ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ
«Ψυχές νεκρών, ιδίως φονευθέντων, με ορατή μορφή που ομιλούν και πράττουν. Επιφοιτούν εις τα όνειρα μας και σε κάποιους εν εγρηγόρσει.» λένε τα λεξικά και υποστηρίζουν ότι αυτές είναι λαϊκές δοξασίες πανάρχαιες: οι μαθητές ιδόντες τον Χριστό περιπατούντα επί των υδάτων, εταράχθησαν και ανέκραξαν: «φάντασμά εστι». Ο Αισχύλος εισάγει το φάντασμα (είδωλον) της Κλυταιμνήστρας στις «Ευμενίδες» και του Δαρείου στους «Πέρσες», ο Ευριπίδης, του Πολυδώρου στην «Εκάβη». Ο Σαίξπηρ το παρακάνει: Άμλετ, Μάκβεθ και Ριχάρδος ο Γ΄ πάνε και έρχονται στη σκηνή με αυτή την άϋλη ιδιότητα τους.
Τα φαντάσματα βγαίνουν τη νύχτα, λένε, βγαίνουν κοντά στον τόπο που φονεύθηκαν. Είναι μελαγχολικά, μιλάνε με ένα τρόπο ιδιαίτερο, χαμηλόφωνα και σταθερά χωρίς μεταπτώσεις. Κάποια γογγύζουν σιγανά σαν να κλαίνε. Και είναι αυτοί οι γογγυσμοί που φτάνουνε σε κάποιους από μας, μέσα στις άγριες νύχτες που μουγκρίζει και ο αγέρας. Που φτάνανε το πιο σωστό, τότε που βγαίνανε οι άνθρωποι τις νύχτες να ποτίσουν, να σκαρίσουν τα πρόβατα, να πάνε το άλεσμα στο μύλο, να στήσουνε παγίδες για πουλιά, τότε που δεν υπήρχε ηλεκτρισμός και φώτα αυτοκινήτων.
Δεινοί αφηγητές κάποιοι από αυτούς, μιλούσανε μετά στο καφενείο για σημεία και τέρατα. Για του Μανούσου το Γεφύρι με τους σκοτωμένους Γερμανούς και τους αντάρτες, για νύχτα με φεγγάρι και πως μπλέκανε οι γογγυσμοί με τα ουρλιαχτά του αγέρα, πως τρόμαζε το άλογο και σηκωνότανε στα δυο του πόδια και χλιμίντριζε άγρια, τα «έμπηγε» όπως έλεγαν, δεν ήθελε να προχωρήσει και ήτανε το στοιχείο αυτό που μας αιχμαλώτιζε πιο πολύ, γιατί παρ’ όλο που ήμασταν μικροί ακόμα, γνωρίζαμε πολύ καλά το αλάθητο ένστικτο που έχουνε τα ζώα. Οι άνθρωποι, ξέραμε, διαθέτουν φαντασία. Το άλογο όμως -λέγαμε από μέσα μας- δεν μπορεί κάτι θα άκουγε, ίσως να έβλεπε και κάτι. Τρέμαμε από το φόβο αλλά μας άρεσε πολύ. Μας κέντριζε γλυκά αυτή η ιδέα του αόρατου κόσμου των πεθαμένων. «Όχι! Όχι!» φωνάζαμε με ένα στόμα, όταν μας ρώταγε αυτός αν πρέπει να σταματήσει. Τεντώναμε τα αφτιά μας πιο πολύ και εκεί επιδέξια ο αφηγητής σερβίριζε και την εικόνα: «…..και τότε κάνω έτσι, ρε παιδιά, και τι να δω; Βλέπω το γερμανό, δίπλα στο σχίνο. Καθότανε με τη στολή πάνω στην πέτρα. Δίχως κράνος. Είχε ακουμπήσει το μάλινχερ στα πόδια του και στήριζε το κεφάλι στο ένα του χέρι. Σαν να έκλαιγε. Πάνω από το αφτί του ανοιχτή, μια μαύρη τρύπα. Ξεχώριζε έντονα στα ξανθά του μαλλιά. Κάτι μουρμούριζε στη γλώσσα του αλλά η φωνή του έβγαινε όλο παράπονο. Δεν είχε τίποτα από αυτή την αγριάδα που ακούγαμε την κατοχή. Αυτά τα …ράους και φερμπότεν που μας έκοβαν τα πόδια. Σε μια στιγμή γυρίζει το κεφάλι. Παναγία μου! Πάρα λίγο να πέσω κάτω. Ήταν τα μάτια του άδεια σαν τρύπες.……»
Όχι! Δεν κατουριόμασταν αλλά όταν περνάγαμε μετά από εκεί, ακόμη και μεσημέρι –που να τολμήσουμε το βράδυ;- και παρόλο που ξέραμε πολύ καλά τους νόμους των φαντασμάτων και τα νυχτερινά τους ωράρια, χτυπούσαν τα πόδια μας στο κεφάλι και τρέχαμε, τρέχαμε μέχρι που μας έβγαινε η γλώσσα. Πέφταμε στην άκρη του δρόμου ξεροί, και κάναμε τον απολογισμό της τρομάρας μας: όλοι μα όλοι είχαμε ακούσει τα βογκητά και όλοι μας είχαμε δει από ένα Γερμανό δίπλα στο κάθε σχίνο.
Τα ίδια και με τη «Στροφή Του Σκοτωμένου». Την άλλη εκδοχή του παιδικού μας τρόμου. Εδώ σε αντίθεση με το πολυπρόσωπο του «Μανούσου» -140 γερμανοί και 18 αντάρτες- οι αφηγήσεις κάπως συνέπιπταν. Τα βογκητά του ερωτευμένου παλικαριού, συνοδεύονταν από την ίδια περίπου εικόνα: «…ένας λεβέντης. Ακουμπούσε στον κορμό της ελιάς, δίπλα στο δρόμο. Είχε το κεφάλι γερτό προς τον ώμο του, σαν να πόναγε. Και ήτανε η κοιλιά του και το στήθος σουρωτήρι. Αμέτρητες μαύρες τρύπες. Μουρμούριζε. Ένα μουρμουρητό που ακουγόταν πεντακάθαρα: Είναι οι μαχαιριές, αυτά που βλέπεις, τα σημάδια του θανάτου μου. Μπήξανε τα μαχαίρια τους με λύσσα. Με τράβηξαν κάτω από την άμαξα. Ήτανε και τα τρία αδέρφια της. Πάλεψα όσο μπορούσα. Ήμουν άοπλος. Ούρλιαζε εκείνη, τους φώναζε. Τον αγαπάω, έλεγε, τον αγαπάω και όσο το έλεγε αυτό τόσο πιο βαθιά ένιωθα μέσα μου τις λάμες. Κρύο μαζί με κάψιμο. Ο αμαξάς μου και ο σωφέρης που τους έφερε κοιτάζανε…. Κάποια στιγμή σήκωσε το κεφάλι. Τι να σας πω ρε παιδιά. Ένας άγγελος! Πόνεσε η ψυχή μου. Δεν άντεχα να ακούω άλλο, έφυγα».
Ώριμα φρούτα, έτσι εμείς, γαλουχημένοι από μαστόρους, πέσαμε στη μαγεία του αλλόκοτου. Μόλις πιάναμε στο χέρι μας κανένα παλιό Ρομάντσο, πηγαίναμε κατευθείαν στη σελίδα με τα «Φαινόμενα Παραψυχολογίας». Μαρτυρίες, δηλαδή, ανθρώπων που είχαν επικοινωνήσει με πεθαμένους ή είχαν βιώσει μεταφυσικές εμπειρίες. Μετά μας άρπαξαν άλλοι τεχνίτες, με τη μαγεία του σινεμά αυτοί. Στοιχειωμένοι πύργοι και δράκουλες. Σκοτεινοί διάδρομοι, πόρτες που τρίζανε, ήχοι απότομοι που κόβανε το αίμα, σκιές και σιγανά κλάματα. Φαντάσματα, φαντάσματα, φαντάσματα. Και πάντα αυτό το θρόισμα του τρόμου. Το γλυκό! Πέρασα και στους αρχιμάστορες: Έντγκαρ Άλαν Πόε, ΄Αμπροουζ Μπήρς και Λάβγκραφ, Και όλοι μα όλοι, πάνω στις ίδιες παγκόσμιες σταθερές των φαντασμάτων: τόπος του φονικού, νωθρές κινήσεις, θλίψη, μελαγχολία, ιδιαίτερος τρόπος ομιλίας. Στις ίδιες σταθερές των πρώτων αφηγήσεων του καφενείου. Και αν με ρωτήσετε τώρα, ποιο είναι το ισχυρότερο που ακόμη με έλκει στο θέμα, αν είναι η γοητεία, δηλαδή και το μυστήριο του μεταφυσικού ή η σφοδρή επιθυμία για επιστροφή σε εκείνη τη γλυκιά ανατριχίλα του καφενείου, αδυνατώ να το απαντήσω!
