Τετάρτη 22 Απριλίου 2015

Πόσο ήθελα... !!!



                Πόσο ήθελα...

του Δημοσθένη Βουτυρά (1879-1958)

  
           

 Τον θυμάμαι ακόμα καλά πώς ήταν. Ντυμένος με ωραία ρούχα, βελουδένια, τις περισσότερες φορές, κοντά πανταλόνια με μαύρες ψηλές κάλτσες, και με σάκκα, που κανένα άλλο παιδί δεν είχε στο σχολείο. Α τη ζήλευα! Αλλά περισσότερο από αυτή, ζήλευα τα μολύβια του. Είχ΄ ένα σωρό χρωματιστά, και τα κοίταζα λαίμαργα. Το πράσινο προπάντων. Πόσο μ΄ άρεσε το πράσινο μολύβι!

               Και καθόταν ο Περικλάκης, έτσι λεγόταν αυτό το παιδί, σ΄ ένα σπίτι ψηλό, ψηλό, που το δικό μας μπροστά του ήτανε σα βαρκάκι μπρος σε θωρακωτό.

               Τον έβλεπα να βγαίνει στο μπαλκόνι και να κοιτάζει από ψηλά, τα παιδιά που παίζανε κάτω, στο δρόμο. Κάποτε κατέβαινε κι αυτός, ξέφευγε, κ΄ έπαιζε με τα παιδιά, τα φτωχόπαιδα. Τι θέλει να παίζει με τα παλιόπαιδα, εγώ σκεπτόμουνα, ενώ κάθεται σε τέτοιο σπίτι! Εγώ επιθυμούσα νάμουν εκεί ψηλά κι ας έλειπαν τα παιχνίδια με τα παλιόπαιδα, που τις περισσότερες φορές, τελειώνανε το παιχνίδι μ΄ ένα δυνατό ξύλο.

               Αχ, πώς ήθελα νάμουν κ΄ εγώ κει ψηλά στο μπαλκόνι και να κοιτάζω κάτω τον κόσμο, που περνούσε. Μα ποτέ, ποτέ δε θα κατέβαινα κάτω! Και τι να κάνω κάτω;

               Είχε μια σκάλα μαρμαρένια κ΄ ένα χαλί επάνω βυσινί στρωμένο! Αχ, τι ωραία ήταν η σκάλα! Μα μέσα πώς θάταν; Παράδεισος!

               Κι αυτό κατέβαινε κάτω για να παίξει με τα βρωμόπαιδα, να του χτυπούν τις πλάτες και ν΄ ακούει ένα σωρό παλιόλογα. Μα πώς, τι πάθαινε και ζητούσε αυτό;

               Απ΄ το σχολείο ερχόταν πολλές φορές, και τον έπαιρνε μια υπηρέτρια με κόκκινα μάγουλα, αυτή που έβγαινε και τον μάζευε απ΄ το δρόμο, όταν έπαιζε με τα παλιόπαιδα.  Πώς τον αγαπούσαν! Και όταν πήγαινε κοντά της όλο πηδούσε κ΄ έκανε τον κουτσό. Αυτό τόκανα κ΄ εγώ μόνος, έπειτα, γιατί τόκανε εκείνος. Κανείς όμως δε μούλεγε:

               — Έλα, έλα, μην πέσεις! πρόσεχε!

               Και όταν μια μέρα έπεσε, η υπηρέτρια έτρεξε και τον τίναξε προσεχτικά, ρωτώντας μη χτύπησε. Μαζί τρέξανε και δυο συμμαθητές του και κάτι διαβάτες.

               Κ΄ εγώ είχα πέσει το πρωί, αλλά κανείς δεν έτρεξε να με βοηθήσει να σηκωθώ. Σηκώθηκα μόνος μου, και τότε είδα πως γελούσαν, είχανε ξεκαρδιστεί στα γέλια οι διαβάτες και οι συμμαθητές μου.

               Το σπίτι το ψηλό και τα καλά τα ρούχα φταίγανε!

               Πόσο ήθελα νάμουν εγώ στη θέση του, πόσο!

               Είχε μια όμορφη μάνα! ντυμένη ωραία, δεν έμοιαζε με τη δική μου. Πόσο ήθελα νάμουν παιδί της, πόσο!

