Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016

Η Διαχρονικά "Αμαρτωλή" Πλατεία Ομονοίας !!!


                       
Η πλατεία Ομονοίας άσχετα από τις αρχιτεκτονικές πολιτιστικές και κοινωνικές μεταβολές που υφίσταται κάθε τόσο. Διατηρεί σταθερά μέσα στο χρόνο μιαν αναλλοίωτη πτυχή του χαρακτήρα της: σαν η πλατεία των ανομολόγητων παθών και των απαγορευμένων, των χαμηλόφωνων …συμφωνιών και των νευμάτων! Παραθέτω προς τούτο ένα σχετικό απόσπασμα, όχι από την «Ομόνοια 1980» του Γιώργου Ιωάννου που τόσο γλαφυρά το επιβεβαιώνει, αλλά από πολύ παλιά: από το διήγημα «Ζωγραφιά Νυκτερινή» του μεγάλου μας λογοτέχνη Μιχ. Μητσάκη που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ακρόπολις» στις 16 Μαΐου 1893 και το οποίο θεωρείται ως το πρώτο κείμενο της ελληνικής λογοτεχνίας που θίγει τόσο «αυστηρώς ακατάλληλα» θέματα!
Συγχωρήστε με μόνο που το περνάω στο μονοτονικό:


ΖΩΓΡΑΦΙΑ ΝΥΚΤΕΡΙΝΗ

Τρεις μετά τα μεσάνυχτα, και η πλατεία της Ομονοίας είναι έρημος. Από των γύρω δρόμων, μεγάλαι πνοαί ανέμου εισβάλλουν εκ των γωνιών, συρίζουσαι, σαρόνουν το έδαφος σφοδραί, συσπούν την κόμην των υψηλών δένδρων της, σηκώνουν εις σύννεφα την σκόνην. Τα πέριξ οικήματα, βωβά, -παράθυρα κλειστά, πόρτες σφαλισμένες- εγείρουν αμαυράς τας όψεις των. Ένα προς ένα, βαθμηδόν, τα μαγαζειά, τα καφενεία που την περιβάλλουν, άδειασαν από τους θαμώνας των, είδαν να λιγοστεύ’ η θορυβώδης κίνησις, η ζωή που τα εγέμιζε, ησύχασαν, εβυθίσθησαν εις την σιγήν και εις το σκότος. Δύο καπνοπωλεία μόνον, άγρυπνα, πλάι – πλάι, εις το προς την οδόν Σταδίου άκρον της, ρίχνουν επί το πεζοδρόμιον κάτασπρον το φως των δύο στρογγυλών λαμπτήρων των. Έξω της «Ήβης», μόλις προ μικρού, η πλανοδία μουσική, η μισθωμένη δια να τέρπη τους ζυθοποτούντας, έπαυσε να σπαράττη την Τραβιάταν, το ισπανικόν, το τραγούδι του Στραβογιώργη και τα γκαρσόνια , πηγαινοερχόμενα, μεταφέρουν τα καθίσματα, εισάγουν τους ξυλίνους καναπέδες, παίρνουν τα απομείναντα ποτήρια, σκουπίζουν από χάμω τ’ αποτσίγαρα, των φυστικιών τα φλούδια, των ποδών τα ίχνη, τα φτυσίματα, όλην την βρώμαν που αφίνει πίσω της πληθύς ανθρώπων συνελθόντων δια να ιδωθούν, να ξαπλωθούν, να φλυαρήσουν. Τρία – τέσσαρ’ αμάξια στέκονται προ αυτής, βραδύναντα, περιμένοντα κανέναν πάρωρον διαβάτην, με τ’ άλογα των κουρασμένα, μισοκοιμώμενα ορθά, θαμπά, μισοσβυσμένα τα φανάρια των, τους δύο αμαξάδες κάτω, ακουμπισμένους εις τον τοίχον, ομιλούντας με τους υπηρέτας, ξαπλωμένον υψηλά, επί του εδωλίου του, τον άλλον, και ρογχάζοντα, ενώ ο τέταρτος, επί του εδωλίου του κι’ αυτός, ξάπλα επίσης, στηρίζει εις το χέρι το κεφάλι του, και ως εις ρέμβην αφειμένος, μουρμουρίζει σιγανά, διακεκομμένα, ως βαυκάλημα θα έλεγες, χυδαίον αθηναϊκόν τραγούδι, αλλοκότως αντηχούν εν τη νυκτί :

