Του Θοδωρή Κόλλια*
Τότε που λέτε στα Χανιά, είμαστε
μια παρέα ντούροι και βαρβάτοι. Η ηλικία άρχιζε από τα δεκαοχτώ του Μανωλιού
του Τσουράκη και κατέληγε στα είκοσι πέντε ημών των αποφοίτων. Αναφερόμαστε στα
χρόνια που υπηρετούσαμε όλοι την πατρίδα στην 115 Π.Μ. στη Σούδα. Ο Μανωλιός λοιπόν
ήταν εθελοντής υποσμηνίας από την Κρήτη. Ήταν αγριοκάτσικο, σκέτο
κρι-κρι. Τώρα το πώς γίναμε τακίμια είναι μια άλλη ιστορία. Οι άλλοι, οι
περισσότεροι ήμασταν μεγαλούτσικοι αφού άλλος έτσι, άλλος αλλιώς είχαμε
αποφοιτήσει από διάφορες σχολές. Μαθηματικό, Οικονομικό, Φυσικό, Ιατρική,
Οδοντιατρική, Πολυτεχνείο, Κτηνιατρική η αφεντιά μου και ο χορός καλά κρατούσε.
Όλοι ήμασταν κληρωτοί και υπηρετούσαμε τη θητεία μας εκτός από το κοπέλι, το
Κρητικάτσι που είχε καταταγεί ως υπαξιωματικός και έναν αξιωματικό της
ένδοξης Ελληνικής Αεροπορίας, τον Κώστα Πισαρίκα. Αυτός ήταν καραμπινάτος
γαλονάς. Για τη γενέτειρά του ακριβώς θα σας γελάσω γιατί η μνήμη κάνει κόνξες.
Κάπου από πάνω την Καρδίτσα πρέπει να ήταν, καμπίσιος, γιατί θυμάμαι πολύ καλά που
έλεγε και υπερηφανευόταν για την καραγκούνικη καταγωγή του. Υποσμηναγός, φίνος
και παιδί τζιμάνι. Λίγο καιρό τον ήξερα αλλά είχαμε γίνει κολλητοί. Τότε είχα
πολλούς κολλητούς. Δεν ξέρω γιατί, ήταν η ηλικία, οι περιστάσεις που μας
έδεναν, τι να πω ; Αργότερα πάντως δύσκολα περνούσα τα όρια της φιλίας με
κάποιον.
Είχα το Γιάννη τον οδοντίατρο, το Γιάννη τον μηχανολόγο, τον
Κίμωνα τον γιατρό μετέπειτα ακτινολόγο στον Ευαγγελισμό, τον Παντελή νοσοκόμο
στην μονάδα, από τα μέρη του Αγρινίου, το Χρήστο το Κάφτη από τα Γιάννενα,
το μαθηματικό Γιώργο από την Κόρινθο και μερικούς άλλους που έχω ξεχάσει
το όνομά τους. Τι να κάνουμε ο χρόνος κυλάει σαν το ποτάμι και τα πρόσωπα
φεύγουν σαν το νερό. Οι πέτρες όταν μένουν ακίνητες χορταριάζουν. Έτσι και οι
γνωριμίες, οι φιλίες και οι αγάπες ακόμη, όταν δεν βλέπονται γρήγορα
ξεχνιούνται. Γεμίζουν χορτάρια λήθης και αμνησίας. Πολλούς από αυτούς τους
θυμάμαι πολύ καλά. Άλλους, βεβαίως λιγότερο, γιατί τους συνάντησα
μετέπειτα ή κι ακόμη συναντιόμαστε σαν φίλοι και άλλους γιατί είχαν μια χτυπητή
ιδιορρυθμία ή μας συνέδεσε ένα ωραίο συμβάν. ¨Όπως λ.χ. ο Γιάννης Καραστόλου, ο
οδοντίατρος, ερχόταν κάθε πρωί στο ιατρείο της μονάδας και επί μια ώρα χτυπούσε
το νεσκαφέ του με μαχαίρι μάλιστα, τάκα-τάκα ώσπου γινόταν άσπρος σαν
αλοιφή. Ή ο μαθηματικός ο Γιώργης Ζαρούλης από την Κόρινθο και μετέπειτα
στέλεχος του ΟΤΕ! Πού να ξεχάσω το Γιώργη που με γλύτωσε από μια επιβάρυνση που
θα μου έριχναν στα αυτιά ίση με δυο βαρέλια λάδι; Ο Γιώργης ήταν συσσιτιάρχης
στα μαγειρεία των σμηνιτών κι εγώ για τρεις μήνες, συσσιτιάρχης στη Λέσχη
Αξιωματικών.
Αλλά φθάνει η σχετική πολυλογία – γιατί δεν σας το κρύβω – γράφοντας λιμάρω λίγο παραπάνω.
Κάπως έτσι ήταν τότε η παρέα στην 115 Π.Μ. (Πτέρυγα Μάχης). Αμέτρητα τα επεισόδια και τα χοντρά καλαμπούρια. Τότε καλοκαίρι στα Χανιά γινόταν το σώσε, στην παλιά πόλη. Κάθε βράδυ στο μαγευτικό λιμάνι, ουζάκια στο Φάρο και αβέρτα σουλάτσο. Στα τουριστικά αγγλικά είμασταν όλοι μανούλες. Το καμάκι τότε έδινε και έπαιρνε. Very nice your eyes …look the sunset….. no problem ήταν το βασικό μας λεξιλόγιο. Παράξενο ήταν που οι εννέα στις δέκα τουρίστριες τότε στα Χανιά ήσαν nurses, νοσοκόμες, από τις βόρειες χώρες. Κοιτούσαν τον ήλιο να δύει κουρασμένος από τον ημερήσιο έρωτα και έφθαναν σε μέθεξη, εκστασιάζονταν.