Ήρθαν και οι καινοτόμοι. Ο Στήβεν Κίνγκ με το «Κριστίν» εισάγει το εποχούμενο φάντασμα. Μια αόρατη σκιά οδηγεί το σκουριασμένο αυτοκίνητο και μοιάζει να είναι αυτό το φάντασμα, το τροχοφόρο! Ήρθε και ο Αμενάμπαρ, πριν λίγα χρόνια, με την ταινία του «Οι Άλλοι», και έγινε χαμός. Μας ξέκανε ο ισπανός στο τέλος της ταινίας. Μας συγκλόνισε. Όλο αυτό που βλέπαμε: κανονικούς ανθρώπους σε φυσική εικόνα, παρ’ όλες τις νύξεις κάποιων παγκόσμιων σταθερών –κινήσεις, ομιλία, λύπη- δεν φανταζόμασταν πως ήτανε ο κόσμος των πεθαμένων. Βγήκα από το Αττικόν συνεπαρμένος. Όπως έβγαινα μικρός από το καφενείο, μετά την ιστορία με το γερμανό ή το σκοτωμένο. Και αυτό που φοβόμουνα μην πάθω τότε, στο σκοτεινό δρομάκι για το σπίτι, έμελλε να το πάθω με μια τόσο μεγάλη χρονική καθυστέρηση, μεσ’ στη κατάφωτη και πολυσύχναστη οδό Σταδίου.
Δεν ήτανε ακριβώς εμπειρία «εν εγρηγόρσει» ούτε και καθαρά «εν υπνώσει». Ήταν αυτό το ανάκατο πραγματικότητας και ονείρου που όταν το σκεφτόμαστε μετά, είναι αδύνατο να ξεχωρίσουμε το ένα από το άλλο.
Γιατί, ναι κάθισα στο Goody’s που είναι λίγο πιο πάνω. Όπως και στο όνειρο. Και όπως και στο όνειρο κάθισα έξω και ας ήτανε νύχτα με κρύο. Απαγκιάζουν τα τραπεζάκια και μπορείς άνετα να πάρεις εκεί το σάντουιτς και τη μπύρα σου. Και ναι, όπως και στο όνειρο, βρισκόμουν ακόμη με το μυαλό στη Νικόλ Κίντμαν και τα παιδιά, στους υπηρέτες, στον κόσμο των πεθαμένων. Κοίταξα απέναντι λοξά, στη χιαστή γωνία. Είδα στην κολώνα την αναμνηστική πλάκα και τον σκέφτηκα. Έντονα μάλιστα και αστραπιαία όπως και στο όνειρο, σαν να είδα κάτι, μια οπτασία, που αμέσως χάθηκε.
Πρόσεξα τότε καλύτερα και τον είδα. Καθαρά πλέον. Ένα ψηλό παλικάρι με άσπρο κοντομάνικο πουκάμισο και σκούρο παντελόνι. Μέσα στο καταχείμωνο. Αν και αυτό από μόνο του δεν λέει τίποτα, πολλοί συμπολίτες μας ξεμπράτσωτοι, περιφέρονται με καμάρι μέσα στην παγωνιά, πουλώντας για παλικαριά το χαλασμένο τους θερμοστάτη. Ακουμπούσε με την πλάτη στην κάτω πλευρά της κολώνας κοιτώντας προς την κατεύθυνση της Ομόνοιας. Κάποια στιγμή γύρισε το κεφάλι και με κοίταζε. Μια ανατριχίλα άρχισε να με διαπερνάει.
Ξαφνικά ο νεαρός, ξεκίνησε να έρχεται προς το μέρος μου. Δρασκελούσε το δρόμο χωρίς να προσέχει καθόλου τα αμάξια. Και χωρίς απόλυτη χρονική ακολουθία και αλληλουχία κινήσεων, βρέθηκε να κάθεται στην απέναντι μου, καρέκλα. Το γνωστό πρόσωπο που ξέρω από τα αφιερώματα των εφημερίδων. Είχε στα μάτια μια θλίψη. Στον κρόταφο του πιο πάνω από το αφτί ένα θολό σημάδι, κάτι σαν μουντζαλιά σε φωτογραφία.
«Είναι από το δακρυγόνο» μου είπε με μια παράξενη φωνή που ενώ ήταν πολύ χαμηλή σαν ψίθυρος, την άκουγα με μεγάλη ευκρίνεια. Ενώ δεν άκουγα καθόλου το θόρυβο της Σταδίου. Μιλούσε αργά με μικρές παύσεις ανάμεσα στις προτάσεις. Καταλάβαινα επίσης ότι διάβαζε τη σκέψη μου. Και έλεγε αυτά που ήθελα να ρωτήσω. Η ταραχή μου μεγάλωνε, έκανα προσπάθεια να την κρύψω. Και αυτός με την ίδια φωνή, αυτή τη χαμηλή και σταθερή φωνή του, συνέχισε:
«Είναι το σημάδι του θανάτου μου. Εγώ δεν μπορώ να το δω. Μου το είπε η γυναίκα που είναι στην από πάνω γωνία, εδώ απέναντι, στην τράπεζα. Της είπα και εγώ για το δικό της. Τις μαχαιριές που έχει στην πλάτη. Είναι η γειτόνισσα μου. Της επιτέθηκε από πίσω ο άντρας της. Πολύ παλιά. Λίγο πριν τους βαλκανικούς πολέμους, υπολογίζω ότι ήτανε. Ο εραστής της έφυγε τρέχοντας. Ναι, κυκλοφορούμε τις νύχτες γύρω από το χώρο του θανάτου. Όχι πολύ μακριά. Κάποιοι, μένουν στάσιμοι. Δεν έχουν διάθεση για μετακινήσεις. Εγώ κινούμαι. Γυρίζω, περιφέρομαι. Πιάνω την κουβέντα με άλλους σαν και μένα. Στο Οίτυλο φημιζόμαστε για την περιέργεια μας». Απέφευγα να τον κοιτάζω επίμονα γιατί έτρεμα από το φόβο. Κάποια στιγμή, μάλιστα, διαπίστωσα μια διαπερατότητα του σώματος του στο βλέμμα μου και τρόμαξα πιο πολύ. «Είναι πολλοί ένα γύρω. Εδώ δίπλα στο δρόμο που φέρει το όνομα του, είναι και ο Χρήστος Λαδάς, ο υπουργός, με το φράκο του. Έβγαινε από το θέατρο όταν τον πυροβόλησαν. Είναι ο μόνος που μιλάει με χιούμορ. Ά ρε μπαγάσα Πέτρουλα, μου λέει, ακόμη σε θυμούνται! Εμένα με φάγανε τα κουμμούνια και δεν με σκέφτεται κανείς ούτε και κάποιοι δικοί μου. Και το λέει αυτό γιατί η σκέψη σας είναι μια ανάσα στη λύπη μας. Μια απαντοχή στην αιωνιότητα της μελαγχολίας. Όταν παύετε να μας σκέφτεστε, όπως σε λίγο θα γίνει και με μένα –όλο και αραιώνουν αυτοί οι λίγοι που με έχουν ακόμα στο μυαλό τους- περνάμε σε μόνιμο κλάμα. Όπως με τη γυναίκα που προανέφερα. Ούτε ο εραστής της, μου είπε, δεν τη σκέφτηκε όταν πέρασε κάποιο βράδυ. Κάθεται εκεί στην κολώνα της τράπεζας και κλαίει, κλαίει. Όπως και με αυτούς πιο κάτω στον πεζόδρομο της Κοραή. Ξεψύχησαν οι άνθρωποι στα κολαστήρια της γκεστάπο, δίπλα στα υπόγεια. Βασανίστηκαν σκληρά απάνθρωπα. Μιλιούνια ο κόσμος τα βράδια στα γύρω καφέ, όπως λέτε τώρα τις καφετέριες και αυτοί όλο κλαίνε. Στέκονται παράμερα στις εισόδους του Άστυ. Είναι σαν μαύρες σκιές γιατί τα σημάδια του θανάτου τους, πιάνουνε όλο τους το σώμα. Δεν είναι όπως η μαχαιριά, το δικό μου χτύπημα ή η σφαίρα. Τους καλύπτει ολόκληρους μια θολούρα. Πέθαναν, βλέπεις, από βασανιστήρια. Είχα διαβάσει εν ζωή γι’ αυτούς. Την αγριότητα που νιώσανε στο κορμί τους. Κάποιες φορές όταν περνούσα τους σκεφτόμουνα. Μα δεν φανταζόμουνα ποτέ πως τόσο σύντομα θα ήμασταν γειτόνοι. Δεν μετακινούνται. Το πολύ-πολύ να πάνε μέχρι την έξοδο του μετρό και να ακουμπήσουνε στα κάγκελα. Μου κάνουν ένα νεύμα χαιρετισμού