Σάββατο 12 Μαρτίου 2016

Όταν το απλό γινότανε ... μαγεία !!!



Kώστα Περδίκη


το στρατόνι

 

Το στρατόνι ήτανε δεν ήτανε εκατό, το πολύ, μέτρα.
Ξεκίναγε από τη δημοσιά και έφτανε μέχρι την ξύλινη πορτούλα του εξοχικού μας.
Το φάρδος του ένα, με ενάμιση.
Σ’ όλο του το μήκος, αριστερά και δεξιά, φράχτες με ξύλινα παλούκια και τρεις σειρές σκουριασμένο σύρμα, αγκαθωτό.
Τη μέρα, με το φως, το στρατόνι ήταν αδιάφορο για μας τα παιδιά.
Τη νύχτα όμως…
Γυρνώντας από το θερινό σινεμά, φτάνοντας στο ύψος του, στρίβαμε δεξιά και άρχιζε, τότε, η μικρή μας περιπέτεια.
Στα πρώτα δέκα μέτρα, έφτανε ακόμη λίγο φως από τον γλόμπο της ηλεκτρικής, ψηλά στην κολώνα, στην άκρη του δρόμου.
Μετά, πηχτό σκοτάδι, πίσσα, μαζί και χτυποκάρδι.
Τα πόδια μας άγγιζαν τα φυτρωμένα χόρτα, πότε μαλακές αγριομολόχες,πότε γλυκορίζια και πότε γαϊδουράγκαθα.
Αλλού, χαϊδεύαμε με τα χέρια μας τις ξεβλαστωμένες μαραθιές και το μύρο τους μας έσπαζε τη μύτη.
Στη μέση περίπου, παραμερίζαμε τις φρέσκες φούντες της λυγιάς, για να περάσουμε, κάνοντας έτσι να βγει η πικρή μυρωδιά τους.
Οι κωλοφωτιές, άφθονες τότε, μέσα από τα χορτάρια, έφεγγαν,  πρασινωπές φλογίτσες, χαμηλά στα βήματά μας.
Πάνω μας η αστροφεγγιά, μαγική.
Όλα τ’ άστρα δικά μας.
Αυτόφωτα και ετερόφωτα, ήλιοι και φεγγάρια.
Μαζί, ακούσματα από τριζόνια, γκιώνηδες, σκυλιά, κοκόρια και κουκουβάγiες.
Το διάβα μας εκείνο, το μικρό, μέσα στο σκοτάδι, τα είχε όλα.
Μυρωδιές, ήχους, φόβο και θαυμασμό.
Λίγα μέτρα πριν την αυλόπορτα, το αγιόκλημα της μάνας μας  έσπευδε να μας διαβεβαιώσει ότι ο μικρός μας άθλος, άλλη μια βραδιά, είχε λάβει αίσιο τέλος.

__________________________________________
 στρατόνι = στενό δρομάκι, μονοπάτι
 
 
Βιογραφικό:
Κώστας Περδίκης: (Ζαχάρω Ηλείας, 1949).
Σπούδασε Πολιτικός Μηχανικός στο Ε.Μ.Π.
Εργάσθηκε σαν μηχανικός στον Ιδιωτικό και
Δημόσιο Τομέα.
Πρώτο του βιβλίο: σινική μελάνη και άλλα
αφηγήματα, Αθήνα, 2014.
 
 
 

Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2016

Ποιητές δίπλα μας: Δημήτρης Μαστροδήμος !!!







Σημείωση navarino-s: κάτω από τον τίτλο "ποιητές δίπλα μας" θα δημοσιεύω κατά διαστήματα δείγματα δουλειάς από ανθρώπους που μοχθούν δίπλα μας πάνω στην υψηλή τέχνη της ποίησης: την "ανάπτυξη ενός επιφωνήματος" δηλαδή κατά τον Πωλ Βαλερύ. Πολλοί από αυτούς ταλαντούχοι δεν έτυχε να γνωρίσουν τη μεγάλη δημοσιότητα.  