Από τα πολλά περιστατικά θα αναφερθώ σε ένα.
Λοιπόν ήμασταν καμιά δεκαριά φίλοι από τους προρρηθέντες, ένα βράδυ μετά τα σχετικά ουζάκια και τις τσάρκες – μη νομίζετε, καμάκια αβέρτα βέβαια αλλά οι χυλοπίτες κόλλαγαν η μια πάνω στην άλλη σαν τα φύλλα των δένδρων το Φθινόπωρο – οπότε λέει κάποιος από την παρέα:
- Ρε δεν πάμε μπουρδελότσαρκα κάτω στο Βαρδάρη;
Βαρδάρη δεν είχε μόνο η Θεσσαλονίκη αλλά και τα Χανιά. Πες ο ένας πες ο άλλος αποφασίσαμε να βρούμε μια μαντάμ Ορντάκς και να μπούμε στην κάμαρα του πάθους και των αμέτρητων οργασμών, ετεροβαρών, μονόπλευρων, όλοι μαζί! Αυτό το όλοι μαζί έγινε αιτία μη καλής συνεννόησης και παραλίγο ματαίωσης της συγκεκριμένης δράσης.
Βουρ λοιπόν στο Βαρδάρη. Στο δρόμο μαζέψαμε και το moneyπου ήταν πέντε – έξι φορές μεγαλύτερο από το ..ιδιαίτερο μάθημα. Πολύ αργότερα στη Θεσσαλονίκη σε ένα ταξίδι μου είδα ιδίοις όμμασι τη μοντέρνα ονομασία αναρτημένη σε περίοπτη θέση: PRIVE 1000. Υπόψη τα …δίδακτρα έπεφταν μπροστά στην τσα-τσα. Τσα-τσα ήταν μια άλλη γυναίκα, συνταξιούχος συνήθως του επαγγέλματος, που καθάριζε και επιμελείτο των σχετικών διαδικασιών – μάζευε τα λεφτά, κανόνιζε τη σειρά των επισκέψεων και γενικώς την τάξη και ασφάλεια. Βεβαίως την υψηλή εποπτεία και προστασία των κυράδων την είχε το πρόσωπο, ο αγαπητικός, ο πολυθρύλητος νταβατζής. Όπου λοιπόν βλέπαμε κόκκινα φωτάκια μπαίναμε και ρωτούσαμε την κάθε τσα-τσα, που το διαμήνυε στην Κυρά εάν θα μας δεχόταν. Καμία όμως δεν ανταποκρινόταν θετικά και δεν αποδεχόταν το σχέδιο μας, αν και το ποσό που προσφέραμε ήταν αρκετά μεγαλούτσικο.
Ο λόγος ήταν γιατί νόμιζαν για παρτούζα, ενώ εμείς αλλιώς το εννοούσαμε το θέμα. Να μπούμε όλοι μέσα αλλά … θα πάλευε ένας. Πάντως με τα πολλά και ενώ είχαμε αρκετά απογοητευτεί, στο τελευταίο ναό φανήκαμε τυχεροί. Βγήκε μόνη της, η Κυρά, στο δωμάτιο υποδοχής – που λέει ο λόγος, μερικές καρέκλες ξύλινες με ψαθί , ένα μικρό τραπεζάκι στη μέση κι αυτό ήταν όλο – χαμογελαστή και με ύφος συγκαταβατικό, έτσι σαν μητρικό, και μας είπε: «ελάτε ρε αεροπόροι όταν τελειώσω όμως. Εντάξει;»Έτσι κανονίσαμε λοιπόν για τα… βαφτίσια γύρω στις δέκα, οπότε βγήκαμε έξω, αφού είχαμε μπροστά μας ένα μισάωρο και ρίξαμε τα τελευταία μας σχέδια. Ποιος όμως θα ήταν ο ποντικός που θα έδενε το κουδούνι στην ουρά της γάτας; Έγιναν οι σχετικές διαβουλεύσεις αλλά διαθεσιμότητα δεν υπήρχε καμία. Μετά πολλά και ενώ τη ατέρμονη σιωπή την είχε διαδεχθεί εκνευριστική περίσκεψη ξάφνου πετάγεται ο Κώστας ο Πισαρίκας και μας λέει: ..
-Ε…ε…γώ…ρ.ρ…ρ…ρε… μα…μα γκες…που…που …εί.ει…μαι κα…κα…ρα…γκού ου…ουνης.
Αυτό ήταν, με μιας όλοι τον σηκώσαμε στα χέρια και φωνάζαμε :
- Πισαρίκας-Πισαρίκας, Καρδίτσα-Καρδίτσα….
Όλα ωραία και καλά!