αλλά δεν μου μιλάνε. Και στην Κλαυθμώνος απέναντι είναι κάποιοι που κλαίνε αλλά αυτούς δεν τους γνωρίζω. Μερικοί μάλιστα φοράνε ρούχα παλιάς εποχής. Ένας με φουστανέλα στέκεται στο φανάρι του Ράδιο Αθήναι. Τους κοιτάζω από την από ‘δω μεριά, δεν μπορώ να πλησιάσω. Πιο πάνω από τα ενδύματα κοντά στο Αττικόν, είναι και ένα πατριωτάκι μου από την Καλαμάτα. Φοράει στρατιωτικά χωρίς μπερέ. Έχει τα παντελόνια έξω από τα άρβυλα. Τον πάτησε ένα φορτηγό το ’62. Τη μέρα που απολύθηκε. Είχε στην τσέπη το απολυτήριο. Είπε να κάνει μια βόλτα μέχρι να φύγει το λεωφορείο. Αχ ρε Σωτήρη, μου λέει, τι ατυχία! Δυο τσατσάρες ξεδόντιασα και να το πάθω αυτή τη μέρα; Βλέπω και κάποιους στο βάθος του δρόμου προς την Ομόνοια. Αλλά ούτε μέχρι εκεί κάτω μπορώ να πάω. Άλλοι θα είναι από τροχαία, υπολογίζω και άλλοι από εγκλήματα μίσους. Στην άλλη μεριά προς το Σύνταγμα στέκουνε πιο πολλοί. Από μακριά όπως τους βλέπω με τα σημάδια τους, μοιάζουν για γαζωμένοι διαδηλωτές του Δεκέμβρη. Μας εμποδίζουν βέβαια και τα φώτα. Πιο καθαρά τους είδα μια νύχτα με διακοπή ρεύματος. Το σκοτάδι για μας, είναι η δική σας φωταψία. Μεγάλη κίνηση η γειτονιά μας. Κόσμος απίστευτα πολύς. Εδώ πιο πάνω, μάλιστα, έχουμε και ολόκληρο πρωθυπουργό. Μπροστά στην παλιά βουλή ο Δηλιγιάννης μαχαιρωμένος. Με το ημίψηλο τη ρεντινγκότα του και το σημάδι του θανάτου του στην κοιλιά. Είχε το μαχαίρι ο δράστης μέσα στην ανθοδέσμη. Τον αιφνιδίασε. Πότε κάθεται στα σκαλιά που έγινε το φονικό και πότε στέκει κάτω από τον Κολοκοτρώνη. Ακουμπισμένος στη βάση του αγάλματος, όλο κλαίει. Μα κλαίει όμως με θυμό. Αδυνατεί να το χωνέψει. Από τον Κουμουνδούρο το περίμενε. Το βρήκε από χαρτοπαίκτη γιατί απαγόρεψε τον τζόγο. Κάποια φορά που τον πλησίασα μου έκανε νόημα να φύγω».
Τα φαντάσματα βγαίνουν τη νύχτα, λένε, βγαίνουν κοντά στον τόπο που φονεύθηκαν. Είναι μελαγχολικά, μιλάνε με ένα τρόπο ιδιαίτερο, χαμηλόφωνα και σταθερά χωρίς μεταπτώσεις. Κάποια γογγύζουν σιγανά σαν να κλαίνε. Και είναι αυτοί οι γογγυσμοί που φτάνουνε σε κάποιους από μας, μέσα στις άγριες νύχτες που μουγκρίζει και ο αγέρας. Που φτάνανε το πιο σωστό, τότε που βγαίνανε οι άνθρωποι τις νύχτες να ποτίσουν, να σκαρίσουν τα πρόβατα, να πάνε το άλεσμα στο μύλο, να στήσουνε παγίδες για πουλιά, τότε που δεν υπήρχε ηλεκτρισμός και φώτα αυτοκινήτων.
Δεινοί αφηγητές κάποιοι από αυτούς, μιλούσανε μετά στο καφενείο για σημεία και τέρατα. Για του Μανούσου το Γεφύρι με τους σκοτωμένους Γερμανούς και τους αντάρτες, για νύχτα με φεγγάρι και πως μπλέκανε οι γογγυσμοί με τα ουρλιαχτά του αγέρα, πως τρόμαζε το άλογο και σηκωνότανε στα δυο του πόδια και χλιμίντριζε άγρια, τα «έμπηγε» όπως έλεγαν, δεν ήθελε να προχωρήσει και ήτανε το στοιχείο αυτό που μας αιχμαλώτιζε πιο πολύ, γιατί παρ’ όλο που ήμασταν μικροί ακόμα, γνωρίζαμε πολύ καλά το αλάθητο ένστικτο που έχουνε τα ζώα. Οι άνθρωποι, ξέραμε, διαθέτουν φαντασία. Το άλογο όμως -λέγαμε από μέσα μας- δεν μπορεί κάτι θα άκουγε, ίσως να έβλεπε και κάτι. Τρέμαμε από το φόβο αλλά μας άρεσε πολύ. Μας κέντριζε γλυκά αυτή η ιδέα του αόρατου κόσμου των πεθαμένων. «Όχι! Όχι!» φωνάζαμε με ένα στόμα, όταν μας ρώταγε αυτός αν πρέπει να σταματήσει. Τεντώναμε τα αφτιά μας πιο πολύ και εκεί επιδέξια ο αφηγητής σερβίριζε και την εικόνα: «…..και τότε κάνω έτσι, ρε παιδιά, και τι να δω; Βλέπω το γερμανό, δίπλα στο σχίνο. Καθότανε με τη στολή πάνω στην πέτρα. Δίχως κράνος. Είχε ακουμπήσει το μάλινχερ στα πόδια του και στήριζε το κεφάλι στο ένα του χέρι. Σαν να έκλαιγε. Πάνω από το αφτί του ανοιχτή, μια μαύρη τρύπα. Ξεχώριζε έντονα στα ξανθά του μαλλιά. Κάτι μουρμούριζε στη γλώσσα του αλλά η φωνή του έβγαινε όλο παράπονο. Δεν είχε τίποτα από αυτή την αγριάδα που ακούγαμε την κατοχή. Αυτά τα …ράους και φερμπότεν που μας έκοβαν τα πόδια. Σε μια στιγμή γυρίζει το κεφάλι. Παναγία μου! Πάρα λίγο να πέσω κάτω. Ήταν τα μάτια του άδεια σαν τρύπες.……»
Όχι! Δεν κατουριόμασταν αλλά όταν περνάγαμε μετά από εκεί, ακόμη και μεσημέρι –που να τολμήσουμε το βράδυ;- και παρόλο που ξέραμε πολύ καλά τους νόμους των φαντασμάτων και τα νυχτερινά τους ωράρια, χτυπούσαν τα πόδια μας στο κεφάλι και τρέχαμε, τρέχαμε μέχρι που μας έβγαινε η γλώσσα. Πέφταμε στην άκρη του δρόμου ξεροί, και κάναμε τον απολογισμό της τρομάρας μας: όλοι μα όλοι είχαμε ακούσει τα βογκητά και όλοι μας είχαμε δει από ένα Γερμανό δίπλα στο κάθε σχίνο.
Τα ίδια και με τη «Στροφή Του Σκοτωμένου». Την άλλη εκδοχή του παιδικού μας τρόμου. Εδώ σε αντίθεση με το πολυπρόσωπο του «Μανούσου» -140 γερμανοί και 18 αντάρτες- οι αφηγήσεις κάπως συνέπιπταν. Τα βογκητά του ερωτευμένου παλικαριού, συνοδεύονταν από την ίδια περίπου εικόνα: «…ένας λεβέντης. Ακουμπούσε στον κορμό της ελιάς, δίπλα στο δρόμο. Είχε το κεφάλι γερτό προς τον ώμο του, σαν να πόναγε. Και ήτανε η κοιλιά του και το στήθος σουρωτήρι. Αμέτρητες μαύρες τρύπες. Μουρμούριζε. Ένα μουρμουρητό που ακουγόταν πεντακάθαρα: Είναι οι μαχαιριές, αυτά που βλέπεις, τα σημάδια του θανάτου μου. Μπήξανε τα μαχαίρια τους με λύσσα. Με τράβηξαν κάτω από την άμαξα. Ήτανε και τα τρία αδέρφια της. Πάλεψα όσο μπορούσα. Ήμουν άοπλος. Ούρλιαζε εκείνη, τους φώναζε. Τον αγαπάω, έλεγε, τον αγαπάω και όσο το έλεγε αυτό τόσο πιο βαθιά ένιωθα μέσα μου τις λάμες. Κρύο μαζί με κάψιμο. Ο αμαξάς μου και ο σωφέρης που τους έφερε κοιτάζανε…. Κάποια στιγμή σήκωσε το κεφάλι. Τι να σας πω ρε παιδιά. Ένας άγγελος! Πόνεσε η ψυχή μου. Δεν άντεχα να ακούω άλλο, έφυγα».