               Οι μάνες των άλλων παιδιών έβγαιναν κάποτε, αδύνατες, ξεμαλλιάρες, με μπράτσα γυμνά, άσχημες σα στρίγγλες και φωνάζανε τα παιδιά τους με φωνή όχι ανθρώπινη αλλά σαν κάποιου ζώου:

               — Βρε, μωρέ, συ!

               Αυτή, η μητέρα του, ποτέ δεν έβγαινε να φωνάξει. Έβγαινε μόνο στο μπαλκόνι και μόλις έβλεπε το παιδί της κάτω να παίζει με τα ξυπόλητα παιδιά, που μέσα ήμουν κ΄ εγώ, όχι όμως ξυπόλυτος, το φώναζε με μια γλυκιά φωνή:

               — Περικλή!...

               Ύστερα έμπαινε, μέσα, και σε λίγο φαινόταν η δούλα με τα κόκκινα μάγουλα και την άσπρη ποδιά, να βγαίνει στο δρόμο και να τον παίρνει.

               Πώς ήθελα νάμουν παιδί της νάστελνε έτσι την υπερέτρια να μ΄ έπαιρνε επάνω, να με μάλωνε, και να μ΄ έδερνε ακόμα!

*

* *

               Ένα απόγευμα πολεμώντας να διαβάσω κοντά στο παράθυρο, έμαθα ένα  τρομερό μυστικό. Τόπε η σπιτονοικοκυρά μας στη μάνα μου, και δε θα της πήγε στο νου ότι εγώ πρόσεχα, είχα κάνει τ΄ αυτιά μου να, για ν΄ ακούσω.

               Η μάνα μου είχε ζητήσει πλύστρα, και η κυρά του σπιτιού τής σύστησε μια συγγενή της, που καθόταν πίσω κει, σ΄ ένα στενό δρόμο, βρώμικο, μέσα σε μια μάντρα. Και της μήνυσε η μάνα μου και ήρθε. Την είδα κ΄ εγώ. Ήτανε μια γυναίκα ξερή σαν τσίρος, ψηλή, και με μια φωνή τόσο βραχνή, που δύσκολα ξεχώριζες τι έλεγε.

               Φορτώθηκε το μπόγο τα ρούχα κ΄ έφυγε.

               Η κυρά του σπιτιού, μόλις έφυγε η πλύστρα, είπε στη μάνα μου το τρομερό μυστικό. Έτσι τόπα εγώ με το νου μου.

               Το παιδί του πλούσιου σπιτιού, ο Περικλής, δεν ήταν παιδί της οικογένειας, η κυρία Μερτίκα δεν έκανε παιδιά, ήταν αυτής εκεί της πλύστρας της αδύνατης, της ξεραμένης!... Είχε αυτή πολλά παιδιά, ένα σωρό, και τόχε δώσει στη Μερτίκα από πολύ μικρό, μωρό σχεδόν. Κ΄ έτσι αυτό δεν ήξερε τη μάνα του.

               Τι ήθελε να το μάθω, ποιος Σατανάς τόκανε;

               Και ήτανε μέρες εξετάσεων.

               Την άλλη μέρα δέκα παιδιά το ξέρανε στο σχολείο, τη δεύτερη όλη η τάξη, και την τρίτη όλο το σχολείο. Αλλά δεν έφτανε αυτό, τόπα ένα απόγευμα, καθώς φεύγαμε απ΄ το σχολείο, και στον ίδιο.

               Θύμωσε στην αρχή, αλλ΄ έπειτα κάθισε ταραγμένος, και τ΄ άκουσε καλά.

               Κάναμε εξετάσεις. Εγώ προβιβάστηκα με κόπους και βάσανα. Και μετά λίγες μέρες φύγαμε για την πατρίδα, για να περάσουμε το καλοκαίρι.

*

* *

               Όταν πλησίαζε ο Σεπτέμβιος ήρθαμε και αλλάξαμε σπίτι. Πήγαμε σ΄ ένα πολύ μακρινό απ΄ τη γειτονιά αυτή, αλλ΄ ωραιότερο. Αναγκάστηκα όμως ν΄ αλλάξω και σχολείο. Πήγα σ’  ένα κοντινό. Κ΄ έτσι έχασα τους παλαιούς μου φίλους και δεν ήξερα τι έκανε ο Περικλής, η ωραία μάνα του, η δούλα...