-Τι ναν του κάμω του μικρού
Που είναι μικρό και κλαίει, ώχ!....
Αντίκρυ δε, υπό το φέγγος τ’ ουρανού, αγρυπνούν κι’ αυτό και φωτισμένον, ορθόνεται το κιόσκι, ως λευκόν κουβούκλιον εβραϊκής συναγωγής και από μέσα πιάνων όλον τον στενόν χώρον του κοιμάτ’ ο πωλητής του. Ψυχή άλλη επ’ αυτής, ψυχή εις τους πέριξ δρόμους. Οξέα, υπερύψηλα τα τέσσερα κοντάρια του ηλεκτρικού, σβυστά, φρουρούν τας τέσσερας πλευράς της , παμμεγέθη. Άφωτα τα γκαζ, τυφλά επίσης, ως σβεσθέντ’ από τον άνεμον, την τριγυρίζουν πανταχόθεν. Ελεύθερος ο άργυρος των άστρων, της σελήνης, μονοκράτωρ, πέφτει επ’ αυτήν, απλόνεται, λαμπρός. Σκορπισμέν’ ανά την έκτασιν, πλέοντα εις το φως, τα θρανία όπού χρησιμεύουν προς ανάπαυσιν των εις αυτήν φοιτώντων, γυμνά ανθρώπων, μαστιγόνονται αγρίως από την βιαιότητα της σκόνης. Αλλ’ εις ένα εξ αυτών, κοντά εις την εξέδραν όπου παίζ’ η μουσική, υπό μίαν των συστάδων των σκοτεινών θάμνων, οίτινες ζοφούν το κέντρον της, στον ίσκιον, φαίνονται δύο συγκαθήμενοι. Ο πρώτος υψηλός ανήρ, με μαύρην γενειάδα, καταπίπτουσαν επί του στήθους του, ευρύνωτος, ευρύστερνος, με πρόσωπον μισοκρυμμένον υπό το πλατύ καπέλλον του, οζώδη ράβδον ανά χείρας, κατέχει τη μίαν άκραν του θρανίου, εστραμμένος προς τον άλλον. Και ο δεύτερος, μικρός λούστρος, ωσεί δεκαετής, με το κασκέττον του σκεπάζον την ευειδή όψιν του, στρέφων τα νώτα προς τον πρώτον, κατέχει την ετέραν. Σιωπηλοί, κάθοντ’ έτσι, κατ’ αυτόν τον τρόπον, προ ώρας ήδη, μη μετακινούμενοι, αδιαφορούντες δια την νύκτα και την σκόνην, μόνον, κάπου-κάπου ο ανήρ, βιαίως, ρίχνει δύο-τρεις λέξεις, ωσανεί μονοσυλλάβους ερωτήσεις, μασσωμένας μεταξύ των μαύρων του γενείων και ο μικρός ο λούστρος, δίχως να γυρίσει, απαντά ομοίως, μονοσύλλαβα επίσης, σιγαλά. Ο άνεμος φυσά, πάντοτε σφοδρός, διελαύνων την πλατείαν μετ’ οργής, αναστατώνων τα φυλλώματα, απειλών να καταρρίψη, τρίζοντας, τους στύλους των φανών του τηλεγράφου, ανεγείρων προς τον ουρανόν κονιορτού σίφωνα. Κι’ εκεί κάτω, εις κάποιαν εκ των γωνιών, ένα παράθυρον, ανοικτόν λησμονηθέν, παραφερόμενον υπό του βιαίου ρεύματος, δέρνει το σπίτι θηριωδώς, βροντά λυσσωδώς κατά τοι τοίχου, έκφρον και βαρύ, ωσάν να ήθελε να συγκλονίση την πλάσιν…
--Κουλούρια ζ…στάάά ! ήχησε φωνή, σκιά ενεφανίσθη, παρά του καφφενείου το ημίφως, εν μέσω του σκονοστροβίλου, κρατούσα μέγαν πίνακα επικεφαλής, τρίποδα εις χείρας.
…………………………………………………………………………………………..
Mιχαήλ Μητσάκης Εφημερίδα "Ακρόπολις" 16.5.1893

Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2016

Ο Τρόμος και η μελαγχολία που εξέπεμψε η Δανία !!!

Μπιλ Όγκαστ
Τόμας Βίντενμπεργκ

Με αυτό το βάρβαρο και πρωτοφανές για την ανθρώπινη ιστορία νομοθέτημα, που ψήφισε η δανέζικη βουλή και δίνει το δικαίωμα στα αστυνομικά όργανα να κάνουν ελέγχους στους πρόσφυγες, σωματικούς και αποσκευών, και να κατάσχουν χρήματα και τιμαλφή αντικείμενα για να πατσίσουνε τάχαμου τα έξοδα που κάνει γι’ αυτούς το κράτος. Οι ίδιοι άραγε πότε σκέφτονται να πατσίσουν τα χρωστούμενα της αποικιοκρατίας τους; Γιατί ναι, αυτή η μικρή σήμερα Δανία, διατηρούσε για πολλά χρόνια αποικίες στην Ινδία την Κεϋλάνη την Καραϊβική,  ληστεύοντας τον πλούτο τους. Καθώς και τρία περιβόητα οχυρά στην Αφρική   (Christiansborg, Fredriksborg, Augustaborg) από τα οποία διεκπεραιώθηκε το μεγαλύτερο εμπόριο σκλάβων του πλανήτη.
Και σίγουρα τρομάζεις και μελαγχολείς με αυτά γιατί η Δανία θεωρείται ότι ανήκει στη χορεία των πολιτισμένων κοινωνιών.
Κάτι που αυτόματα δημιουργεί συνειρμούς και σε πάει στη Γερμανία του ’30. Τότε που μια κοινωνία με τα ίδια χαρακτηριστικά προσκύνησε έναν παρανοϊκό ηγέτη που μακέλεψε την ανθρωπότητα.
Δεν ξέρω τι να πω ρε παιδιά! Μόνο σκέφτομαι ότι οι μεγάλοι Δανοί σκηνοθέτες, μας είχανε στείλει μηνύματα: Ο Μπίλ Όγκαστ στο «Πέλε ο κατακτητής» περιέγραφε την αγριότητα που έδειχναν οι συμπατριώτες του στους Σουηδούς μετανάστες που πήγαιναν εκεί παλαιότερα για να δουλέψουν στα κτήματα. Ενώ αργότερα ο Τόμας Βίντεμπεργκ με την «Οικογενειακή Γιορτή» ξεσκεπάζει την ενδοοικογενειακή βία της δανικής κοινωνίας. Και πρόσφατα με το «Κυνήγι» του, το φασισμό της.

Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2016

Ένας αλλιώτικος Βάρναλης !!!