Ώριμα φρούτα, έτσι εμείς, γαλουχημένοι από μαστόρους, πέσαμε στη μαγεία του αλλόκοτου. Μόλις πιάναμε στο χέρι μας κανένα παλιό Ρομάντσο, πηγαίναμε κατευθείαν στη σελίδα με τα «Φαινόμενα Παραψυχολογίας». Μαρτυρίες, δηλαδή, ανθρώπων που είχαν επικοινωνήσει με πεθαμένους ή είχαν βιώσει μεταφυσικές εμπειρίες. Μετά μας άρπαξαν άλλοι τεχνίτες, με τη μαγεία του σινεμά αυτοί. Στοιχειωμένοι πύργοι και δράκουλες. Σκοτεινοί διάδρομοι, πόρτες που τρίζανε, ήχοι απότομοι που κόβανε το αίμα, σκιές και σιγανά κλάματα. Φαντάσματα, φαντάσματα, φαντάσματα. Και πάντα αυτό το θρόισμα του τρόμου. Το γλυκό! Πέρασα και στους αρχιμάστορες: Έντγκαρ Άλαν Πόε, ΄Αμπροουζ Μπήρς και Λάβγκραφ, Και όλοι μα όλοι, πάνω στις ίδιες παγκόσμιες σταθερές των φαντασμάτων: τόπος του φονικού, νωθρές κινήσεις, θλίψη, μελαγχολία, ιδιαίτερος τρόπος ομιλίας. Στις ίδιες σταθερές των πρώτων αφηγήσεων του καφενείου. Και αν με ρωτήσετε τώρα, ποιο είναι το ισχυρότερο που ακόμη με έλκει στο θέμα, αν είναι η γοητεία, δηλαδή και το μυστήριο του μεταφυσικού ή η σφοδρή επιθυμία για επιστροφή σε εκείνη τη γλυκιά ανατριχίλα του καφενείου, αδυνατώ να το απαντήσω!
Ήρθαν και οι καινοτόμοι. Ο Στήβεν Κίνγκ με το «Κριστίν» εισάγει το εποχούμενο φάντασμα. Μια αόρατη σκιά οδηγεί το σκουριασμένο αυτοκίνητο και μοιάζει να είναι αυτό το φάντασμα, το τροχοφόρο! Ήρθε και ο Αμενάμπαρ, πριν λίγα χρόνια, με την ταινία του «Οι Άλλοι», και έγινε χαμός. Μας ξέκανε ο ισπανός στο τέλος της ταινίας. Μας συγκλόνισε. Όλο αυτό που βλέπαμε: κανονικούς ανθρώπους σε φυσική εικόνα, παρ’ όλες τις νύξεις κάποιων παγκόσμιων σταθερών –κινήσεις, ομιλία, λύπη- δεν φανταζόμασταν πως ήτανε ο κόσμος των πεθαμένων. Βγήκα από το Αττικόν συνεπαρμένος. Όπως έβγαινα μικρός από το καφενείο, μετά την ιστορία με το γερμανό ή το σκοτωμένο. Και αυτό που φοβόμουνα μην πάθω τότε, στο σκοτεινό δρομάκι για το σπίτι, έμελλε να το πάθω με μια τόσο μεγάλη χρονική καθυστέρηση, μεσ’ στη κατάφωτη και πολυσύχναστη οδό Σταδίου.
Δεν ήτανε ακριβώς εμπειρία «εν εγρηγόρσει» ούτε και καθαρά «εν υπνώσει». Ήταν αυτό το ανάκατο πραγματικότητας και ονείρου που όταν το σκεφτόμαστε μετά, είναι αδύνατο να ξεχωρίσουμε το ένα από το άλλο.
Γιατί, ναι κάθισα στο Goody’s που είναι λίγο πιο πάνω. Όπως και στο όνειρο. Και όπως και στο όνειρο κάθισα έξω και ας ήτανε νύχτα με κρύο. Απαγκιάζουν τα τραπεζάκια και μπορείς άνετα να πάρεις εκεί το σάντουιτς και τη μπύρα σου. Και ναι, όπως και στο όνειρο, βρισκόμουν ακόμη με το μυαλό στη Νικόλ Κίντμαν και τα παιδιά, στους υπηρέτες, στον κόσμο των πεθαμένων. Κοίταξα απέναντι λοξά, στη χιαστή γωνία. Είδα στην κολώνα την αναμνηστική πλάκα και τον σκέφτηκα. Έντονα μάλιστα και αστραπιαία όπως και στο όνειρο, σαν να είδα κάτι, μια οπτασία, που αμέσως χάθηκε.
Πρόσεξα τότε καλύτερα και τον είδα. Καθαρά πλέον. Ένα ψηλό παλικάρι με άσπρο κοντομάνικο πουκάμισο και σκούρο παντελόνι. Μέσα στο καταχείμωνο. Αν και αυτό από μόνο του δεν λέει τίποτα, πολλοί συμπολίτες μας ξεμπράτσωτοι, περιφέρονται με καμάρι μέσα στην παγωνιά, πουλώντας για παλικαριά το χαλασμένο τους θερμοστάτη. Ακουμπούσε με την πλάτη στην κάτω πλευρά της κολώνας κοιτώντας προς την κατεύθυνση της Ομόνοιας. Κάποια στιγμή γύρισε το κεφάλι και με κοίταζε. Μια ανατριχίλα άρχισε να με διαπερνάει.
Ξαφνικά ο νεαρός, ξεκίνησε να έρχεται προς το μέρος μου. Δρασκελούσε το δρόμο χωρίς να προσέχει καθόλου τα αμάξια. Και χωρίς απόλυτη χρονική ακολουθία και αλληλουχία κινήσεων, βρέθηκε να κάθεται στην απέναντι μου, καρέκλα. Το γνωστό πρόσωπο που ξέρω από τα αφιερώματα των εφημερίδων. Είχε στα μάτια μια θλίψη. Στον κρόταφο του πιο πάνω από το αφτί ένα θολό σημάδι, κάτι σαν μουντζαλιά σε φωτογραφία.
«Είναι από το δακρυγόνο» μου είπε με μια παράξενη φωνή που ενώ ήταν πολύ χαμηλή σαν ψίθυρος, την άκουγα με μεγάλη ευκρίνεια. Ενώ δεν άκουγα καθόλου το θόρυβο της Σταδίου. Μιλούσε αργά με μικρές παύσεις ανάμεσα στις προτάσεις. Καταλάβαινα επίσης ότι διάβαζε τη σκέψη μου. Και έλεγε αυτά που ήθελα να ρωτήσω. Η ταραχή μου μεγάλωνε, έκανα προσπάθεια να την κρύψω. Και αυτός με την ίδια φωνή, αυτή τη χαμηλή και σταθερή φωνή του, συνέχισε:
«Είναι το σημάδι του θανάτου μου. Εγώ δεν μπορώ να το δω. Μου το είπε η γυναίκα που είναι στην από πάνω γωνία, εδώ απέναντι, στην τράπεζα. Της είπα και εγώ για το δικό της. Τις μαχαιριές που έχει στην πλάτη. Είναι η γειτόνισσα μου. Της επιτέθηκε από πίσω ο άντρας της. Πολύ παλιά. Λίγο πριν τους βαλκανικούς πολέμους, υπολογίζω ότι ήτανε. Ο εραστής της έφυγε τρέχοντας. Ναι, κυκλοφορούμε τις νύχτες γύρω από το χώρο του θανάτου. Όχι πολύ μακριά. Κάποιοι, μένουν στάσιμοι. Δεν έχουν διάθεση για μετακινήσεις. Εγώ κινούμαι. Γυρίζω, περιφέρομαι. Πιάνω την κουβέντα με άλλους σαν και μένα. Στο Οίτυλο φημιζόμαστε για την περιέργεια μας». Απέφευγα να τον κοιτάζω επίμονα γιατί έτρεμα από το φόβο. Κάποια στιγμή, μάλιστα, διαπίστωσα μια διαπερατότητα του σώματος του στο βλέμμα μου και τρόμαξα πιο πολύ. «Είναι πολλοί ένα γύρω. Εδώ δίπλα στο δρόμο που φέρει το όνομα του, είναι και ο Χρήστος Λαδάς, ο