Πρέπει να σημειώσω και μια γαργαλιστική σύμπτωση. Τσα-τσα στο συγκεκριμένο ναό του πάθους και της απελευθέρωσης των ηθών δεν ήταν μια γυναίκα, όπως συνήθως συνταξιούχος …ιέρεια του έρωτος, αλλά ήταν ένας, πισωγλέντης, από αυτούς που κουνάνε την αχλαδιά, όπως το λένε λαϊκά, ομοφυλόφιλος όπως το λέμε επίσημα, επιστημονικά. Το άκρον άωτον δε ήταν που είχαμε το ίδιο όνομα., Θοδωράκης. Ήταν λίγο μεγαλύτερος από μένα, κοντά στα τριάντα. Στη μονάδα δεν είχα γνωρίσει κανέναν συνονόματο, φανταστείτε λοιπόν την πλάκα που έγινε καθ΄ όλο το χρόνο που νταραβεριζόμαστε με το Θοδωράκη!
Μετά από καμιά δεκαριά χρόνια ένα απόγευμα, σε μια καφετέρια στη Βικτώρια, ένα απόγευμα στον καφέ, κόβω μια ¨"κυρία" με μπόλικη ξανθιά κόμη να με κοιτάζει επιμόνως και ...ασυστόλως. Ναι τώρα θυμάμαι, ήταν στη καφετέρια του Δομάζου, λίγο πριν κλείσει. Οπότε περνώντας από δίπλα μου λέει με κουνιστό ύφος:
- Συγνώμη, μήπως σας λένε Θοδωράκη;
- Ναι, λέω εγώ.
-Καλέ και μήπως έκανες στα Χανιά αεροπόρος;
Με το που είπε Χανιά, αμέσως πέρασε στο μυαλό μου σαν φωτοβολίδα εκείνη η βραδιά για την οποία είναι αφιερωμένη ή ιστορία που περιγράφω… Αμέσως αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε .......αλλά μετά χαθήκαμε αν και ανταλλάξαμε υποσχέσεις και τηλέφωνα, όπως γίνεται συνήθως. Ο καθένας πήρε τους δρόμους του. Πότε ανηφοριές και πότε κατηφοριές, που είναι και περισσότερες. Τώρα που τα γράφω στο κομπιούτερ, δε σας κρύβω πόσο τρυφερά τα αναπολώ όλα αυτά… Μαζί και την Αλίκη –γιατί όχι –την τρανσέξουαλ, το Θοδωράκη, την καλή τσα-τσα!
Ας έρθουμε λοιπόν πάλι εκείνο το βράδυ, στις δέκα παρά, που καθόμασταν στο σαλονάκι της Κυρά Τούλας, σοβαροί και έτοιμοι για το γεγονός που τόσο πασχίσαμε. Ήταν περασμένη η ώρα και ότι είχε μπει ο τελευταίος ..πουτανιάρης. Στο διάδρομο δεξιά, σε ένα μικρούτσικο γραφείο στεκόταν ..ο επιμελητής, ο Θοδωράκης κι αυτός σκεφτικός με ύφος σοβαρό. Και ενώ λοιπόν είχε πέσει η σχετική σιωπή σε όλους, ξάφνου με πλησιάζει ο Κώστας, ο επιβήτωρ, με σκουντάει και μου λέει:
- Πά…πα..με ρε φί…φί…φί…λε έ..έ..ξω να…να σου πω..πω.
- Τι θέλεις ρε Κώστα; Πες το εδώ ρε μαλάκα, μπροστά σε όλους. Φίλοι δεν είμαστε;
Και ξεστομίζει ο ηρωικός Αξιωματικός το αμίμητο που από την άλλη μέρα έγινε το σλόγκαν της μονάδος:
- Κό…κό..κό λλια, κο……κο..κο λώ..λώ..νω.
πω πω συφορά!
Τώρα το λες ρε μαλάκα; Τι θα κάνουμε; Θα ξεφτιλιστούμε σε όλα τα Χανιά και σε όλη τη Μονάδα! Μπήτι μαλάκας είσαι;
Στην παρέα έπεσε σκέτη βουβαμάρα. Και τώρα τι κάνουμε; Πάει και η μαγκιά μας, την πλάκωσε η κωλοκουβαρίστρα που κύλησε! Και ενώ λοιπόν κοιταζόμασταν άλαλοι και εντελώς αμήχανοι πετάγεται όρθιο, το κοπέλι, το αγροκάτσικο που περιγράψαμε με όλα τα μέα και τα σέα του και λέει με στόμφο:
-Ναι ρε θα πάω εγώ. Θα σας δείξω τι εστί Κρήτη!
Αμέσως το όλο κλίμα πήρε στροφή. Ανεβήκαμε όλοι. Και εκείνη τη στιγμή ανοίγει η ωραία πύλη, παρουσιάζεται η Κυρά Τούλα με μια διάφανη ρόμπα και μας καλεί:
- Παιδιά για ελάτε, για ελάτε στα ενδότερα..
Μια και δυο λοιπόν όλοι οι μπαγάσηδες και οι μερακλήδες περνάμε στο ιερό του ναού. Φυσικό ήταν η μικρή συστολή να καλύπτεται από την ανωνυμία και τη δύναμη των πολλών. Ο καθένας ήταν και ένας νταής. Εκεί μέσα δύο ήσαν τα κυρίαρχα, που έκαναν μπαμ. Το κόκκινο-βαθύ σεντόνι που σκέπαζε το θεόρατο κρεβάτι και η έντονη μυρωδιά μιας φτηνιάρικης κολόνιας. Και τα δυο είχαν τη σημασία τους. Το κόκκινο είναι το χρώμα του έρωτα και από την άλλη ήταν ότι πρέπει για να κρύβει οτιδήποτε …λεκέ και η λαϊκή κολόνια να σκεπάζει τη….βαρβατίλα.
