Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2016

Ένας αλλιώτικος Βάρναλης !!!

             





KΩΣΤΑΣ  ΒΑΡΝΑΛΗΣ:  ΦΕΪΓ ΒΟΛΑΝ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ (Επιλογή χρονογραφημάτων που έγραψε στην εφημερίδα Πρωία κατά το διάστημα 1941-1944. Εκδόσεις Καστανιώτη).

                                         Οι δεκατρείς όνοι…

    Συνελήφθη, κατά το «ανακοινωθέν», μία σπείρα από «ονοκλέπτας», όπως θα λέγανε οι αττικίζοντες, ή «γαϊδουροσύρτες» όπως θα ‘λεγε ο λαός. Κι αληθινά ο λαϊκός όρος είναι παραστατικότερος. Βλέπεις μπροστά σου όλη την εικόνα της κλεψιάς του γαϊδουριού! Γιατί, όταν κλέψει κανείς γαϊδούρι δεν το βάζει στην τσέπη του ή δεν το φορτώνεται στη ράχη του, παρά το λύνει πρώτα από το παλούκι ή το παχνί όπου είναι δεμένο και το σέρνει με το σκοινί σιγά και ήμερα από το χωράφι ή το σταύλο όσο το δυνατό μακρύτερα από τη σημείο της κλοπής, κ’ ύστερα μπορεί να το καβαλικέψει και να κόψει δρόμο. Αν το καβαλίκευε αμέσως πολύ πιθανό θ’ αγρίευε το ζωντανό και θ’ άρχιζε το κλωτσίδι και το γκάρισμα και θα σήκωνε τον κόσμο στο ποδάρι.  Κ’ ύστερα, αντίς να τρέχει ο γάιδαρος, θα ‘τρεχε ο κλέφτης μ’ αδειανά τα χέρια. Ενώ, αν έχει τη γαϊδουρινή υπομονή να το σύρει παραέξω στην ερημιά, τότε μπορεί πια να το καβαλικέψει και να το οδηγήσει ή στο γαϊδουροπάζαρο ή στο σφαγείο! Εν πάση περιπτώσει, το υποζύγιο είναι το μόνο κλοπιμαίο που δεν το φορτώνεσαι, αλλά σε φορτώνεται και δεν το πας, αλλά σε πάει, που δε σε κουράζει, αλλά κουράζεται το ίδιο. Αν μάλιστα είναι καλοκαιριάτικη νύχτα με φεγγάρι, ο «ειδικός» (αλογοσύρτης, μουλαροσύρτης ή γαϊδουροσύρτης) κάνει έναν ρομαντικό περίπατο στο ύπαιθρο κάτου από ελιές και πεύκα και μέσα σε μαγικό όνειρο και σαν … πατώντας, με τα φτερά του τετράποδου, ήγουν με τα τέσσερα πέταλά του!
   Οι ομηρικοί βασιλιάδες ξέρανε τη γοητεία και τη λεβεντιά αυτής της ζωοκλοπής. Ο σοφός Νέστορας καυχιότανε στα γηρατειά του πως όταν ήτανε νέος σε μια νύχτα μέσα έκλεψε πενήντα μουλάρια από την Τριφυλία και τα «έσυρε» στην Πύλο!
   Οι γαϊδουροσύρτες της σπείρας είχανε ρημάξει τα χωριά της Αττικής. Δεν αφήσανε γάιδαρο για γάιδαρο. Αφού σε μια «παρτίδα» μέσα η Αγορανομία κατάσχεσε  50 ποδάρια! Σφάζανε τ’ αγαθά ζώα, τα γδέρνανε και πουλούσανε το κρέας και τον πατσά τους και τα πόδια τους για μοσχαρίσια.
    Οι δυστυχισμένοι οι γαϊδάροι δεν έχουν άλλο όπλο ν’ αμυνθούν παρά τα πόδια τους.  Αλλ’ αντίς να κλωτσάνε τους κλέφτες και να τους σπάζουνε τα μούτρα, τους βοηθάνε.  Γιατί τους τρέχανε απάνω στη ράχη τους τετραποδιστά και πηγαίνανε μοναχοί τους στο μακελειό. Ένα όμως πόδι βρέθηκε να τους κλωτσήσει … μετά θάνατον! Μέσα στον πατσά ενός μαγέρικου βρήκαν οι πελάτες ένα καρφί από πέταλο. Αυτό το καρφί «μαρτύρησε» την κλοπή και πιάστηκε η σπείρα. Ως τώρα πιαστήκανε δεκαεφτά και αναζητούνται κι άλλοι πεντέξι. Σπείρα μια φορά!
   Αλλά το «ανακοινωθέν» κάνει ένα φάλτσο στο λογαριασμό των γαϊδάρων. Τα πενήντα ποδάρια, λέει, ανήκανε σε δεκατρείς «τουλάχιστο» γαϊδάρους! Αλλά δια την μαθηματικήν ακρίβειαν, ανήκανε σε … δωδεκάμισι γαϊδάρους! Αν τους πούμε δεκατρείς, λείπουνε δυο πόδια, αν τους πούμε δώδεκα, περισσεύουν δυο! Φυσικά οι γαϊδουροσύρτες δεν σφάξανε μισόν γάιδαρο. Κι ούτε μοναχά δυο πόδια λείπουν. Το ευχάριστο είναι πως ο αριθμός «δεκατρία», που είναι για τους πολλούς αριθμός γρουσούζικος και για πολλούς μυστικοπαθείς αριθμός ιερός, υπάρχει κατά προσέγγιση μέσα στα πενήντα … ποδάρια διαιρεμένα δια του τέσσερα. Για τη σπείρα όμως στάθηκε αυτός ο κατά προσέγγιση αριθμός δεκατρία αριθμός γρουσούζικος. Και τώρα θα «τινάξουν κι αυτοί τα πέταλα» μεταφορικώς, όπως τα τινάξανε τα θύματά τους κυριολεκτικώς.
   Αλλά η απονιά των κλεφτών δεν είναι που σφάζανε τους γαϊδάρους, αλλά που τους σφάζανε απάνω στο άνθος της ηλικίας τους. Και μάλιστα όταν όπου να ‘ναι, έρχεται ο Μάης! Πως λοιπόν θα μας θυμίσουνε τους στίχους του Σουρή:
                         Και λίγεια μινύρεται τετράπους αηδών.

Χωρίς το λάλημά τους καλοκαίρι δεν γίνεται.

Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2016

Breece D’J Pancake: η μεγάλη απώλεια της παγκόσμιας λογοτεχνίας!!!



Σημείωση Navarino-s: Ο Μπρις Ντ.Τζ. Πάνκεϊκ έζησε μόνο 27 χρόνια, γεννήθηκε το 1952 και αυτοκτόνησε το 1979. Όλο του το έργο αποτελείται από 12 μικρά διηγήματα. Τα έξι τα δημοσίευσε σκόρπια όσο ζούσε και τα άλλα έξι τα βρήκανε μετά στο συρτάρι του. Και το 1983 εκδόθηκε στην Αμερική η συλλογή τους με τον τίτλο "Τριλοβίτες". Έργο τεράστιάς συγγραφικής αξίας που δείχνει και το μέγεθος της απώλειας για την παγκόσμια λογοτεχνία από τον τόσο πρόωρο θάνατο του. Στη γλώσσα μας -έπρεπε να περάσουν 32 ολόκληρα χρόνια- και χάρις στις εκδόσεις Μεταίχμιο, πρωτοεκδόθηκε πριν έξι μήνες σε μια θαυμάσια μάλιστα για τις δυσκολίες του, μετάφραση του Γιάννη Παλαβού. Πληκτρολόγησα το διήγημα "Ένα μόνιμο δωμάτιο" και σας το προσφέρω σαν πρωτοχρονιάτικο δώρο.