               Μια μέρα, μια εορτή, γύριζα απ΄ την παλιά γειτονιά μου κοντά, όταν ξαφνικά, ακούω να με φωνάζουνε. Στρέφομαι και βλέπω ένα παιδί με φτωχικά ρούχα, μα πολύ φτωχικά, μακριά πανταλόνια, ξεσκούφωτο, να στέκεται κρατώντας ένα τσουβάλι, πούχε ακουμπήσει κάτω.

               Νόμισα πως θάταν κάποιος από τους πολύ φτωχούς φίλους μου της γειτονιάς, και τον πλησίασα. Αλλ΄ άμα έφτασε κοντά μου, έμεινα, μαρμαρώθηκα. Το παιδί με τα φτωχικά ρούχα και το τσουβάλι ήταν ο Περικλής!

               — Πήγα στη μάνα μου πάλι, μου είπε, την αληθινή! Έφυγα απ΄ εκεί!

               Και κάτι άλλο ακόμα είπε και σηκώνοντας το τσουβάλι, που δεν ήταν και πολύ γεμάτο, τόριξε στους ώμους του, όπως έριχνε άλλοτε την ωραία πέτσινη σάκκα του, και απομακρύνθηκε, μπήκε μέσ΄ στο στενό βρώμικο δρόμο, που θα τον έφερνε στη μάνα του.

               Έκανα καιρό να τον δω. Ύστερα, χρόνια, κάποτε, αργά και πού, τον έβλεπα έτσι κουρελή, να γυρίζει στην αγορά. Μετά τον έχασα.

*

* *

               Τώρα, μεγάλος πια, τον βλέπω συχνά. Κ΄ είναι αμαξάς, άντρας κι αυτός, και χαιρετιόμαστε. Με χαιρετά μ΄ ένα χαμόγελο πάντοτε, που μου φαίνεται λυπημένο.

               Μια, δυο φορές, στην αρχή που τον είδα και μιλήσαμε, αν και ήθελα να μάθω πώς έφυγε τότε, απ΄ το πλούσιο σπίτι, τι συνέβηκε, ετρόμαζα μη μου αναφέρει τίποτα, μην το φέρει στη μέση.

               Κι αυτός δε μου ανέφερε τίποτα, τίποτα, σα να τόχε λησμονήσει. Αλλ΄ όμως εγώ, πάντοτε, όταν τον βλέπω και όταν τον σκέπτομαι, αισθάνομαι κάτι να μ΄ ενοχλεί, κάτι να μου λέει, πως του είχα κάνει κακό μεγάλο. Αλλ΄ αυτός τι να λέει άραγε;...-

Από τη συλλογή Είκοσι διηγήματα (1924), σ. 68-73.



Σάββατο 11 Απριλίου 2015

Ανάσταση χωρίς τον Παπαδιαμάντη μας γίνεται; !!!




Τὸ Χριστὸς Ἀνέστη τοῦ Γιάννη (1914)

 
Ὅπως τὸ διηγοῦνται, ὅσοι τὸ ἔφθασαν, ἐν ἠλικίᾳ ὄντες εἰς Ἀθήνας τῷ 1870, ὁ νεκρὸς τοῦ ἑνὸς τῶν ληστῶν τοῦ Δηλεσίου, κομισθέντων εἰς Ἀθήνας κατὰ Μάιον, εἶχε τὸ πρόσωπον παραδόξως φαιδρὸν καὶ γελαστόν. Τὴν ὥραν ποὺ τοὺς ἐτουφεκοβολοῦσαν τ᾿ ἀποσπάσματα, ἐλλοχεῦον ὄπισθεν πυκνῶν θάμνων καὶ βράχων τὸ παλληκάρι ἐκεῖνο τῆς Ρούμελης, ἴσως διότι τὸ ταμπούρι του τοῦ ἐφαίνετο πολὺ ἀσφαλές, τίς οἶδε τί εἶχε σκεφθῆ, ἢ τί σοβαρὸν εἶδεν, ἢ τί ἀστεῖον ἤκουσε παρά τινος γείτονος συντρόφου του, κ᾿ ἐγέλασεν, ὅπως οἱ ἄνθρωποι γελοῦν. Συγχρόνως, ἐν ἀκαρεῖ, τοῦ ἦλθε τὸ βόλι. Τὸν ηὗρε καίριον εἰς τὸν λαιμόν, καὶ τὸν ἀφῆκεν εἰς τὸν τόπον.

