Κώστα Ουράνη: Διήγημα
"O τελευταίος της γενιάς του"
Είταν ένας άνθρωπος ψηλός και αδύνατος. Φορούσε πάντα μια μακριά μαύρη
ζακέτα και, καθώς περπατούσε με γρήγορα βήματα, οι ουρές της ζακέτας άνοιγαν
από τον αέρα σα δυο φτερά, κάνοντας τον να μοιάζει με τερατώδες πουλί. Συνήθως
συνόδευε στο δρόμο ένα κωμικοτραγικό ερείπιο γυναίκας, με φορέματα πολύ
περασμένης μόδας, με βαμμένα ξανθά μαλλιά, που καταρρέανε, θαρρείς, από το
καπέλο της το γεμάτο σκονισμένα ψεύτικα
λουλούδια, μ’ ένα ρυτιδωμένο πρόσωπο εκτυφλωτικά ασπρισμένο με πούδρα, και με
άφθονες δαντέλες που κρέμονταν ίσαμε τα δάχτυλα της. Ο άντρας έδινε το μπράτσο
του στο κατάντημα αυτό της γυναίκας μ’ έναν κωμικό επίσημο σαλονιακό τρόπο –και
οι δυο τους βάδιζαν καταμεσίς στο πεζοδρόμιο, αργοί, ίσιοι και αμίλητοι, σα να
ακολουθούσαν μια κηδεία, μια κηδεία που εν τω μεταξύ θα είχε προχωρήσει
αφήνοντας τους μόνους …
Ο άνθρωπος αυτός ήταν ο τελευταίος της γενιάς του. Απόγονος, όπως έλεγε,
των Κομνηνών αυτοκρατόρων, είχε παντρευτεί με τη γυναίκα εκείνη που περιέφερε
στους δρόμους, μια ξένη βαρώνη, που είχε πιστέψει στους τίτλους του και –ποιος
ξέρει; - στ’ όνειρο του, πως μπορούσε ν’ ανεβεί μια μέρα στο θρόνο ενός
καινούργιου Βυζαντίου.
Που κάθονταν κανένας δεν το ήξερε. Πως ζούσαν επίσης. Αργά και που μόνο τους έβλεπε κανένας, όπως
είπα, στους δρόμους, βαδίζοντας προς μια διεύθυνση που ήταν πάντα άγνωστη –σαν
να τους οδηγούσε κάποιο πεπρωμένο. Εκείνη είχε ένα βλέμμα που δεν κοίταζε
πουθενά, ένα από εκείνα τα βλέμματα που σε παγώνουν. Εκείνος όμως ύψωνε τον
αυχένα του σα γερασμένο λιοντάρι και κοίταζε σα ν’ ατένιζε αόρατα πλήθη που τον επευφημούσαν στη
διάβαση του.
Τους έβλεπα έτσι για καιρό –πάντα με περιέργεια. Με διασκέδαζαν τα δυο
αυτά ερείπια, που παρουσίαζαν στο δρόμο ένα θέαμα που θύμιζε τις παλιές
ξεχρωματισμένες εικόνες, που βλέπει κανείς σε βιτρίνες συνοικιακών μικρομάγαζων
χωρίς πελατεία.
Μια μέρα όταν ήμουν Πρόξενος σε μια μεγάλη πόλη στον Ατλαντικό, δέχθηκα
κατάπληκτος την επίσκεψη του ανθρώπου αυτού. Ένας υπάλληλος μου έφερε το
επισκεπτήριο του, ένα παράξενο επισκεπτήριο, διπλό από τα συνηθισμένα, με ένα
δικέφαλο αετό σε μια από τις άκρες του και με τις λέξεις: «Πρίγκηψ Αλέξανδρος
Κομνηνός».
