁ Χατζόπουλος καὶ συχνάζανε ὅλοι στὸ καφενεδάκι τοῦ Μπαρμπαγιάννη. Οἱ νεοσσοὶ τῶν Μουσσῶν: ὁ Αὐγέρης, ὁ Ζῆλος, ὁ Πελλερέν, ὁ Ροδοκανάκης, ὁ Καζαντζάκης, ἡ Γαλάτεια, καθόντανε σὲ κάποια ἀπόσταση ἀπὸ τοὺς μεγάλους, γεμάτοι ἀπὸ τὴ νεανικὴ ματαιοδοξία πὼς θὰ τοὺς ξεπεράσουνε.
     Τότες δὲν ὑπήρχανε οἱ φριχτὲς πολυκατοικίες, ποὺ πνίξανε τὸν ὁρίζοντα, οὔτε εἴχανε γίνει τὰ «ἐξωραϊστικὰ» ἔργα, ποὺ φάγανε τὸν μισὸ λόφο καὶ τοῦ χαλάσανε τὴ φυσική του γραφικότητα. Ἡ θάλασσα φαινότανε κάθε πρωὶ νὰ σπιθίζη πέρα ὁλόχαρη, γελαστὴ καὶ μπλάβη.
     Καμμιὰ δεκαριὰ πανύψηλες λεῦκες, ὁλοφούντωτες καὶ ρωμαλέες, κι ἄλλα τόσα πεῦκα τραγουδούσανε μέρα νύκτα μὲ τὸ παραμικρὸ ἀεράκι· τὰ πουλιὰ γεμίζανε τὰ κλώνια καὶ τὰ τζατζίκια* τσιτσιρίζανε μέσα στὸ… τηγάνι τῆς μεσημεριάτικης πύρας. Μιὰ βρύση κελάριζε ἀκατάπαυστα μέρα καὶ νύκτα στὴ ρίζα μιᾶς θεώρατης λεύκας. Καὶ τὸ φθινόπωρο, σὰν πέφτανε τὰ φύλλα καὶ τὰ ἔσερνε ὁ βορριᾶς, ἡ βρύση θρηνολογοῦσε μὲ ἀναφυλλητά, τὰ ξερόφυλλα θροούσανε ἀπελπισμένα καὶ μέσα στὴ χαβούζα τῆς δεξαμενῆς τὸ νερὸ βογγοῦσε δυνατά. Ὁ διαβάτης, ποὺ περνοῦσε ἀπ᾿ ἐκεῖ τὴ νύχτα μέσα στὸ ἐρημικὸ καὶ βαθὺ σκοτάδι ἔμοιαζε μὲ τὶς «σκιὲς» τῶν ρομαντικῶν μυθιστορημάτων, ποὺ «αἰφνιδίως ἀποσπῶνται ἐκ τῆς παρακειμένης γωνίας καὶ διασκελίζουσιν ἐσπευσμένως τὴν ἔρημον ὁδόν, ἐνῶ τὸ ὡρολόγιον κ.τ.λ.».