             





KΩΣΤΑΣ  ΒΑΡΝΑΛΗΣ:  ΦΕΪΓ ΒΟΛΑΝ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ (Επιλογή χρονογραφημάτων που έγραψε στην εφημερίδα Πρωία κατά το διάστημα 1941-1944. Εκδόσεις Καστανιώτη).

                                         Οι δεκατρείς όνοι…

    Συνελήφθη, κατά το «ανακοινωθέν», μία σπείρα από «ονοκλέπτας», όπως θα λέγανε οι αττικίζοντες, ή «γαϊδουροσύρτες» όπως θα ‘λεγε ο λαός. Κι αληθινά ο λαϊκός όρος είναι παραστατικότερος. Βλέπεις μπροστά σου όλη την εικόνα της κλεψιάς του γαϊδουριού! Γιατί, όταν κλέψει κανείς γαϊδούρι δεν το βάζει στην τσέπη του ή δεν το φορτώνεται στη ράχη του, παρά το λύνει πρώτα από το παλούκι ή το παχνί όπου είναι δεμένο και το σέρνει με το σκοινί σιγά και ήμερα από το χωράφι ή το σταύλο όσο το δυνατό μακρύτερα από τη σημείο της κλοπής, κ’ ύστερα μπορεί να το καβαλικέψει και να κόψει δρόμο. Αν το καβαλίκευε αμέσως πολύ πιθανό θ’ αγρίευε το ζωντανό και θ’ άρχιζε το κλωτσίδι και το γκάρισμα και θα σήκωνε τον κόσμο στο ποδάρι.  Κ’ ύστερα, αντίς να τρέχει ο γάιδαρος, θα ‘τρεχε ο κλέφτης μ’ αδειανά τα χέρια. Ενώ, αν έχει τη γαϊδουρινή υπομονή να το σύρει παραέξω στην ερημιά, τότε μπορεί πια να το καβαλικέψει και να το οδηγήσει ή στο γαϊδουροπάζαρο ή στο σφαγείο! Εν πάση περιπτώσει, το υποζύγιο είναι το μόνο κλοπιμαίο που δεν το φορτώνεσαι, αλλά σε φορτώνεται και δεν το πας, αλλά σε πάει, που δε σε κουράζει, αλλά κουράζεται το ίδιο. Αν μάλιστα είναι καλοκαιριάτικη νύχτα με φεγγάρι, ο «ειδικός» (αλογοσύρτης, μουλαροσύρτης ή γαϊδουροσύρτης) κάνει έναν ρομαντικό περίπατο στο ύπαιθρο κάτου από ελιές και πεύκα και μέσα σε μαγικό όνειρο και σαν … πατώντας, με τα φτερά του τετράποδου, ήγουν με τα τέσσερα πέταλά του!
   Οι ομηρικοί βασιλιάδες ξέρανε τη γοητεία και τη λεβεντιά αυτής της ζωοκλοπής. Ο σοφός Νέστορας καυχιότανε στα γηρατειά του πως όταν ήτανε νέος σε μια νύχτα μέσα έκλεψε πενήντα μουλάρια από την Τριφυλία και τα «έσυρε» στην Πύλο!
   Οι γαϊδουροσύρτες της σπείρας είχανε ρημάξει τα χωριά της Αττικής. Δεν αφήσανε γάιδαρο για γάιδαρο. Αφού σε μια «παρτίδα» μέσα η Αγορανομία κατάσχεσε  50 ποδάρια! Σφάζανε τ’ αγαθά ζώα, τα γδέρνανε και πουλούσανε το κρέας και τον πατσά τους και τα πόδια τους για μοσχαρίσια.
    Οι δυστυχισμένοι οι γαϊδάροι δεν έχουν άλλο όπλο ν’ αμυνθούν παρά τα πόδια τους.  Αλλ’ αντίς να κλωτσάνε τους κλέφτες και να τους σπάζουνε τα μούτρα, τους βοηθάνε.  Γιατί τους τρέχανε απάνω στη ράχη τους τετραποδιστά και πηγαίνανε μοναχοί τους στο μακελειό. Ένα όμως πόδι βρέθηκε να τους κλωτσήσει … μετά θάνατον! Μέσα στον πατσά ενός μαγέρικου βρήκαν οι πελάτες ένα καρφί από πέταλο. Αυτό το καρφί «μαρτύρησε» την κλοπή και πιάστηκε η σπείρα. Ως τώρα πιαστήκανε δεκαεφτά και αναζητούνται κι άλλοι πεντέξι. Σπείρα μια φορά!
   Αλλά το «ανακοινωθέν» κάνει ένα φάλτσο στο λογαριασμό των γαϊδάρων. Τα πενήντα ποδάρια, λέει, ανήκανε σε δεκατρείς «τουλάχιστο» γαϊδάρους! Αλλά δια την μαθηματικήν ακρίβειαν, ανήκανε σε … δωδεκάμισι γαϊδάρους! Αν τους πούμε δεκατρείς, λείπουνε δυο πόδια, αν τους πούμε δώδεκα, περισσεύουν δυο! Φυσικά οι γαϊδουροσύρτες δεν σφάξανε μισόν γάιδαρο. Κι ούτε μοναχά δυο πόδια λείπουν. Το ευχάριστο είναι πως ο αριθμός «δεκατρία», που είναι για τους πολλούς αριθμός γρουσούζικος και για πολλούς μυστικοπαθείς αριθμός ιερός, υπάρχει κατά προσέγγιση μέσα στα πενήντα … ποδάρια διαιρεμένα δια του τέσσερα. Για τη σπείρα όμως στάθηκε αυτός ο κατά προσέγγιση αριθμός δεκατρία αριθμός γρουσούζικος. Και τώρα θα «τινάξουν κι αυτοί τα πέταλα» μεταφορικώς, όπως τα τινάξανε τα θύματά τους κυριολεκτικώς.
   Αλλά η απονιά των κλεφτών δεν είναι που σφάζανε τους γαϊδάρους, αλλά που τους σφάζανε απάνω στο άνθος της ηλικίας τους. Και μάλιστα όταν όπου να ‘ναι, έρχεται ο Μάης! Πως λοιπόν θα μας θυμίσουνε τους στίχους του Σουρή:
                         Και λίγεια μινύρεται τετράπους αηδών.