Το δέχτηκα φυσικά: και από καθήκον, αλλά και από περιέργεια. Τι γύρευε ο άνθρωπος αυτός στην ξένη αυτή
πόλη, τόσο μακρυά από την Ελλάδα; Μπήκε στο γραφείο μου, υποκλίθηκε με
αξιοπρέπεια και κάθισε σε ένα νεύμα μου, μαζεύοντας τα ατελείωτα πόδια του.
Φορούσε την ίδια εκείνη μαύρη ζακέτα, με την οποία τον έβλεπα στην Αθήνα και
που τον έκανε να μοιάζει με τερατώδες πουλί όταν περπατούσε και ανεμιζότανε. Τον
ρώτησα πως και γιατί είχε έρθει.
Με θερμές, αλλά αμέμπτου ευγενείας χειρονομίες, και με εκζητημένη
φρασεολογία, μου εξήγησε ότι ο σκοπός του ταξιδιού του ήταν να ερευνήσει στα
αρχεία της πόλης, για να ανεύρει το γαμήλιο συμβόλαιο που είχε συνταχθεί για
τους γάμους του δούκα του Πόρτο με κάποια Βυζαντινή πριγκίπισσα του γένους των
Κομνηνών το έτος 1352.
Τον ρώτησα εάν είχε ανάγκη από αυτό το συμβόλαιο για να διεκδικήσει
καμιά κληρονομία. Μου απάντησε μειδιώντας ότι δεν πρόκειται γι’ αυτό, αλλ’ ότι
χρειάζεται το ιστορικό αυτό συμβόλαιο, γιατί συγκέντρωνε όλα τα σχετικά με την
οικογένεια του έγγραφα, για να τα εκδώσει σε μεγάλο τόμο που θα περιελάμβανε
όλη την ιστορία των Κομνηνών.
-Στο έργο εργάζομαι από ετών, μου πρόσθεσε. Είμαι ο τελευταίος επιζών γόνος
του αυτοκρατορικού οίκου του Βυζαντίου και θέλω, πριν αποθάνω, να αφήσω εις την
αιωνιότητα μίαν πλήρη ιστορίαν του.
Κοίταζα το συνομιλητή μου στα μάτια, για να εξακριβώσω αν είταν ή όχι
τρελλός. Είχα σωπάσει και καθόταν με τα μεγάλα του πόδια συμμαζεμένα κάτω από
την καρέκλα, με το κορμί του ίσιο, γεμάτος επιδεικτική αξιοπρέπεια. Η έκφραση
του έδειχνε μόνο έναν άνθρωπο του κόσμου, υπερβολικά ευγενή και τίποτα άλλο.
Τον ρώτησα σε τι μπορούσα να του είμαι χρήσιμος. Μου ζήτησε τη διεύθυνση του
διευθυντή του ιστορικού αρχείου και μια συστατική μου επιστολή σ’αυτόν, για να
τον βοηθήσει να βρει το συμβόλαιο του γάμου. Όταν του έδωσα και τη διεύθυνση
και το γράμμα, με ευχαρίστησε μα πολλή φιλοφρόνηση και με κάλεσε σε γεύμα στο
ξενοδοχείο του. Φεύγοντας μου είπε:
-Συνδέομαι προσωπικώς πολύ με τον Βασιλέα Γεώργιον …(είταν εκείνη την
εποχή). Εάν θέλετε να σας στείλουν εις καμίαν καλυτέραν θέσιν, είμαι εις την
δάθεσιν σας, δια να μεσολαβήσω φιλικώς.
Τον ξανακοίταξα στα μάτια. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ο άνθρωπος εκείνος
είταν τρελλός, αλλά μιλούσε με τόση φυσική αξιοπρέπεια και με τέτοια
εμπιστοσύνη, ώστε σε έκανε να αμφιβάλλεις. Αποποιήθηκα μειδιώντας την προσφορά
του και προφασίστηκα κάποια οικογενειακή γιορτή για να μην πάω στο γεύμα του.