Δημήτρη Μαστροδήμου

 
Στο λιμάνι πολλοί χαιρετούσαν.

Το ίδιο και οι ταξιδιώτες.

 
Μόνος, σε μιαν άκρη του πλοίου που μόλις

           σάλπαρε,

           αν και δεν είχε

            κανένα στην προβλήτα,

χαιρετούσε κι αυτός ∙

          μπορεί τους γλάρους. Μπορεί…

Αργά αργά μάκραινε.

Φαίνονταν, αμυδρά, μόνο τα κτίρια.

Ύστερα, μαζί μ’ ό,τι αγάπησε,

Η πόλη του χάθηκε σ’ ένα σύννεφο καπνού

 

                                                     7.10.91


_________________________________________________________

Βιογραφικό:
Ο Δημήτρης Μαστροδήμος γεννήθηκε στη Δρυμώνα Μαγνησίας το 1939. Το ’49 και το ‘52 χάνει πατέρα και μάνα και αναγκάζεται να αφήσει το σχολείο και να δουλέψει. Το ’57 έρχεται στην Αθήνα και κάνει διάφορα επαγγέλματα: φορτοεκφορτωτής, νυχτοφύλακας, χτίστης, υδραυλικός, μπετατζής, μπογιατζής, ιδιωτικός υπάλληλος κ.ά. Το ’59 οργανώνεται στη Νεολαία της ΕΔΑ και αργότερα στη Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη. Το ’66, στα 27του, γράφεται στο νυχτερινό για να τελειώσει το Δημοτικό αλλά η δικτατορία της 21.4.67 τον αναγκάζει να το εγκαταλείψει και πάλι και να κρύβεται. Το ’70 συλλαμβάνεται και καταδικάζεται από το Έκτακτο Στρατοδικείο σε οκτώ χρόνια φυλακή. Τον Ιούνιο του ’73 αποφυλακίζεται για να συλληφθεί και πάλι πέντε μήνες αργότερα στα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Αφήνεται ελεύθερος παραμονή Χριστουγέννων του ίδιου χρόνου. Έκτοτε ζει και εργάζεται στην Αθήνα.

Έχει εκδώσει τις συλλογές: «Μα πώς να πάψω», «Αντιανατρεπτικά», «Έι, σε σένα μιλώ», «Το αγκάθι».
 

 

Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2016

Ο Τζαμπάσης !!!




σημείωση navarino-s: παραθέτω το σχετικό με την προηγούμενή μου ανάρτηση διήγημα "Ο Τζαμπάσης" του φίλου μου λογοτέχνη Θεόδωρου Κόλλια που μας προσφέρει μια πιο σφαιρική και γλαφυρή εικόνα του επαγγέλματος.


