Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2018

Η ΤΑΒΕΡΝΑ ΤΟΥ ΠΕΤΣΙΑΒΑ


 


(Σημείωση: με αφορμή το κλείσιμο του ιστορικού εστιατορίου ΚΕΝΤΡΙΚΟΝ, στη στοά πίσω από το άγαλμα της Κολοκοτρώνη, ένιωσα την ανάγκη να προσπαθήσω με όπλο τη μνήμη μου, μήπως και περισώσω κάποιες εικόνες από τα παλιά φαγάδικα της Αθήνας (εστιατόρια και ταβερνάκια  που άνοιγαν και το μεσημέρι ) και που τα ‘φαγε τελεσίδικα η εξέλιξη)

Ένα διάστημα, αρχές του ’70, έμεινα στην περιοχή Θυμαράκια, πρώην Γιδάδικα, που τότε διαμορφωνόταν σε πλατεία. Για φαγητό σύχναζα στου Πετσιάβα, ένα λαϊκό ταβερνάκι με καρό τραπεζομάντηλα και βαρέλια ρετσίνας, επί της οδού Ρόδου λίγο πριν τη Λιοσίων.

Ο ταβερνιάρης, ένας υψηλόσωμος εξηντάρης με προτεταμένη γαστέρα, ήταν και μάγειρας και σερβιτόρος. Συνεπικουρούμενος από τη σύζυγό του, μια αμίλητη μικρόσωμη κυρία που συγκρατούσε τα μαλλιά της με ένα διχτάκι. Τα φαγητά, όλα της κατσαρόλας, ήταν πολύ νόστιμα και πολύ φτηνά. Σπεσιαλιτέ του το ζυγούρι (μεγάλο αρνί που έχει χρονίσει) με μακαρόνια χοντρά με τρύπα και σάλτσα με γαρύφαλο και κανέλλα. Ένα πρόβλημα είχα μόνο με το μέγεθος της μερίδας. Ήταν για τα μέτρα μου θηριώδης. Καθώς η πελατεία του καταστήματος απαρτιζόταν από εργατοτεχνίτες συνεργείων και οικοδόμους.

Τα μεσημέρια 3 με 5 το κατάστημα έκλεινε και ο Πετσιάβας κατηφόριζε πιο κάτω στη Λιοσίων για να κοιμηθεί κάνα δίωρο στον κινηματογράφο Αντινέα που ήταν απέναντι και που έπαιζε από το πρωί έργα Καράτε με τον Μπρούς Λι και τους αμέτρητους μιμητές του. Είχε πελάτη τον μηχανικό προβολής και δεν του ζητούσαν εισιτήριο. Καθόταν, όπως μου έλεγε, στην τελευταία σειρά. Ο σαματάς αυτών των ταινιών του προσέφερε διπλή υπηρεσία: και τον νανούριζε και κάλυπτε το βροντώδες ροχαλητό του. Το οποίο, στις μικρές παύσεις των καυγάδων ακουγόταν και πάνω στη μηχανή  όπως του έλεγε ο φίλος του, αλλά δεν ενοχλούσε.

Ακόμη και σαν το φλοίσβο της θάλασσας μπορεί να το δέχονταν τα κουρασμένα από τους ήχους του έργου αυτιά των θεατών.
 
 
Δημήτρης Κουκουλάς

3 σχόλια:

Θεόδ. Κόλλιας είπε...

Δημητράκη πολύ ωραίο το γραφτό σου αλλά εγώ έχω πάθει πλάκα με τη μνήμη σου!!!!!

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΓΡΙΣΠΟΣ είπε...

Την δεκαετία 1950 έμενα Ρόδου 90 απέναντι ακριβώς απο την ταβέρνα του Πετσιαβα. Δίπλα στο πατρικό σπίτι μου παρκάρανε το μεσημέρι τα γοιδουράκια τους οι πλανόδιοι μανάβηδες της περιοχής και πηγαίνανε να φάνε στην ταβένα. Ο Πετσιάβας κάθε Σεπτέμβριο έφερνε μούστο απο τα Μεσόγεια για το κρασί του και μοίραζε απο ένα μπουκάλι μούστο στην γειτονιά για τις μουσταλευρειές. Είχε και έναν γυιο τον Φώτη.
Στον επόμενο δρόμο Δεμερτζή και Λιοσίων υπήρχε πεταλωτήριο αλόγων και δίπλα η αποθήκη σανού του Παππού, όπου σταματάγανε τα γαιδουράκια για ανεφοδιασμό. Τώρα υπάρχει εκεί στην Λιοσίων η στάση Παππού των Λεοφωρείων.
Επίσης πολλοί μανάβηδες απο Λιόσια κλπ. κατεβαίνανε με τα γαιδουράκια τους για ανεφοδιασμό απο την κεντρική λαχαναγορά και επιστρέφοντας σταματούσανε άλλοι στην ταβέρνα Πετσάβα, άλλοι στο Πεταλωτήριο και άλλοι στον Παππού.
Στην περιοχή του Παππού υπήρχαν και άλλα μικρότερα μαγαζιά που πουλάγανε σανό. Τώρα όλα αυτά τα μαγαζιά έχουν μετατραπεί σε ανταλλακτικά αυτοκινήτων διότι τα γαιδουράκια αντικαταστάθηκαν με αυτοκίνητα.

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΓΡΙΣΠΟΣ είπε...

ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΑΒΕΡΝΑ ΤΟΥ ΠΕΤΣΙΑΒΑ: Το πατρικό σπίτι μου Ρόδου 90, ήταν το τελευταίο της σειράς και μετά άρχιζε μια μάντρα με παλαιά ξυλεία μέχρι την Λιοσίων και ως εκ τουτου τα πεζοδρόμια των σπιτιών τελειώνανε στο σπίτι μου και μετά ήταν το χώμα των χωματόδρομων δρόμων που υπήρχαν σε όλη την περιοχή τότε. Σε αυτόν λοιπόν τον χώρο δίπλα ακριβώς εκεί που τελείωνε το πεζοδρόμιο του σπιτιού μου και απέναντι απο την ταβέρνα παρκάρανε τα γοιδουράκια τους οι πλανοδιοι μανάβηδες. Ένα σκανδαλιάρικο παιδί ο Γιάννης ο κακός όπως τον λέγαμε ( διότι υπήρχε και ένας άλλος ένας, ο Γιάννης ο καλός ώστε να τους ξεχωρίζουμε. Και οι δύο όμως ήταν πολύ καλά παιδιά) πήγε με ένα καλαμάκι και πείραζε το πουλί του ενός απο τους γαιδάρους που ήτανε παρκαρισμένοι. Εγώ ημουνα εκεί και τον παρατηρούσα όταν ξαφνικά ο γάιδαρος τον ποδοπάτησε και του δάγκωσε την μύτη. Αμέσως βέβαια όλοι τρέξανε να βοηθήσουν και εγώ πίστεψα ότι ο γάιδαρος του έφαγε όλη την μύτη. Τις επόμενες ημέρες ο Γιάννης κυκλοφορούσε με γραντζουνιές στην μύτη του.