Δυο μέρες αργότερα ήρθε για να με ευχαριστήσει, επειδή ο διευθυντής του
ιστορικού αρχείου είχε ενδιαφερθεί και ανεύρει το ζητούμενο συμβόλαιο, και για
να επικυρώσει το διαβατήριο του. Επέστρεφε ευτυχισμένος στην Ελλάδα.
***
Όταν γύρισα ύστερ’ από μερικά χρόνια με άδεια στην Αθήνα, συναντήθηκα
την επομένη της άφιξης μου στην οδό Σταδίου με τον «πρίγκιπα» Κομνηνό, που
έδινε, όπως πάντα, το μπράτσο του στην κωμικοτραγική γυναίκα του. Είχαν το ίδιο
ύφος, όπως πάντα, μόνο που ήταν πιο γερασμένοι και που τα ρούχα τους έδειχναν
μια ανέχεια κρυμμένη με επιμέλεια. Ζήτησα να τους αποφύγω, αλλά ο πρίγκιπας με είχε δει και με είχε
αναγνωρίσει. Σχεδόν μου έφραξε το δρόμο. Αναγκάσθηκα να σταματήσω να τον χαιρετήσω.
Με παρουσίασε στη γυναίκα του, που, βγαίνοντας από ένα είδος λήθαργου, μου
έτεινε το κοκκαλιασμένο χέρι της για να το φιλήσω. Έκανα ότι δεν αντιλήφθηκα
την πρόθεση, από φόβο μη γίνω γελοίος στα μάτια των διαβατών.
-Τι γίνεται η ιστορία των Κομνηνών; ρώτησα για να πω κάτι.
-Είναι σχεδόν συμπληρωμένη. Τακτοποιώ τώρα όλα τα αντίγραφα των εγγράφων
που συνήθροισα επί εικοσιπέντε χρόνια σε όλα τα αρχεία και ανάκτορα της
Ευρώπης. Θα μου εκάμνατε μεγάλην ευχαρίστησιν, εάν ερχόσασταν εις την οικίαν
μου να πάρομε το τσάϊ και να σας διαβάσω τον πρόλογο.
Προφασίστηκα και πάλι διάφορες ασχολίες για να ποφύγω την πρόσκληση. Ο
«πρίγκιψ» όμως επέμεινε. Θα ήταν γι’ αυτούς μία ευκαιρία για να με
ευχαριστήσουν για τη συνδρομή, που τους είχα παράσχει για την εξεύρεση του
γαμήλιου συμβολαίου. Αναγκάσθηκα να δεχτώ. Μου όρισαν τη μέρα που «δέχονταν»
και, ενώ με αποχαιρετούσαν, η σύζυγος του τελευταίου των Κομνηνών σήκωσε το
χέρι της, σχεδόν ως το στόμα μου, για να με αναγκάσει αυτή τη φορά να το
φιλήσω. Δεν περίμενα ποτέ πως η πεθαμένη αυτή γυναίκα θα είχε τόση δύναμη
ψυχής, όταν ήθελε να εξαναγκάσει τον αντικρυνό της να της φερθεί όπως φέρονται
στις πριγκίπισσες.
Τρεις μέρες αργότερα, ένα απόγεμα, σήμαινα στην κατοικία των Κομνηνών.
Μου άνοιξε την πόρτα μια ηλικιωμένη υπηρέτρια και βρέθηκα μπρος σε μια
μισοσκότεινη σκάλα. Όταν την ανέβηκα, είδα μια πόρτα σκεπασμένη με ένα μακρύ
πορφυρό παραπέτασμα, όπου ήταν κεντημένος ο βυζαντινός αετός. Στο άνοιγμα του
παραπετάσματος, όρθια και σα μούμια ακίνητη, περίμενε την ανάβαση μου η
κωμικοτραγική γυναίκα του πρίγκιπα φορώντας ένα φόρεμα μαύρο όλο φραμπαλάδες
και δαντέλες - όπως ήταν η μόδα πριν από σαράντα χρόνια. Ύστερ’ από το μοιραίο
πια χειροφίλημα, οδηγήθηκα επίσημα από το ερειπωμένο εκείνο γύναιο σε ένα
σαλονάκι, που στα έπιπλα του επικάθονταν μακάρια η σκόνη σαράντα επίσης ετών.