Θεόδωρου Κόλλια

                                            Ο ΤΖΑΜΠΑΣΗΣ

 Η ζωή κάνει κύκλους στο χρόνο, η ιστορία γωνίες σαν πολύγωνο. Όλες οι ανθρώπινες δραστηριότητες και εκφάνσεις, ουδεμιάς εξαιρουμένης, είναι συνιστώσες και διαγώνιες άλλων προγενέστερων καταστάσεων. Κυρίως όμως μικρότερων και λιγότερο σημαντικών. Τα μεγάλα είναι αθροίσματα των μικρών, τα σημαντικά, απαυγάσματα των ασήμαντων. Και για την ύλη και για το πνεύμα. Οι άβακες που αποτελούσαν τις πρώτες αριθμομηχανές στην προϊστορική Ελλάδα, δεν είναι πρόγονοι των ηλεκτρονικών υπολογιστών(Η/Υ);Τα πάντα με ένα λόγο εξελίσσονται, μεταλλάσσονται και τροποποιούνται. Τίποτα δεν έρχεται από το πουθενά αλλά και τίποτα δεν εξαφανίζεται. Και οι εφευρέσεις ουδόλως αποτελούν παρθενογενέσεις. Ο ίδιος ο άνθρωπος είναι υποκείμενο και αντικείμενο όλων των προαναφερθέντων. Στις δε λειτουργίες της ανάγκης και επιβίωσης, που πρωτοστατεί η εργασία, όλες οι παραπάνω αρχές επαυξάνονται. Η εργασία (τρόπος, ποιότητα, απόδοση) καθορίζει το είναι. Το γίγνεσθαι είναι δουλειά των επαϊόντων και των αρμόδιων ειδικών. Οι διάφορες μορφές της εργασίας είναι τα επαγγέλματα.Μόνο στις τελευταίες δεκαετίες εάν ανατρέξουμε, γινόμαστε μάρτυρες της εμφάνισης, της ακμής και συγχρόνως της παρακμής και της εξαφάνισης αμέτρητων επαγγελμάτων. Ένα τέτοιο επάγγελμα είναι ο τζαμπάσης ή τζαμπάζης, επί το ελληνικό, ζωέμπορος.
Οι τζαμπάσηδες λοιπόν, είναι (καλύτερα ήταν) οι μεσίτες, οι έμποροι για όλα τα είδη των μεγάλων ζώων, κυρίως των αλόγων. Αυτό, διότι η διακίνηση ήταν πολύ ευκολότερη και ταχύτερη. Το ίδιο το άλογο χρησιμοποιούσαν και σαν μεταφορικό μέσο.
Κυρίως οι τζαμπάσηδες δεν διέθεταν κανένα παραγωγικό μέσο, αλλά ούτε και περιουσιακό στοιχείο, εκτός ίσως από μια χαμοκέλα και αυτή πλίθινη. Ήταν μ΄ ένα λόγο προλετάριοι, με όλη τη σημασία της λέξης. Επομένως ήταν αδέσμευτοι, ανεξάρτητοι από κάθε κοινωνική, πολιτική, θρησκευτική οριοθέτηση και προτροπή. Ελεύθεροι σαν τα πουλιά.
Από τη μια η ανάγκη επιβίωσης και από την άλλη, το δαιμόνιο της φυλής, συνέβαλαν στη μεγάλη ανάπτυξη πολλών ψυχικών χαρισμάτων, όπως η εξυπνάδα, καπατσοσύνη, διπλωματία, ψιλοκατεργαριά (Εθνική Ελλάδος γεια σου).

Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2016

Τα άλογα του χωριού...!!!




                  14.02.2016, 06:47 | Ετικέτες:  ζώα, ασθένειες,
 
 