Χωρίς το λάλημά τους καλοκαίρι δεν γίνεται.

Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2016

Breece D’J Pancake: η μεγάλη απώλεια της παγκόσμιας λογοτεχνίας!!!



Σημείωση Navarino-s: Ο Μπρις Ντ.Τζ. Πάνκεϊκ έζησε μόνο 27 χρόνια, γεννήθηκε το 1952 και αυτοκτόνησε το 1979. Όλο του το έργο αποτελείται από 12 μικρά διηγήματα. Τα έξι τα δημοσίευσε σκόρπια όσο ζούσε και τα άλλα έξι τα βρήκανε μετά στο συρτάρι του. Και το 1983 εκδόθηκε στην Αμερική η συλλογή τους με τον τίτλο "Τριλοβίτες". Έργο τεράστιάς συγγραφικής αξίας που δείχνει και το μέγεθος της απώλειας για την παγκόσμια λογοτεχνία από τον τόσο πρόωρο θάνατο του. Στη γλώσσα μας -έπρεπε να περάσουν 32 ολόκληρα χρόνια- και χάρις στις εκδόσεις Μεταίχμιο, πρωτοεκδόθηκε πριν έξι μήνες σε μια θαυμάσια μάλιστα για τις δυσκολίες του, μετάφραση του Γιάννη Παλαβού. Πληκτρολόγησα το διήγημα "Ένα μόνιμο δωμάτιο" και σας το προσφέρω σαν πρωτοχρονιάτικο δώρο.


        Breece D’J Pancake


 