        Breece D’J Pancake


 

                             Ένα μόνιμο δωμάτιο

    Είναι παραμονή Πρωτοχρονιάς, γι’ αυτό με βάζουν στο μεγάλο δωμάτιο, που κοστίζει οκτώ δολάρια. Μου φαίνεται όμως στενότερο απ’ ό,τι το θυμόμουν∙ κι έτσι όπως κάθομαι δίπλα στο παράθυρο και κοιτάζω τη βροχή και την πόλη, νιώθω την αναμονή να με βασανίζει. Δεν θα έπρεπε να έρχομαι σε τέτοιες πόλεις παρά μόνο όταν το ρυμουλκό δένει στην αποβάθρα.  Αλλά πάντα φτάνω νωρίς, πάντα κάθομαι και χαζεύω τους περαστικούς. Στο δρόμο οι φανοστάτες σκορπούν ένα τρεμάμενο βιολετί φως, που αντιφεγγίζει στο πεζοδρόμιο και τυλίγει τα πάντα με μια απόκοσμη αχλή. Ψιλοβρέχει και οι βιαστικοί διαβάτες προσπερνούν τα μίζερα καταστήματα χωρίς να χασομερούν στις βιτρίνες
     Πίσω από τους δρόμους και ανάμεσα απ’ τα κτήρια βλέπω το ποτάμι.  Η βροχή και η ομίχλη έχουν παγώσει τα σκοτεινά γεφύρια του. Αλλά στο ποτάμι τίποτα δεν αλλάζει. Αύριο αρχίζει ένα άλλος μήνας στη μαούνα, έπειτα ένας μήνας στη στεριά –μόνο οι ιστορίες μας θα αλλάξουν, θα μιλούν για άλλους καιρούς, για άλλα πρόσωπα. Όμως πάνω στο Ντέλμαρ το πλήρωμα θα είναι το ίδιο, ίδια υπηρεσία δεκαοχτώ ώρες την ημέρα, και πολύ σύντομα οι ιστορίες θα τελειώσουν. Προς το παρόν περιμένω, παρατηρώντας τον άνεμο και τη βροχή να χτυπούν το παράθυρο και να χτυπούν το τζάμι.
      Βάζω στην πρίζα το μάτι για καφέ, ξεφυλλίζω την εφημερίδα μπας και βρω τίποτα να κάνω, αλλά απόψε δεν έχει αγώνες μποξ ούτε πάλης. Μέχρι και η αίθουσα του μπόουλινγκ είναι κλειστή. Θα μπορούσα να χωθώ σε κάποιο μπαρ στην Πρώτη Λεωφόρο, να τα πιω ως το πρωί, όμως αύριο θα έχω να φυλάγομαι από τα ποντίκια του πλοίου και να πατάω στις υγρές σιδεριές, οπότε ας το αποφύγω. Καλύτερα να πάρω ένα μισόλιτρο ουίσκι, να χαλαρώσω και να την πέσω νωρίς. Καλύτερα να ξεχάσω τη βόλτα.
     Πίνω βιαστικά τον καφέ και ζεματάω τη γλώσσα μου. Όλα μου πάνε στραβά. Να το πρόβλημα μου με τις Πρωτοχρονιές: Είναι μια αρχή, δε λέω. Μόνο που εγώ θυμάμαι τα γλέντια στη σχολή πλοιάρχων, πως ξασαλώναμε στο τελευταίο έτος, και έτσι καταλήγω να σκέφτομαι γιορτές, τη δουλειά και το χρόνο που έρχεται και το χρόνο που φεύγει, και στο τέλος νιώθω χάλια. Θέλω να τσακιστώ να βγω έξω. Έμεινα πολύ ώρα εδώ μέσα.
      Πιάνω το μπουφάν και το ναυτικό μου σκούφο, στέκομαι έξω απ’ την πόρτα και ανάβω τσιγάρο. Στον διάδρομο και τις σκάλες όλα τα φώτα είναι αναμμένα, για να να μην πλησιάζουν πουτάνες και αλήτες. Η απέναντι πόρτα ανοίγει, μια τραβεστί βγάζει το κεφάλι της και μου κλείνει το μάτι: «Καλή χρονιά, χαρούμενη χρυσή πρωτοχρονιά». Ξαναχώνεται ήσυχα και ωραία στο δωμάτιο της και εγώ φουρκίζομαι, κλοτσάω την πόρτα της, τη λερώνω με τη σόλα μου. Μέσα απ’ το δωμάτιο την ακούω να γελάει –κοροϊδεύει επειδή είμαι μόνος μου. Τα γέλια της αντηχούν καθώς κατεβαίνω τις σκάλες. Αλλά έχει δίκιο: χρειάζομαι γυναίκα. Γυναίκα όχι ακόμα μια πουτάνα. Χρειάζομαι τη γλυκιά ηρεμία μετά το σεξ, κάτι που για τις πουτάνες είναι εντελώς άγνωστο. Το χολ είναι γεμάτο χοντρές γριές και γέρους και, όπως βγαίνω, σκέφτομαι ότι σπίτι άλλο από αυτό δεν είχα ποτέ μου. Μπορεί και να έχω κλείσει αυτό το δωμάτιο για πάντα. Μπορεί και να ‘ναι το τελευταίο μου δωμάτιο.
      Στέκομαι κάτω απ’ τη μαρκίζα, καπνίζω και ξανακοιτάζω απ’ το παράθυρο τους κωλόγερους στο χολ. Όλοι μου οι ανάδοχοι γονείς ήταν γέροι και οι περισσότεροι θα έχουν πεθάνει. Ίσως καλύτερα που δεν ζουν, γιατί μπορεί να πήγαινα να τους επισκεφτώ, κι’ άμα πήγαινα θα τους χαλούσα τη βολή. Τώρα, βλέπεις δεν θα τους ερχόμουν πακέτο με το επίδομα της Πρόνοιας, χώρια που είμαι πια μεγάλος για να με δείρουν.
     Πετάω τη γόπα στο χαντάκι, τη βλέπω να κολυμπάει στο νερό και να χάνεται στον υπόνομο. Μάλλον θα φτάσει στον Μισισιπή νωρίτερα απ' το Ντέλμαρ. Εννιά μήνες βολοδέρνω σ' αυτές τις πόλεις και μου 'χει σαλέψει. Με το να πηγαινοέρχομαι στην κουβέρτα και να δένω την άγκυρα μες στις φουσκονεριές, βούλιαξα κι' εγώ μαζί μ' όλα τα σκουπίδια. Τώρα το στόμα μου πονάει απ' το κάψιμο και δεν έχω κέφι ούτε να μεθύσω. Τριγυρνάω, βλέπω τους περαστικούς και σκέφτομαι ότι ακόμα και οι πουτάνες, τυλιγμένες στις λαμέ καμπαρντίνες τους, έχουν κάπου να πάνε. Έτσι κι' αρχίσω να ζηλεύω αυτές τις σάπιες, πάει να πει πως είμαι για λύπηση.
     Συνεχίζω το δρόμο μου και βλέπω έναν σουρωμένο αλήτη να στρίβει σ' ένα στενό ανάμεσα σε δυο κτίρια. Το στομάχι μου είναι σκέτο πλυντήριο και όπου να 'ναι βγαίνει η μπουγάδα. Κοντοστέκομαι και τον χαζεύω που τρεκλίζει. Παλεύει να στρώσει εφημερίδες για να κοιμηθεί, αλλά ο αέρας τις ανακατεύει. Έχει πλάκα ο βρομιάρης, έτσι όπως τρέχει πέρα-δώθε να πιάσει τα χαρτιά του, έτοιμος να ταβλιαστεί. Είναι τύφλα και τα άσυλα δεν τον δέχονται, οπότε απόψε αναγκαστικά κυνηγάει εφημερίδες. Πολύ σύντομα όλ' αυτό τη πηγαινέλα θα του φέρει αναγούλα, κι' έτσι περιμένω χαμογελαστός να απολαύσω το θέαμα. Όμως το χαμόγελο μου σβήνει μόλις τη βλέπω σε μια πόρτα.