Μετὰ δύο ἡμέρας οἱ σκοτωμένοι, πέντε ἢ ἓξ τὸν ἀριθμόν, ἐκομίζοντο εἰς Ἀθήνας. Εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ νέου ἐκείνου ὅλοι οἱ φρικώδεις περίεργοι εἶδον ἐντυπωμένον, πιστωμένον τὸν γέλωτα. Οὔτ᾿ ἐπρόφθασεν, ὁ εὐτυχὴς ἄνθρωπος, νὰ αἰσθανθῇ τὴν πικρίαν τοῦ βέλους, ἀλλ᾿ ὁ θάνατος τοῦ ἦλθε μυστηριώδης, γλυκύς, πρὸ τῆς ἀλγηδόνος.

*
* *

Ὁ Γιάννης τοῦ Λέκα, νέος εἰκοσαετής, ἐφαίνετο ὅτι ἔχαιρε μεγάλην χαρὰν σφόδρα, ὅταν τοῦ ἔλεγαν ὅτι θὰ ἤρχετο ἐκεῖνον τὸν χρόνον, διὰ νὰ τὸν πάρῃ στρατιώτην, τὸ περιοδεῦον Στρατιωτικὸν Συμβούλιον. Ἤρχιζεν ἀμέσως νὰ κάμνῃ βήματα, προφέρων: ἓν γυό, ἓν γυό, κ᾿ ἦτον ὅλος γέλια καὶ χαρά. Πλήν, ὅταν ἦλθε πράγματι ἡ Στρατολογικὴ Ἐπιτροπή, πρὸς μεγάλην χαρὰν τοῦ Δημάρχου, καὶ κατέλυσαν ἄλλοι εἰς τὴν Δημαρχίαν, ἄλλοι στὸ οἱονεὶ ξενοδοχεῖον, κι ἄλλοι στὰ σπίτια μερικῶν, ὁ Γιάννης, χωρὶς νὰ παύσῃ τὰ γέλια, ἡ ἐνδόμυχος εὐθυμία καὶ τὸ θάρρος τοῦ ἔφυγαν, κ᾿ ἠρνήθη ἀποτόμως νὰ παρουσιασθῇ ἐνώπιον τῆς Ἐπιτροπῆς. Ἐστήλωνε τὰ πόδια του, ἀντεστήλωνε τὸ κορμί του, ἔκλαιε, κ᾿ ἐφώναζε: «δὲν πάω, δὲν πάω». Ὅταν δὲ ὁ ὑπίατρος ὡδηγήθη στὸ σπιτάκι τῆς Λέκαινας, κ᾿ ἐδοκίμασε νὰ ἰδῇ καὶ νὰ ἐξετάσῃ τὸν κληροῦχον, ὁ Γιάννης ἔπεσεν εἰς μίαν γωνίαν, ἐμαζώχθη, ἐκουβαριάσθη, ἐσταύρωσε σφιχτὰ τὰ χέρια του, ἔσφιγξε τὸν ἀφαλόν του, ἔκαμψε τοὺς πόδας του μὲ τὰ γόνατα ἕως τὸν ἀφαλόν, καὶ ἠρνήθη νὰ ὑποστῇ τὴν ἐξέτασιν τοῦ ἰατροῦ. Τέλος ἡ Ἐπιτροπὴ ἀπεφάσισε νὰ τὸν κηρύξῃ «βλᾶκα», καὶ τὸν ἀπήλλαξε πάσης περαιτέρω ἐνοχλήσεως.

Ἀλλ᾿ ὅμως ὁ Γιάννης δὲν ἔλειπε ποτὲ ἀπὸ καμμίαν ἀγρυπνίαν εἰς τὰ ἐξωκκλήσια, ὅταν ἐπηγαίναμεν στὰ πανηγύρια, ἀρχόμενος ἀπὸ τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἔαρος ἕως τὸ βασίλεμα τοῦ θέρους, κ᾿ ἕως τὴν στρῶσιν τοῦ φθινοπώρου, καὶ πρὶν εἰσβάλῃ ὁ χειμών. Πρῶτον εἰς τὴν Παναγίαν τῆς Ἀγαλλιανοῦς, ὅπου ἡ ψυχή μας ἐμοσχοβολοῦσεν ἴα καὶ ναρκίσσους καὶ λευκὰ ἄνθη τῆς ἀγραμπελιᾶς. Εἶτα εἰς τὴν Παναγίαν τὴν Ντομάν, ὅπου ἔτρεχε μὲ μόρμυρον καὶ ρόχθον τὸ ρεῦμα τῆς Ζωοδόχου, κάτω εἰς τοὺς μυστηριώδεις καταρράκτας μὲ τὰ κρεμάμενα πολυτρίχια καὶ τοὺς ἀνέρποντας κισσοὺς ἀνὰ τοὺς ὑγροὺς βράχους εἰς τὰ κυρτὰ ὑλομανοῦντα δένδρα. Καὶ στὸν Ἁι-Γεώργην, ὅπου αἱ τόσαι νύμφαι τοῦ χωρίου ἐλιτάνευον στολισμέναι μὲ τὰ πεποικιλμένα μανίκια, τὰς μεταξωτὰς ποδιὰς καὶ τὰ χρυσᾶ ποδογύρια* των, ἐρχόμεναι ἄλλαι μὲ τὶς βάρκες καὶ ἄλλαι διὰ ξηρᾶς. Καὶ εἰς τὰ Πέντ᾿ Ἀδέλφια, ὅπου τὰ ἀγκαλιασμένα γηραιὰ δένδρα καλύπτουν τὴν βρύσιν καὶ στεγάζουν τὸν πενιχρὸν ναὸν μὲ τὸ θεσπέσιον ἄλσος των. Κ᾿ εἰς τὸν Ἁι-Γιάννην τὸν Μυρωδίτην, ὅπου τὰ τελευταῖα ἀηδόνια ἐκαλοῦσαν εἰς διαδοχὴν τὰ κοσσύφια ἀνὰ τὸ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . ἀπὸ τὸ ὕψος τῶν . . . . . . . . . . . ἕως τὸν γιαλὸν . . . . . . . ., καὶ τὸ κελαρύζον νερὸν τοῦ βαθέος, ἀνερχομένου Δασκαλιοῦ ἀνέβλυζεν ἀπὸ τὴν ρίζαν τῆς γηραιᾶς δρυός, ὅπου μὲ τὰ κυμβαλίζοντα πέταλα τῶν φυλλομανούντων κλώνων της διηγεῖτο τὰς ἀναμνήσεις τῶν αἰώνων. Πόσαι οἰκογενειακαὶ θαλίαι εἶχον τελεσθῆ τὸ πάλαι ὑπὸ τοὺς βαθυφύλλους κλάδους της, πόσα ἄκακα ἐρωτικὰ ζεύγη εἶχον εὕρει ποτὲ καταφύγιον εἰς τὴν σκιάν της. Καὶ εἶτα εἰς τὸν Ἅγ. Ἠλίαν καὶ εἰς τὸν Ἅγ. Παντελεήμονα, κ᾿ εἰς τὴν Παναγίαν τὴν Πρέκλαν, κ᾿ εἰς τὴν Παναγίαν τοῦ Καρδάση, κ᾿ εἰς τὴν ἄλλην Παναγίαν τοῦ Ἀραδιᾶ, κ᾿ εἰς τὸν Ἁι-Γιάννην τοῦ Κάστρου, κ᾿ εἰς τὸν ἄλλον Ἁι-Γιάννην τοῦ Μετοχιοῦ, κ᾿ εἰς τὸν Ἁι-Δημήτρην, κ᾿ εἰς τὸν Ἁι-Ἀσώματον τ᾿ Ἀγγελῆ, καὶ τέλος εἰς τὴν Παναγίαν τὴν Κ᾿νιστριώτισσαν, ὅπου πᾶσα σεμνότης καὶ πᾶσα χάρις ἐν γαλήνῃ συνηνοῦντο, καὶ πᾶν γόνυ ἔκλινεν ἐνώπιον τῆς θείας ·ἐν γαλήνῃ‚ Πολιούχου: «Διανέμοις τῶν χαρισμάτων τὴν σὴν γαλήνην, Θεοτόκε, τῇ ψυχῇ μου».

Σάββατο 4 Απριλίου 2015

Η μαγεία της γραφής ... απόλαυση της ανάγνωσης!!!


 

 
 

Κώστας Ποντικόπουλος


 
                             ΤΟ ΦΟΡΤΗΓΟ ΚΑΙ ΤΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ

 Ο Κώστας Ποντικόπουλος μετά το ευχάριστο ξάφνιασμα που μας έκανε με το πρώτο του έργο: «Τα μπλουζ του Αγίου Παντελεήμονα», επανέρχεται με «Το φορτηγό και το τριαντάφυλλο» και αυτό από τις εκδόσεις «Εύμαρος». Ένα βιβλίο με το οποίο όχι μόνο κερδίζει το προσωπικό του στοίχημα  –που για κάθε συγγραφέα είναι πάντα το δεύτερο έργο του – αλλά παίρνει και το διαβατήριο για να περάσει στη χορεία των σημαντικών πεζογράφων μας. Καθώς πρόκειται για ένα αριστούργημα που θα αφήσει το στίγμα του στα ελληνικά γράμματα και θα συζητηθεί πολύ. Καλοδουλεμένο με άριστη γλώσσα λέξη προς λέξη και με ροή, δημιουργεί για τον αναγνώστη μια ακατανίκητη έλξη που δεν μπορεί να το αφήσει αν δεν το τελειώσει. Εκπληρώνοντας έτσι και τη μπορχεϊκή συνθήκη: «το καλό βιβλίο πρέπει να διαβάζεται μια κι’ έξω». Αποτελείται από τέσσερις αρθρωτές νουβέλες και λέω αρθρωτές γιατί τα αποσπάσματα από τα οποία αποτελείται η κάθε μία μπορούν να σταθούν και ως αυτοτελή διηγήματα. Και αν πάρουμε υπ’ όψη ότι υπάρχουνε και κάποια αμυδρά στοιχεία σύνδεσης ανάμεσα στις νουβέλες, μέχρι και για μοντέρνο μυθιστόρημα θα μπορούσε να μιλήσει κανείς. Μια ρεαλιστική γραφή που με μεγάλη μαστοριά αφήνει να διαχέεται μια τρυφεράδα και μια συμπάθεια για τα εμπλεκόμενα πρόσωπα. Ξεκινάει με ιστορίες σημερινές. Όπου με καταπληκτικούς εσωτερικούς μονόλογους και ολοζώντανους διαλόγους, αναδεικνύει ανάγλυφα τους ήρωες του.  Κουρέλια όλοι της κρίσης που μας άρπαξε τα τελευταία χρόνια. Αθήνα και επαρχία. Όπου θαυμάζεται η ευχέρεια στη χρήση της επαρχιακής διαλέκτου από έναν γεννημένο στην Αθήνα συγγραφέα.  Ακολουθεί μια μοναδική περιγραφή, επιστολικής μορφής, της ταραγμένης πολιτικής και κοινωνικής κατάστασης του ’60. Και τέλος ένα άλμα προς τα πίσω με εκείνο το αινιγματικό «Τριαντάφυλλο»! Μια συναρπαστική, με στοιχεία ντοκουμέντου –που μπορεί και να είναι- περιγραφή ενός διαφορετικού Άρη Βελουχιώτη σε ένα ορεινό χωριό τα χρόνια του εμφυλίου, που εμένα με τσάκισε.


 
_______________________________________________________________

Ο Κώστας Ποντικόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε αρχιτεκτονική στη Ρώμη και βιοπορίζεται απ’ αυτήν. Το παρόν είναι το δεύτερο βιβλίο του από τις εκδόσεις «Εύμαρος».