υπουργός, με το φράκο του. Έβγαινε από το θέατρο όταν τον πυροβόλησαν. Είναι ο μόνος που μιλάει με χιούμορ. Ά ρε μπαγάσα Πέτρουλα, μου λέει, ακόμη σε θυμούνται! Εμένα με φάγανε τα κουμμούνια και δεν με σκέφτεται κανείς ούτε και κάποιοι δικοί μου. Και το λέει αυτό γιατί η σκέψη σας είναι μια ανάσα στη λύπη μας. Μια απαντοχή στην αιωνιότητα της μελαγχολίας. Όταν παύετε να μας σκέφτεστε, όπως σε λίγο θα γίνει και με μένα –όλο και αραιώνουν αυτοί οι λίγοι που με έχουν ακόμα στο μυαλό τους- περνάμε σε μόνιμο κλάμα. Όπως με τη γυναίκα που προανέφερα. Ούτε ο εραστής της, μου είπε, δεν τη σκέφτηκε όταν πέρασε κάποιο βράδυ. Κάθεται εκεί στην κολώνα της τράπεζας και κλαίει, κλαίει. Όπως και με αυτούς πιο κάτω στον πεζόδρομο της Κοραή. Ξεψύχησαν οι άνθρωποι στα κολαστήρια της γκεστάπο, δίπλα στα υπόγεια. Βασανίστηκαν σκληρά απάνθρωπα. Μιλιούνια ο κόσμος τα βράδια στα γύρω καφέ, όπως λέτε τώρα τις καφετέριες και αυτοί όλο κλαίνε. Στέκονται παράμερα στις εισόδους του Άστυ. Είναι σαν μαύρες σκιές γιατί τα σημάδια του θανάτου τους, πιάνουνε όλο τους το σώμα. Δεν είναι όπως η μαχαιριά, το δικό μου χτύπημα ή η σφαίρα. Τους καλύπτει ολόκληρους μια θολούρα. Πέθαναν, βλέπεις, από βασανιστήρια. Είχα διαβάσει εν ζωή γι’ αυτούς. Την αγριότητα που νιώσανε στο κορμί τους. Κάποιες φορές όταν περνούσα τους σκεφτόμουνα. Μα δεν φανταζόμουνα ποτέ πως τόσο σύντομα θα ήμασταν γειτόνοι. Δεν μετακινούνται. Το πολύ-πολύ να πάνε μέχρι την έξοδο του μετρό και να ακουμπήσουνε στα κάγκελα. Μου κάνουν ένα νεύμα χαιρετισμού αλλά δεν μου μιλάνε. Και στην Κλαυθμώνος απέναντι είναι κάποιοι που κλαίνε αλλά αυτούς δεν τους γνωρίζω. Μερικοί μάλιστα φοράνε ρούχα παλιάς εποχής. Ένας με φουστανέλα στέκεται στο φανάρι του Ράδιο Αθήναι. Τους κοιτάζω από την από ‘δω μεριά, δεν μπορώ να πλησιάσω. Πιο πάνω από τα ενδύματα κοντά στο Αττικόν, είναι και ένα πατριωτάκι μου από την Καλαμάτα. Φοράει στρατιωτικά χωρίς μπερέ. Έχει τα παντελόνια έξω από τα άρβυλα. Τον πάτησε ένα φορτηγό το ’62. Τη μέρα που απολύθηκε. Είχε στην τσέπη το απολυτήριο. Είπε να κάνει μια βόλτα μέχρι να φύγει το λεωφορείο. Αχ ρε Σωτήρη, μου λέει, τι ατυχία! Δυο τσατσάρες ξεδόντιασα και να το πάθω αυτή τη μέρα; Βλέπω και κάποιους στο βάθος του δρόμου προς την Ομόνοια. Αλλά ούτε μέχρι εκεί κάτω μπορώ να πάω. Άλλοι θα είναι από τροχαία, υπολογίζω και άλλοι από εγκλήματα μίσους. Στην άλλη μεριά προς το Σύνταγμα στέκουνε πιο πολλοί. Από μακριά όπως τους βλέπω με τα σημάδια τους, μοιάζουν για γαζωμένοι διαδηλωτές του Δεκέμβρη. Μας εμποδίζουν βέβαια και τα φώτα. Πιο καθαρά τους είδα μια νύχτα με διακοπή ρεύματος. Το σκοτάδι για μας, είναι η δική σας φωταψία. Μεγάλη κίνηση η γειτονιά μας. Κόσμος απίστευτα πολύς. Εδώ πιο πάνω, μάλιστα, έχουμε και ολόκληρο πρωθυπουργό. Μπροστά στην παλιά βουλή ο Δηλιγιάννης μαχαιρωμένος. Με το ημίψηλο τη ρεντινγκότα του και το σημάδι του θανάτου του στην κοιλιά. Είχε το μαχαίρι ο δράστης μέσα στην ανθοδέσμη. Τον αιφνιδίασε. Πότε κάθεται στα σκαλιά που έγινε το φονικό και πότε στέκει κάτω από τον Κολοκοτρώνη. Ακουμπισμένος στη βάση του αγάλματος, όλο κλαίει. Μα κλαίει όμως με θυμό. Αδυνατεί να το χωνέψει. Από τον Κουμουνδούρο το περίμενε. Το βρήκε από χαρτοπαίκτη γιατί απαγόρεψε τον τζόγο. Κάποια φορά που τον πλησίασα μου έκανε νόημα να φύγω».
Είχα μείνει βουβός, εκστατικός και ακίνητος. Μαρμαρωμένος. Το δαγκωμένο σάντουιτς, αφημένο πάνω στο δίσκο. Η μπύρα πάρα δίπλα έχανε και τα τελευταία ίχνη αφρού. Κοίταζα κλεφτά τα διπλανά τραπέζια. Αδιάφοροι. Ένα ζευγάρι. Τρεις νεαροί. Μια κυρία μόνη της. Κανείς δεν κοίταζε προς το τραπέζι μας. Και ξαφνικά μ’ έπιασε σύγκρυο. Σκέφτηκα μήπως είχα πεθάνει και ήμουν και εγώ ένα φάντασμα. Αλλά το απέκλεισα γρήγορα, μόλις είδα το σάντουιτς και τη μπύρα. Δεν τρων και πίνουν τα φαντάσματα, σκέφτηκα.
«…Βλέπουμε πολλά από το δικό σας κόσμο. Σε άλλη διάσταση, βέβαια, από τη δική μας. Βλέπουμε πολλά αλλά δεν τα καταλαβαίνουμε όλα. Κάτι μέσες άκρες πιάνουμε. Και ούτε μπορούμε, βέβαια, να επέμβουμε σε κάτι. Αυτό που συμβαίνει τώρα είναι μια υπέρβαση. Οφείλεται στη δική σου έντονη σκέψη. Και ενώ αυτό είναι κάτι σπάνιο, γίνεται μια στο τόσο, τις τελευταίες μέρες μου έτυχαν άλλες δυο περιπτώσεις. Πρέπει να είναι από το έργο που παίζεται δίπλα. Το βλέπω στα πρόσωπα τους, μόλις βγαίνουνε. Όλοι τους είναι έτοιμοι να μας αντιληφθούν. Βλέπω κάθε βράδυ τα αυτοκίνητα. Βλέπω τον κόσμο που περνάει βιαστικά. Βλέπω και κάποιες διαδηλώσεις. Λίγες είναι αυτές, που γίνονται τη νύχτα. Διαβάζω όμως τις αφίσες που μένουνε στους τοίχους από τις διαδηλώσεις της ημέρας. Μου κάνει εντύπωση που παραμένουν ακόμη τα ίδια αιτήματα. Η φαντασμαγορία και η λάμψη που αστράφτουνε γύρω μας, από κάπου φαίνεται, μπάζουν. Βλέπω και φίλους και συναγωνιστές. Είχαμε δημιουργήσει μια κίνηση, ΦΝΧ-φίλοι νέων χωρών- τη λέγαμε που είναι πια γέροι. Περνούν με τα παιδιά τους, με τα εγγόνια τους. Τους μιλάνε για μένα. Δεν έχω παράπονο. Αλλά νιώθω κάπως περίεργα. Μου φαίνεται πως είμαι και εγώ ένας γέρος. Ενώ ξέρω καλά ότι έχω παραμείνει