                             Ένα μόνιμο δωμάτιο

    Είναι παραμονή Πρωτοχρονιάς, γι’ αυτό με βάζουν στο μεγάλο δωμάτιο, που κοστίζει οκτώ δολάρια. Μου φαίνεται όμως στενότερο απ’ ό,τι το θυμόμουν∙ κι έτσι όπως κάθομαι δίπλα στο παράθυρο και κοιτάζω τη βροχή και την πόλη, νιώθω την αναμονή να με βασανίζει. Δεν θα έπρεπε να έρχομαι σε τέτοιες πόλεις παρά μόνο όταν το ρυμουλκό δένει στην αποβάθρα.  Αλλά πάντα φτάνω νωρίς, πάντα κάθομαι και χαζεύω τους περαστικούς. Στο δρόμο οι φανοστάτες σκορπούν ένα τρεμάμενο βιολετί φως, που αντιφεγγίζει στο πεζοδρόμιο και τυλίγει τα πάντα με μια απόκοσμη αχλή. Ψιλοβρέχει και οι βιαστικοί διαβάτες προσπερνούν τα μίζερα καταστήματα χωρίς να χασομερούν στις βιτρίνες
     Πίσω από τους δρόμους και ανάμεσα απ’ τα κτήρια βλέπω το ποτάμι.  Η βροχή και η ομίχλη έχουν παγώσει τα σκοτεινά γεφύρια του. Αλλά στο ποτάμι τίποτα δεν αλλάζει. Αύριο αρχίζει ένα άλλος μήνας στη μαούνα, έπειτα ένας μήνας στη στεριά –μόνο οι ιστορίες μας θα αλλάξουν, θα μιλούν για άλλους καιρούς, για άλλα πρόσωπα. Όμως πάνω στο Ντέλμαρ το πλήρωμα θα είναι το ίδιο, ίδια υπηρεσία δεκαοχτώ ώρες την ημέρα, και πολύ σύντομα οι ιστορίες θα τελειώσουν. Προς το παρόν περιμένω, παρατηρώντας τον άνεμο και τη βροχή να χτυπούν το παράθυρο και να χτυπούν το τζάμι.
      Βάζω στην πρίζα το μάτι για καφέ, ξεφυλλίζω την εφημερίδα μπας και βρω τίποτα να κάνω, αλλά απόψε δεν έχει αγώνες μποξ ούτε πάλης. Μέχρι και η αίθουσα του μπόουλινγκ είναι κλειστή. Θα μπορούσα να χωθώ σε κάποιο μπαρ στην Πρώτη Λεωφόρο, να τα πιω ως το πρωί, όμως αύριο θα έχω να φυλάγομαι από τα ποντίκια του πλοίου και να πατάω στις υγρές σιδεριές, οπότε ας το αποφύγω. Καλύτερα να πάρω ένα μισόλιτρο ουίσκι, να χαλαρώσω και να την πέσω νωρίς. Καλύτερα να ξεχάσω τη βόλτα.
     Πίνω βιαστικά τον καφέ και ζεματάω τη γλώσσα μου. Όλα μου πάνε στραβά. Να το πρόβλημα μου με τις Πρωτοχρονιές: Είναι μια αρχή, δε λέω. Μόνο που εγώ θυμάμαι τα γλέντια στη σχολή πλοιάρχων, πως ξασαλώναμε στο τελευταίο έτος, και έτσι καταλήγω να σκέφτομαι γιορτές, τη δουλειά και το χρόνο που έρχεται και το χρόνο που φεύγει, και στο τέλος νιώθω χάλια. Θέλω να τσακιστώ να βγω έξω. Έμεινα πολύ ώρα εδώ μέσα.
      Πιάνω το μπουφάν και το ναυτικό μου σκούφο, στέκομαι έξω απ’ την πόρτα και ανάβω τσιγάρο. Στον διάδρομο και τις σκάλες όλα τα φώτα είναι αναμμένα, για να να μην πλησιάζουν πουτάνες και αλήτες. Η απέναντι πόρτα ανοίγει, μια τραβεστί βγάζει το κεφάλι της και μου κλείνει το μάτι: «Καλή χρονιά, χαρούμενη χρυσή πρωτοχρονιά». Ξαναχώνεται ήσυχα και ωραία στο δωμάτιο της και εγώ φουρκίζομαι, κλοτσάω την πόρτα της, τη λερώνω με τη σόλα μου. Μέσα απ’ το δωμάτιο την ακούω να γελάει –κοροϊδεύει επειδή είμαι μόνος μου. Τα γέλια της αντηχούν καθώς κατεβαίνω τις σκάλες. Αλλά έχει δίκιο: χρειάζομαι γυναίκα. Γυναίκα όχι ακόμα μια πουτάνα. Χρειάζομαι τη γλυκιά ηρεμία μετά το σεξ, κάτι που για τις πουτάνες είναι εντελώς άγνωστο. Το χολ είναι γεμάτο χοντρές γριές και γέρους και, όπως βγαίνω, σκέφτομαι ότι σπίτι άλλο από αυτό δεν είχα ποτέ μου. Μπορεί και να έχω κλείσει αυτό το δωμάτιο για πάντα. Μπορεί και να ‘ναι το τελευταίο μου δωμάτιο.
      Στέκομαι κάτω απ’ τη μαρκίζα, καπνίζω και ξανακοιτάζω απ’ το παράθυρο τους κωλόγερους στο χολ. Όλοι μου οι ανάδοχοι γονείς ήταν γέροι και οι περισσότεροι θα έχουν πεθάνει. Ίσως καλύτερα που δεν ζουν, γιατί μπορεί να πήγαινα να τους επισκεφτώ, κι’ άμα πήγαινα θα τους χαλούσα τη βολή. Τώρα, βλέπεις δεν θα τους ερχόμουν πακέτο με το επίδομα της Πρόνοιας, χώρια που είμαι πια μεγάλος για να με δείρουν.