Εμείς κι αυτά

σελίδα 50

 Τα άλογα του χωριού...
  Συντάκτης: 
Παναγιώτης Διαμαντής

Η επιστολή που ακολουθεί (από τον αναγνώστη μας κ. Δημήτρη Κουκουλά, συγγραφέα) έχει σαν αφορμή την εκπληκτική φωτογραφία με την πορεία των λύκων, κάπου στον χιονισμένο Καναδά, που αναδημοσίευσα απ' το ίντερνετ. Με την ευκαιρία, ο κ. Κουκουλάς μάς έστειλε κι ένα πολύ ενδιαφέρον απόσπασμα από ένα βιβλίο του, που μιλάει για τα άλογα του χωριού, τότε που δεν είχε γεμίσει η ύπαιθρος με φορτηγά και «αγροτικά».
Και βέβαια κάνατε πολύ καλά, κύριε Διαμαντή, και μοιραστήκατε μαζί μας τη φωτογραφία με τους λύκους. Γιατί υπάρχουν πολλοί, νομίζω, αναγνώστες σας με ισχυρότατους δεσμούς με τα ζώα που δεν μας συγκινεί τόσο η λεπτομέρεια όσο η ουσία: η αυστηρά καθορισμένη διάταξη εν προκειμένω - όπως σωστά σημειώνετε.
Ιδίως εμείς που μεγαλώσαμε στα χωριά δίπλα στα οικόσιτά μας. Ο Καράς μας μάλιστα πήγαινε όργωμα-μεροκάματο με τον πατέρα μου και μας ζούσε. Μόνο που φοβάμαι να μην παρεξηγηθώ ότι εκμεταλλεύομαι τη συγκυρία για κάποιο promotion γι' αυτό που θα κάνω. Το στέλνω για σας. Ενα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο μου «Τα φορτηγά και άλλες ιστορίες», εκδόσεις Απόπειρα:
«...οι Τσαμπάσηδες, οι ειδικοί των αλόγων. Αξιολογούσαν το ζώο με μια ματιά που έριχναν σε διάφορα μέρη του σώματός του. Γι' αυτό και τους έπαιρναν για συμβουλάτορες όσοι πήγαιναν στα ζωοπανήγυρα για ν' αγοράσουν άλογο. Κοίταζαν τα δόντια, την κοιλιά, τους μυς των ποδιών, τα καπούλια και το στήθος.
Το τελευταίο το πρόσεχαν ιδιαίτερα μήπως είχε μαζέψει υγρά, κάτι που συνέβαινε όταν έμενε το άλογο ιδρωμένο σε κρύο ρεύμα αέρα και που για να περάσει του έβαζαν καταπλάσματα.
Στις πιο βαριές περιπτώσεις του έκαναν “βυζιγάντι”. Του χάραζαν δηλαδή το στήθος με το μαχαίρι για να φύγουν τα υγρά. Πιανότανε η ψυχή μας όταν το βλέπαμε δεμένο σε κάποια αυλή, με τη χαίνουσα πληγή γεμάτη μύγες και εκείνα τα μεγάλα μάτια να μας κοιτάζουν όλο παράπονο και ικεσία.
Έχωναν επίσης τα δάχτυλά τους στα ρουθούνια του ζώου. Το ανάγκαζαν έτσι να φταρνιστεί και να βήξει, για να δούνε μήπως έχει “τεκνοφέσι”. Μια φοβερή πάθηση που οφειλόταν στα άγανα από τα άχυρα. Περνούσαν στο αναπνευστικό σύστημα και πλήγωναν τα πνευμόνια, κάτι που καταρράκωνε σιγά σιγά το άλογο και το οδηγούσε στο θάνατο.
Δεν είχα πάει ακόμη στο Δημοτικό τότε που χάσαμε τον Καρά μας από τεκνοφέσι. Τον αγαπούσα πολύ και του άρεσε να σκύβει το κεφάλι, για να διώχνω με το χέρι μου τις αλογόμυγες που φώλιαζαν μέσα στη βαθιά λακκούβα του σαγονιού του. Εβγαζε τότε ένα υπόκωφο και χαρούμενο χλιμίντρισμα σαν να με ευχαριστούσε, ενώ έτριβε τα τεράστια χείλη του πάνω στο κουρεμένο μου κεφάλι.
Κάποια στιγμή ήρθε ο βήχας που όλο δυνάμωνε. Τις κρύες νύχτες τον παίρναμε μέσα στο σπίτι, αλλά τα γκουχ και τα γκουχ δεν έλεγαν να σταματήσουν. Ενα πρωί τον τράβηξαν κάτω στη βαθιά ρεματιά και είπαν πως τον έδωσαν σε κάποιους άλλους. Μα δεν το πίστεψα και όταν, ύστερα από κάποιες μέρες, είδα να ζυγιάζονται από ψηλά τα μαύρα κοράκια, κατάλαβα πολύ καλά γιατί είχαν έρθει...»

Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016

Η Διαχρονικά "Αμαρτωλή" Πλατεία Ομονοίας !!!