     Είναι πολύ μικρή -δεκατεσσάρων δεκαπέντε χρόνων-, αλλά με κοιτάζε λες και καταλαβαίνει τις σκέψεις μου, λες και καταλαβαίνει γιατί χαζεύω τον βρομόγερο. Με καρφώνει σαν να της έβρισα, ξέρω γω, τη μάνα και τον πατέρα. Την παρακολουθώ με την άκρη των ματιών μου όπως είμαι στραμμένος προς τον μεθυσμένο και τα μάτια μου πονάνε. Όμως δεν παύω να την κοιτάζω. Καταλαβαίνω με την πρώτη ότι δεν είναι πουτάνα. Θυμίζει κορίτσι που μεγάλωσε σε σπίτι κανονικό -φοράει τζιν, ένα αδιάβροχο με τα όλα του, στα μαλλιά φουλάρι. Και είναι πολύ νέα γι' αυτή την πόλη - οι αρχές δεν επιτρέπουν τέτοια φιντανάκια εδώ γύρω. Μάλλον το 'χει σκάσει απ' τους γονείς της. Με τέτοιες περιπτώσεις δεν βγάζεις εύκολα άκρη. Την προσπερνάω αδιάφορα και χώνομαι σε μια καφετέρια.
     Ο Πρίγκηπας Αλβέρτος κάθεται στο μπαρ και παραμιλάει χαϊδεύοντας με τα ζαρωμένα του δάχτυλα τα μαλλιά και τα γένια του. Η επιδερμίδα του είναι χλωμή, γιατί σ' ένα μπάρκο με το Κρέϊμερ το μυαλό του κάηκε αφού τον διαπέρασε ρεύμα 40 βολτ. Λένε ότι ήταν καλός ηλεκτρολόγος, τώρα όμως έχει καταντήσει παράσιτο που ζει απ' τα επιδόματα, κυκλοφορεί μες στην μπίχλα και βρομάει όπως όλοι οι μπεκρούλιακες.
     Μασουλάω το ντόνατ μου, κατεβάζω μια γουλιά καφέ και κοιτάζω από το παράθυρο το δρόμο. Η κίνηση πυκνώνει, ο κόσμος ετοιμάζεται για ρεβεγιόν. Η κοπέλα περνάει μπροστά απ' τη βιτρίνα και μου ρίχνει ένα βλέμμα σαν να ξέρει πότε θα αναποδογυρίσει η μαούνα και θα με φάνε τα ψάρια. Ανατριχιάζω και παρατάω τον καφέ. Αποφασίζω να πάρω ουίσκι και να πάω να ξαπλώσω. Όταν όμως βγαίνω, τη βλέπω από μακριά να το κόβει προς τα παρακατιανά μπαρ της Πρώτης Λεωφόρου. Η βροχή ουρλιάζει, ξεσπάει στα πεζοδρόμια. Ακολουθώ τη μικρή μέχρι που τρυπώνει σε μια πόρτα. Ο σκούφος μου είναι μούσκεμα, τα μάγουλα και ο λαιμός μου στάζουν, αλλά πάω και στέκομαι μπροστά της.
     "Θες να γαμήσεις" λέει.
     Μένω αμίλητος για ώρα. Αναρωτιέμαι αν πάει να μου τη φέρει.
     "Έχεις δωμάτιο;" ρωτάω.
     Γνέφει "ναι". Δείχνει με το βλέμμα της το απέναντι πεζοδρόμιο, έπειτα αριστερά, μετά δεξιά.
     "Θα πάμε στο δικό μου" λέω "αλλά πρώτα θέλω να πιω".
     "Εντάξει. Ξέρω που έχει ποτά".
     "Εγώ ξέρω καλύτερα". Δεν είμαι πρωτάρης. Δεν την πατάω. Σιγά μην αφήσω το νταβατζή της να μου ξαφρίσει τις τσέπες. Αλλά κάτι δεν μου κολλάει: Ποιος νταβατζής δουλεύει χωρίς δωμάτιο; Αν το κορίτσι γυρίζει στην πιάτσα μόνο του, δεν θ' αντέξει ούτε δυο μέρες με νταβατζήδες απ' τη μια και τους μπάτσους απ' την άλλη.
     Προχωράμε και βρίσκουμε ένα πολιτειακό κατάστημα για αλκοόλ. Μ' αρέσει που έχω συντροφιά αλλά η μικρή περπατάει αγέλαστη λες και το μόνο που τη νοιάζει είναι η επαγγελματική συναλλαγή. Παίρνω ένα μισόλιτρο Τζακ Ντάνιελς και πετάω ένα αστειάκι: "Με τον Τζακ είμαστε παλιόφιλοι". Κάνει πως δεν ακούει.
     Με το που μπαίνουμε στο χολ του ξενοδοχείου, δυο γέροι διακόπτουν την κουβέντα τους και μας κοιτάζουν. Θα την βλέπουν και θα καυλώνουν. σκέφτομαι. Με ζηλεύουν. Μ' αρέσει που μας έχουν προσέξει αυτά τα ζώα. Ξεκλειδώνω την πόρτα με το πάσο μου, ελπίζοντας ότι θα μας δει η τραβεστί, αλλά ποιος ξέρει που θα 'χει χωθεί και θα τον παίρνει. Μπαίνουμε, φέρνω μια πετσέτα να σκουπιστούμε και ετοιμάζω καφέ για το ουίσκι.
     "Ωραία ειν' εδώ" λέει.
     "Ο χώρος απολυμαίνεται τακτικά".
     Για πρώτη φορά χαμογελάει. Σκέφτομαι ότι κανονικά θα έπρεπε τώρα να 'ταν κάπου αλλού και να παίζει πεντόβολα, ξέρω γω ...
     "Δεν το κάνω καλά" λέει. "Οι πρώτοι που με πήραν με χτύπησαν άσχημα. Πάντα με πιάνει ο φόβος".
     "Δεν το κάνεις καλά επειδή δεν είσαι φτιαγμένη γι' αυτό"
     "Όχι, χρειάζομαι μόνο ένα σταθερό χώρο, μια βάση. Δεν γίνρται να 'μια άλλο στη γύρα, κατάλαβες;".
     "Ναι". Βλέπω τα είδωλα μας στο παράθυρο, στη σκοτεινή γυαλάδα του τζαμιού. Τυλίγει τα χέρια της γύρω από τη μέση μου. Δεν ξεφεύγουμε από τον επαγγελματικό χαρακτήρα της συνάντησης ούτε στιγμή..
     "Γιατί με πλησίασες;" ρωτάει.
     "Με κοίταζες περίεργα. Σαν να μάντευες ότι θα πάθω κάτι φριχτό".
     Γελάει. "Όχι, απλώς ζύγιζα την κατάσταση. Ήθελα να δω αν ενδιαφέρεσαι".
     "Α. μάλιστα. Τα νεύρα μου είναι λιγάκι τεντωμένα απόψε, αυτό ειν' όλο. Είμαι ανθυποπλοίαρχος σ' ένα ρυμουλκό. Επικίνδυνη δουλειά".
     "Τι κάνει ο ανθυποπλοίαρχος;"
     "Ό,τι κάνουν ο πλοίαρχος και ο υποπλοίαρχος. Άσ' τα να πάνε".
     "Γιατί δεν τα παρατάς;".
     "Υπάρχουν και χειρότερα. Η παραίτηση δεν είναι λύση".
     "Μπορεί"
     Φέρνει το χέρι της γύρω απ' το λαιμό μου, μπας και με καταφέρει να της χαμογελάσω, μπας και αρχίσω να φτιάχνομαι. "Εσύ γιατί δεν παρατάς το πεζοδρόμιο;" λέω. "Γιατί θες να γίνεις πουτάνα; Αφού δεν το 'χεις μέσα σου. Μπορείς και καλύτερα".
     "Σ' ευχαριστώ".
     Αναρωτιέμαι πως θα ήταν η ζωή της αν της δινόταν η ευκαιρία να ξεφύγει. Αλλά αυτό αποκλείεται. Σε τέτοια μέρη δεν γλιτώνει κανένας. Θα μπορούσα να της μιλήσω για τους ανάδοχους γονείς μου ή για τις κυρίες στα γραφεία της Πρόνοιας, πως με κοίταζαν όταν με φόρτωναν στο λεωφορείο για την επόμενη πόλη, για το επόμενο σπίτι. Αλλά δεν θα καταλάβαινε. Σβήνω το φως, γδυνόμαστε και πέφτουμε στο κρεβάτι.
