Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2015

Δημοσθένη Βουτυρα: Τα Φύλλα Πέφτανε !!!






ΤΑ ΦΥΛΛΑ ΠΕΦΤΑΝΕ

 Τα δέντρα σιγά, σιγά έμεναν γυμνά, τα φύλλα τους, που τόσο χαρωπά σκιάζαν την αυλή, πέφτανε, σωριάζονταν χάμω σε κάθε φύσημα του ανέμου.
Ο χειμώνας είχε έρθει, και η αυλή του μικρού μαγαζιού άρχισε να χάνει τη χαρά της. Το κάθε φύλλο πούπεφτε απ΄ τα δέντρα της, ήταν ένα κομμάτι της χαράς της, που χανόταν. Όλα σκυθρωπά γινόντουσαν.
Αλλά μόνο κείνος ο γέρο κάπελας, χοντρός, στρογγυλός, έμενε πάντα ο ίδιος, γελαστός και σα νάχε την άνοιξη πάντα στο πρόσωπό του. Έτρεχε, έτοιμος, μ΄ όλα τα γερατιά του, σε κάθε προσταγή.
Κάθε μέρα είμαστε εκεί. Στην αυλή, όταν πρασίνιζαν τα δέντρα, και σ΄ ένα μικρό δωμάτιο, όταν άρχιζε να φυσά ο βοριάς, που σάρωνε τα φύλλα και άφηνε τα δέντρα γυμνά. Και είμεθα, οι περισσότεροι, χτυπημένοι απ΄ την τύχη, αφού μας είχε δροσίσει λιγάκι, ή για κάμποσον καιρό...
Άσπρες τρίχες στόλιζαν τα μαύρα, ή καστανά μαλλιά μας, και γραμμές, οι γραμμές του χρόνου, μα και του πόνου, χάραζαν το καθαρό άλλοτε, πρόσωπό μας. Ο χειμώνας είχε έρθει και σε μας. Αλλ΄ η άνοιξη; Τι λέω!... Αλίμονο... Έχουν τα φύλλα, που πέφτουν, άνοιξη;
Εκεί μέσα στο δωματιάκι μιλούσαμε και πίναμε. Και τις περισσότερες φορές λέγαμε για τα περασμένα. Μα και τι άλλο να λέγαμε; Τα φύλλα, που πέφτουν απ΄ τα δέντρα, αν μπορούσανε να μιλήσουν, ή αν αισθανόντουσαν και μιλούσαν, τι θα λέγανε μεταξύ τους; Δε θα λέγανε, πως ήτανε ψηλά εκεί, καθαρά, πράσινα, πως άκουγαν κ΄ έβλεπαν τα πουλιά να κελαϊδούν, και κοίταζαν τον κόσμο περιφρονητικά που κάτω περνούσε; Δε θα λέγανε πώς παίζανε μεταξύ τους σε κάθε δροσερή πνοή, και αγκαλιαζόντουσαν, φιλιόντουσαν μανιακά, όταν τα κινούσε ο θερμός του καλοκαιριού άνεμος;
Ένα βράδυ που έξω φυσούσε, βούιζε ο βοριάς, εμείς μέσα κει στο δωματιάκι, μιλούσαμε και πίναμε. Πάλι όμως, σε λίγο, πέσαμε στα περασμένα. Πάλι όμως, σε λίγο, πέσαμε στα περασμένα. Α, πολλά απ΄ αυτά τα ’ξερα απέξω κι ανακατωτά, όπως τα παιδιά λένε.
Αυτή τη βραδιά όμως, ακούσαμε κι ένα νέο, μια νέα ιστορία απ΄ το Μίγκα.
— Σας έχω πει που μια φορά, πήγα να κλέψω, αρπάξω κάτι να το βγάλω με τη βία; μας είπε.
— Ποτέ!
— Συ να κλέψεις;...
— Θα ήμουν, άρχισε αυτός, δεκατεσσάρων χρονών. Ευτυχισμένη εποχή;... Πάψε, γέρο Πάγκα... Ήθελες, λες, να ξαναγινόσουν πάλι; Ίσως όμως συ να ’χεις δίκαιο, να θέλεις να ξανακάνεις τον ίδιο δρόμο! Εγώ όμως όχι... Όταν γυρίζω και τον κοιτάζω, τρομάζω...
Ήμουν λοιπόν δεκατριών ή δεκατεσσάρων χρόνων παιδί όταν πήγα να κάνω αυτό που σας είπα. Λίγη προσοχή τώρα, γιατί αρχίζει η ιστορία.