                       
Η πλατεία Ομονοίας άσχετα από τις αρχιτεκτονικές πολιτιστικές και κοινωνικές μεταβολές που υφίσταται κάθε τόσο. Διατηρεί σταθερά μέσα στο χρόνο μιαν αναλλοίωτη πτυχή του χαρακτήρα της: σαν η πλατεία των ανομολόγητων παθών και των απαγορευμένων, των χαμηλόφωνων …συμφωνιών και των νευμάτων! Παραθέτω προς τούτο ένα σχετικό απόσπασμα, όχι από την «Ομόνοια 1980» του Γιώργου Ιωάννου που τόσο γλαφυρά το επιβεβαιώνει, αλλά από πολύ παλιά: από το διήγημα «Ζωγραφιά Νυκτερινή» του μεγάλου μας λογοτέχνη Μιχ. Μητσάκη που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ακρόπολις» στις 16 Μαΐου 1893 και το οποίο θεωρείται ως το πρώτο κείμενο της ελληνικής λογοτεχνίας που θίγει τόσο «αυστηρώς ακατάλληλα» θέματα!
Συγχωρήστε με μόνο που το περνάω στο μονοτονικό:


ΖΩΓΡΑΦΙΑ ΝΥΚΤΕΡΙΝΗ

Τρεις μετά τα μεσάνυχτα, και η πλατεία της Ομονοίας είναι έρημος. Από των γύρω δρόμων, μεγάλαι πνοαί ανέμου εισβάλλουν εκ των γωνιών, συρίζουσαι, σαρόνουν το έδαφος σφοδραί, συσπούν την κόμην των υψηλών δένδρων της, σηκώνουν εις σύννεφα την σκόνην. Τα πέριξ οικήματα, βωβά, -παράθυρα κλειστά, πόρτες σφαλισμένες- εγείρουν αμαυράς τας όψεις των. Ένα προς ένα, βαθμηδόν, τα μαγαζειά, τα καφενεία που την περιβάλλουν, άδειασαν από τους θαμώνας των, είδαν να λιγοστεύ’ η θορυβώδης κίνησις, η ζωή που τα εγέμιζε, ησύχασαν, εβυθίσθησαν εις την σιγήν και εις το σκότος. Δύο καπνοπωλεία μόνον, άγρυπνα, πλάι – πλάι, εις το προς την οδόν Σταδίου άκρον της, ρίχνουν επί το πεζοδρόμιον κάτασπρον το φως των δύο στρογγυλών λαμπτήρων των. Έξω της «Ήβης», μόλις προ μικρού, η πλανοδία μουσική, η μισθωμένη δια να τέρπη τους ζυθοποτούντας, έπαυσε να σπαράττη την Τραβιάταν, το ισπανικόν, το τραγούδι του Στραβογιώργη και τα γκαρσόνια , πηγαινοερχόμενα, μεταφέρουν τα καθίσματα, εισάγουν τους ξυλίνους καναπέδες, παίρνουν τα απομείναντα ποτήρια, σκουπίζουν από χάμω τ’ αποτσίγαρα, των φυστικιών τα φλούδια, των ποδών τα ίχνη, τα φτυσίματα, όλην την βρώμαν που αφίνει πίσω της πληθύς ανθρώπων συνελθόντων δια να ιδωθούν, να ξαπλωθούν, να φλυαρήσουν. Τρία – τέσσαρ’ αμάξια στέκονται προ αυτής, βραδύναντα, περιμένοντα κανέναν πάρωρον διαβάτην, με τ’ άλογα των κουρασμένα, μισοκοιμώμενα ορθά, θαμπά, μισοσβυσμένα τα φανάρια των, τους δύο αμαξάδες κάτω, ακουμπισμένους εις τον τοίχον, ομιλούντας με τους υπηρέτας, ξαπλωμένον υψηλά, επί του εδωλίου του, τον άλλον, και ρογχάζοντα, ενώ ο τέταρτος, επί του εδωλίου του κι’ αυτός, ξάπλα επίσης, στηρίζει εις το χέρι το κεφάλι του, και ως εις ρέμβην αφειμένος, μουρμουρίζει σιγανά, διακεκομμένα, ως βαυκάλημα θα έλεγες, χυδαίον αθηναϊκόν τραγούδι, αλλοκότως αντηχούν εν τη νυκτί :