Βασίλευε επιπλέον στο σαλονάκι εκείνο η μούχλα των εγκαταλειμένων πραγμάτων και
μια ησυχία θανατερή, που πλημμύρισε αμέσως την ψυχή μου με την πιο εφιαλτική
πλήξη. Αναμένοντας τον «πρίγκιπα» βλαστημούσα των εαυτό μου, που αφέθηκε με
τόση ελαφρότητα σε μια τόσο γελοία περιπέτεια. Ως που να φανεί εκείνος, η
πένθιμη εκείνη ύπαρξη, που είταν γυναίκα του, δεν άνοιξε το στόμα της για να
πει λέξη. Φαινόταν πως ήταν πεσμένη σε νάρκη, ενώ το κοκκαλιασμένο χέρι της μ’
ένα κίνημα αφηρημένο τα μαξιλαράκια του καναπέ όπου καθότανε, που ήταν όλα
κεντημένα με το δικέφαλο βυζαντινό αετό.
Επί τέλους ο πρίγκιπας Κομνηνός φάνηκε. Μπήκε μέσα στο σαλονάκι
πανύψηλος και σοβαρός, ντυμένος με τη ζακέτα του και κρατώντας στο ένα χέρι ένα
μάτσο χειρόγραφα –σα να έμπαινε σε καμιά αίθουσα όπου θα έδινε διάλεξη. Με
χαιρέτησε με τη συνηθισμένη του ευγένεια και, αφού ανταλλάξαμε μερικές φράσεις
για τον καιρό, άνοιξε στα γόνατα του το μάτσο των χειρογράφων που είχε φέρει
και με μια φωνή έρρινη και μονότονη άρχισε την ανάγνωση.
Μόλις μπόρεσα να προσέξω για πέντε λεπτά τι έλεγε. Η έρρινη φωνή του, η
ησυχία και η μούχλα του σαλονιού, το θέαμα της γυναίκας που χάιδευε αφηρημένα
τα μαξιλαράκια πεσμένη σε νάρκη, όλα αυτά με κοίμιζαν σε τέτοιο βαθμό, που μόλις μπορούσα να κρατήσω ανοιχτά
τα μάτια μου. Κρύβοντας με το χέρι μου τα χασμουρητά μου, έρριχνα κρυφές ματιές
στα γύρω μου αντικείμενα και περιεργαζόμουνα τα πιο παράξενα για να περάσω την
ώρα μου. Κάποτε-κάποτε άρπαζα τυχαία μερικές φράσεις, από τις οποίες εννοούσα
ότι ο πρίγκιπας εξηγούσε στο σχοινοτενή εκείνο πρόλογο, τη γενεαλογία του,
υποστηρίζοντας ότι ήταν ο τελευταίος των Κομνηνών αυτοκρατόρων του Βυζαντίου.
Η είσοδος της γριάς υπηρέτριας με το τσάϊ ανάγκασε τον πρίγκιπα να
διακόψει λίγα λεπτά την ανάγνωση του. Το τσάϊ σερβιρίστηκε σύμφωνα με την
επιθυμία από τη γυναίκα του πρίγκιπα, που βγήκε για την περίσταση από τη νάρκη
της. Ώ το τσάϊ εκείνο! Όλα, το τσάϊ το χλιαρό, το νερό το ζεστό, το γάλα το κρύο
και τα μπισκότα που το συνόδευαν, όλα μύριζαν μούχλα και εγκατάλειψη, όπως το
σαλόνι και όπως οι τελευταίοι αυτοί των Κομνηνών. Ήπια δυο- τρεις γουλιές
τσαγιού όπως θα έπινα φάρμακο –και ξανάπεσα στο λήθαργο μου, όταν ο πρίγκιπας
ξανάρχισε την έρρινη του ανάγνωση. Όταν ο πρόλογος τελείωσε, είχε σχεδό
σκοτεινιάσει.