Ήταν καλοκαίρι είχαμε δηλαδή, παύσεις και ήμουν όλο χαρά, γιατί δε βρισκόμουνα φυλακισμένος στο βρωμοσκολείο. Κάθε βράδυ γύριζα δω και κει, πήγαινα στα θεατράκια και περνούσα ευχάριστες ώρες. Ένα όμως θεατράκι σε μια πλατεία με τράβηξε στο τέλος και δεν ξεκολλούσα.
Σ΄ αυτό το θεατράκι έπαιζαν παντομίμες κι έκαναν κάποτε και διάφορα γυμνάσματα, σήκωναν βάρη. Ήταν ξένος θίασος. Αλλά δε με τράβηξε το καλό παίξιμό τους, οι καλές παραστάσεις τους, αλλά μια γυναίκα όμορφη, θεία μορφή και σώμα, που υπήρχε μέσα στο θίασο. Έκανε αυτή, πάντα την κόρη, που κλέβουν, την ερωτευμένη, και ο παλιάτσος τής έδινε κάποτε κάμποσες ξυλιές. Εγώ, πάει!... όταν την έβλεπα, μαγευόμουνα, χανόμουνα! Πώς ήθελα νάμουν ο εραστής, που την έσερνε από το χέρι να φύγουν, και ακόμα ήθελα νάμουν ο παλιάτσος που τους κυνηγούσε και όταν τους έπιανε, αφού πρώτα χτυπούσε μ΄ όλη του τη δύναμη τον εραστή, έδινε και σ΄ αυτή ελαφρές ξυλιές.
Και βρισκόμουν εκεί, στο θεατράκι, πριν αρχίσει... Τι λέω; Νωρίς πολύ πήγαινα, όταν ήταν ακόμη μέρα. Μα μπορούσα να κάνω αλλιώς, που όλο αυτή είχα στο νου μου; Όταν έτρωγα, δάγκανα τα χείλια μου, γιατί εκεί στο φαΐ δεν υπήρχε ο νους μου, όταν περπατούσε πήγαιναν να με πατήσουν τ’ αμάξια, και μάλιστα, ένα μια φορά μ΄ έριξε χάμω. Έρωτας ήταν αυτός! Τι αναστενάζετε; Παύτε... Πάει για μας, δεν πρέπει να υπάρχει. Εμείς δε θα δούμε πια το πουλί να κελαηδεί κοντά μας...
Λοιπόν. Μια μέρα πήγα μόλις είχε βασιλέψει ο ήλιος. Αφού γύρισα απέξω απ΄ το θεατράκι, μπήκα στο καφενείο του θεάτρου, που υπήρχε δίπλα, για να πιω ένα νερό. Ο διευθυντής του ήτανε φίλος του πατέρα μου, κι είχα το θάρρος. Στεκόμουνα ακόμα στον πάγκο, θυμούμαι, όταν ξαφνικά τάχασα, θαμπώθηκα, σα να με χτύπησε η εμφάνιση ήλου. Μες στον καθρέφτη είδα εκείνη, την είδα να ’ρχεται. Γύρισα ταραγμένος. Φορούσε ένα κόκκινο πολκάκι. Τι ωραία που ήταν! Φαίνεται πως παρατήρησε την ταραχή μου, πώς την κοίταξα, γιατί με κοίταξε καλά καλά. Αυτό μου έλειπε! Πάει, είχα ζουρλαθεί...
Το βράδυ κείνο ο θίασος έκανε και διάφορα γυμνάσματα, τούμπες και τα λοιπά. Και βγήκε και κείνη ντυμένη μάλιες, ή με στολή ακροβάτη. Δυσαρεστήθηκα, μα την αλήθεια, που την είδα έτσι, όχι ότι δεν της πήγαιναν, ήταν ουρανία, αλλά δεν ήθελα να την έβλεπε και ο κόσμος. Αν μπορούσα θάβγαζα όλων τα μάτια...
Και μάλιστα, άκουσα και κάποιον, που ήταν κοντά μου, να λέει;
— Μωρέ μπούτια...
Τον ήξερα αυτόν που τόπε. Ήταν ο χασάπης της γειτονιάς μου, ένας κοντός, μαυριδερός, κατσαρομάλλης.
Πόσο με πείραξε! Και μου ’κανε κακό και η λέξη που μεταχειρίστηκε, σα να επρόκειτο για μπούτια προβάτου ή μοσχαριού. Εγώ τα ’ξερα αλλιώς...