-Τι ναν του κάμω του μικρού
Που είναι μικρό και κλαίει, ώχ!....
Αντίκρυ δε, υπό το φέγγος τ’ ουρανού, αγρυπνούν κι’ αυτό και φωτισμένον, ορθόνεται το κιόσκι, ως λευκόν κουβούκλιον εβραϊκής συναγωγής και από μέσα πιάνων όλον τον στενόν χώρον του κοιμάτ’ ο πωλητής του. Ψυχή άλλη επ’ αυτής, ψυχή εις τους πέριξ δρόμους. Οξέα, υπερύψηλα τα τέσσερα κοντάρια του ηλεκτρικού, σβυστά, φρουρούν τας τέσσερας πλευράς της , παμμεγέθη. Άφωτα τα γκαζ, τυφλά επίσης, ως σβεσθέντ’ από τον άνεμον, την τριγυρίζουν πανταχόθεν. Ελεύθερος ο άργυρος των άστρων, της σελήνης, μονοκράτωρ, πέφτει επ’ αυτήν, απλόνεται, λαμπρός. Σκορπισμέν’ ανά την έκτασιν, πλέοντα εις το φως, τα θρανία όπού χρησιμεύουν προς ανάπαυσιν των εις αυτήν φοιτώντων, γυμνά ανθρώπων, μαστιγόνονται αγρίως από την βιαιότητα της σκόνης. Αλλ’ εις ένα εξ αυτών, κοντά εις την εξέδραν όπου παίζ’ η μουσική, υπό μίαν των συστάδων των σκοτεινών θάμνων, οίτινες ζοφούν το κέντρον της, στον ίσκιον, φαίνονται δύο συγκαθήμενοι. Ο πρώτος υψηλός ανήρ, με μαύρην γενειάδα, καταπίπτουσαν επί του στήθους του, ευρύνωτος, ευρύστερνος, με πρόσωπον μισοκρυμμένον υπό το πλατύ καπέλλον του, οζώδη ράβδον ανά χείρας, κατέχει τη μίαν άκραν του θρανίου, εστραμμένος προς τον άλλον. Και ο δεύτερος, μικρός λούστρος, ωσεί δεκαετής, με το κασκέττον του σκεπάζον την ευειδή όψιν του, στρέφων τα νώτα προς τον πρώτον, κατέχει την ετέραν. Σιωπηλοί, κάθοντ’ έτσι, κατ’ αυτόν τον τρόπον, προ ώρας ήδη, μη μετακινούμενοι, αδιαφορούντες δια την νύκτα και την σκόνην, μόνον, κάπου-κάπου ο ανήρ, βιαίως, ρίχνει δύο-τρεις λέξεις, ωσανεί μονοσυλλάβους ερωτήσεις, μασσωμένας μεταξύ των μαύρων του γενείων και ο μικρός ο λούστρος, δίχως να γυρίσει, απαντά ομοίως, μονοσύλλαβα επίσης, σιγαλά. Ο άνεμος φυσά, πάντοτε σφοδρός, διελαύνων την πλατείαν μετ’ οργής, αναστατώνων τα φυλλώματα, απειλών να καταρρίψη, τρίζοντας, τους στύλους των φανών του τηλεγράφου, ανεγείρων προς τον ουρανόν κονιορτού σίφωνα. Κι’ εκεί κάτω, εις κάποιαν εκ των γωνιών, ένα παράθυρον, ανοικτόν λησμονηθέν, παραφερόμενον υπό του βιαίου ρεύματος, δέρνει το σπίτι θηριωδώς, βροντά λυσσωδώς κατά τοι τοίχου, έκφρον και βαρύ, ωσάν να ήθελε να συγκλονίση την πλάσιν…
--Κουλούρια ζ…στάάά ! ήχησε φωνή, σκιά ενεφανίσθη, παρά του καφφενείου το ημίφως, εν μέσω του σκονοστροβίλου, κρατούσα μέγαν πίνακα επικεφαλής, τρίποδα εις χείρας.
…………………………………………………………………………………………..
Mιχαήλ Μητσάκης Εφημερίδα "Ακρόπολις" 16.5.1893