     Τίποτα δεν συγκρίνεται με το σκοτάδι. Δεν υπάρχει πρόσωπο, ούτε λόγια, μόνο ζεστό δέρμα, κάτι οικείο και απαλό, ένας ωκεανός για να βυθιστείς. Αλλά όταν μπαίνω μέσα της, καταλαβαίνω τι έχω στα χέρια μου: ένα άγουρο σώμα που δεν τρέμει από κούραση ή από ηδονή, ένα κοριτσάκι που παριστάνει την πουτάνα. Νιώθω αηδία γι' αυτό που της κάνω, εξαιτίας της. Τη βιάζω όπως όλοι οι άλλοι. Υποφέρει και το ξέρω, αλλά ποτέ δεν θα της δοθεί ευκαιρία για κάτι καλύτερο. Το κορίτσι σιγοκλαίει, το κορμί μου συσπάται και κυρτώνει. Έπειτα η μικρή κουβαριάζεται στην άκρη. Την ακουμπάω, είναι μουδιασμένη.
     "Κάτσε εδώ ως το τέλος του μήνα" της λέω. "Αν θες, σου πληρώνω εγώ το νοίκι κι εσύ βρίσκεις μια κανονική δουλειά και με ξεπληρώνεις".
     Μένει στο κρεβάτι ακίνητη.
     "Γιατί δεν ψάχνεις δουλειά σε μια μεγαλύτερη πόλη; Πωλήτρια -ας πούμε- σε κάνα Σίαρς ή κάνα Πένιζ".
     "Βούλωσ' το, γαμώ το καντήλι μου!". Πηδάει απ' το κρεβάτι. "Δώσ' μου τα λεφτά να τελειώνουμε, 'ντάξει;".
     Σηκώνομαι, βρίσκω το παντελόνι μου, βγάζω ένα εικοσάρικο και της το δίνω. Δεν κοιτάζει το χαρτονόμισμα, μόνο αρπάζει το πανωφόρι τη; και βγαίνει τρέχοντας.
     Κάθομαι στο κρεβάτι, ανάβω τσιγάρο. Αναρωτιέμαι τι θα απογίνει η μικρή και
ανατριχιάζω. Ύστερα σκέφτομαι ότι πέταξα τα λεφτά και το χρόνο μου. Θυμάμαι την εποχή που τα έριχνα στη Τζέϊν, στο λύκειο. Οι γονείς της μας είχαν αφήσει μόνους στο σαλόνι και το κανίς της είχε βαλθεί να τρίβει το καυλί του πάνω μου. Εμείς προσπαθούσαμε να μιλήσουμε κι' αυτό γαμούσε το πόδι μου. Μου 'ρχεται να μπω σ' ένα αμάξι και να γυρίσω να βρω το σκυλί, αλλά ποιο το νόημα; Μια ζωή τα ίδια -πεταμένα λεφτά, πεταμένος χρόνος.
     Σβήνω το τσιγάρο, γέρνω στο κεφαλάρι με το φως αναμμένο και ο νους μου πάει στον Πρίγκηπα Αλβέρτο. Θα έχουν κολλήσει ψίχουλα από ντόνατ στα γένια του, το πουκάμισό του θα είναι λεκιασμένο με καφέ. Κάθε πόλη αποδώ ως το Δέλτα θα έχει δέκα σαν κι αυτόν, παρόλο που οι πιθανότητες να καταλήξει κανένας έτσι πρέπει να είναι λίγες. Κάποια ασφάλεια σαν να καίγεται μέσα τους και αρπάζουν το λάθος καλώδιο ή κάνουν μια ανόητη κίνηση στους υδατοφράχτες.  Αλλά, αν δεν γίνεται καμιά στραβή, δουλεύουν έναν μήνα και τον επόμενο κάθονται και, αν σταθούν τυχεροί, μπορεί να τη βγάλουν έτσι ως το τέλος της ζωής τους.
     Ντύνομαι και ξαναβγαίνω. Ακόμη βρέχει. Ο φρέσκος πάγος γυαλίζει στο πεζοδρόμιο. Ανάμεσα στα κτήρια άστεγοι κοιμούνται στους δρόμους μέσα στα σκουπίδια. Τους κοιτάζω και θυμάμαι έναν σχιζοφρενή στην Καλιφόρνια, έναν που καθάριζε μεθύστακες, αλλά μάλλον δεν τριγυρνάει κάποιος εδώ. Οι αλήτες είναι σαν τον Πρίγκηπα Αλβέρτο. Η τύχη τους γυρίζει την πλάτη και παίρνουν την κάτω βόλτα.
     Στρίβω στην Πρώτη Λεωφόρο και περνάω τις ταβέρνες που στοιχίζονται δεξιά κι αριστερά. Είναι όλες γιομάτες κι εγώ χαζεύω στα παράθυρα τους τυχερούς που γιορτάζουν την αλλαγή του χρόνου. Τότε τη βλέπω, κάθεται σ' ένα τραπεζάκι κοντά στην πίσω πόρτα. Μπαίνω πιάνω ένα σκαμπό, ζητάω ένα ουίσκι σκέτο. Το σύννεφο του καπνού είναι πυκνό, κι όμως διακρίνω το είδωλό της στον καθρέφτη. Απ' το μισάνοιχτο στόμα της καταλαβαίνω ότι τα έχει κοπανήσει. Το πιοτό δεν θα τη σώσει, αλλά μάλλον δεν το 'χει καταλάβει.
     Παρατηρώ τους πελάτες. 'Έχουν κατέβει εδώ απ' τα δωμάτια τους γιατί δεν έχουν που αλλού να πάνε. Είναι όλοι άγνωστοι μεταξύ τους. Ένας παίζει μπιλιάρδο, άλλος φλίπερ, κάποιοι πίνουν. Όλη τη χρονιά βράζουν στο ζουμί τους -βάζουν βενζίνη, στρώνουν τραπέζια, γαμάνε πουτάνες, ψαρεύουν αδερφές. Ούτε καν το φχαριστιούνται, αλλά ξέρουν ότι και πάλι τυχεροί είναι.
     Την ψάχνω στον καθρέφτη, αλλά δεν τη βλέπω. Αν είχε περάσει από μπροστά μου, θα την είχα προσέξει. Σηκώνομαι και βγαίνω απ' την πίσω πόρτα. Τη βρίσκω στο σοκάκι, μες στη βροχή, λιπόθυμη και ξυλιασμένη με την πλάτη στον τοίχο. Την πιάνω, την τραντάζω, βλέπω ότι έχει κόψει  τις φλέβες της βαθιά και στους δυο καρπούς Η παγωμένη βροχή έχει σταματήσει την αιμορραγία, και όταν την ταρακουνάω δεν τρέχει πολύ αίμα. Ξαναμπαίνω στο μπαρ.
     "Είναι μια μικρή πίσω, έκοψε τι φλέβες της" λέω.
    Τέσσερις τύποι πετάγονται απ' τον πάγκο, τρέχουν και τη φέρνουν μέσα. Ο μπάρμαν αρπάζει το τηλέφωνο. Μου λέει: "Την ξέρεις;".
     "Όχι" λέω. "Βγήκα να πάρω αέρα". Πάω προς την πόρτα και φεύγω.
     "Που 'σαι μεγάλε!" φωνάζει ο μπάρμαν. "Οι μπάτσοι θα θέλουν να σου μιλήσουν. Που 'σαι μεγάλε ..."
     Περπατάω στη λεωφόρο και σκέφτομαι ότι τα σκατά πάντα βουλιάζουν και ότι αυτές οι πόλεις ρίχνουν τα σκατά τους στο ποτάμι κι εκείνα καταλήγουν στο Δέλτα. Ύστερα φέρνω στο νου μου τη μικρή στο στενό, πνιγμένη στον ίδιο της το βούρκο, και κουνάω το κεφάλι μου. Τόσο χαμηλά εγώ δεν έπεσα.
     Στέκομαι στον σταθμό λεωφορείων, κοιτάζω τους επιβάτες κι αναρωτιέμαι που να πηγαίνουν. Εγώ όμως ξέρω ότι δεν πρόκειται να γλιτώσουν απ' τη μοίρα τους ούτε φεύγοντας ούτε μεθοκοπώντας και ούτε μπορούν να πεθάνουν για να ξεμπερδεύουν μια ώρα αρχύτερα. Παντού και πάντα τα ίδια, κοιτάς κάποιον και σου αντιγυρίζει ένα βλέμμα σαν να του έβρισες μάνα και πατέρα. Στρίβω και κατηφορίζω προς την αποβάθρα. Ίσως το Ντέλμαρ να έφτασε νωρίτερα.