Ήτανε μαρτύριο αυτό το βράδυ για μένα. Ύστερα όμως άμα τελείωσε, έπλαθα όνειρα γλυκά...
Αλλά πέρασε το καλοκαίρι. Ο ουρανός μια μέρα γέμισε σύννεφα, και σε όχι πολύ, βροχή έλουσε την πόλη με κεραυνούς. Είχε έρθει ή ερχόταν ο χειμώνας κι έμπαινε πανηγυρικά.
Το βράδυ κείνο το θέατρο δεν άνοιξε. Άνεμος φυσούσε ψυχρός. Την άλλη μέρα το ίδιο. Ψύχρα ξαφνικιά είχε έρθει. Το θεατράκι έκλεισε.
Πήγαινα σχολείο, αλλά πάντα το θεατράκι ήταν στο νου μου.
Ένα πρωί εορτής, είχα βγει έξω και γύριζα. Ξαφνικά ακούω μουσική πένθιμη. Ήταν κηδεία. Η μουσική μ΄ έσυρε και πήγα. Αλλ΄ είδα αντί στρατιωτική μουσική, πολίτες μουσικούς, και μαζί ανθρώπους του θιάσου εκείνου ν’ ακολουθούνε.
Ρώτησα ποιος ήταν ο νεκρός, γιατί η κάσα ήταν σκεπασμένη. Κι έμαθα. Είχε πεθάνει εκείνη...
Ακολούθησα κι εγώ την κηδεία, όχι για τη μουσική, αλλά σαν άνθρωπος που ακολουθά αγαπημένο του νεκρό, χτυπημένος τρομερά απ΄ το δυστύχημα...
Το βράδυ, πριν πλαγιάσω, γονάτισα και προσευχήθηκα για την ψυχή της. Αυτό άρχισα να το κάνω τακτικά.
Την Κυριακή πήγα και στο νεκροταφείο. Δεν άργησα να βρω το μνήμα της. Το όνομά της ήταν γραμμένο με ξενικά γράμματα. Αλλά πάνω στο σταυρό υπήρχε και η φωτογραφία της. Πώς στάθηκα και την κοίταξα. Και πού να φύγω... Η ώρα περνούσε κι εγώ εκεί, να την κοιτάζω και να παραμιλώ... Είχα όμως, κάποτε, και το νου μου να μη με βλέπουν.
Και στο νεκροταφείο υπήρχε μια ησυχία μεγάλη, μια σιωπή, και μόνον ένας χτύπος μακρινός, αλλά ρυθμικός σχεδόν, ακουγόταν, ή έπεφτε, σ΄ αυτή. Κάποιον είχα διακρίνει να σκάβει, πέρα κει, μέσα στο πλήθος των σταυρών.
Απ΄ εκεί μ΄ έδιωξε η εμφάνιση μιας κηδείας, που ερχότανε με ξεφωνητά. Έφυγα γρήγορα, χάθηκα μες στα δέντρα, ζητώντας την έξοδο.
Περάσανε μέρες.
Ένα βράδυ κάτι μου βάλθηκε στο νου μου. Να πάω να κλέψω τη φωτογραφία, να την βγάλω απ’ το σταυρό και να την πάρω...
Και το πρωί, αντί να πάω στο σχολείο, τράβηξα για το νεκροταφείο. Είχα πάρει μαζί μου ένα σουγιά κι ένα σίδερο, που νόμισα, πως ήταν κατάλληλο γι΄ αυτή τη δουλειά.
Φυσούσε άνεμος αυτή τη φορά, δυνατός, ο ουρανός συννεφιασμένος και σταγόνες πέφτανε κάποτε.
Το νεκροταφείο ήταν έρημο. Και μόνο απ’ έξω απάντησα πολλούς, που φεύγανε από κηδεία.
Προχωρούσα σα σωστός κλέφτης. Κανείς. Τα δέντρα κουνιόντουσαν, βούιζαν και οι σταυροί... Οι σταγόνες απ΄ τα θολά σύννεφα περισσότερες πέφτανε.
Πλησίασα έχοντας έτοιμο το σουγιά και το σίδερο. Αλλά καθώς αντίκρισα, το σταυρό, έμεινα, μαρμαρώθηκα... Η φωτογραφία δεν υπήρχε πια εκεί... Η κορνίζα χαλασμένη μ΄ ένα κομμάτι γυαλί πάνω... Άλλος... άλλος την είχε βγάλει, άλλος μου την έκλεψε...-