Πήραμε λοιπόν τις θέσεις μας, γύρω-γύρω όλοι στα γόνατα και πάνω στο κρεβάτι το ..αταίριαστο ζευγάρι. Εγώ, θυμάμαι, ήμουν στο πάνω μέρος του κρεβατιού, στα κεφάλια. Εν τω μεταξύ άρχισε η…πράξη. Ο Θεός να την έκανε συνουσία. Ούτε καν επίβαση, μάρκαλος. Ο Κωστής ήταν τόσος δα... Όπως κουνιόταν και πάλευε ….υπέρ βωμών και εστιών ήταν εντελώς ατσούμπαλος με τα πλούσια …παράθυρα της Κυρά Σουζάνας. Για μια στιγμή γυρίζει η Κυρά και μου λέει σιγανά-σιγανά:
-Να σου πω, ανεβείτε κάποιος άλλος, ο μικρός τζάμπα κουνιέται και ξερο-ιδρώνει, τούπεσε…
Αμέσως κάνω σήμα στα παιδιά και όλοι σηκωνόμαστε και βγαίνουμε έξω χωρίς δεύτερη κουβέντα. Αυτό μας έλειπε να δημιουργήσουμε κανά ψυχολογικό στο κοπέλι. Ξέρετε τα καπράκια στις πρώτες επιβάσεις εάν τα φοβερίσεις με ένα ξύλο, τους μένει κουσούρι μια ζωή και τέρμα το φίκι-φίκι. Με το που βγαίνουμε λοιπόν από το δώμα δεν πέρασαν 2-3 λεπτά και ανοίγει πάλη η πόρτα και πετάγεται ο μικρός αναμαλλιασμένος αλλά με ένα πρόσωπο όλο χαμόγελο και κραυγάζει κάνοντας τη χαρακτηριστική, διάσημη χειρονομία με κινούμενα τα λυγισμένα χέρια μπρος πίσω και με σφιγμένες τις γροθιές:
-Ρε τη ξέσκισα την κουφάλα, της πέταξα τα μάτια έξω!.
Και τότε όλοι αρχίσαμε τα μπράβο και τις επευφημίες.
Να ζήσει η Κρήτη με τα παλικάρια της.φωνάζει η σουπιά, ο Ανδρέας Παρούνης από την Πάτρα.
Για την επόμενη βδομάδα ήταν το πρώτο θέμα σε όλη τη Μονάδα. Ακόμη και ο Υποδιοικητής, που ήταν ένας μπερμπάντης το …ανέλυσε κοινωνικά!
Αλλά μια και φθάσαμε αισίως στο τέλος να κλείσω με δυο ..παρατράγουδα.
Σε μια φάση που δεν θυμάμαι πότε, ρώτησα την Κυρία Τούλα πόσες φορές έχει φθάσει σε οργασμό με πελάτη. Μια φορά μου είπε και ξέρεις με ποιόν; Με το Θοδωράκη, όταν ήρθε εδώ την πρώτη φορά, πριν πέντε χρόνια. Ποτέ πια…
Καταλάβατε; Σουρεαλιστική επανάσταση!!!
Εκείνο το βράδυ, μαζί μας ήταν και ο Σωτήρης ο χονδρός, ο σμηνίας αν και δεν συμπεριλαμβανόταν στην παρέα. Μου έκανε εντύπωση που δεν ήθελε να συμμετάσχει στο σχετικό … χαβαλέ. Ήταν ανένδοτος. Απλά ήρθε μέχρι το..ναό και έφυγε. Σε μια στιγμή λοιπόν εκεί που κανονίζαμε με την Κυρά Τούλα το σκηνικό μου λέει:
-Εκείνος ο χοντρός που είναι απέξω είναι μαζί σας;
-Ναι, της λέω, υπηρετεί κι αυτός στην ίδια μονάδα, την 115.
-Ξέρεις, μου λέει, είναι τακτικός πελάτης μου αλλά είναι ανώμαλος.
- Δηλαδή;
-Να, εάν δεν του βάλω ….δεκανίκι δεν μπορεί να πηδήξει..
- Τι να κάνουμε γούστο και καπέλο του. Αυτά ανήκουν στον καθένα και είναι δικά του και μόνο, της λέγω.
Ο Σωτήρης απολύθηκε νωρίτερα από μένα και με τον καιρό τον ξέχασα εντελώς. Ώσπου μια μέρα, τώρα τελευταία, βλέπω ένα τύπο σε ένα πάνελ στην τηλεόραση, που του έμοιαζε αρκετά. Πράγματι αυτός ήταν γιατί μετά άκουσα το όνομά του και θυμήθηκα. Τι κάνει τώρα; Δεν ξέρω τι επαγγέλλεται αλλά είναι στέλεχος του κόμματος των Ελληναράδων!!!
Αθήνα 2001
* Ο Θοδωρής Κόλλιας γεννήθηκε στο Γιαννιτσοχώρι Ολυμπίας. Σπούδασε στην Κτηνιατρική Θεσσαλονίκης και άσκησε το επάγγελμα του. Ασχολείται με την ποίηση και την πεζογραφία και διατηρεί το ομώνυμο ιστολόγιο του χωριού του.