___________________________________________
Σημείωση navarino-s: ελπίζω να μην έχω συνέπειες για τη δημοσίευση αυτή από το αγαπητό "Μεταίχμιο". Άλλωστε τα κίνητρά μου δεν είναι ταπεινά και η παραβίαση της νομικής τυπικότητας ίσως να συμψηφίζεται από τον κόπο της πληκτρολόγησης.

Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2015

ΤΟ ΑΛΟΓΟ !!!



Zαχαρία Παπαντωνίου



                                                                     ΤΟ  ΑΛΟΓΟ

       Ένα κάρο ανέβαινε από τα Σφαγεία*. Μέσα έφερνε ένα βώδι σφαγμένο με τα πόδια στον ουρανό. Απάνω στο σφαχτό ο καρροτσέρης, ένας άνθρωπος μελαχροινός, με ψαρά γένεια, και το παιδί του. Το κάρρο κυλιώταν αργά, νωθρά μέσα στη γαλήνη.     
 Ήταν Απρίλης, είχε πέσει το βράδυ κι’ άναβαν τα φώτα. Από το καμουτσίκι, ένα μαδημένο σκοινί, μπορούσε να καταλάβη κανείς πως ο καρροτσέρης αγαπούσε τ’ άλογο. Το καμουτσίκι έπεφτε στα καπούλια πολύ ελαφρά σαν παιγνίδι. Και σ’ όλον τον ανήφορον από τα Σφαγεία ίσα με την πόλη αυτό τ’ άλογο δεν άκουσε βρισιά, μήτε προσταγή, παρά τη φωνή:
     ─Έλα Κύρκο. Άϊντε Κύρκο. Έτσι, μ’ αυτό το χάδι ανέβαινε, σέρνοντας το κάρρο, ένα σφαχτό και δύο ανθρώπους.
     ─Που λες, είπεν ο γέρος καρροτσέρης, φτύνοντας καπνό, που λες βρε, ο Κύρκος έχει φιλότιμο. Να τ’ ακούς εσύ, που κάποτε το χτυπάς. Δεν τα δέρνουν τα ζα. Το ζω είναι άνθρωπος. Και τέτοιο άλογο, βρε, που το βρίσκεις; Σαν τούτο; Μας τρέφει όλους, που λες. Δίνει ψωμί εμένα, εσένα της μάνας σου, των αδερφιών, του σπιτιού. Ένα ζω να θρέφτη οκτώ ανθρώπους!... Θα πης: εγώ δουλεύω. Αμ’ αυτό δουλεύει πρώτα κ’ ύστερα ‘γω. Γιατί αυτό είναι δουλευτής που δε βρίσκεται. Είν’ από τη Σερβία, βρε. Χρεωθήκαμε να το πάρουμε. Δεν τα ξεύρεις εσύ.
     Πέρασε κάμποση ώρα με σιωπή.
     Το παιδί έπαιζε με την ουρά του βωδιού. Ο γέρος έφτυνε τον καπνό, λέγοντας πότε-πότε: Φτου φαρμάκι! Έπειτα ξανάρχισε!
      ─Που λες. Πόσες αραμπαδιές έφερνε ο Κύρκος απ’ τα νταμάρια. Κανένα άλογο δεν κουβάλησε τόση πέτρα, τόσο λιθάρι. Δώδεκα δραχμές την ημέρα, μας έσωσε. Κι’ απ’ την Πεντέλη, πριν πάρωμε κάρρο δικό μας, είχε ζευφχθή και τράβαγε μάρμαρο και κακό. Να μάρμαρο! θεώρατο, για τ’αγάλματα, που λες. Και να πης πως δεν ήτανε άγριο! Ήταν∙ όμως άκουγε κι’ όλας. Εδώ στο Λυκαβητό μπορούσε, αν ήταν άλλος καρροτσιέρης, να βρη το διάολο του στον κατήφορο. Όμως εγώ του μιλώ. «Κύρκο», να του πης, ακούει αυτός. Γιατί το ζω καταλαβαίνει. Τα βάσανά μας, τη φτώχεια… όλα. Και πως εγώ είμαι άρρωστος, το ξέρει κι’ αυτό.
     Το κάρρο πήγαινε βαρειά. Η ρόδες βροντούσαν με το ρυθμό τους, εκείνο το ρυθμό που ξέρετε, που τον ακούτε κάποτε τη νύχτα, μόνον αυτόν, μέσα στην πόλι. Ξανάρχισε ο γέρος:
     ─ Άκου βρε. Αύριο τ’ άλογο και το κάρρο και τη δουλειά θα την πάρης εσύ. Εγώ δεν μπορώ. Ξέρεις που η μέση μου πονεί! Να, θα πέσω. Μούπε ο γιατρός να μη δουλεύω. Και τι να κάμης, έλα ντε. Ζήσε χωρίς δουλειά μια φαμίλια, οχτώ στόματα. Έ! Που καταντήσαμε. Να κουβαλάμε απ’ τα σφαγεία. Δυόμιση δραχμές την ημέρα. Τι να κάμης, πως ν΄ανεβής σε νταμάρι, άρρωστο κορμί!;  Κ’η αδελφή σου κίτρινη σε κακό χάλι! Ναι, βρε∙ η Βγενιώ, την είδες πως είναι; Αυτά θέλουν γιατρούς, παράδες… Είμαστε δυστυχισμένοι, άκου βρε παιδί. Κύττα να δουλέψης. Μην το κάνης σαν τον άτιμο το μεγαλείτερο, που πήγε κι’ έγινε θεατρίνος ο άτιμος κ’ έκανε Φασουλή στο Βίντσι. Ο Θεός θα τον παιδέψη αυτόν. Κύτταξε συ να πάρης τη δουλειά. Να πάρης τον Κύρκο να τόνε ξαναπάς στα νταμάρια, να βγάλουμε ψωμί. Να γιατρευτώ κι’ εγώ. Κ’ η μάννα σου να μη ξενοπλένη, κ’ η Βγενιώ να κάνη χρώμα που βήχει το κορίτσι…. Βήχει, μωρέ. Να, το λοιπόν. Πιάσε τα λουριά. Κατέβα κάτω και πιάσε τον Κύρκο. Ν τον βγάλης εδώ τον ανήφορο! Έλα σιγά! Χάϊδευέ τον στο λαιμό. Άειντε Κύρκο…
Το παιδί πήδησε κάτω, έπιασε τ’ άλογο κα τραβούσε. Ο γέρος έβλεπε με ανάπαυση τη λυγερή σκιά του παιδιού, το τολμηρό του χέρι που κρατούσε τα λουριά, έβλεπε τη συνέχειά του. Αυτό το παιδί θα γένη  καλός καρροτσέρης. Ναι, είναι τόσο δύσκολο να ιδή κανείς το παιδί του να μπαίνει στον ίσιο δρόμο, να παίρνη την πατρική δουλειά και να την σέρνη στο μέλλον, να την κάνη κάτι αιώνιο, σαν νάναι ο ίδιος ο γέρος ξαναγεννημένος!
     Πέρασαν εμπρός από κάποιο εικόνισμα του δρόμου. Ο γέρος έβγαλε την ψάθα του και σταυροκοπήθηκε μέσα στο σκοτάδι. Ήταν άρρωστος, σακατεμένος, όμως δε σταυροκοπήθηκε για τον εαυτό του. Είπε: «Θέ ’μου, κάμε να μη βήχη το κορίτσι, η Βγενιώ. Κάμε τούτο το παιδί να πάρη στα χέρια του, το κάρρο με τον Κύρκο. Και για μένα-ότι πης».
     Έπειτα συλλογίστηκε το σπίτι του∙ ένα άθλιο χάλασμα στους Αέρηδες, και μέσα τα παιδιά του που φώναζαν, η γυναίκα του επάνω σε μια σκάφη, το κορίτσι του σ’ ένα κρεββάτι μ’ εκείνο το βήχα, που δεν μπορείς να τον ακούς, κι’ ο γιατρός νάρχεται να λέη «φάρμακα, αέρας, λουτρά», όλα τα πράμματα που δεν γίνονται. Τα συλλογίστηκε όλα. Συλλογίστηκε το λάθος που έκαμε να παντρευτή μεγάλος. Και το δεύτερο λάθος να κάμη έξη παιδιά. Όμως και τα δυό, για να τα ξεφορτωθή, τάρριξε στο Θεό.  Είπεν: «Ο Θεός τώθελε. Υπομοινή». Κ’ έπιασε με τα δυό χέρια τη μέση του, που τον πομούσε δυνατά.

                                                ***

     Το κάρρο είχε προχωρήσει πολύ μέσα στην πόλι, όταν άκουσε μια φωνή:
     ─Άλτ!
     Η φωνή ερχόταν από μακρυά και δεν κατάλαβεν πως ήταν γι αυτόν. Όμως το «άλτ»! ξανακούστηκε. Το κάρρο σταμάτησε. Τρεις στρατιώτες του πυροβολικού κ’ ένας δεκανέας με τα όπλα στον ώμο, πλησίασαν.
     ─Έλα, κατέβα κάτω. Είπεν ο δεκανέας.
     ─Σ΄εμένα το λες;
     ─Άειντε, γειά σου, κατέβα να μη χάνουμε καιρό.
     ─Και γιατί;
     ─Κουβέντα θέλεις, πατριώτη; Το κάρρο θα το πάμε στον στρατώνα. Επιστρατεία έχουμε. Τώρα το μαθαίνεις;
     ─Επιστρατεία…
     ─Ναι, γειά σου. Αναγκαστική εισφορά. Πιάσε από ’κει να ξεφορτώσουμε…Άειντε, γειά σου. Τι έχεις μέσα;
     ─Κοτζάμ βώδι!
     ─Να το ρίξης κάτω.
     ─Έτσι μες στο δρόμο; Για στάσου, βρέ παιδί, τι είναι τούτα; Θα το πάω στην αγορά. Έχω δουλειά, έχω μεροκάματο.
     ─Το μεροκάματο κυττάς, καϋμένε, ή που φεύγει απόψε το σύνταγμα; χωρατεύεις;
     ─Για εξήγα μου, χριστιανέ … Για πές μου… πως παίρνεις έτσι τ’ άλογο τ’ αλλουνού, απ’ το δρόμο… Έτσι το λέει ο νόμος;
     ─Τώρα θα σου ξηγήσω και το νόμο; Εμπρός.  Βοηθάτε από ’δω. Σύντομα!
Είπεν ο δεκανέας κι’ οι στρατιώτες ανέβηκαν στις ρόδες. Πιάνοντας κι’ οι τρεις, έσυραν το βώδι προς τα έξω. Το μαύρο σφαχτό έπεσε με βρόντο βαρύ κάτω στο πεζοδρόμιο.
     ─ Έλα μάρς! Είπεν ο δεκανέας. Κόπιασε κοντά πατριώτη.
     ─ Που κοντά;
     ─Στον στρατώνα, να πάρης τον αριθμό σου. Κ’ ύστερ’ απ’ τον πόλεμο, αν γίνη πόλεμος, ύστερ’ απ’ την επιστρατεία τέλος πάντων, να ’ρθής να πάρης τ’ άλογό σου και το κάρρο, ή να πληρωθής απ’ το δημόσιο, αν σκοτωθή το ζω.
Ο γέρος γύρισε και κύτταξε το βώδι πούταν πεσμένο στο δρόμο. Είπε στο παιδί του: «Κάτσε αυτού ως που να ’ρθώ». Το παιδί έπεσε απάνω στο βώδι και ξεκουραζόταν. Ο γέρος ακολουθούσε το κάρρο. Δεν έλεγε τίποτα. Ένας στρατιώτης εκεί που πήγαιναν χωρίς καμμιά κουβέντα, γύρισε και τούπε:
     ─Άμ’ ό,τι έχουμε και δεν έχουμε, πατριώτη, θα το δώσουμε για την πατρίδα.
Ο γέρος μετά κάμποση ώρα του απήντησε:
     ─Ποιος λέει όχι. Για την πατρίδα είν’ όλα. Μα ο Θεός δίνει σε κάποιους, βλέπεις, έξη παιδιά. Κ’ ετούτη η δόλια καρδιά που έχουμε, σάμπως μπορείς να την κάμης όποτε θέλεις πέτρα στο νταμάρι; Για να μην ακούη; Πάντα καρδιά είναι.
     ─Καραβάσης! Εφώναξε ο δεκανέας στον στρατιώτη πούσερνε το άλογο. Τράβα γρήγορα.
     Φτάσανε στον στρατώνα κι’ έμπασαν το κάρρο στην αυλή φωνάζοντας «έ! ώ! 'ιπ!». Το σύνταγμα ετοιμαζόταν. Θάφευγε τα μεσάνυχτα. Ο γέρος στάθηκε κι άκουγε το θόρυβο της αυλής. Οι έφεδροι χόρευαν, πηδούσαν, τάραζαν τον κόσμο από της φωνές. Τα τραγούδια, τα λιανοτράγουδα, τα λησμονημένα, τα παληά, ηχούσαν τόσο χαρωπά, σε τόνο που ποτέ δεν τους έδωκε το κρασί, ποτέ ο έρωτας. Τούτο το μεθύσι, κι’ ο χάρος κεραστής, πρώτη φορά τώβλεπεν ο γέρος. Έβλεπε τους χορευτάς, τους τρελούς γύρους, το χορευτή πούτρεμε το κορμί του στον αέρα, το πηλήκιο που σφενδονιζότανε ψηλά. Ανάμεσα στο τραγούδι, χίλιοι θόρυβοι, της καινούργιας αρβύλας το βιαστικό πάτημα, η προσταγή, το κάρφωμα κασσονιών, το φόρτωμα, πετάλων χτυπήματα στη γη, προσταγές ωργισμένες, άφηναν τα τρεξίματα, μεγάλο λαχάνιασμα της επιστρατείας. Πολίταις έμπαιναν μέσα ψάχνοντας για δικούς των, φωνάζοντας ονόματα στο σωρό. Και διαβάτες και χαμίνια. Και φούστες μεταξένιες έκαναν θόρυβο, ακολουθώντας κάποιο παιδί, έφεδρο, που πήγαινε να φορέση το σάκκο, πλέχοντας μέσα στην πλατειά στολή. Κάποιοι κρατούσαν εκεί στην άκρη μια σημαία. Ένας παπάς από κάτω, φορώντας φυσεκλίκια σταυρωτά στο στήθος, μιλούσε στους άλλους για την ελευθερία και το Χριστό. Ένας έφεδρος στο φανάρι διάβαζεν εφημερίδα. Κι’ άλλος έγραφε στο γόνα με το μολύβι. Το τραγούδι χυνόταν δυνατό από στόματα που γελούσαν:    