 

Από τη συλλογή Είκοσι διηγήματα (1924), σ. 80-85 (το δανείστηκα από την ηλεκτρονική βιβλιοθήκη του Ν. Σαραντάκου)

___________________________________________________
Ο Δημοσθένης Βουτυράς (1872-27 Μαρτίου 1958) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες διηγηματογράφους καί πεζογράφους της ελληνικής λογοτεχνίας του Μεσοπολέμου. Στα έργα του περιγράφει κυρίως τις περιπέτειες των φτωχών ανθρώπων, των περιθωριακών και των απόκληρων. Πολλοί σύγχρονοί του λογοτέχνες επηρεάστηκαν από το έργο του.

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2015

Και όμως: κάτι το κοινό διαπερνάει τα δύο ΟΧΙ !!!

















Κάτι, νομίζω, που δεν μπορούν να διακρίνουν όσοι προσεγγίζουν τέτοια φαινόμενα με αμιγώς τεχνοκρατικά κριτήρια αιτίας-αποτελέσματος. Και εξηγούμαι αμέσως αφού πρώτα ζητήσω συγγνώμη γι’ αυτήν την ιστορική … απρέπεια: του να συσχετίζω, δηλαδή, δυο γεγονότα με τεράστια διαφορά ηλικίας. Το ένα εβδομήντα πέντε ολόκληρων χρόνων και το άλλο τεσσάρων μόλις μηνών. Καθώς θα έχετε καταλάβει ότι μιλάω για εκείνο το μυριόστομο ιστορικά καταξιωμένο ΟΧΙ του 1940 και αυτό το εκκωφαντικό του πρόσφατου δημοψηφίσματος. Για το οποίο ακόμη αναρωτιούνται «πως και γιατί» όσοι προσπαθούν να το ερμηνεύσουν με τα επιφαινόμενα και κοινές λογικές. Κυρίως οι ευρωπαίοι υπεύθυνοι. Γιατί δεν φτάνει μόνο ένα χαρτί –όσο βαρύ και ασήκωτο- με όρους δανειοδότησης μιας χρεωμένης χώρας που μπορεί να προκαλέσει τέτοιο σεισμό. Είναι το φτύσιμο στα μούτρα ενός λαού που το συνόδευε, σαν εκείνο του φανφαρόνου Μουσολίνι με το θρασύ και αναίτιο «γη και ύδωρ». Ένα φτύσιμο με τη μορφή μιας πρωτοφανούς και κλιμακούμενης ωμής παρέμβασης από τη μεριά των ευρωπαίων … δημοκρατών να ψηφίσουμε «ναι». Η άσκηση μιας αχαλίνωτης τρομοκρατίας χωρίς προηγούμενο στην παγκόσμια ιστορία και στην οποία, δυστυχώς, συνεπικουρούνταν από την ντόπια μιντιακή … γενιτσαρία*! Κάτι που ταυτόχρονα και μέρα με τη μέρα θέριευε έναν πνιγμένο θυμό της τσαλακωμένης αξιοπρέπειας των ανθρώπων. Αυτό το θυμό που με τόση ορμή βγήκε στις αποβάθρες του μετρό και στην πλατεία Συντάγματος από χιλιάδες λαού το βράδυ της Παρασκευής. Με ένα μυριόστομο ΟΧΙ μέσα από τα κατάβαθα των ψυχών. Μια κραυγή άγρια που έκανε τα ντουβάρια και τα τζάμια να τρίζουν, διέσχισε την επικράτεια σμίγοντας με άλλες ίδιες κραυγές, γιγαντώθηκε σε δυο μέρες σαν μια τεράστια χιονοστιβάδα