     Πετάω τη γόπα στο χαντάκι, τη βλέπω να κολυμπάει στο νερό και να χάνεται στον υπόνομο. Μάλλον θα φτάσει στον Μισισιπή νωρίτερα απ' το Ντέλμαρ. Εννιά μήνες βολοδέρνω σ' αυτές τις πόλεις και μου 'χει σαλέψει. Με το να πηγαινοέρχομαι στην κουβέρτα και να δένω την άγκυρα μες στις φουσκονεριές, βούλιαξα κι' εγώ μαζί μ' όλα τα σκουπίδια. Τώρα το στόμα μου πονάει απ' το κάψιμο και δεν έχω κέφι ούτε να μεθύσω. Τριγυρνάω, βλέπω τους περαστικούς και σκέφτομαι ότι ακόμα και οι πουτάνες, τυλιγμένες στις λαμέ καμπαρντίνες τους, έχουν κάπου να πάνε. Έτσι κι' αρχίσω να ζηλεύω αυτές τις σάπιες, πάει να πει πως είμαι για λύπηση.
     Συνεχίζω το δρόμο μου και βλέπω έναν σουρωμένο αλήτη να στρίβει σ' ένα στενό ανάμεσα σε δυο κτίρια. Το στομάχι μου είναι σκέτο πλυντήριο και όπου να 'ναι βγαίνει η μπουγάδα. Κοντοστέκομαι και τον χαζεύω που τρεκλίζει. Παλεύει να στρώσει εφημερίδες για να κοιμηθεί, αλλά ο αέρας τις ανακατεύει. Έχει πλάκα ο βρομιάρης, έτσι όπως τρέχει πέρα-δώθε να πιάσει τα χαρτιά του, έτοιμος να ταβλιαστεί. Είναι τύφλα και τα άσυλα δεν τον δέχονται, οπότε απόψε αναγκαστικά κυνηγάει εφημερίδες. Πολύ σύντομα όλ' αυτό τη πηγαινέλα θα του φέρει αναγούλα, κι' έτσι περιμένω χαμογελαστός να απολαύσω το θέαμα. Όμως το χαμόγελο μου σβήνει μόλις τη βλέπω σε μια πόρτα.
     Είναι πολύ μικρή -δεκατεσσάρων δεκαπέντε χρόνων-, αλλά με κοιτάζε λες και καταλαβαίνει τις σκέψεις μου, λες και καταλαβαίνει γιατί χαζεύω τον βρομόγερο. Με καρφώνει σαν να της έβρισα, ξέρω γω, τη μάνα και τον πατέρα. Την παρακολουθώ με την άκρη των ματιών μου όπως είμαι στραμμένος προς τον μεθυσμένο και τα μάτια μου πονάνε. Όμως δεν παύω να την κοιτάζω. Καταλαβαίνω με την πρώτη ότι δεν είναι πουτάνα. Θυμίζει κορίτσι που μεγάλωσε σε σπίτι κανονικό -φοράει τζιν, ένα αδιάβροχο με τα όλα του, στα μαλλιά φουλάρι. Και είναι πολύ νέα γι' αυτή την πόλη - οι αρχές δεν επιτρέπουν τέτοια φιντανάκια εδώ γύρω. Μάλλον το 'χει σκάσει απ' τους γονείς της. Με τέτοιες περιπτώσεις δεν βγάζεις εύκολα άκρη. Την προσπερνάω αδιάφορα και χώνομαι σε μια καφετέρια.
     Ο Πρίγκηπας Αλβέρτος κάθεται στο μπαρ και παραμιλάει χαϊδεύοντας με τα ζαρωμένα του δάχτυλα τα μαλλιά και τα γένια του. Η επιδερμίδα του είναι χλωμή, γιατί σ' ένα μπάρκο με το Κρέϊμερ το μυαλό του κάηκε αφού τον διαπέρασε ρεύμα 40 βολτ. Λένε ότι ήταν καλός ηλεκτρολόγος, τώρα όμως έχει καταντήσει παράσιτο που ζει απ' τα επιδόματα, κυκλοφορεί μες στην μπίχλα και βρομάει όπως όλοι οι μπεκρούλιακες.
     Μασουλάω το ντόνατ μου, κατεβάζω μια γουλιά καφέ και κοιτάζω από το παράθυρο το δρόμο. Η κίνηση πυκνώνει, ο κόσμος ετοιμάζεται για ρεβεγιόν. Η κοπέλα περνάει μπροστά απ' τη βιτρίνα και μου ρίχνει ένα βλέμμα σαν να ξέρει πότε θα αναποδογυρίσει η μαούνα και θα με φάνε τα ψάρια. Ανατριχιάζω και παρατάω τον καφέ. Αποφασίζω να πάρω ουίσκι και να πάω να ξαπλώσω. Όταν όμως βγαίνω, τη βλέπω από μακριά να το κόβει προς τα παρακατιανά μπαρ της Πρώτης Λεωφόρου. Η βροχή ουρλιάζει, ξεσπάει στα πεζοδρόμια. Ακολουθώ τη μικρή μέχρι που τρυπώνει σε μια πόρτα. Ο σκούφος μου είναι μούσκεμα, τα μάγουλα και ο λαιμός μου στάζουν, αλλά πάω και στέκομαι μπροστά της.
     "Θες να γαμήσεις" λέει.
     Μένω αμίλητος για ώρα. Αναρωτιέμαι αν πάει να μου τη φέρει.
     "Έχεις δωμάτιο;" ρωτάω.
     Γνέφει "ναι". Δείχνει με το βλέμμα της το απέναντι πεζοδρόμιο, έπειτα αριστερά, μετά δεξιά.
     "Θα πάμε στο δικό μου" λέω "αλλά πρώτα θέλω να πιω".
     "Εντάξει. Ξέρω που έχει ποτά".
     "Εγώ ξέρω καλύτερα". Δεν είμαι πρωτάρης. Δεν την πατάω. Σιγά μην αφήσω το νταβατζή της να μου ξαφρίσει τις τσέπες. Αλλά κάτι δεν μου κολλάει: Ποιος νταβατζής δουλεύει χωρίς δωμάτιο; Αν το κορίτσι γυρίζει στην πιάτσα μόνο του, δεν θ' αντέξει ούτε δυο μέρες με νταβατζήδες απ' τη μια και τους μπάτσους απ' την άλλη.
     Προχωράμε και βρίσκουμε ένα πολιτειακό κατάστημα για αλκοόλ. Μ' αρέσει που έχω συντροφιά αλλά η μικρή περπατάει αγέλαστη λες και το μόνο που τη νοιάζει είναι η επαγγελματική συναλλαγή. Παίρνω ένα μισόλιτρο Τζακ Ντάνιελς και πετάω ένα αστειάκι: "Με τον Τζακ είμαστε παλιόφιλοι". Κάνει πως δεν ακούει.