Θα ξέρετε ότι σε αυτά τα πόστα και σε άλλα ανάλογα, που είχαν αρκετή δουλειά,
έγνοιες και αρκετό ρίσκο, οι μπασκίνες τοποθετούσαν κληρωτούς κι αυτοί το
έπαιζαν εξουσία. Με το που τελείωσε το τρίμηνο λοιπόν και έκανα απογραφή
στην αποθήκη προκειμένου να παραδώσω στον διάδοχο, που ήταν ένας ψειρής με
πατέντα, ανακάλυψα ότι λείπουν δύο βαρέλια λάδι. Ο λόγος ήταν απλός, στη λέσχη,
κάτω στην κουζίνα, στα μαγειρεία, είχαν και πολιτικό προσωπικό κάτι
βαρύμαγκες από τα γύρω χωριά που ήταν ο Θεός να σε φυλάξει. Οπότε καταλαβαίνετε
τι γινόταν, κανονική ρεμούλα. Πού όμως να το πάρω χαμπάρι; Από πριν δεν μου το
σφύριξε και κανείς. Ευτυχώς που λέτε, ο φίλος ο Ζαρούλης σαν
παλιοκαραβάνα, μου αναπλήρωσε το έλλειμμα με λάδι από τα μαγειρεία των σμηνιτών
και έτσι ήρθα στα ίσια μου και ούτε γάτα ούτε ζημιά, αλλιώς ακόμη θα ξεπλήρωνα
το χρέος. Ας αφήσουμε τη φυλάκα που θα μου έριχναν. Γεια σου ρε συ Γιώργη,
ακόμη σου είμαι ευγνώμων!!! Ή ο Κίμων, χαβαλετζής επιστήμων που όταν
πηγαίναμε στο φτηνό ταβερνάκι με γαβράκι, πατάτες και ντομάτα γινόμασταν
….λιώμα ή ο Χρήστος ο Δάφτης παγουράς από τα Γιάννενα με τις διασυνδέσεις του
που μετά, επί Μητσοτάκη μάλιστα, τις εξαργύρωσε και
έγινε νομάρχης στην πατρίδα του. Ο Παναγιώτης που είχε τελειώσει
την ΑΣΟΕ και κάθε βράδυ έφτιαχνε μια καμπύλη, που απεικόνιζε τα ημερήσια έξοδά
του. Την Κυριακή έφτιαχνε την εβδομαδιαία. Σιγά τα έξοδα, πενταροδεκάρες, έτσι
για να βρισκόμαστε. Ο Κωστής, ο οδοντίατρος από τη Λαμία που κάναμε τις τσάρκες
μας στο λιμάνι και μούλεγε: «Πολλά..τσουπιά τριγύρω μας …επάνω μας
κανένα!» Το έλεγε αλλιώτικα αλλά δε γίνεται να το γράψω φαρδιά
πλατιά στην κυριολεξία. Ωραία περίπτωση ήταν ο Γιάννης ο Βαλαμής από τα
Χανιά, που ως μηχανολόγος ειδικεύθηκε πολύ νωρίς στην πληροφορική, όταν εμείς
οι άλλοι μαθαίναμε ξένες γλώσσες, και τώρα κρατά το μεγάλο κλειδί στις σχετικές
εκδόσεις. Με το Γιάννο έχουν μείνει αξέχαστες οι μεσημεριανές μας επισκέψεις
μέχρι πρότινος, στο κλασσικό Δίπορτο στην πλατεία Θεάτρου, όπου τα κουτσοπίναμε
με φασουλάδα και παρακατιανά ψάρια στη λαμαρίνα και θυμόμασταν αυτά που γράφω
και λιγωνόμασταν στα γέλια, γιατί αλλιώς δε γινόταν να κρατήσουμε το δάκρυ στη
γωνία! Όμως γαμώ τη φάτσα ήταν ο Κώστας, ο Καραγκούνης, ο μονιμάς Υποσμηναγός
που λέγαμε πιο πάνω. Τέτοια άτομα δεν τα ξεχνάς όσα χρόνια κι αν περάσουν. Ήταν
ένα παιδί που γελούσε όχι μόνο με τα χείλια, αλλά και με όλο το πρόσωπο, μάτια,
φρύδια και όλα. Το πολύ ξεχωριστό ήταν πού ήταν κεκές του κερατά. Κι όμως
δεν είχε κανένα πρόβλημα. Άνετος και ωραίος. Αυτός γελούσε περισσότερο από τους
άλλους με το κουσούρι του.
Και
πράγματι όταν σε μια περίπτωση έκανα μια …μαλακία, αμέσως με κάλυψε, αν και
ήταν εκτεθειμένος. Ο Κώστας που λέτε έφθασε μέχρι ταξίαρχος. Άντε λίγο ακόμα
και Στρατηγός!Αλλά φθάνει η σχετική πολυλογία – γιατί δεν σας το κρύβω – γράφοντας λιμάρω λίγο παραπάνω.
Κάπως έτσι ήταν τότε η παρέα στην 115 Π.Μ. (Πτέρυγα Μάχης). Αμέτρητα τα επεισόδια και τα χοντρά καλαμπούρια. Τότε καλοκαίρι στα Χανιά γινόταν το σώσε, στην παλιά πόλη. Κάθε βράδυ στο μαγευτικό λιμάνι, ουζάκια στο Φάρο και αβέρτα σουλάτσο. Στα τουριστικά αγγλικά είμασταν όλοι μανούλες. Το καμάκι τότε έδινε και έπαιρνε. Very nice your eyes …look the sunset….. no problem ήταν το βασικό μας λεξιλόγιο. Παράξενο ήταν που οι εννέα στις δέκα τουρίστριες τότε στα Χανιά ήσαν nurses, νοσοκόμες, από τις βόρειες χώρες. Κοιτούσαν τον ήλιο να δύει κουρασμένος από τον ημερήσιο έρωτα και έφθαναν σε μέθεξη, εκστασιάζονταν.