-Πως σας φαίνεται; με ρώτησε.
-Θαυμάσιος, απήντησα νυσταγμένα. Και σηκώθηκα να φύγω, με την πρόφαση
ότι είχα κάποια βιαστική δουλειά. Με παρακάλεσε να επιστρέψω, έδωσα την
υπόσχεση και έφυγα μα τη στερνή απόφαση να μην επιστρέψω πια ποτέ στο
μουχλιασμένο αυτό σπίτι των απόγονων των Κομνηνών.
Από τότε συνάντησα πάλι το ζεύγος σε αθηναϊκούς δρόμους να περιφέρεται,
σα να σέρνεται από κάποια μοίρα, πάντα αγκαζέ και πάντα σιωπηλό και αξιόπρεπο. Τους πέφευγα όσο μπορούσα. Ωσότου μια μέρα
έλαβα στο γραφείο μου ένα προσκλητήριο σε κηδεία. Το άνοιξα αδιάφορα και
πληροφορήθηκα το θάνατο του τελευταίου των Κομνηνών.
Από οίκτο πήγα να παρακολουθήσω την κηδεία. Στην ανοιχτή εξώπορτα του
σπιτιού είχε κρεμαστεί ένα μαύρο παραπέτασμα, όπου έβλεπε κανένας έναν κίτρινο
βυζαντινό αετό και κάτω από ένα στέμμα τα αρχικά γράμματα Α.Κ. Ανέβηκα πίσω από
την υπηρέτρια, μπήκα στην τραπεζαρία που είχε μεταμορφωθεί σε νεκρική
αίθουσα και είδα ένα θέαμα που δεν θα το
λησμονήσω ποτέ.
Πάνω σε ένα διπλό κρεβάτι ο νεκρός του τελευταίου των Κομνηνών, ντυμένος
με την αιώνια του ζακέτα και κρατώντας στα κίτρινα χέρια του ένα βυζαντινό
σκήπτρο, σαν εκείνα που βλέπει κανένας στα χρυσά νομίσματα των Βυζαντινών
αυτοκρατόρων. Πάνω από το κρεβάτι
κατέβαινε ένας «ουρανός» από πορφύρα, κεντημένος και αυτός με το βυζαντινό αετό
και τα αρχικά γράμματα του νεκρού. Λαμπάδες έκαιαν μέσα στο μισόφωτο κάνοντας
την ατμόσφαιρα αποπνιχτική. Καθισμένη σε μια πολυθρόνα κοντά στο πτώμα, η
ερειπωμένη «πριγκίπισσα» έμοιζε απολιθωμένη στη συνηθισμένη της στάση της
νάρκης και της αφηρημάδας. Τη χαιρέτησα, τη συλλυπήθηκα και κάθισα σε μια
καρέκλα. Έμεινα έτσι ένα τέταρτο της ώρας, χωρίς να πω τίποτε, χωρίς να ακούσω
τη χήρα να λέει τίποτε. Άρχιζα να νευριάζω. Η απόπνοια των λαμπάδων μου έφερνε
ζάλη.
-Πότε ορίστηκε η κηδεία; ρώτησα τη χήρα.
Σήκωσε αργά το όμοιο με μούμια κεφάλι της, με κοίταξε σα να με έβλεπε
για πρώτυη φορά και στο τέλος μου απάντησε ότι θα περίμενε τις αρχές, το
διπλωματικό σώμα και τους άλλους επισήμους που είχε καλέσει.