στα εικοσιτρία μου. Κάτι που εγώ δεν μπορώ να το διαπιστώσω. Και αυτό είναι το παράδοξο με εμάς τις οπτασίες. Ούτε να αγγίξω το πρόσωπο μου μπορώ, ούτε και να το δω σε κάποιον καθρέφτη. Έχουν έναν εκεί δίπλα, στο ξενοδοχείο. Κοιτάζω, ξανακοιτάζω μα τίποτα. Μπορώ να σου πω ότι έχω ξεχάσει πια τη μορφή μου. Ενώ θυμάμαι πολύ καλά τις μορφές των γνωστών μου. Και τους αναγνωρίζω στην τωρινή τους κατάσταση. Μετά από τόσα χρόνια. Μια νύχτα αναγνώρισα και τη Ρίτα. Τη συνάδελφο από τη σχολή που μετά τις εξετάσεις του Ιουνίου, μου είχε δανείσει το «Σύγνεφο Με Παντελόνια» του Μαγιακόφσκι, που ειρήσθω εν παρόδω, ήταν και το τελευταίο βιβλίο που έπιασα στα χέρια μου. Εκείνο το μεσημέρι το τελευταίο. Στις 21 Ιουλίου του ‘65. Το πήρα στο κρεβάτι, έκανε ζέστη δεν με έπιανε ύπνος. Και πάντα το σκέφτομαι, δεν το ξεχνάω. Θυμάμαι και μια στροφή από το τέλος:
«…Λοιπόν θα ξαναπάρω πάλι
σκυφτός και σκοτεινός την καρδιά μου
ποτισμένη με δάκρυ
για να την κουβαλήσω
σαν το σκυλί που κουβαλάει
στην τρύπα του
το πόδι του που τούκοψε το τραίνο…»
Με είχε, θυμάμαι, συγκλονίσει. Και αν με ρωτήσεις τώρα, δεν ξέρω αν ήταν από το θέμα του ή από κάποιο βαθύ προαίσθημα. Έμελλε, βλέπεις, μετά από κάποιες ώρες να γίνω και εγώ: ένα σύννεφο με παντελόνια. Ωραία κοπέλα η Ρίτα. Μελαχρινή σγουρομάλλα. Ξεχείλιζε μαχητικότητα και αισιοδοξία. Η ψυχή όλων των εκδηλώσεων. Ήταν στη νεολαία Λαμπράκη. Βρισκόταν λίγο πιο πίσω, εκείνο το βράδυ. Γύριζα και την κοίταζα πριν με χτυπήσουν. Φώναζε και αυτή οργισμένη: 1-1-4, δημοκρατία. Μα κάπου αχνά στο πρόσωπο της διακρινόταν και ένα χαμόγελο. Ένα μήνυμα αισιοδοξίας. Είχε αυτό το χάρισμα που έχουν κάποιοι άνθρωποι. Ακόμη και στα δύσκολα εκπέμπουν ελπίδα. Την αναγνώρισα μετά από τόσα χρόνια. Έτσι όπως την είδα, ,όμως, με τσάκισε, αν μπορώ να χρησιμοποιήσω αυτή τη λέξη για την άϋλη ύπαρξη μου. Και δεν μιλάω για τη φθορά του χρόνου πάνω στο κάλος της. Το ζαρωμένο πρόσωπο –τα μάτια ίδια από αυτά τη γνώρισα- το γερτό κορμί. Αυτό το φυσικό επακόλουθο των νόμων της ύλης. Αυτό που μόνο εμείς οι πρόωρα χαμένοι αποφεύγουμε. Μιλάω για μια εικόνα που μου θύμισε εκείνη τη γνωστή. Εσύ την ξέρεις θα καταλάβεις. Εκείνη με το σκοτωμένο καπνεργάτη και τη μάνα του. Αυτή που ενέπνευσε το Ρίτσο στον Επιτάφιο. Ήτανε πεσμένο το παλικάρι μπροστά στο ΑΣΤΟΡ και η Ρίτα από πάνω του προσπαθούσε να το σηκώσει. Και όταν λέω παλικάρι για μια ψηλή σκιά μιλάω. Ένα από αυτά που λέτε εσείς πρεζόνια. Παλιά δεν τα ξέραμε, τα αγνοούσα. Αυτές τις φθαρμένες υπάρξεις που όλο πυκνώνουν την παρουσία τους εδώ ένα γύρω, τα τελευταία χρόνια. Νέα παιδιά που κυνηγάνε το θάνατο. Μπήγουν τη σύριγγα στο χέρι. Λένε τριπάρισμα και άλλες άγνωστες λέξεις. Στην αρχή μάλιστα μπερδεύτηκα τα θεωρούσα κάτι σαν και εμάς. Οπτασίες μια άλλης κατηγορίας. Έστρεφαν πάνω μου το χαμένο τους βλέμμα και είχα την αίσθηση ότι με βλέπουν. Που να ξέρεις τι γίνεται μέσα στις παραισθήσεις τους. Γιατί παραισθήσεις πρέπει να νιώθουν. Που να ξέρεις αν δεν πιάνουν κάτι από τη δική μας διάσταση; Σήκω Γρηγόρη μου, του έλεγε, σήκω ματάκια μου. Πάμε στο σπίτι. Θα σε δεχτεί ο πατέρας σου. Να υποσχεθείς και συ ότι θα πας σε μια κοινότητα. Θα μπεις σε πρόγραμμα. Σήκω ματάκια μου. Και μ’ έπιασε μια θλίψη πιο μεγάλη. Έσκυψα μάλιστα και εγώ από πάνω. Και προσπαθούσα να βοηθήσω με την ανύπαρκτη δύναμη μου. Και στύλωσε τα μάτια του πάνω μου το παιδί. Δεν ήτανε παιδί, ήταν πολύ μεγαλύτερο από μένα. Πρέπει να είχε περάσει τα τριάντα. Είδα τις κόρες του να είναι καρφωμένες στο πρόσωπό μου. Και έλεγα τώρα θα μου μιλήσει. Έτρεχαν βροχή τα δάκρυα της Ρίτας. Μάταια αγωνιζόμουν να τα σκουπίσω. Πέρναγα το χέρι μου πάνω στα μάτια της. Δεν με ένιωθε καθόλου. Ούτε ένιωθε βέβαια και το άλλο μου χέρι, που τρυφερά το πέρναγα πάνω από τα μαλλιά της. Εκείνα τα σγουρά μαλλιά που τώρα ήταν άσπρα. Στη ρίζα άσπρα, στην άκρη τους βαμμένα. Και ήταν το βλέμμα του παιδιού στραμμένο πάνω μου. Τι θα σκεφτόταν άραγε μέσα στην παραζάλη του αν με έβλεπε, που μάλλον με έβλεπε. Ένας νεώτερος του άντρας να χαϊδεύει τα μαλλιά της μάνας του; Η κίνηση γύρω μας μεγάλη. Δεν ήταν και αργά. Περνούσαν άνθρωποι πολλοί, έκοβαν το βηματισμό τους. Κάποιοι σταμάταγαν για λίγο. Ένας τη ρώτησε αν θέλει βοήθεια. Όχι, απάντησε η Ρίτα, ευχαριστώ. Μια γυναίκα νεώτερη της, έσκυψε χωρίς να τη ρωτήσει, έβαλε δύναμη και τον σήκωσαν. Σε νιώθω της είπε και απομακρύνθηκε γρήγορα. Έφυγε σιγά-σιγά και η Ρίτα. Κρατούσε το Γρηγόρη από τη μέση και είχε αυτός το χέρι του στον ώμο της και εκεί στη γωνία της Κοραή, λίγο πριν στρίψουν, γύρισε αργά το κεφάλι του και με κοίταξε. Με είχε πιάσει απελπισία, αν μπορώ να χρησιμοποιήσω για την κατάσταση μου μια τέτοια λέξη, αν επιτρέπεται σε μας λέξη που έχει μέσα της την ελπίδα και όσο αν σου φανεί παράξενο, αλλόκοτο είναι η λέξη που ταιριάζει, έκανα κάτι εντελώς παράλογο ακόμη και για τη δική μου σφαίρα: επιδίωξα την αυτοχειρία! Εγώ ένας πεθαμένος. Έδωσα μια και βούτηξα στο δρόμο. Όρμησα πάνω στα τροχοφόρα. Έπεσα κάτω από τις ρόδες. Ατελέσφορα βέβαια, αποτυχημένα».