     Με το που μπαίνουμε στο χολ του ξενοδοχείου, δυο γέροι διακόπτουν την κουβέντα τους και μας κοιτάζουν. Θα την βλέπουν και θα καυλώνουν. σκέφτομαι. Με ζηλεύουν. Μ' αρέσει που μας έχουν προσέξει αυτά τα ζώα. Ξεκλειδώνω την πόρτα με το πάσο μου, ελπίζοντας ότι θα μας δει η τραβεστί, αλλά ποιος ξέρει που θα 'χει χωθεί και θα τον παίρνει. Μπαίνουμε, φέρνω μια πετσέτα να σκουπιστούμε και ετοιμάζω καφέ για το ουίσκι.
     "Ωραία ειν' εδώ" λέει.
     "Ο χώρος απολυμαίνεται τακτικά".
     Για πρώτη φορά χαμογελάει. Σκέφτομαι ότι κανονικά θα έπρεπε τώρα να 'ταν κάπου αλλού και να παίζει πεντόβολα, ξέρω γω ...
     "Δεν το κάνω καλά" λέει. "Οι πρώτοι που με πήραν με χτύπησαν άσχημα. Πάντα με πιάνει ο φόβος".
     "Δεν το κάνεις καλά επειδή δεν είσαι φτιαγμένη γι' αυτό"
     "Όχι, χρειάζομαι μόνο ένα σταθερό χώρο, μια βάση. Δεν γίνρται να 'μια άλλο στη γύρα, κατάλαβες;".
     "Ναι". Βλέπω τα είδωλα μας στο παράθυρο, στη σκοτεινή γυαλάδα του τζαμιού. Τυλίγει τα χέρια της γύρω από τη μέση μου. Δεν ξεφεύγουμε από τον επαγγελματικό χαρακτήρα της συνάντησης ούτε στιγμή..
     "Γιατί με πλησίασες;" ρωτάει.
     "Με κοίταζες περίεργα. Σαν να μάντευες ότι θα πάθω κάτι φριχτό".
     Γελάει. "Όχι, απλώς ζύγιζα την κατάσταση. Ήθελα να δω αν ενδιαφέρεσαι".
     "Α. μάλιστα. Τα νεύρα μου είναι λιγάκι τεντωμένα απόψε, αυτό ειν' όλο. Είμαι ανθυποπλοίαρχος σ' ένα ρυμουλκό. Επικίνδυνη δουλειά".
     "Τι κάνει ο ανθυποπλοίαρχος;"
     "Ό,τι κάνουν ο πλοίαρχος και ο υποπλοίαρχος. Άσ' τα να πάνε".
     "Γιατί δεν τα παρατάς;".
     "Υπάρχουν και χειρότερα. Η παραίτηση δεν είναι λύση".
     "Μπορεί"
     Φέρνει το χέρι της γύρω απ' το λαιμό μου, μπας και με καταφέρει να της χαμογελάσω, μπας και αρχίσω να φτιάχνομαι. "Εσύ γιατί δεν παρατάς το πεζοδρόμιο;" λέω. "Γιατί θες να γίνεις πουτάνα; Αφού δεν το 'χεις μέσα σου. Μπορείς και καλύτερα".
     "Σ' ευχαριστώ".
     Αναρωτιέμαι πως θα ήταν η ζωή της αν της δινόταν η ευκαιρία να ξεφύγει. Αλλά αυτό αποκλείεται. Σε τέτοια μέρη δεν γλιτώνει κανένας. Θα μπορούσα να της μιλήσω για τους ανάδοχους γονείς μου ή για τις κυρίες στα γραφεία της Πρόνοιας, πως με κοίταζαν όταν με φόρτωναν στο λεωφορείο για την επόμενη πόλη, για το επόμενο σπίτι. Αλλά δεν θα καταλάβαινε. Σβήνω το φως, γδυνόμαστε και πέφτουμε στο κρεβάτι.
     Τίποτα δεν συγκρίνεται με το σκοτάδι. Δεν υπάρχει πρόσωπο, ούτε λόγια, μόνο ζεστό δέρμα, κάτι οικείο και απαλό, ένας ωκεανός για να βυθιστείς. Αλλά όταν μπαίνω μέσα της, καταλαβαίνω τι έχω στα χέρια μου: ένα άγουρο σώμα που δεν τρέμει από κούραση ή από ηδονή, ένα κοριτσάκι που παριστάνει την πουτάνα. Νιώθω αηδία γι' αυτό που της κάνω, εξαιτίας της. Τη βιάζω όπως όλοι οι άλλοι. Υποφέρει και το ξέρω, αλλά ποτέ δεν θα της δοθεί ευκαιρία για κάτι καλύτερο. Το κορίτσι σιγοκλαίει, το κορμί μου συσπάται και κυρτώνει. Έπειτα η μικρή κουβαριάζεται στην άκρη. Την ακουμπάω, είναι μουδιασμένη.
     "Κάτσε εδώ ως το τέλος του μήνα" της λέω. "Αν θες, σου πληρώνω εγώ το νοίκι κι εσύ βρίσκεις μια κανονική δουλειά και με ξεπληρώνεις".
     Μένει στο κρεβάτι ακίνητη.
     "Γιατί δεν ψάχνεις δουλειά σε μια μεγαλύτερη πόλη; Πωλήτρια -ας πούμε- σε κάνα Σίαρς ή κάνα Πένιζ".
     "Βούλωσ' το, γαμώ το καντήλι μου!". Πηδάει απ' το κρεβάτι. "Δώσ' μου τα λεφτά να τελειώνουμε, 'ντάξει;".
     Σηκώνομαι, βρίσκω το παντελόνι μου, βγάζω ένα εικοσάρικο και της το δίνω. Δεν κοιτάζει το χαρτονόμισμα, μόνο αρπάζει το πανωφόρι τη; και βγαίνει τρέχοντας.
     Κάθομαι στο κρεβάτι, ανάβω τσιγάρο. Αναρωτιέμαι τι θα απογίνει η μικρή και
ανατριχιάζω. Ύστερα σκέφτομαι ότι πέταξα τα λεφτά και το χρόνο μου. Θυμάμαι την εποχή που τα έριχνα στη Τζέϊν, στο λύκειο. Οι γονείς της μας είχαν αφήσει μόνους στο σαλόνι και το κανίς της είχε βαλθεί να τρίβει το καυλί του πάνω μου. Εμείς προσπαθούσαμε να μιλήσουμε κι' αυτό γαμούσε το πόδι μου. Μου 'ρχεται να μπω σ' ένα αμάξι και να γυρίσω να βρω το σκυλί, αλλά ποιο το νόημα; Μια ζωή τα ίδια -πεταμένα λεφτά, πεταμένος χρόνος.