     Και παίρνουν τους επίστρατους
     τους παίρνουν απ’ τα σπίτια τους
     να πάνε στην αγιά Σοφιά.
     -κλαιν’ η μαννούλες τα παιδιά-
     με το μέγα μοναστήρι
     κι’ ο Σουλτάνος δεν το δίνει.

     Μέσα στο σάλαγο, σκιές, δυό-δυό, γλιστρούσαν κοντά στο τοίχο, στο σκοτάδι∙ χέρια έπεφταν απάνω σε ώμους, απελπισμένα, πολύ απελπισμένα. Τα λόγια γίνονταν συντρίμματα μέσα στα δάκρυα, κ’ ένοιωθες τους μεγάλους χωρισμούς, που έχουν τη σιωπή και την επισημότητα του τέλους, του θανάτου. Χέρια ζαρωμένα έσφιγγαν τα ζωντανά κορμιά των εφέδρων μ’ όση δύναμη αγκαλιάζει κανείς μια ενθύμησι, ένα σημάδι, μια σκιά, κάτι που έπαυσε πια να υπάρχη. Τα δάκρυα έτρεχαν και τα μαντήλια έπιναν. Άκουγες ένα φιλί, μια καρδιά που χτυπούσε στο σκοτάδι.
     Ο γέρος ήταν μόνος σ’ αυτό το πανηγύρι. Κανένα δεν ήξευρε, και δεν τον ήξευρε κανένας. Όμως προχώρησε στο βάθος εκεί που ήταν αραδιασμένα κάμποσα κάρρα και το δικό του μαζί. Ο Κύρκος σήκωσε το κεφάλι προς αυτόν και φύσηξε με τα πλατιά του ρουθούνια. Ο γέρος άπλωσε τα χέρια και τον έπιασε απ΄το λαιμό.
Και εκεί στη γωνιά παράμερα, ένας άνθρωπος μιλούσε μ’ ένα άλογο.
    ─Δε θα σε ξαναϊδώ… ‘Ε, δουλευτή… Έ, παλληκάρι… Και στο σπίτι δεν ξέρουν τίποτα… Μήτε η κυρά σου. Μήτε η Βγενιώ, κατάλαβες. Μια φαμίλια σε χάνει… Ήμουν άρρωστος, βρε Κύρκο, μα τώρα είμαι πεθαμένος. Πας στο καλό. Κ’ ό,τι θα σ’ έδινα στο γιό μου, κατάλαβες… Στα νταμάρια ν’ αναιβής. Να κατεβάσης αραμπαδιές. Δουλευτή, έ δουλευτή… Θα σε πάρουνε… Και ποιός ξέρει που θα πεθάνης… και πως…Στρατιώτης ... Κύρκο,  βρε… έ, Κύρκο! … που μας αφήνεις!
     Ένας στρατιώτης πλησιάζει ψάχνοντας στο σκοτάδι:
     ─Άειντε, καϋμένε γέρο! Τη δουλειά σου θάχωμε; Άειντε να πάρης τον αριθμό.
Ο γέρος μπήκε σ’ ένα γραφείο, πήρε κάποιο χαρτί, τώβαλε στον κόρφο. Έπειτα βρέθηκε στο δρόμο. Πήγαινε αργά, με το κεφάλι κάτου, προς το μέρος που άφησε το σφαχτό με το παιδί. Πολλοί γύριζαν απ’ το στρατώνα, μοναχοί, μα μέσα σ’ αυτούς ο καρροτσέρης, ο πεζός, ο γέρος,  ο πιο μοναχός.

 
*Πρόκειται για την περιοχή της σημερινής Χαμοστέρνας που μέχρι τη δεκαετία του 1960 λεγόταν Παλαιά Σφαγεία. Η διαδρομή είναι από την οδό Πειραιώς προς τη Βαρβάκειο Αγορά.

ZAΧΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ (1877-1940)

Γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή της Αθήνας αλλά δεν παρακολούθησε μαθήματα γιατί αφοσιώθηκε από νωρίς με πάθος στο Λογοτεχνία. Πρωτοπαρουσιάστηκε σαν δημοσιογράφος και χρονογράφος. Εξέδωσε πολλές ποιητικές συλλογές και συλλογές διηγημάτων. Διετέλεσε διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης. Και το 1938 εξελέγη μέλος τη; Ακαδημίας Αθηνών.

ΥΓ: Την πληκτρολόγηση -με το συνακόλουθο ευνουχιστικό μονοτονικό- την έκανα από την Ανθολογία Ελληνικού Διηγήματος 1900-1963, που έχει επιμεληθεί ο λογοτέχνης Αντρέας Νενεδάκης. Η επιστράτευση αναφέρεται στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 με την ολέθρια ήττα μας.

Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2015

"Ο πόθος τρώει τα σωθικά" !!!