«…Λοιπόν θα ξαναπάρω πάλι
σκυφτός και σκοτεινός την καρδιά μου
ποτισμένη με δάκρυ
για να την κουβαλήσω
σαν το σκυλί που κουβαλάει
στην τρύπα του
το πόδι του που τούκοψε το τραίνο…»
Με είχε, θυμάμαι, συγκλονίσει. Και αν με ρωτήσεις τώρα, δεν ξέρω αν ήταν από το θέμα του ή από κάποιο βαθύ προαίσθημα. Έμελλε, βλέπεις, μετά από κάποιες ώρες να γίνω και εγώ: ένα σύννεφο με παντελόνια. Ωραία κοπέλα η Ρίτα. Μελαχρινή σγουρομάλλα. Ξεχείλιζε μαχητικότητα και αισιοδοξία. Η ψυχή όλων των εκδηλώσεων. Ήταν στη νεολαία Λαμπράκη. Βρισκόταν λίγο πιο πίσω, εκείνο το βράδυ. Γύριζα και την κοίταζα πριν με χτυπήσουν. Φώναζε και αυτή οργισμένη: 1-1-4, δημοκρατία. Μα κάπου αχνά στο πρόσωπο της διακρινόταν και ένα χαμόγελο. Ένα μήνυμα αισιοδοξίας. Είχε αυτό το χάρισμα που έχουν κάποιοι άνθρωποι. Ακόμη και στα δύσκολα εκπέμπουν ελπίδα. Την αναγνώρισα μετά από τόσα χρόνια. Έτσι όπως την είδα, ,όμως, με τσάκισε, αν μπορώ να χρησιμοποιήσω αυτή τη λέξη για την άϋλη ύπαρξη μου. Και δεν μιλάω για τη φθορά του χρόνου πάνω στο κάλος της. Το ζαρωμένο πρόσωπο –τα μάτια ίδια από αυτά τη γνώρισα- το γερτό κορμί. Αυτό το φυσικό επακόλουθο των νόμων της ύλης. Αυτό που μόνο εμείς οι πρόωρα χαμένοι αποφεύγουμε. Μιλάω για μια εικόνα που μου θύμισε εκείνη τη γνωστή. Εσύ την ξέρεις θα καταλάβεις. Εκείνη με το σκοτωμένο καπνεργάτη και τη μάνα του. Αυτή που ενέπνευσε το Ρίτσο στον Επιτάφιο. Ήτανε πεσμένο το παλικάρι μπροστά στο ΑΣΤΟΡ και η Ρίτα από πάνω του προσπαθούσε να το σηκώσει. Και όταν λέω παλικάρι για μια ψηλή σκιά μιλάω. Ένα από αυτά που λέτε εσείς πρεζόνια. Παλιά δεν τα ξέραμε, τα αγνοούσα. Αυτές τις φθαρμένες υπάρξεις που όλο πυκνώνουν την παρουσία τους εδώ ένα γύρω, τα τελευταία χρόνια. Νέα παιδιά που κυνηγάνε το θάνατο. Μπήγουν τη σύριγγα στο χέρι. Λένε τριπάρισμα και άλλες άγνωστες λέξεις. Στην αρχή μάλιστα μπερδεύτηκα τα θεωρούσα κάτι σαν και εμάς. Οπτασίες μια άλλης κατηγορίας. Έστρεφαν πάνω μου το χαμένο τους βλέμμα και είχα την αίσθηση ότι με βλέπουν. Που να ξέρεις τι γίνεται μέσα στις παραισθήσεις τους. Γιατί παραισθήσεις πρέπει να νιώθουν. Που να ξέρεις αν δεν πιάνουν κάτι από τη δική μας διάσταση; Σήκω Γρηγόρη μου, του έλεγε, σήκω ματάκια μου. Πάμε στο σπίτι. Θα σε δεχτεί ο πατέρας σου. Να υποσχεθείς και συ ότι θα πας σε μια κοινότητα. Θα μπεις σε πρόγραμμα. Σήκω ματάκια μου. Και μ’ έπιασε μια θλίψη πιο μεγάλη. Έσκυψα μάλιστα και εγώ από πάνω. Και προσπαθούσα να βοηθήσω με την ανύπαρκτη δύναμη μου. Και στύλωσε τα μάτια του πάνω μου το παιδί. Δεν ήτανε παιδί, ήταν πολύ μεγαλύτερο από μένα. Πρέπει να είχε περάσει τα τριάντα. Είδα τις κόρες του να είναι καρφωμένες στο πρόσωπό μου. Και έλεγα τώρα θα μου μιλήσει. Έτρεχαν βροχή τα δάκρυα της Ρίτας. Μάταια αγωνιζόμουν να τα σκουπίσω. Πέρναγα το χέρι μου πάνω στα μάτια της. Δεν με ένιωθε καθόλου. Ούτε ένιωθε βέβαια και το άλλο μου χέρι, που τρυφερά το πέρναγα πάνω από τα μαλλιά της. Εκείνα τα σγουρά μαλλιά που τώρα ήταν άσπρα. Στη ρίζα άσπρα, στην άκρη τους βαμμένα. Και ήταν το βλέμμα του παιδιού στραμμένο πάνω μου. Τι θα σκεφτόταν άραγε μέσα στην παραζάλη του αν με έβλεπε, που μάλλον με έβλεπε. Ένας νεώτερος του άντρας να χαϊδεύει τα μαλλιά της μάνας του; Η κίνηση γύρω μας μεγάλη. Δεν ήταν και αργά. Περνούσαν άνθρωποι πολλοί, έκοβαν το βηματισμό τους. Κάποιοι σταμάταγαν για λίγο. Ένας τη ρώτησε αν θέλει βοήθεια. Όχι, απάντησε η Ρίτα, ευχαριστώ. Μια γυναίκα νεώτερη της, έσκυψε χωρίς να τη ρωτήσει, έβαλε δύναμη και τον σήκωσαν. Σε νιώθω της είπε και απομακρύνθηκε γρήγορα. Έφυγε σιγά-σιγά και η Ρίτα. Κρατούσε το Γρηγόρη από τη μέση και είχε αυτός το χέρι του στον ώμο της και εκεί στη γωνία της Κοραή, λίγο πριν στρίψουν, γύρισε αργά το κεφάλι του και με κοίταξε. Με είχε πιάσει απελπισία, αν μπορώ να χρησιμοποιήσω για την κατάσταση μου μια τέτοια λέξη, αν επιτρέπεται σε μας λέξη που έχει μέσα της την ελπίδα και όσο αν σου φανεί παράξενο, αλλόκοτο είναι η λέξη που ταιριάζει, έκανα κάτι εντελώς παράλογο ακόμη και για τη δική μου σφαίρα: επιδίωξα την αυτοχειρία! Εγώ ένας πεθαμένος. Έδωσα μια και βούτηξα στο δρόμο. Όρμησα πάνω στα τροχοφόρα. Έπεσα κάτω από τις ρόδες. Ατελέσφορα βέβαια, αποτυχημένα».
Και έκανε έτσι και έγειρε το κεφάλι στο στήθος του και απότομα χάθηκε από μπροστά μου. Ξύπνησα με λαχάνιασμα κοιτώντας το ταβάνι. Ένα αμυδρό φως έμπαινε από τις γρίλιες του παραθύρου. Κάπου μακριά ακούγονταν σειρήνες. Τα περιπολικά. Ήτανε περασμένες τέσσερις. Στη Βουλιαγμένης θα κάνανε κόντρες οι νεαροί, θα έπαιζαν όπως πάντα, το παιχνίδι του θανάτου. Που να είχα βάλει άραγε τα ποιήματα του Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι;
Δημήτρης Κουκουλάς
Ιούλιος 2009
24 σχόλια:
Εξαιρετικός!!! ;)
Αγγελής
καταπληκτικό! να υποθέσω ότι ετοιμάζεις και άλλο βιβλίο;
επι τη ευκαιρία: φοβερό έργο "οι Αλλοι", να δεις αν δεν είδες και ένα σχετικό ισπανικό, "το Ορφανοτροφείο"
Μού θυμίσατε κάποιες καλοκαιρινές νύχτες όπου μαζευόμασταν όλοι οι συγγενείς μαζί κι οι μεγαλύτεροι μάς τρομακρατούσαν με τις ιστορίες φαντασμάτων αλλά και μας προκαλούσαν να πάμε μέχρι ...το νεκροταφείο έναντι αμοιβής!
Το διήγημα είναι έξοχο! Με συνάρπασε και με συγκίνησε αυτός ο ''περίπατός'' σας στο κέντρο της πόλης με σημεία αναφοράς ιστορικά -κι όχι μόνο- γεγονότα αλλά και τα σινεμά της περιοχής, με συνοδοιπόρο έναν ''άλλον''.Και πόσο ιδιοφυώς χρησιμοποιήσατε την ταινία ''Οι άλλοι'' όπου με το τέλος της προβολής της ξεκινά η δική σας ματαφυσική περιπέτεια. Παρεμπιπτόντως είναι μια ταινία που μάς είχε αιφνιδιάσει όλους!
τι ωραίο διήγημα!με συνεπήρε!
αντρίχιασα, γιατί κι εγώ καμιά φορά όταν περπατάω στην Αθήνα σκέφτομαι σε μερικά από αυτά τα σημεία τι είχε γίνει...και ειδικά με το monkey1 όταν περνάμε από την Κοραή πάντα λέμε για τα βασανιστήρια που γινονταν ακριβώς κάτω από τα πόδια μας...
καλά να περνας:)
@χαμαιλέων
Γειά σου Αγγελή σ' ευχαριστώ!
@tyler
ευχαριστώ κάτι γράφω.
Το ορφανοτροφείο δεν το είδα αλλά έχω ακούσει ότι είναι δυνατό φιλμ.
@crispy
σ' ευχαριστώ, πράγματι από παιδί μου έχει μείνει ένα κόλλημα με το μεταφυσικό και τραβιέμαι ακόμη με Στήβεν Κίνγκ και Μπηρς!!!
@lagartaki μου σ' ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια και με συγκινεί που μαθαίνω ότι έχετε με το μονκακι παρόμοια με μένα συναισθήματα όταν περνάτε απο εκεί! να είσαι καλά!
Καλησπερα Navarino μας
Πολυ ομορφη η διηγηση σου, που μπλεκεται και με τη ταινια ''Τhe Others''. Υπαρχουν τοσα μερη στη χωρα μας,που σε κανουν να σκεφτεσαι
το Ιστορικο μας, ενδοξο & αδοξο παρελθον. Eυχομαι να τα διαβασουμε και σε βιβλιο σου, καποια στιγμη...
Πέρα από τον εξαίρετο λόγο του και την κλιμάκωσή του μέχρι την κορύφωση, το κείμενό σας γεννάει συναισθήματα πολύ πέρα από το μέσο προσδοκώμενο. Τουλάχιστον το δικό μου.