μέσα στο κατακαλόκαιρο και μια βόμβα του 62% τράνταξε τον πλανήτη! Και νομίζω πως εδώ βρίσκεται η ιστορική κορύφωση που καίει ακόμη την άλλη πλευρά. Δεν μπορούν να χωνέψουν το θάρρος ενός μικρού Λαού, όπως το δείχνουν ανάγλυφα οι συνεχιζόμενοι λεονταρισμοί τους. Και συμπαθάτε με που σταματάω εδώ γιατί νομίζω πως τα μετέπειτα εκείνου του ΟΧΙ –με όποιο πρίσμα τα βλέπει κανείς- δεν αμαυρώνουν σε τίποτα την αίγλη αυτής της στιγμής, όπως δεν αμαυρώνει το Έπος της Αλβανίας η αμέσως μετά γερμανική κατοχή μας.
______________________________________________________________
*Γνωρίζω πως ο όρος είναι αδόκιμος όπως και ο όρος … «γενιτσαρίνες» που με τόσο ζήλο οι κυρίες Χούκλη, Τρέμη και Κοσσιώνη φρόντισαν να του δώσουν υπόσταση.

Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2015

Και όμως το κρέας ψάρι … έγινε ήδη πραγματικότητα!!!






 
Και ούτε χιούμορ είναι αυτό ούτε ρητορική υπερβολή που να υπονοεί κάτι άλλο όπως η διαφήμιση που παίζει αυτόν τον καιρό. Γιατί απλά μιλάμε για τα ψάρια της λεγόμενης ιχθυοκαλλιέργειας ή υδατοκαλλιέργειας. Αυτά που τόσο μαεστρικά τα πλασάρουν με τις σχετικές ταμπελίτσες τα σούπερ μάρκετ: «τσιπούρες υδατ. Μεσογείου» ή «φαγκρί υ/κ Μεσογείου» γιατί ναι! Ενώ στην αρχή  μόνο η τσιπούρα και το λαβράκι μπορούσαν να καλλιεργηθούν τώρα τελευταία μας προέκυψαν πολλά και διάφορα όπως αυτό το θηριώδες μυλοκόπι που το κόβουν σε φέτες σαν τον εκ βορρά σολομό. Κάτι που γίνεται μαγνήτης ευκολίας για τις νέες νοικοκυρές –ιδίως τα καθαρισμένα με +2 ευρώ στην τιμή- και για τα νέα παιδιά που δεν μπορούν καθόλου τα κόκκαλα. Μόνο που κάποιος θα πρέπει να μιλήσει όχι για τη ... Rexona που έλεγε η παλιά διαφήμιση αλλά γι’ αυτή την ανεπαίσθητη … γουρουνίλα που σέρνεται στο τραπέζι και τον ουρανίσκο μας την ώρα της βρώσης τους. Καθώς τα φυράματα που χρησιμοποιούνται στην ιχθυοκαλλιέργεια είναι εμπλουτισμένα και με ζωικά απόβλητα σφαγείων. Όσο για εκείνον το γουρουνο-σολομό είναι ταϊσμένος και με ειδικά χρωστικά για να παίρνει το ροζ χρώμα του φυσικού συναδέλφου του. Και έτσι όπως θεριεύει η κατανάλωση αυτής της κατηγορίας, σε λίγο τα ψάρια της θάλασσας θα είναι μειοψηφία. Και είναι αυτός ένας δρόμος χωρίς επιστροφή καθώς το μοντέλο των αγορών μας όσο πάει και γίνεται πιο compact: όλα μα όλα τα ψώνια μας από το σουπερ-μάρκετ! Ψαράδες Λαϊκές και Βαρβάκειος είναι πια σπορ μόνο για … γέρους!     

Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2015

ΣΤΑΥΡΟΣ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ: Ένας βαθιά πολιτισμένος και θρησκευόμενος άνθρωπος !!!





Κάθε συνέντευξη του Σταύρου Ζουμπουλάκη αποτελεί κέρδος για τον αναγνώστη καθώς ο λόγος του χαρακτηρίζεται από μια βαθυστόχαστη και ήπια προσέγγιση των θεμάτων της. Παραθέτω ένα απόσπασμα από την τελευταία που παραχώρησε στη δημοσιογράφο Νόρα Ράλλη της Εφημερίδας των Συντακτών αυτού του Σαββατοκύριακου:

………………………………………………………………………………

 

Αποτελεί σημαντικό πολιτιστικό κεκτημένο της Ευρώπης η διάκριση του θρησκευτικού στοιχείου από το πολιτικό, διάκριση που έχει πάρει τη νομική μορφή του χωρισμού Εκκλησίας-Κράτους. Στην Ελλάδα, ο χωρισμός αυτός έχει νομικά προχωρήσει σε πολύ μεγάλο βαθμό, αλλά δεν έχει ολοκληρωθεί. Μένουν λίγα ακόμη να γίνουν, τα περισσότερα συμβολικού χαρακτήρα. Αυτό είναι εύκολο να γίνει και μπορεί να γίνει αύριο το πρωί. Το δύσκολο και το κρίσιμο είναι να αποφασίσουμε ποιο θα είναι το περιεχόμενο της θρησκευτικής διδασκαλίας στα σχολεία, αν υποτεθεί ότι χρειάζεται τέτοιου είδους διδασκαλία. Προσωπικά είμαι υπέρ ενός υποχρεωτικού μαθήματος Θρησκευτικών, χωρίς κανέναν απολύτως ομολογιακό ή κατηχητικό χαρακτήρα. Πυρήνας αυτού του μαθήματος θα είναι η Βίβλος, Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Πάνε δεκαπέντε ακριβώς χρόνια που έχω κάνει την πρόταση για τα Θρησκευτικά ως βιβλικό μάθημα. Θα διδάξουμε δηλαδή τους μαθητές τα μεγάλα κείμενα της Βίβλου, όπως ακριβώς τους διδάσκουμε τα μεγάλα κείμενα της Αρχαίας Ελλάδος. Θα τους καλέσουμε να τα γνωρίσουν, να ανακαλύψουν τη σημασία και την ομορφιά τους. Θα τα διδάξουμε με ζέση, όπως διδάσκουμε και όλα τ’ άλλα, μα χωρίς να καλούμε κανέναν να τα δεχτεί με τον τρόπο του πιστού. Δεν είναι δουλειά του σχολείου αυτό. Τα Θρησκευτικά δηλαδή, θα είναι ένα ερμηνευτικό μάθημα, όπως είναι και τα αρχαία, όχι ένα κατηχητικό μάθημα. Με πυρήνα τα ιδρυτικά κείμενα της Βίβλου, θα διδάξουμε την ιστορία του χριστιανισμού, την τέχνη του, τη σκέψη, τον πολιτισμό του. Ασφαλώς και τις άλλες θρησκείες, κυρίως όσες συνδέονται, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, με την Ιστορία μας. Δηλαδή, τον ιουδαϊσμό και το ισλάμ. Χρειάζεται να επιχειρηματολογήσω ότι η Ευρώπη είναι ακατανόητη χωρίς τη Βίβλο και τη χριστιανική σκέψη και παράδοση; Η διοικούσα Εκκλησία και η πλειονότητα των θεολόγων καθηγητών δεν μπόρεσαν τότε, ούτε τώρα μπορούν να κατανοήσουν ότι αυτή είναι η μόνη νομιμοποιητική βάση ενός