      Ἐκεῖ ἐρχότανε πρωὶ κι ἀπόγευμα ὁ κὺρ Στέφανος, ὁ Πρόεδρος, ὁ τύπος τῶν τύπων. Φοροῦσε ποδήματα χειμώνα-καλοκαίρι κι ἀκουμποῦσε τὰ γερατειά του ἀπάνου σ᾿ ἕνα χονδρὸ μπαστούνι. Ἀπαισιόδοξος, πυρρωνιστής**, λαϊκὸς φιλόσοφος μὲ ἀληθινὴ φλέβα. Ἤτανε ὁ μοναδικὸς σχεδὸν φίλος του Παπαδιαμάντη. Γιατὶ ὁ Σκιαθίτης συγγραφέας ἔπασχε ἀπὸ ἀνθρωποφοβία – μὲ τὸ δίκηό του. Καθότανε στὸ πίσω μέρος τοῦ καφενείου κοντὰ στὸ παραθυράκι τοῦ τζακιοῦ. Σταύρωνε τὰ χέρια του, ἔγερνε δίπλα τὸ ἱερατικό του κεφάλι καὶ βυθιζότανε στὰ δημιουργικά του ὀνειροπολήματα μὲ κατάνυξη κι εὐχαριστημένος γιὰ τὴν μόνωσή του. Ἀπὸ τὸ παραθυράκι ἔπαιρνε τὸν καφέ του καὶ καμμιὰ φορὰ ἔμπαινε βιαστικὸς στὸ καφενεῖο χωρὶς νὰ σηκώνη τὰ μάτια, ἔπαιρνε μίαν ἐφημερίδα κι ἔφευγε μὲ τὸν ἴδιο τρόπο βιαστικός. Μονάχα τὸν κὺρ Στέφανο δεχότανε νὰ τὸν ζυγώνῃ. Ὅπως ἤτανε πάντα σιωπηλός, τὸν ἄφηνε νὰ τοῦ μιλῇ ὑπομονετικά. Γιατὶ ὁ κὺρ Στέφανος ἦταν ἕνας τίμιος, ἁπλοϊκός, ἄκακος καὶ περήφανος ἄνθρωπος, ὅπως καὶ ὁ κὺρ Ἀλέξανδρος. Ἂν ἐτοῦτος ἤτανε βαθύτατα θρῆσκος σὰν τοὺς καθωσιωμένους ἀσκητὲς τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων, μὰ καὶ τοῦ Προέδρου ὁ πυρρωνισμὸς δὲν ἤτανε ἄθρησκος. Εἶχε τὴ μανία νὰ κοροϊδεύῃ τὶς ματαιότητες κάθε λογῆς καὶ πρὸ παντὸς τὴν παραδοπιστία τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν παπάδων. Κι αὐτὸ χωρὶς κακία.
      Τίς Κυριακὲς καὶ τὶς μεγάλες γιορτάδες ὁ Παπαδιαμάντης πήγαινε πρωὶ-πρωὶ στὸν Ἅγιο Ἐλισσαῖο***, κοντὰ στὸν Παλαιὸ Στρατώνα, καὶ ἔψελνε ἀνάμεσα στοὺς ἁπλοϊκοὺς πιστοὺς τῆς συνοικίας. Ἐκεῖ πήγαινε καὶ ὁ Μωραϊτίδης γιὰ τὸν ἴδιο σκοπό. Ἔτσι ξαλαφρώνανε κι οἱ δύο τὴν ψυχή τους ἀπὸ τὶς πίκρες τῆς ζωῆς καὶ παίρνανε ἕνα λουτρὸ καρτερίας, ποὺ τοὺς δυνάμωνε τὴ δημιουργική τους ὁρμή. Τὴ Μεγάλη βδομάδα τὸν χάναμε. Ἐκτελοῦσε στὴν ἐντέλεια ὅλα τα χριστιανικά του χρέη σὰν πειθαρχημένος καλόγηρος. Μὰ τὴν Κυριακή του Πάσχα, κατὰ τὸ μεσημέρι ὁ κὺρ Στέφανος ἐρχότανε στὸ καφενεῖο καὶ τὸν ἔπαιρνε στὸ σπίτι του νὰ φᾶνε τὸ πασχαλινὸ ἀρνί. Κατηφορίζανε κι οἱ δύο τὸ λόφο, ὁ ἕνας μὲ σκυμμένο τὸ κεφάλι κι ὁ ἄλλος μὲ τὴν ἀλύγιστη περπατησιά του, γιατὶ τὰ γόνατά του ἤτανε ξυλιασμένα ἀπὸ τὴν ἀρθρίτιδα.