Από τα πολλά περιστατικά θα αναφερθώ σε ένα.
Λοιπόν ήμασταν καμιά δεκαριά φίλοι από τους προρρηθέντες, ένα βράδυ μετά τα σχετικά ουζάκια και τις τσάρκες – μη νομίζετε, καμάκια αβέρτα βέβαια αλλά οι χυλοπίτες κόλλαγαν η μια πάνω στην άλλη σαν τα φύλλα των δένδρων το Φθινόπωρο – οπότε λέει κάποιος από την παρέα:
- Ρε δεν πάμε μπουρδελότσαρκα κάτω στο Βαρδάρη;
Βαρδάρη δεν είχε μόνο η Θεσσαλονίκη αλλά και τα Χανιά. Πες ο ένας πες ο άλλος αποφασίσαμε να βρούμε μια μαντάμ Ορντάκς και να μπούμε στην κάμαρα του πάθους και των αμέτρητων οργασμών, ετεροβαρών, μονόπλευρων, όλοι μαζί! Αυτό το όλοι μαζί έγινε αιτία μη καλής συνεννόησης και παραλίγο ματαίωσης της συγκεκριμένης δράσης.
Βουρ λοιπόν στο Βαρδάρη. Στο δρόμο μαζέψαμε και το moneyπου ήταν πέντε – έξι φορές μεγαλύτερο από το ..ιδιαίτερο μάθημα. Πολύ αργότερα στη Θεσσαλονίκη σε ένα ταξίδι μου είδα ιδίοις όμμασι τη μοντέρνα ονομασία αναρτημένη σε περίοπτη θέση: PRIVE 1000. Υπόψη τα …δίδακτρα έπεφταν μπροστά στην τσα-τσα. Τσα-τσα ήταν μια άλλη γυναίκα, συνταξιούχος συνήθως του επαγγέλματος, που καθάριζε και επιμελείτο των σχετικών διαδικασιών – μάζευε τα λεφτά, κανόνιζε τη σειρά των επισκέψεων και γενικώς την τάξη και ασφάλεια. Βεβαίως την υψηλή εποπτεία και προστασία των κυράδων την είχε το πρόσωπο, ο αγαπητικός, ο πολυθρύλητος νταβατζής. Όπου λοιπόν βλέπαμε κόκκινα φωτάκια μπαίναμε και ρωτούσαμε την κάθε τσα-τσα, που το διαμήνυε στην Κυρά εάν θα μας δεχόταν. Καμία όμως δεν ανταποκρινόταν θετικά και δεν αποδεχόταν το σχέδιο μας, αν και το ποσό που προσφέραμε ήταν αρκετά μεγαλούτσικο.
Ο λόγος ήταν γιατί νόμιζαν για παρτούζα, ενώ εμείς αλλιώς το εννοούσαμε το θέμα. Να μπούμε όλοι μέσα αλλά … θα πάλευε ένας. Πάντως με τα πολλά και ενώ είχαμε αρκετά απογοητευτεί, στο τελευταίο ναό φανήκαμε τυχεροί. Βγήκε μόνη της, η Κυρά, στο δωμάτιο υποδοχής – που λέει ο λόγος, μερικές καρέκλες ξύλινες με ψαθί , ένα μικρό τραπεζάκι στη μέση κι αυτό ήταν όλο – χαμογελαστή και με ύφος συγκαταβατικό, έτσι σαν μητρικό, και μας είπε: «ελάτε ρε αεροπόροι όταν τελειώσω όμως. Εντάξει;»Έτσι κανονίσαμε λοιπόν για τα… βαφτίσια γύρω στις δέκα, οπότε βγήκαμε έξω, αφού είχαμε μπροστά μας ένα μισάωρο και ρίξαμε τα τελευταία μας σχέδια. Ποιος όμως θα ήταν ο ποντικός που θα έδενε το κουδούνι στην ουρά της γάτας; Έγιναν οι σχετικές διαβουλεύσεις αλλά διαθεσιμότητα δεν υπήρχε καμία. Μετά πολλά και ενώ τη ατέρμονη σιωπή την είχε διαδεχθεί εκνευριστική περίσκεψη ξάφνου πετάγεται ο Κώστας ο Πισαρίκας και μας λέει: ..
-Ε…ε…γώ…ρ.ρ…ρ…ρε… μα…μα γκες…που…που …εί.ει…μαι κα…κα…ρα…γκού ου…ουνης.
Αυτό ήταν, με μιας όλοι τον σηκώσαμε στα χέρια και φωνάζαμε :
- Πισαρίκας-Πισαρίκας, Καρδίτσα-Καρδίτσα….
Όλα ωραία και καλά!