υποχρεωτικού μαθήματος, στο πλαίσιο του σημερινού ευρωπαϊκού πολιτικού πολιτισμού. Επειδή ακριβώς η Εκκλησία δεν κατανοεί και δεν αποδέχεται τον κόσμο μέσα στον οποίο ζει, δίνει διαρκώς χαμένες μάχες. Η επιμονή της για ένα κατηχητικό υποχρεωτικό μάθημα θα έρθει να προστεθεί, αργά ή γρήγορα, στη μακρά σειρά τέτοιων μαχών. Η πρότασή μου, πάντως, για ένα βιβλικό μάθημα, μάθημα γνώσης και όχι πίστης, δεν έχει τον χαρακτήρα του τακτικού ελιγμού για τη διάσωση της ανεξαίρετης υποχρεωτικότητας του μαθήματος των Θρησκευτικών. Πιστεύω απόλυτα ότι ένα τέτοιο μάθημα, όποιο όνομα κι αν του δώσουμε, θα είναι μεγάλος πνευματικός πλούτος για το σχολείο μας. ............... …………………………….Αν το μάθημα είναι υποχρεωτικό και έχει τον ομολογιακό χαρακτήρα που έχει σήμερα, τότε το δικαίωμα απαλλαγής από αυτό πρέπει να είναι εγγυημένο. Με απλή δήλωση του κηδεμόνα ή του μαθητή, αν είναι ενήλικος, χωρίς καμία απολύτως μνεία των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, κατά το πνεύμα δηλαδή της αρχικής εγκυκλίου του Στυλιανίδη.


......................................................................................................................................


Βιογραφικό: O Σταύρος Ζουμπουλάκης γεννήθηκε το 1953 στη Συκιά Λακωνίας. Σπούδασε νομική και φιλολογία στην Αθήνα και φιλοσοφία στο Παρίσι. Δίδαξε πολλά χρόνια στη μέση εκπαίδευση. Από το 1998 ως το 2012 διετέλεσε διευθυντής του λογοτεχνικού περιοδικού "Νέα Εστία". Είναι πρόεδρος, από το 2008, του Δ.Σ. του βιβλικού ιδρύματος "Άρτος Ζωής". Σήμερα Πρόεδρος Εφορευτικού Συμβουλίου Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδας

Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2015

Ο τρυφερός ... στριμμένος μας!!!




    

       ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΣΙΓΗ



Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπο σας
κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,
έναν ώμο ν' ακουμπάτε την πίκρα σας
ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας,

κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας,
έστω και μια φορά;
είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή
για τους απεγνωσμένους;


Ντίνος Χριστιανόπουλος


__________________________________

σημείωση: από δήλωση του όταν αρνήθηκε το μεγάλο
κρατικό βραβείο "Ερώτηση: Πως νιώθετε για τη βράβευση σας;
Απάντηση: Οι άνθρωποι μου απένειμαν το βραβείο από καλή τους
διάθεση. Αυτό όμως πρέπει να υπάρχει και από την άλλη μεριά,
αλλά εγώ όπως ξέρετε είμαι λιγάκι στριμμένος!"