      Στὸ τραπέζι μοσχοβολοῦσε κι ἄχνιζε τὸ ἀρνὶ μέσα στὸ ταψί· μοσχοβολοῦσε τὸ τυρὶ τοῦ Παρνασσοῦ, ἡ μαρουλοσαλάτα μὲ τὸν ἄνηθο καὶ τὸ κρεμμυδάκι· μοσκοβολούσανε τὰ πορτοκάλια καὶ λαμποκοπούσανε μέσα στὴ σουπιέρα τὰ κόκκινα τ᾿ αὐγά. Πόσοι πειρασμοί: Μὰ ὁ θρῆσκος Παπαδιαμάντης πρῶτα ἔκαμνε τὸ σταυρό του, ἔλεγε τὸ «φάγονται πένητες καὶ ἐμπλησθήσονται…», οἱ ἄλλοι ὄρθιοι γύρω σταυροκοπιόντανε κι αὐτοὶ κι ὕστερα… Αἵ, ὕστερα, ἅμα καθόντανε στὸ τραπέζι, ὁ κὺρ Στέφανος, ποὺ ἤξαιρε τὰ συνήθεια τοῦ φίλου του, τοῦ γέμιζε μιὰ κούπα ρετσίνα. Ὁ κὺρ Ἀλέξανδρος τὴν ἔπιανε μὲ τὶς δύο του φοῦχτες (γιατὶ τὰ χέρια του τρέμανε) καὶ τὴν ἄδειαζε ὁλάκερη «ἀμυστὶ»**** μὲ μιὰ συγκινητικὴ λαχτάρα. Τότες τὸ αἷμα του ξυπνοῦσε καὶ κύλαε ζεστὸ στὶς φλέβες του, τὰ μάτια του καθαρίζανε, ἡ ψυχή του ἄνοιγε τὰ διπλωμένα φτερά της καὶ τότε μονάχα ἀρχίζανε τὸ φαγί. «Ἠτο ὡραῖον ρετσινάτον» (λέγει σ᾿ ἕνα του διήγημα) «ὅλον ἄρωμα καὶ πτῆσις καὶ ἀφρός»! Τί λυρικὸς καϋμός, τί ἀληθινὸς ἔρωτας γιὰ τὸ κρασί!
      Ἔτσι αὐτὲς τὶς μέρες, ποὺ ἡ ἐποχή μας τὶς ζῆ μὲ κάποιαν πεζότητα, πῶς νὰ μὴ θυμηθῇ κανεὶς τὸν καλὸ ἐκεῖνο καιρό, ποὺ ἡ ποίηση καὶ ἡ πίστη ἤτανε ζωντανὰ στοιχεῖα τῆς ζωῆς. Τώρα τὰ πεῦκα τὰ κόψανε ὅλα οἱ πολυκατοικίες. Οἱ λεῦκες ξεραθήκανε κι ὡς τόσο δὲν τὶς κόβουνε νὰ λείψῃ ὁ πένθιμος ἐκεῖνος σκελετός τους, ποὺ τὶς κάνει νὰ μοιάζουνε μὲ ὑψηλοὺς ξύλινους σταυροὺς σὲ κοιμητήρι. Ἡ Δεξαμενὴ ποὺ ἤτανε ἡ ψηλότερη σκοπιὰ τῆς Ἀθήνας, ἔχασε τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ θάλασσα καὶ κατάντησε σὰ μιὰ πηγάδα. Καὶ μείναμε ἐμεῖς τὰ ἐρείπια, οἱ παληοὶ κάτοικοι τοῦ ὡραίου λόφου νὰ θρηνοῦμε ἐπάνω στὰ ἐρείπια τοῦ «ἐξωραϊσμοῦ» του.

Κώστας Βάρναλης – Εἰς τὴν Δεξαμενήν
Πηγή: Ἐφημ. «Πρωία», 2 Μαΐου 1937
Ἀναδημοσίευση: Ἐφημ. Ἐλευθεροτυπία, Βιβλιοθήκη, 24 Ἀπριλίου 2008

 *     Τζατζίκια = τζιτζίκια.
**    Πυρρωνισμός: φιλοσοφικό σύστημα που πήρε το όνομά του από τον αρχαίο φιλόσοφο του 3ου  αιώνος π.Χ., Πύρρωνα.   
***  Πίσω από το σταθμό στο Μοναστηράκι.
****Αμυστί: απνευστί, χωρίς να κλείνει τα χείλη του αυτός που πίνει.