Πρέπει να σημειώσω και μια γαργαλιστική σύμπτωση. Τσα-τσα στο συγκεκριμένο ναό του πάθους και της απελευθέρωσης των ηθών δεν ήταν μια γυναίκα, όπως συνήθως συνταξιούχος …ιέρεια του έρωτος, αλλά ήταν ένας, πισωγλέντης, από αυτούς που κουνάνε την αχλαδιά, όπως το λένε λαϊκά, ομοφυλόφιλος όπως το λέμε επίσημα, επιστημονικά. Το άκρον άωτον δε ήταν που είχαμε το ίδιο όνομα., Θοδωράκης. Ήταν λίγο μεγαλύτερος από μένα, κοντά στα τριάντα. Στη μονάδα δεν είχα γνωρίσει κανέναν συνονόματο, φανταστείτε λοιπόν την πλάκα που έγινε καθ΄ όλο το χρόνο που νταραβεριζόμαστε με το Θοδωράκη!
Μετά από καμιά δεκαριά χρόνια ένα απόγευμα, σε μια καφετέρια στη Βικτώρια, ένα απόγευμα στον καφέ, κόβω μια ¨"κυρία" με μπόλικη ξανθιά κόμη να με κοιτάζει επιμόνως και ...ασυστόλως. Ναι τώρα θυμάμαι, ήταν στη καφετέρια του Δομάζου, λίγο πριν κλείσει. Οπότε περνώντας από δίπλα μου λέει με κουνιστό ύφος:
- Συγνώμη, μήπως σας λένε Θοδωράκη;
- Ναι, λέω εγώ.
-Καλέ και μήπως έκανες στα Χανιά αεροπόρος;
Με το που είπε Χανιά, αμέσως πέρασε στο μυαλό μου σαν φωτοβολίδα εκείνη η βραδιά για την οποία είναι αφιερωμένη ή ιστορία που περιγράφω… Αμέσως αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε .......αλλά μετά χαθήκαμε αν και ανταλλάξαμε υποσχέσεις και τηλέφωνα, όπως γίνεται συνήθως. Ο καθένας πήρε τους δρόμους του. Πότε ανηφοριές και πότε κατηφοριές, που είναι και περισσότερες. Τώρα που τα γράφω στο κομπιούτερ, δε σας κρύβω πόσο τρυφερά τα αναπολώ όλα αυτά… Μαζί και την Αλίκη –γιατί όχι –την τρανσέξουαλ, το Θοδωράκη, την καλή τσα-τσα!
Ας έρθουμε λοιπόν πάλι εκείνο το βράδυ, στις δέκα παρά, που καθόμασταν στο σαλονάκι της Κυρά Τούλας, σοβαροί και έτοιμοι για το γεγονός που τόσο πασχίσαμε. Ήταν περασμένη η ώρα και ότι είχε μπει ο τελευταίος ..πουτανιάρης. Στο διάδρομο δεξιά, σε ένα μικρούτσικο γραφείο στεκόταν ..ο επιμελητής, ο Θοδωράκης κι αυτός σκεφτικός με ύφος σοβαρό. Και ενώ λοιπόν είχε πέσει η σχετική σιωπή σε όλους, ξάφνου με πλησιάζει ο Κώστας, ο επιβήτωρ, με σκουντάει και μου λέει:
- Πά…πα..με ρε φί…φί…φί…λε έ..έ..ξω να…να σου πω..πω.
- Τι θέλεις ρε Κώστα; Πες το εδώ ρε μαλάκα, μπροστά σε όλους. Φίλοι δεν είμαστε;
Και ξεστομίζει ο ηρωικός Αξιωματικός το αμίμητο που από την άλλη μέρα έγινε το σλόγκαν της μονάδος:
- Κό…κό..κό λλια, κο……κο..κο λώ..λώ..νω.
πω πω συφορά!
Τώρα το λες ρε μαλάκα; Τι θα κάνουμε; Θα ξεφτιλιστούμε σε όλα τα Χανιά και σε όλη τη Μονάδα! Μπήτι μαλάκας είσαι;
Στην παρέα έπεσε σκέτη βουβαμάρα. Και τώρα τι κάνουμε; Πάει και η μαγκιά μας, την πλάκωσε η κωλοκουβαρίστρα που κύλησε! Και ενώ λοιπόν κοιταζόμασταν άλαλοι και εντελώς αμήχανοι πετάγεται όρθιο, το κοπέλι, το αγροκάτσικο που περιγράψαμε με όλα τα μέα και τα σέα του και λέει με στόμφο:
-Ναι ρε θα πάω εγώ. Θα σας δείξω τι εστί Κρήτη!
Αμέσως το όλο κλίμα πήρε στροφή. Ανεβήκαμε όλοι. Και εκείνη τη στιγμή ανοίγει η ωραία πύλη, παρουσιάζεται η Κυρά Τούλα με μια διάφανη ρόμπα και μας καλεί:
- Παιδιά για ελάτε, για ελάτε στα ενδότερα..
Μια και δυο λοιπόν όλοι οι μπαγάσηδες και οι μερακλήδες περνάμε στο ιερό του ναού. Φυσικό ήταν η μικρή συστολή να καλύπτεται από την ανωνυμία και τη δύναμη των πολλών. Ο καθένας ήταν και ένας νταής. Εκεί μέσα δύο ήσαν τα κυρίαρχα, που έκαναν μπαμ. Το κόκκινο-βαθύ σεντόνι που σκέπαζε το θεόρατο κρεβάτι και η έντονη μυρωδιά μιας φτηνιάρικης κολόνιας. Και τα δυο είχαν τη σημασία τους. Το κόκκινο είναι το χρώμα του έρωτα και από την άλλη ήταν ότι πρέπει για να κρύβει οτιδήποτε …λεκέ και η λαϊκή κολόνια να σκεπάζει τη….βαρβατίλα.