 
                                               Κώστας Μουρσελάς
Ο πόθος τρώει τα σωθικά
«Γιατί είσαι τόσο ακοινώνητος; Στο κάτω κάτω από σένα τη γνώρισα, γυναίκα φίλου σου είναι, εσύ τους πρωτόφερες στο σπίτι. Τι σ' έχει πιάσει; Γιατί τους βαριέσαι; Τι σου έκαναν;».
Και βέβαια, δεν τους βαριόμουνα και βέβαια τίποτα δεν μου έκαναν και ακριβώς εκεί είναι το πρόβλημα. Το αντίθετο μάλιστα...
«Ρε Γιαννούλα μου, ρε γυναικούλα μου, άσε τις υποθέσεις, ποιος σου είπε ότι τους βαριέμαι; Και ποιος σου είπε ότι μου έκαναν;».
Της εξήγησα πως απλούστατα δεν το βρίσκω καθόλου ευγενικό να μπερδευόμαστε συνεχώς στα πόδια τους και πως παρατράβηξε αυτό το πηγαινέλα στα σπίτια μας και πως φοβάμαι ότι στο τέλος θα σκυλοβαρεθεί ο ένας τον άλλον...
Δεν πειθόταν. Αντίθετα, θεωρούσε τουλάχιστον ακατανόητη την άρνησή μου. «Εσύ να σκυλοβαρεθείς τη Βάσω και τον Μήτσο; Αποκλείεται, με δουλεύεις».
Και φυσικά τη δούλευα. Αλλά τι κάνουμε και πώς ξεπερνιέται το πρόβλημα;
Είναι και που ο Μήτσος, ο άντρας της, είναι τόσο αθώος, τόσο ανυποψίαστος ­ πού να φανταστεί τι μου συμβαίνει ­ μπουμπούνας ο κερατάς, εκεί, σώνει και καλά να θέλει τον ίδιο τον εμπρηστή μέσα στο σπίτι του.
Είναι και που η δουλειά του χειροτερεύει τα πράγματα· περιοδεύων πλασιέ, από Αθήνα μέχρι Γρεβενά και από Γρεβενά μέχρι Κοζάνη.
«Κωσταντή», να μου λέει, «άσε τις κουταμάρες ότι μας κουράσατε και τέτοια και κοίτα, τα βράδια που λείπω, να 'ρχεστε στη Βασούλα, να της κάνετε παρέα· μην την αφήνετε μόνη, σε παρακαλώ... Εκτός του ότι φοβάται, είναι και...».
Τον έκοψα, να μη συνεχίσει· αν τον άφηνα, θ' άρχιζε πάλι τις αποκαλύψεις, τα γιατί και τα διότι.
«Μυστήριος είσαι. Τι μύγα σε τσίμπησε; Πρώτη φορά μιλάμε για τη Βάσω; Τι σ' έχει πιάσει τελευταία κι αντιδράς έτσι; Συμβαίνει τίποτα;».
Ώρες είναι, με τις γελοίες αντιδράσεις μου, ν' αρχίσει να υποψιάζεται. Του εξήγησα πως τίποτα δεν συμβαίνει και πως απλώς, ειδικά σήμερα, και όχι τελευταία, δεν θέλω να ξέρω τίποτα, δεν θέλω ν' ακούω τίποτα.
Πάντως, ό,τι και να πούμε τώρα, γεγονός είναι πως το πράγμα έχει αρχίσει να παίρνει επικίνδυνες διαστάσεις και κινδυνεύει αυτή η ιστορία να εξελιχθεί σε εν ενεργεία ηφαίστειο που κανείς δεν ξέρει πότε και πώς θα εκραγεί. Και το χειρότερο είναι που δεν έχω κάποιον να του κουβεντιάσω το πρόβλημα, να του πω τα καθέκαστα. Μόνο ο Μήτσος και ο Σταυρόπουλος είναι οι τακτικοί μου εξομολόγοι. Ο Μήτσος αποκλείεται για ευνόητους λόγους ­ τι να του πω; Τρελαίνομαι για τη γυναίκα σου; ­ από την άλλη, ο Σταυρόπουλος δεν έχει χρόνο, πνίγεται. Εν τω μεταξύ, ο Μήτσος συνέχιζε το τροπάρι του, πως όχι ότι δηλαδή συμβαίνει τίποτα με τη Βάσω, αλλά να, οι φύλακες ας έχουν και λίγη γνώση, μια και δώδεκα χρόνια γάμου και χωρίς παιδιά, πώς να το κάνουμε, σε ρουτινιάζουν, οπότε, όσο θα λείπει σε περιοδεία, καλύτερα να βρίσκεται μαζί μας, σε σίγουρα χέρια, παρά... «Κακά τα ψέματα δυο νύχτες την εβδομάδα μόνη της η Βάσω, δεν ξέρεις πού τη βγάζουν...».
Ελεγε, έλεγε και πώς να τον σταματήσω.«Δύσκολο είναι, Κωνσταντή, ν' αρχίσει δηλαδή να δουλεύει ο διάβολος στο μυαλό της;».
«Έλα ρε Μήτσο, φοβάσαι πως η Βάσω σ' αυτή την ηλικία θα... Σαραντάρισε πια, μη λες κουταμάρες· άσε που αυτή πίνει νερό στ' όνομά σου...».
Και δεν έλεγα ψέματα. Έπινε νερό στ' όνομά του. Τον αγαπούσε και τον ήθελε. Την έβρισκε μαζί του. Όλοι το ξέραμε. Δεν ήταν χαζός ο Μήτσος. Αθώος ήταν. Εύπιστος ήταν. Παιδί ήταν. Και ωραίος και αρρενωπός και ευχάριστος και αυθεντικός... Ό, τι χρειάζεται λίγο πολύ για να σ' ερωτευθεί εφ' όρου ζωής μια γυναίκα.
«Εντάξει, Κωνσταντή, δεν λέω, μια χαρά τα πάμε. Και στο κρεβάτι δεν την πιάνεις τη Βάσω, το ξέρεις, δεν έχω παράπονο, αλλά, είπαμε, ο διάβολος έχει πολλά ποδάρια...».
Ήθελα να τον διακόψω, να μη ρίχνει λάδι στη φωτιά... «Ρε Μήτσο, εντάξει, κατάλαβα, δεν χρειάζονται λεπτομέρειες...». «Μα ρε φίλε, αν δεν τα πω σε σένα, σε ποιον θα τα πω; Έχω άλλον που εμπιστεύομαι; Απλώς, θέλω να ξέρεις λεπτομέρειες, για να με καταλάβεις, το χρειάζομαι».

Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2015

Δημοσθένη Βουτυρα: Τα Φύλλα Πέφτανε !!!