Πάντα φαντάζομαι τα μέρη σαν αλλεπάλληλα στρώματα ψυχών, στην στρωματογραφία των οποίων συνήθως αδυνατώ να διεισδύσω, ακόμα και για τα πρόσφατα χρόνια. Για το λόγο αυτό σπούδασα αρχαιολογία. Η πιο βατή και απτή όψη της μεταφυσικής.
Η τρύπα στο χρόνο που ανοίξατε στην ιστορία σας προσεγγίζει αυτό που θα μου άρεσε να βλέπω αντικρύζοντας κάθε τόπο. Έξοχος ο τρόπος σας. Αν και η απόπειρα αυτοχειρίας του φαντάσματος στο τέλος, θαυμάσιο εύρημα μεν και τυπικά και επί της ουσίας, πλην όμως αφαιρεί την τελευταία ρανίδα ελπίδας και από τα μάτια της Ρίτας και από τα δικά μας. Σκληρό τέλος αυστηρά για ενηλίκους κάθε ηλικίας.
@Elva
Καλημέρα!
Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια. Έχεις δίκιο πράγματι ισχύει αυτό για το παρελθόν μας αλλά και για όσους βέβαια κουβαλάνε μέσα τους μνήμες όπως συμβαίνει (και είναι αυτό πολύ ευχάριστο) με το lagarto μια κοπέλα φοιτήτρια που λέει στο προηγούμενο σχόλιο πως πολλές φορές που περνάνε από εκεί με τη φίλη της σκέφτονται τους ανθρώπους που βασανίστηκαν στα υπόγεια της Γκεστάπο.
@Κλεοπάτρα και Μινγκ
Καλως όρισες στο σπιτικό μου. Έκανες διάγνωση διάνα με το " Σκληρό τέλος αυστηρά για ενηλίκους κάθε ηλικίας" γιατί εμείς της γενιάς μου που προλάβαμε το '60μπορεί να ευτυχίσαμε και να ζήσαμε πολύ υψηλές συγκινήσεις, καταστάσεις αλτρουϊσμού και οράματα αλλά αυτό το πολύ μεγάλο ύψος, από τη άλλη μεριά, έκανε και πιο οδυνηρή την πτώση τη συντριβή και τη διάψευση!
Έχω κάνει πολλαπλές αναγνώσεις στο κείμενό σου και κάθε φορά φτάνω σε άλλες σκέψεις και συνειρμούς!
Στην τελευταία (μέχρι στιγμής) με προβλημάτισε το πόσα λίγα ξέρουμε στο θέμα: "μια πόλη, πολλές ιστορίες"
Ακόμα και η φωτογραφία του Πέτρουλα με έκανε να προβληματιστώ για το πόσο διαφορετικά είναι τα πρόσωπα των σημερινών αγοριών 23 χρόνων…
Μάρτυρες, ήρωες οδηγούνε, τα γαλάζια μάτια σου μας καλούνε
@Αγγελική Ν.
Σ' ευχαριστώ πάρα πολύ για το έντονο ενδιαφέρον σου για το κείμενο μου και τις πολλαπλές αναγνώσεις. Αυτό μου "περιποιεί τιμή" όπως λέγαμε παλιά. Απόλυτα σωστή και η παρατήρηση σου για τη φωτογραφία.
Να είσαι καλά που μας θυμίζεις τους αισθαντικούς στίχους τους τραγουδιού.
Εισαι μαέστρος Navarino-s!
Τις ξεζουμιζεις τις λεξεις, και ο λογος κυλάει σαν μουσική (σε μινορε πάντα).
Τι να πώ, θα συμφωνήσω με όλους τους "προλαλίσαντες", εξαιρετική σύλληψη, εξαιρετικό διήγημα.
Να'σαι καλά, να γράφεις και να ξαναγράφεις.
Καλό καλό βράδυ
@cynical γειά σου!
Σ' ευχαριστώ ιδιαίτερα για τη μουσική διάσταση που δίνεις στα πράγματα γιατί έχω ένα απωθημένο από το στρατό: όταν μαζευόμασταν παρέα και τραγουδούσαμε κάποιος συνάδελφος και σπουδαίος μουσικός μου έλεγε να τραγουδάω χαμηλόφωνα σχεδόν ψιθυριστά γιατί είμαι φάλτσος εκ γενετής!!! Και ίσως από εκεί να μου έχει μείνει το μινόρε!
@ippoliti μου γειά σου!
Σ' ευχαριστώ πολύ, "τα λόγια σου έρχονται σαν δροσιστική αύρα μέσα στην κάψα του καλοκαιριού" για να χρησιμοποιήσω ένα λογοτεχνικό κλισέ του παλιού καιρού. Είδος γραφής στο οποίο δεν μπορούσα να ανταπεξέλθω στις εκθέσεις του γυμνασίου -έγραφα πολύ μικρά και λιτά κείμενα- και οι φιλόλογοι μου έβαζαν 10 να περνάω την τάξη επειδή ήμουν καλός στα μαθηματικά.
Δημήτρη μένω άφωνη για άλλη μια φορά με τη τόσο δυνατή γραφή σου!
Χωρίς να θέλω να φανώ υπερβολική σε κάποια σημεία δάκρυσα...
και ξέρεις τι μου θύμησες? Την έρημη γη του Έλιοτ... το σημείο που παρατηρεί τους νεκρούς που περπατάνε σκυφτοί στην πόλη...τον άπειρο σχεδόν αριθμό τους που τον κάνει να αναρωτιέται πόσους έχει ξεκάνει ο θάνατος από την αρχή της ανθρωπότητας!
"Unreal City,
Under the brown fog of a winter dawn,
A crowd flowed over London Bridge, so many,
I had not thought death had undone so many..."
Δεν έχω να προσθέσω τίποτα άλλο...απλά θα κάνω υπομονή μέχρι να ετοιμάσεις καινούργιο βιβλίο! :)))
@βρομιστεράκι μου γειά σου! σ' ευχαριστώ πάρα πολύ για τα τόσο θερμά σου σχόλια! Με τιμούν ιδιαιτέρως αφού προέρχονται από σένα που αρκεί μόνο να αναφέρω ότι έχεις διαβάσει την "έρημη χώρα" του Έλιοτ -το σημαντικώτερο και δυσκολώτερο ποιητικό δημιούργημα του 20ου αιώνα- στο πρωτότυπο!!!
ΥΓ: και που σε ......εξέθεσα δημόσια σε σχόλιο μου της προηγούμενης ανάρτησης!!!!
Μόλις τελείωσα την πρώτη ανάγνωση ξεκίνησα αμέσως να το διάβάζω από την αρχή- όπως έχω κάνει και με τα πιο αγαπημένα μου βιβλία. Και την δεύτερη φορά μου άρεσε ακόμα περισσότερο έτσι όπως στάθηκα χωρίς την βιάση της πρώτης φοράς στις αρετές του.
Σε ευχαριστώ
Να συμπληρώσω - αν και είναι μάλλον περιττό- ότι οι ξένοι περιηγητές στην Ελλάδα (Σιμόπουλος) αναφέρουν αρκετές ιστορίες με φαντάσματα.
Επίσης το υπέροχο δημοτικό από τις παραλλογές το Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού" - μια ιστορία που εμφανίζεται και σε άλλους Βαλκανικούς λαούς.
@Τσαλαπετεινέ γειά σου!
Με τιμούν πολύ τα λόγια σου και σε ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου.
Έχεις δίκιο για τους "ξένους ταξιδιώτες" του Σιμόπουλου. Από κάποιο βιβλίο (εκείνο του 19ου αιώνα πρέπει να είναι) θυμάμαι μια φοβερή ιστορία από την Αμοργό με μια νεκρή κοπέλα που έλεγαν ότι "βουρκολάκιασε" και περιγράφει ο ταξιδιώτης την τελετουργία του παλουκώματος της πεθαμένης, μέσα στον τάφο από τον παπά, ενώπιον του τρομολάγνου πλήθους!!! Και απορούμε σήμερα γιατί το τηλεοπτικό κοινό ρέπει προς τα τρομολάγνα δελτία ειδήσεων των ιδιωτικών καναλιών!
Σου εύχομαι καλό καλοκαίρι!
Α] Tι θα έλεγες να γράψεις ένα διήγημα βασισμένο στα σχόλεια τών αναγνωστών σου;
Β]Όταν το είχα διαβάσει δεν σχολίασα την περίπτωση Χ. Λαδά . Μου είχε κακοφανεί που ο Πέτρουλας βρίσκει χιουμορίστα τον μοναρχοφασίστα υπουργό. 'Οταν όμως σκέφτομαι ότι στο τότε ΚΚΕ βρέθηκε ένας ωραίος τύπος-και "κανόνισε" το θέμα- έρχωμαι στα ίσα μου
Δημοσίευση σχολίου