Πήραμε λοιπόν τις θέσεις μας, γύρω-γύρω όλοι στα γόνατα και πάνω στο κρεβάτι το ..αταίριαστο ζευγάρι. Εγώ, θυμάμαι, ήμουν στο πάνω μέρος του κρεβατιού, στα κεφάλια. Εν τω μεταξύ άρχισε η…πράξη. Ο Θεός να την έκανε συνουσία. Ούτε καν επίβαση, μάρκαλος. Ο Κωστής ήταν τόσος δα... Όπως κουνιόταν και πάλευε ….υπέρ βωμών και εστιών ήταν εντελώς ατσούμπαλος με τα πλούσια …παράθυρα της Κυρά Σουζάνας. Για μια στιγμή γυρίζει η Κυρά και μου λέει σιγανά-σιγανά:
-Να σου πω, ανεβείτε κάποιος άλλος, ο μικρός τζάμπα κουνιέται και ξερο-ιδρώνει, τούπεσε…
Αμέσως κάνω σήμα στα παιδιά και όλοι σηκωνόμαστε και βγαίνουμε έξω χωρίς δεύτερη κουβέντα. Αυτό μας έλειπε να δημιουργήσουμε κανά ψυχολογικό στο κοπέλι. Ξέρετε τα καπράκια στις πρώτες επιβάσεις εάν τα φοβερίσεις με ένα ξύλο, τους μένει κουσούρι μια ζωή και τέρμα το φίκι-φίκι. Με το που βγαίνουμε λοιπόν από το δώμα δεν πέρασαν 2-3 λεπτά και ανοίγει πάλη η πόρτα και πετάγεται ο μικρός αναμαλλιασμένος αλλά με ένα πρόσωπο όλο χαμόγελο και κραυγάζει κάνοντας τη χαρακτηριστική, διάσημη χειρονομία με κινούμενα τα λυγισμένα χέρια μπρος πίσω και με σφιγμένες τις γροθιές:
-Ρε τη ξέσκισα την κουφάλα, της πέταξα τα μάτια έξω!.
Και τότε όλοι αρχίσαμε τα μπράβο και τις επευφημίες.
Να ζήσει η Κρήτη με τα παλικάρια της.φωνάζει η σουπιά, ο Ανδρέας Παρούνης από την Πάτρα.
Για την επόμενη βδομάδα ήταν το πρώτο θέμα σε όλη τη Μονάδα. Ακόμη και ο Υποδιοικητής, που ήταν ένας μπερμπάντης το …ανέλυσε κοινωνικά!
Αλλά μια και φθάσαμε αισίως στο τέλος να κλείσω με δυο ..παρατράγουδα.
Σε μια φάση που δεν θυμάμαι πότε, ρώτησα την Κυρία Τούλα πόσες φορές έχει φθάσει σε οργασμό με πελάτη. Μια φορά μου είπε και ξέρεις με ποιόν; Με το Θοδωράκη, όταν ήρθε εδώ την πρώτη φορά, πριν πέντε χρόνια. Ποτέ πια…
Καταλάβατε; Σουρεαλιστική επανάσταση!!!
Εκείνο το βράδυ, μαζί μας ήταν και ο Σωτήρης ο χονδρός, ο σμηνίας αν και δεν συμπεριλαμβανόταν στην παρέα. Μου έκανε εντύπωση που δεν ήθελε να συμμετάσχει στο σχετικό … χαβαλέ. Ήταν ανένδοτος. Απλά ήρθε μέχρι το..ναό και έφυγε. Σε μια στιγμή λοιπόν εκεί που κανονίζαμε με την Κυρά Τούλα το σκηνικό μου λέει:
-Εκείνος ο χοντρός που είναι απέξω είναι μαζί σας;
-Ναι, της λέω, υπηρετεί κι αυτός στην ίδια μονάδα, την 115.
-Ξέρεις, μου λέει, είναι τακτικός πελάτης μου αλλά είναι ανώμαλος.
- Δηλαδή;
-Να, εάν δεν του βάλω ….δεκανίκι δεν μπορεί να πηδήξει..
- Τι να κάνουμε γούστο και καπέλο του. Αυτά ανήκουν στον καθένα και είναι δικά του και μόνο, της λέγω.
Ο Σωτήρης απολύθηκε νωρίτερα από μένα και με τον καιρό τον ξέχασα εντελώς. Ώσπου μια μέρα, τώρα τελευταία, βλέπω ένα τύπο σε ένα πάνελ στην τηλεόραση, που του έμοιαζε αρκετά. Πράγματι αυτός ήταν γιατί μετά άκουσα το όνομά του και θυμήθηκα. Τι κάνει τώρα; Δεν ξέρω τι επαγγέλλεται αλλά είναι στέλεχος του κόμματος των Ελληναράδων!!!
Αθήνα 2001
* Ο Θοδωρής Κόλλιας γεννήθηκε στο Γιαννιτσοχώρι Ολυμπίας. Σπούδασε στην Κτηνιατρική Θεσσαλονίκης και άσκησε το επάγγελμα του. Ασχολείται με την ποίηση και την πεζογραφία και διατηρεί το ομώνυμο ιστολόγιο του χωριού του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου