Τρίτη 5 Απριλίου 2011

Δημοσθένης Βουτυράς: Η συγκλονιστική περίπτωση μιας ιδιοφυίας!!!


Όποιος δεν είχε διαβάσει, όπως εγώ, Δημοσθένη Βουτυρά και το αποτολμούσε τώρα, θα βρισκόταν μπροστά σε μια ισχυρή ισχυρότατη και ευχάριστη έκπληξη: θα διαπίστωνε ότι ο πολυγραφότατος –έγραψε περί τα 500 διηγήματα- αυτός διηγηματογράφος μας είναι τόσο επίκαιρος σήμερα όχι μόνο στη θεματολογία του αλλά και στη φόρμα γραφής που νομίζεις ότι τα γραφτά του γράφονται …τώρα …δίπλα μας!
Ο άνθρωπος ήταν πολύ μπροστά από την εποχή του αλλά το περίεργο είναι ότι τότε που ξεκίνησε, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, να δημοσιεύει τα κείμενα του σε εφημερίδες και περιοδικά της εποχής, ενώ έτυχε μεγάλης αποδοχής από το φοιτητόκοσμο, συνάντησε μια άνευ προηγουμένου εχθρότητα και καχυποψία από το λογοτεχνικό κατεστημένο και την κριτική. 
Με εξαίρεση λίγους διορατικούς ανθρώπους όπως ο Σωτήρης Σκίπης και ο Λέων Κουκούλας οι περισσότεροι τον αντιμετώπισαν απαξιωτικά. Είναι δε χαρακτηριστική η εκτεταμένη κριτική που του έκανε από το περιοδικό Νουμάς ( σε 5 συνέχειες) ο Γρηγόριος Ξενόπουλος που ενώ τον έψεγε διαρκώς και τόνιζε τα ελαττώματα της γραφής του όπως π.χ. το φτωχό και λιτό λεξιλόγιο, την έλλειψη καλολογικών στοιχείων, την άγαρμπη και αδούλευτη γλώσσα, ομολογούσε με ειλικρίνεια –γιατί ο Ξενόπουλος πρέπει να ήτανε καλός άνθρωπος- ότι κάθε που πιάνει να διαβάσει διήγημα του Βουτυρά δεν μπορεί να το αφήσει από τα χέρια του γιατί νιώθει να έχει αυτό μια παράξενη δύναμη. 
Η στάση αυτή της επίσημης λογοτεχνίας και κριτικής γίνεται σήμερα κατανοητή, γιατί σε εντελώς ανύποπτο για εκείνη την εποχή χρόνο, μια εποχή κατά την οποία το διήγημα –κατ’ εξοχήν τότε λογοτεχνικό είδος- κινιόταν στο κλίμα της ηθογραφίας όπως λεγόταν, περιγράφοντας χωριουδάκια βοσκούς και ψαράδες, μέσα στο οποίο ξεχώριζαν οι διεισδυτικές ματιές του Βιζυηνού και του Παπαδιαμάντη, έρχεται ο Βουτυράς σαν ταύρος σε υαλοπωλείο και καταπιάνεται με το ρεαλισμό της καθημερινότητας τους ανθρώπους της δουλειάς το περιθώριο τον κοινωνικό προβληματισμό τους πολέμους τις πείνες τα υπαρξιακά διλήμματα το υποσυνείδητο της ψυχής το εφιαλτικό το μεταφυσικό και άπειρα άλλα καινούργια και …παράξενα πράγματα!
 Και ενώ μπορεί να είχε διαβάσει τον Πόε που είχε προηγηθεί το σίγουρο είναι ότι δεν είχε διαβάσει Φρόϋντ και δεν είχε κυκλοφορήσει ακόμη ο Κάφκα και ο Τζόϋς γιατί στοιχεία και μάλιστα έντονα από όλους τους προαναφερθέντες εντοπίζονται στη γραφή του.
Εκείνο όμως που δεν γίνεται κατανοητό είναι που η «απομόνωση» του από τους ομότεχνους του συνεχίστηκε όχι μόνο  από τη γενιά του ’30 αλλά και την μεταπολεμική -με φωτεινή εξαίρεση τον Στρατή Τσίρκα που ήτανε ένθερμος θαυμαστής του- και κράτησε θα μπορούσε να πει κανείς μέχρι τις μέρες μας.
Ο Βουτυράς έγραψε τόσο πολύ και από ιδιοσυγκρασία αλλά και από ανάγκη βιοπορισμού. Γιατί ενώ γεννήθηκε στην Κωσταντινούπολη το 1871 σε αστικό περιβάλλον και μετακόμισε στον Πειραιά σε νηπιακή ηλικία, βρέθηκε από νέος σε πλήρη ένδεια γιατί ο πατέρας του αυτοκτόνησε αφού πρώτα είχε κλείσει το συμβολαιογραφείο και είχε ανοίξει χυτήριο στο Φάληρο το οποίο χρεοκόπησε. Παντρεύτηκε έκανε δυο κόρες και εγκαταστάθηκε στο Κουκάκι, Σύχναζε στις ταβέρνες της περιοχής και πάντα του άρεσε να κάνει παρέα με ανθρώπους του καθημερινού μόχθου και του περιθωρίου οι οποίοι αποτελούσαν και τους ήρωες των ιστοριών του. Πέθανε το 1958.
Σας παραθέτω ως δείγμα γραφής και ένα διήγημα του με μοναδικό κριτήριο το μέγεθος του, μιας και είναι ένα από τα μικρότερα του. To δανείστηκα από μια εκπληκτική δουλειά που έχει κάνει ο κ. Νίκος Σαραντάκος μια ηλεκτρονική συλλογή ελληνικών διηγημάτων που διαρκώς πλουτίζεται και η οποία βρίσκεται στον ιστότοπο http://www.sarantakos.com/keimenamazi.html

 
Λησμονιά
του Δημοσθένη Βουτυρά

  
            Ο Καπάρης έπαψε περιμένοντας να σταματήσει το χτύπημα της καμπάνας. Και όταν ο τελευταίος ήχος της έτρεξε στον αέρα τρεμουλιαστός ξακολούθησε την ομιλίαν του, αφού τύλιξε πρώτα γύρω στο λαιμό του το σάλι του, που του είχε ξεφύγει.

            — Πόσους και πόσους δεν έχουμε λησμονήσει! είπε. Πόσοι, που γνωρίσαμε μια φορά κι έναν καιρό είχαμε κάποια φιλία, αρχίζαμε να τους αγαπάμε και που μια μέρα χωριστήκαμε χωρίς να σκεφτούμε πως δε θα δει πια ο ένας τον άλλο. Άλλοι πάλι, που μαζί πηγαίναμε σκολειό, καθόμαστε στο ίδιο θρανίο, που μια μέρα κι αυτούς τους χάσαμε χωριστήκαμε και δεν τους ξαναείδαμε πια!… και σιγά, σιγά σβήσανε απ΄ τη μνήμη μας και μας είναι αδύνατο να τους θυμηθούμε! Ίσως μένει, βαθιά όμως, στην ψυχή μας η μορφή τους κρυμμένη, που μόνο ο ύπνος μπορεί να τη φέρει απάνω στην ενθύμησή μας, αλλ΄ όταν ξυπνήσουμε θα σβήσει πάλι, θα πάει στη θέση της χωρίς να δεις, να συλλάβεις τίποτα!… Πόσοι λοιπόν, απ΄ αυτούς δεν έχουνε χαθεί, δεν έχουνε πεθάνει… Προχτές το βράδυ ένα τέτοιο έβλεπα στον ύπνο μου, ένα τέτοιο! Είμαστε δυο παρέες, λέει, και καθόμαστε σ΄ ένα δωμάτιο ψηλό ενός σπιτιού, που μια φορά μικρός είχα κατοικήσει. Από μια μπαλκονόπορτα ανοιχτή φαινόντουσαν δέντρα ενός κήπου μεγάλου και μια λάμψη δυνατή, πέρα στον ορίζοντα.

            Κάτι λέγαμε, νομίζω, για πεθαμένους, για ψυχές.

            — Γιά, μου λέει ξαφνικά κάποιος απ΄ την παρέα μας, δείχνοντας έναν, που καθότανε μαζί μας σιωπηλός, έναν, που τον είδα να ‘ναι σκοτεινός και σαν αέρινος, αυτός είναι πεθαμένος, πέθανε στην Πάτρα!

            Εγώ το ήξερα και λυπόμουνα πολύ γι΄ αυτό, γιατί ήτανε φίλος μου, γνωστός μου παλιός, και ήθελα να μάθω, για να παρηγορήσω τη λύπη μου, αν αισθάνεται κι έτσι που ήταν, ό,τι πριν…

            Για πες μου, του λέω, και του είπα και τ΄ όνομά του, πώς σου συνέβηκε, τι αισθάνθηκες;

            Ο πεθαμένος άνοιξε τα χέρια του.

            — Ούτε θυμούμαι που πέθανα, ούτε τι τράβηξα!… Έφυγα απ΄ εκεί μόνο αφήνοντας το σώμα μου σα να πέρασα για μια στιγμή ένα σκοτεινό μέρος!,,,

            Στράφηκα στους φίλους μου.

            — Βλέπετε; τους είπα.

            Ένας απ΄ τους κυρίους, που ήτανε στην άλλη παρέα, πήρε το κάθισμά του και πλησίασε κοντά στον πεθαμένο.

            — Για πες μας πώς…

            Ήθελε να ρωτήσει να μάθει εκείνο το άλυτο, το παράξενο, το μεγάλο μυστήριο, αλλά το πρόσωπο του πεθαμένου πήρε μια έκφραση στενόχωρη κι είπε τραυλίζοντας :

            — Αφήστε με!… Πρέπει να πηγαίνω! βραδυάζει, δε μπορώ, πνίγουμαι!…

            Και αλήθεια βράδυαζε. Έξω η λάμψη κείνη, που ήτανε πριν, είχε χαθεί και το σκοτάδι ερχότανε.

            Ξύπνησα λυπημένος πολύ πολύ και με δάκρυα στα μάτια. ΄Εκλαιγα. Ποιος να ‘ταν, λοιπόν, κείνος ο φίλος μου, που τόσο, τόσο μ΄ έκανε να λυπηθώ, και που ακόμα που τον σκέπτουμαι δακρύζω;…


Περιοδικό «Ο Νουμάς», Τόμος 17, τεύχος 676, σελίδες 180-181 (1920)   

4 σχόλια:

Mary Ka είπε...

Το διάβασα με συγκίνηση καθώς το όνομα του το πρωτάκουσα παιδί από τη γιαγιά μου η οποία ήταν φίλη με την κόρη του Ναυσικά. Παρ' όλ' αυτά εγώ δεν είχα ασχοληθεί μαζί του.
κλειστός άνθρωπος μου έλεγε η γιαγιά αλλά και ευγενής.

navarino-s είπε...

@Mary Ka
Είναι πολύ σημαντική η μαρτυρία σου! Και αυτό για το κλειστό του χαρακτήρα του και την ευγένεια του το έχω διαβάσει σαν μαρτυρία και άλλων μα το παράδοξο είναι ότι δεν κλείστηκε στο σπίτι του και επιζητούσε πάντα την παρέα της ταβέρνας, στο δε εκτεταμένο διήγημα του ή νουβέλα με τίτλο "Οι Αλανιάρηδες" περιγράφει μια τέτοια παρέα σε χρόνια μεγάλης ανεργίας και φτώχειας με συγκλονιστικό τρόπο!
Σ' ευχαριστώ για την παρέμβαση, καλό σου βράδυ!

Blackened είπε...

Μπράβο Ναβαρίο! εξαιρετική παρουσίαση, ούτε εγώ τον είχα ακούσει ποτε

navarino-s είπε...

@Βlackened
Σ' ευχαριστώ φίλε μου να είσαι καλά!