ΤΑ ΦΥΛΛΑ ΠΕΦΤΑΝΕ

 Τα δέντρα σιγά, σιγά έμεναν γυμνά, τα φύλλα τους, που τόσο χαρωπά σκιάζαν την αυλή, πέφτανε, σωριάζονταν χάμω σε κάθε φύσημα του ανέμου.
Ο χειμώνας είχε έρθει, και η αυλή του μικρού μαγαζιού άρχισε να χάνει τη χαρά της. Το κάθε φύλλο πούπεφτε απ΄ τα δέντρα της, ήταν ένα κομμάτι της χαράς της, που χανόταν. Όλα σκυθρωπά γινόντουσαν.
Αλλά μόνο κείνος ο γέρο κάπελας, χοντρός, στρογγυλός, έμενε πάντα ο ίδιος, γελαστός και σα νάχε την άνοιξη πάντα στο πρόσωπό του. Έτρεχε, έτοιμος, μ΄ όλα τα γερατιά του, σε κάθε προσταγή.
Κάθε μέρα είμαστε εκεί. Στην αυλή, όταν πρασίνιζαν τα δέντρα, και σ΄ ένα μικρό δωμάτιο, όταν άρχιζε να φυσά ο βοριάς, που σάρωνε τα φύλλα και άφηνε τα δέντρα γυμνά. Και είμεθα, οι περισσότεροι, χτυπημένοι απ΄ την τύχη, αφού μας είχε δροσίσει λιγάκι, ή για κάμποσον καιρό...
Άσπρες τρίχες στόλιζαν τα μαύρα, ή καστανά μαλλιά μας, και γραμμές, οι γραμμές του χρόνου, μα και του πόνου, χάραζαν το καθαρό άλλοτε, πρόσωπό μας. Ο χειμώνας είχε έρθει και σε μας. Αλλ΄ η άνοιξη; Τι λέω!... Αλίμονο... Έχουν τα φύλλα, που πέφτουν, άνοιξη;
Εκεί μέσα στο δωματιάκι μιλούσαμε και πίναμε. Και τις περισσότερες φορές λέγαμε για τα περασμένα. Μα και τι άλλο να λέγαμε; Τα φύλλα, που πέφτουν απ΄ τα δέντρα, αν μπορούσανε να μιλήσουν, ή αν αισθανόντουσαν και μιλούσαν, τι θα λέγανε μεταξύ τους; Δε θα λέγανε, πως ήτανε ψηλά εκεί, καθαρά, πράσινα, πως άκουγαν κ΄ έβλεπαν τα πουλιά να κελαϊδούν, και κοίταζαν τον κόσμο περιφρονητικά που κάτω περνούσε; Δε θα λέγανε πώς παίζανε μεταξύ τους σε κάθε δροσερή πνοή, και αγκαλιαζόντουσαν, φιλιόντουσαν μανιακά, όταν τα κινούσε ο θερμός του καλοκαιριού άνεμος;
Ένα βράδυ που έξω φυσούσε, βούιζε ο βοριάς, εμείς μέσα κει στο δωματιάκι, μιλούσαμε και πίναμε. Πάλι όμως, σε λίγο, πέσαμε στα περασμένα. Πάλι όμως, σε λίγο, πέσαμε στα περασμένα. Α, πολλά απ΄ αυτά τα ’ξερα απέξω κι ανακατωτά, όπως τα παιδιά λένε.
Αυτή τη βραδιά όμως, ακούσαμε κι ένα νέο, μια νέα ιστορία απ΄ το Μίγκα.
— Σας έχω πει που μια φορά, πήγα να κλέψω, αρπάξω κάτι να το βγάλω με τη βία; μας είπε.
— Ποτέ!
— Συ να κλέψεις;...
— Θα ήμουν, άρχισε αυτός, δεκατεσσάρων χρονών. Ευτυχισμένη εποχή;... Πάψε, γέρο Πάγκα... Ήθελες, λες, να ξαναγινόσουν πάλι; Ίσως όμως συ να ’χεις δίκαιο, να θέλεις να ξανακάνεις τον ίδιο δρόμο! Εγώ όμως όχι... Όταν γυρίζω και τον κοιτάζω, τρομάζω...
Ήμουν λοιπόν δεκατριών ή δεκατεσσάρων χρόνων παιδί όταν πήγα να κάνω αυτό που σας είπα. Λίγη προσοχή τώρα, γιατί αρχίζει η ιστορία.
Ήταν καλοκαίρι είχαμε δηλαδή, παύσεις και ήμουν όλο χαρά, γιατί δε βρισκόμουνα φυλακισμένος στο βρωμοσκολείο. Κάθε βράδυ γύριζα δω και κει, πήγαινα στα θεατράκια και περνούσα ευχάριστες ώρες. Ένα όμως θεατράκι σε μια πλατεία με τράβηξε στο τέλος και δεν ξεκολλούσα.
Σ΄ αυτό το θεατράκι έπαιζαν παντομίμες κι έκαναν κάποτε και διάφορα γυμνάσματα, σήκωναν βάρη. Ήταν ξένος θίασος. Αλλά δε με τράβηξε το καλό παίξιμό τους, οι καλές παραστάσεις τους, αλλά μια γυναίκα όμορφη, θεία μορφή και σώμα, που υπήρχε μέσα στο θίασο. Έκανε αυτή, πάντα την κόρη, που κλέβουν, την ερωτευμένη, και ο παλιάτσος τής έδινε κάποτε κάμποσες ξυλιές. Εγώ, πάει!... όταν την έβλεπα, μαγευόμουνα, χανόμουνα! Πώς ήθελα νάμουν ο εραστής, που την έσερνε από το χέρι να φύγουν, και ακόμα ήθελα νάμουν ο παλιάτσος που τους κυνηγούσε και όταν τους έπιανε, αφού πρώτα χτυπούσε μ΄ όλη του τη δύναμη τον εραστή, έδινε και σ΄ αυτή ελαφρές ξυλιές.
Και βρισκόμουν εκεί, στο θεατράκι, πριν αρχίσει... Τι λέω; Νωρίς πολύ πήγαινα, όταν ήταν ακόμη μέρα. Μα μπορούσα να κάνω αλλιώς, που όλο αυτή είχα στο νου μου; Όταν έτρωγα, δάγκανα τα χείλια μου, γιατί εκεί στο φαΐ δεν υπήρχε ο νους μου, όταν περπατούσε πήγαιναν να με πατήσουν τ’ αμάξια, και μάλιστα, ένα μια φορά μ΄ έριξε χάμω. Έρωτας ήταν αυτός! Τι αναστενάζετε; Παύτε... Πάει για μας, δεν πρέπει να υπάρχει. Εμείς δε θα δούμε πια το πουλί να κελαηδεί κοντά μας...
Λοιπόν. Μια μέρα πήγα μόλις είχε βασιλέψει ο ήλιος. Αφού γύρισα απέξω απ΄ το θεατράκι, μπήκα στο καφενείο του θεάτρου, που υπήρχε δίπλα, για να πιω ένα νερό. Ο διευθυντής του ήτανε φίλος του πατέρα μου, κι είχα το θάρρος. Στεκόμουνα ακόμα στον πάγκο, θυμούμαι, όταν ξαφνικά τάχασα, θαμπώθηκα, σα να με χτύπησε η εμφάνιση ήλου. Μες στον καθρέφτη είδα εκείνη, την είδα να ’ρχεται. Γύρισα ταραγμένος. Φορούσε ένα κόκκινο πολκάκι. Τι ωραία που ήταν! Φαίνεται πως παρατήρησε την ταραχή μου, πώς την κοίταξα, γιατί με κοίταξε καλά καλά. Αυτό μου έλειπε! Πάει, είχα ζουρλαθεί...
Το βράδυ κείνο ο θίασος έκανε και διάφορα γυμνάσματα, τούμπες και τα λοιπά. Και βγήκε και κείνη ντυμένη μάλιες, ή με στολή ακροβάτη. Δυσαρεστήθηκα, μα την αλήθεια, που την είδα έτσι, όχι ότι δεν της πήγαιναν, ήταν ουρανία, αλλά δεν ήθελα να την έβλεπε και ο κόσμος. Αν μπορούσα θάβγαζα όλων τα μάτια...
Και μάλιστα, άκουσα και κάποιον, που ήταν κοντά μου, να λέει;
— Μωρέ μπούτια...
Τον ήξερα αυτόν που τόπε. Ήταν ο χασάπης της γειτονιάς μου, ένας κοντός, μαυριδερός, κατσαρομάλλης.
Πόσο με πείραξε! Και μου ’κανε κακό και η λέξη που μεταχειρίστηκε, σα να επρόκειτο για μπούτια προβάτου ή μοσχαριού. Εγώ τα ’ξερα αλλιώς...
Ήτανε μαρτύριο αυτό το βράδυ για μένα. Ύστερα όμως άμα τελείωσε, έπλαθα όνειρα γλυκά...
Αλλά πέρασε το καλοκαίρι. Ο ουρανός μια μέρα γέμισε σύννεφα, και σε όχι πολύ, βροχή έλουσε την πόλη με κεραυνούς. Είχε έρθει ή ερχόταν ο χειμώνας κι έμπαινε πανηγυρικά.
Το βράδυ κείνο το θέατρο δεν άνοιξε. Άνεμος φυσούσε ψυχρός. Την άλλη μέρα το ίδιο. Ψύχρα ξαφνικιά είχε έρθει. Το θεατράκι έκλεισε.
Πήγαινα σχολείο, αλλά πάντα το θεατράκι ήταν στο νου μου.
Ένα πρωί εορτής, είχα βγει έξω και γύριζα. Ξαφνικά ακούω μουσική πένθιμη. Ήταν κηδεία. Η μουσική μ΄ έσυρε και πήγα. Αλλ΄ είδα αντί στρατιωτική μουσική, πολίτες μουσικούς, και μαζί ανθρώπους του θιάσου εκείνου ν’ ακολουθούνε.
Ρώτησα ποιος ήταν ο νεκρός, γιατί η κάσα ήταν σκεπασμένη. Κι έμαθα. Είχε πεθάνει εκείνη...
Ακολούθησα κι εγώ την κηδεία, όχι για τη μουσική, αλλά σαν άνθρωπος που ακολουθά αγαπημένο του νεκρό, χτυπημένος τρομερά απ΄ το δυστύχημα...
Το βράδυ, πριν πλαγιάσω, γονάτισα και προσευχήθηκα για την ψυχή της. Αυτό άρχισα να το κάνω τακτικά.
Την Κυριακή πήγα και στο νεκροταφείο. Δεν άργησα να βρω το μνήμα της. Το όνομά της ήταν γραμμένο με ξενικά γράμματα. Αλλά πάνω στο σταυρό υπήρχε και η φωτογραφία της. Πώς στάθηκα και την κοίταξα. Και πού να φύγω... Η ώρα περνούσε κι εγώ εκεί, να την κοιτάζω και να παραμιλώ... Είχα όμως, κάποτε, και το νου μου να μη με βλέπουν.
Και στο νεκροταφείο υπήρχε μια ησυχία μεγάλη, μια σιωπή, και μόνον ένας χτύπος μακρινός, αλλά ρυθμικός σχεδόν, ακουγόταν, ή έπεφτε, σ΄ αυτή. Κάποιον είχα διακρίνει να σκάβει, πέρα κει, μέσα στο πλήθος των σταυρών.
Απ΄ εκεί μ΄ έδιωξε η εμφάνιση μιας κηδείας, που ερχότανε με ξεφωνητά. Έφυγα γρήγορα, χάθηκα μες στα δέντρα, ζητώντας την έξοδο.
Περάσανε μέρες.
Ένα βράδυ κάτι μου βάλθηκε στο νου μου. Να πάω να κλέψω τη φωτογραφία, να την βγάλω απ’ το σταυρό και να την πάρω...
Και το πρωί, αντί να πάω στο σχολείο, τράβηξα για το νεκροταφείο. Είχα πάρει μαζί μου ένα σουγιά κι ένα σίδερο, που νόμισα, πως ήταν κατάλληλο γι΄ αυτή τη δουλειά.
Φυσούσε άνεμος αυτή τη φορά, δυνατός, ο ουρανός συννεφιασμένος και σταγόνες πέφτανε κάποτε.
Το νεκροταφείο ήταν έρημο. Και μόνο απ’ έξω απάντησα πολλούς, που φεύγανε από κηδεία.
Προχωρούσα σα σωστός κλέφτης. Κανείς. Τα δέντρα κουνιόντουσαν, βούιζαν και οι σταυροί... Οι σταγόνες απ΄ τα θολά σύννεφα περισσότερες πέφτανε.
Πλησίασα έχοντας έτοιμο το σουγιά και το σίδερο. Αλλά καθώς αντίκρισα, το σταυρό, έμεινα, μαρμαρώθηκα... Η φωτογραφία δεν υπήρχε πια εκεί... Η κορνίζα χαλασμένη μ΄ ένα κομμάτι γυαλί πάνω... Άλλος... άλλος την είχε βγάλει, άλλος μου την έκλεψε...-

 

Από τη συλλογή Είκοσι διηγήματα (1924), σ. 80-85 (το δανείστηκα από την ηλεκτρονική βιβλιοθήκη του Ν. Σαραντάκου)

___________________________________________________
Ο Δημοσθένης Βουτυράς (1872-27 Μαρτίου 1958) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες διηγηματογράφους καί πεζογράφους της ελληνικής λογοτεχνίας του Μεσοπολέμου. Στα έργα του περιγράφει κυρίως τις περιπέτειες των φτωχών ανθρώπων, των περιθωριακών και των απόκληρων. Πολλοί σύγχρονοί του λογοτέχνες επηρεάστηκαν από το έργο του.