Δεν είπα τίποτε, αλλά άρχισα και πάλι να καταριέμαι τον εαυτό μου για
την αφέλεια που με παράσερνε σε τέτοιες περιπέτειες. Είμουν βέβαιος, φυσικά,
ότι κανένας από τους καλεσμένους αυτούς δε θα ερχότανε και έβλεπα με τρόμο, ότι
θα είμουν αναγκασμένος να μείνω ώρες ολόκληρες εκεί μέσα, ανάμεσα σε ένα πτώμα
και σε μία ζωντανή που δεν διέφερε καθόλου από το πτώμα. Έκανα εντούτοις
υπομονή και περίμενα. Περίμενα δύο ολόκληρες ώρες. Κανένας. Κοίταξα το ρολόϊ μου και έπειτα τη χήρα, που είχε βυθιστεί στη
νάρκη της και πάλι. Επί τέλους, μπροστά στον κίνδυνο να παραφρονήσω και εγώ από
την πλήξη μέσα σε εκείνη τη νεκρική αίθουσα, έλαβα μια απόφαση, που δεν ήταν
βέβαια καθόλου καλή, αλλά που μου φάνηκε η μόνη που έβγαζε από το αδιέξοδο όπου
είχα τοποθετηθεί: την απόφαση να φύγω κρυφά.
Σηκώθηκα και, πατώντας στις μύτες των ποδιών μου, βγήκα από την αίθουσα,
χωρίς να γίνω αντιληπτός από τη χήρα. Στο διάδρομο συνάντησα την υπηρέτρια. Της
είπα πως πήγαινα ίσαμε κάτω να καπνίσω ένα τσιγάρο και, όταν βρέθηκα στη
εξώπορτα, έρχισα σχεδόν να τρέχω, με τον παιδικό φόβο μήπως βγει στο παράθυρο η
χήρα του τελευταίου των Κομνηνών και με φωνάξει να γυρίσω. Όταν έστριψα το
δρόμο, ξαναπήρα το ήσυχο βήμα διαβάτη και, πηγαίνοντας να πιω έναν καφέ κάπου,
σκεπτόμουν αν πραγματικά είχα γνωρίσει δυο τρελλούς για δέσιμο ή αν βρισκόμουν
μπροστά σε μια συγκινητική και απλοϊκή ματαιοδοξία δυο ανθρώπων, που ζήτησαν να
φέρουν στη ζωή και στο θάνατο ένα βαρύ προγονικό όνομα με όλη τη σοβαρότητα και
την αξιοπρέπεια της παράδοσης. Αλλ’ αυτό δεν μπόρεσα να το μάθω ποτέ …
(1925)Βιογραφικό:
Ο Κώστας Ουράνης (1890-1953) γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και το πραγματικό του όνομα ήταν Κώστας Νέαρχος. Ο πατέρας του Νικόλαος Νέαρχος καταγόταν από την Κυνουρία και η μητέρα του Αγελική το γένος Γιαννούση από το Λεωνίδιο Αρκαδίας, όπου ο Ουράνης πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Στη συνέχεια φοίτησε στο Γυμνάσιο του Ναυπλίου και ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη (Ροβέρτειος Σχολή και Λύκειο Χατζηχρήστου). Το 1908 ήρθε στην Αθήνα και συνεργάστηκε για σύντομο χρονικό διάστημα με την Ακρόπολη του Βλάση Γαβριηλίδη. Ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία,την ποίηση, μεταφράσεις γάλλων ποιητών και την πεζογραφία στην οποία διακρίθηκε με τα ταξιδιωτικά του κείμενα. Η συλλογή διηγημάτων των του εκδόθηκε από τις εκδόσεις ΕΣΤΙΑ μετά το θάνατο του, το 1955 συγκεκριμένα με τίτλο ΑΝΑΒΙΩΣΗ και με επιμέλεια της συζύγου του ποιήτριας Άλκη Θρύλου.
2 σχόλια:
τι εξαιρετική επιλογή!
πολύ καλημέρα
@ippoliti
Σ' ευχαριστώ καλημέρα!
Δημοσίευση σχολίου