     Σβήνω το τσιγάρο, γέρνω στο κεφαλάρι με το φως αναμμένο και ο νους μου πάει στον Πρίγκηπα Αλβέρτο. Θα έχουν κολλήσει ψίχουλα από ντόνατ στα γένια του, το πουκάμισό του θα είναι λεκιασμένο με καφέ. Κάθε πόλη αποδώ ως το Δέλτα θα έχει δέκα σαν κι αυτόν, παρόλο που οι πιθανότητες να καταλήξει κανένας έτσι πρέπει να είναι λίγες. Κάποια ασφάλεια σαν να καίγεται μέσα τους και αρπάζουν το λάθος καλώδιο ή κάνουν μια ανόητη κίνηση στους υδατοφράχτες.  Αλλά, αν δεν γίνεται καμιά στραβή, δουλεύουν έναν μήνα και τον επόμενο κάθονται και, αν σταθούν τυχεροί, μπορεί να τη βγάλουν έτσι ως το τέλος της ζωής τους.
     Ντύνομαι και ξαναβγαίνω. Ακόμη βρέχει. Ο φρέσκος πάγος γυαλίζει στο πεζοδρόμιο. Ανάμεσα στα κτήρια άστεγοι κοιμούνται στους δρόμους μέσα στα σκουπίδια. Τους κοιτάζω και θυμάμαι έναν σχιζοφρενή στην Καλιφόρνια, έναν που καθάριζε μεθύστακες, αλλά μάλλον δεν τριγυρνάει κάποιος εδώ. Οι αλήτες είναι σαν τον Πρίγκηπα Αλβέρτο. Η τύχη τους γυρίζει την πλάτη και παίρνουν την κάτω βόλτα.
     Στρίβω στην Πρώτη Λεωφόρο και περνάω τις ταβέρνες που στοιχίζονται δεξιά κι αριστερά. Είναι όλες γιομάτες κι εγώ χαζεύω στα παράθυρα τους τυχερούς που γιορτάζουν την αλλαγή του χρόνου. Τότε τη βλέπω, κάθεται σ' ένα τραπεζάκι κοντά στην πίσω πόρτα. Μπαίνω πιάνω ένα σκαμπό, ζητάω ένα ουίσκι σκέτο. Το σύννεφο του καπνού είναι πυκνό, κι όμως διακρίνω το είδωλό της στον καθρέφτη. Απ' το μισάνοιχτο στόμα της καταλαβαίνω ότι τα έχει κοπανήσει. Το πιοτό δεν θα τη σώσει, αλλά μάλλον δεν το 'χει καταλάβει.
     Παρατηρώ τους πελάτες. 'Έχουν κατέβει εδώ απ' τα δωμάτια τους γιατί δεν έχουν που αλλού να πάνε. Είναι όλοι άγνωστοι μεταξύ τους. Ένας παίζει μπιλιάρδο, άλλος φλίπερ, κάποιοι πίνουν. Όλη τη χρονιά βράζουν στο ζουμί τους -βάζουν βενζίνη, στρώνουν τραπέζια, γαμάνε πουτάνες, ψαρεύουν αδερφές. Ούτε καν το φχαριστιούνται, αλλά ξέρουν ότι και πάλι τυχεροί είναι.
     Την ψάχνω στον καθρέφτη, αλλά δεν τη βλέπω. Αν είχε περάσει από μπροστά μου, θα την είχα προσέξει. Σηκώνομαι και βγαίνω απ' την πίσω πόρτα. Τη βρίσκω στο σοκάκι, μες στη βροχή, λιπόθυμη και ξυλιασμένη με την πλάτη στον τοίχο. Την πιάνω, την τραντάζω, βλέπω ότι έχει κόψει  τις φλέβες της βαθιά και στους δυο καρπούς Η παγωμένη βροχή έχει σταματήσει την αιμορραγία, και όταν την ταρακουνάω δεν τρέχει πολύ αίμα. Ξαναμπαίνω στο μπαρ.
     "Είναι μια μικρή πίσω, έκοψε τι φλέβες της" λέω.
    Τέσσερις τύποι πετάγονται απ' τον πάγκο, τρέχουν και τη φέρνουν μέσα. Ο μπάρμαν αρπάζει το τηλέφωνο. Μου λέει: "Την ξέρεις;".
     "Όχι" λέω. "Βγήκα να πάρω αέρα". Πάω προς την πόρτα και φεύγω.
     "Που 'σαι μεγάλε!" φωνάζει ο μπάρμαν. "Οι μπάτσοι θα θέλουν να σου μιλήσουν. Που 'σαι μεγάλε ..."
     Περπατάω στη λεωφόρο και σκέφτομαι ότι τα σκατά πάντα βουλιάζουν και ότι αυτές οι πόλεις ρίχνουν τα σκατά τους στο ποτάμι κι εκείνα καταλήγουν στο Δέλτα. Ύστερα φέρνω στο νου μου τη μικρή στο στενό, πνιγμένη στον ίδιο της το βούρκο, και κουνάω το κεφάλι μου. Τόσο χαμηλά εγώ δεν έπεσα.
     Στέκομαι στον σταθμό λεωφορείων, κοιτάζω τους επιβάτες κι αναρωτιέμαι που να πηγαίνουν. Εγώ όμως ξέρω ότι δεν πρόκειται να γλιτώσουν απ' τη μοίρα τους ούτε φεύγοντας ούτε μεθοκοπώντας και ούτε μπορούν να πεθάνουν για να ξεμπερδεύουν μια ώρα αρχύτερα. Παντού και πάντα τα ίδια, κοιτάς κάποιον και σου αντιγυρίζει ένα βλέμμα σαν να του έβρισες μάνα και πατέρα. Στρίβω και κατηφορίζω προς την αποβάθρα. Ίσως το Ντέλμαρ να έφτασε νωρίτερα.

___________________________________________
Σημείωση navarino-s: ελπίζω να μην έχω συνέπειες για τη δημοσίευση αυτή από το αγαπητό "Μεταίχμιο". Άλλωστε τα κίνητρά μου δεν είναι ταπεινά και η παραβίαση της νομικής τυπικότητας ίσως να συμψηφίζεται από τον κόπο της πληκτρολόγησης.